Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για την ανάστασή σου λαέ μας… Επιτάφιος, Πάθη, Ανάσταση…

Οι μέρες αυτές έχουν εμπνεύ­σει μεγά­λους δημιουρ­γούς στο πέρα­σμα των χρό­νων, για να δώσουν το δικό τους περιε­χό­με­νο, δεμέ­νο με τα πάθη και τους πόθους του λαού μας, αλλά και τη λαϊ­κή μνή­μη και παράδοση.

Από τους «Πόνους της Πανα­γιάς», του Κώστα Βάρ­να­λη, και της μητέ­ρας που αγω­νιά… «πού να σε κρύ­ψω γιό­κα μου, να μη σε φτά­νουν οι κακοί»… Στον «Επι­τά­φιο» του Γιάν­νη Ρίτσου και το λυρι­κό μοι­ρο­λόι της μάνας του νεκρού εργά­τη. Εκεί που το ατο­μι­κό της πέν­θος και ο αβά­στα­χτος πόνος της γίνο­νται οργή και μετα­τρέ­πο­νται στην ταξι­κή αφύ­πνι­σή της. Γίνε­ται πια μάνα κοι­νω­νι­κή, ένα συλ­λο­γι­κό σύμ­βο­λο, καθώς σμί­γει με τους συντρό­φους του γιου της, ορκι­ζό­με­νη εκδί­κη­ση. Και στην «Ανά­στα­ση», το τρα­γού­δι απο­χαι­ρε­τι­σμού των γυναι­κών κρα­του­μέ­νων στις φυλα­κές Αβέ­ρωφ στις συντρό­φισ­σές τους που πήγαι­ναν για εκτέλεση…

Για την ανά­στα­σή σου λαέ μας
όλα τα δίνου­με κάθε στιγμή.
Άλλοι στις μάχες κι εμείς στα κελιά μας
του λυτρω­μού σου η ώρα να ‘ρθει…

Γι’ αυτήν την ανά­στα­ση, για αυτήν την ελπί­δα και την ελευ­θε­ρία, κόντρα στο σκο­τά­δι της σκλα­βιάς και της τυραν­νί­ας, είναι «αφιε­ρω­μέ­νη» η σελί­δα μας.

Οι μέρες αυτές είχαν τη δική τους βαρύ­τη­τα στις φυλα­κές και τις εξο­ρί­ες. Αυτές τις μέρες γινό­ταν ακό­μα πιο έντο­νη η ομορ­φιά της ζωής, αλλά και η βαθιά συνεί­δη­ση του Χρέ­ους. Οι χιλιά­δες εξό­ρι­στοι κομ­μου­νι­στές και λαϊ­κοί αγω­νι­στές είχαν επί­γνω­ση της θέσης τους… Γι’ αυτό ήταν και ελεύθεροι…

«Όπως όλος ο ελλη­νι­κός λαός κάτω από τις πλέ­ον τρα­γι­κό­τε­ρες συν­θή­κες, έτσι και η Ομά­δα μας ανε­βαί­νο­ντας το δρό­μο του μαρ­τυ­ρί­ου και της τιμής γιόρ­τα­σε το Πάσχα.

Μέσα στις δοκι­μα­σί­ες και ταλαι­πω­ρί­ες που σκλη­ραί­νουν την ψυχή μας δεν μπο­ρού­σε παρά να νιώ­σου­με τη συγκί­νη­ση εκεί­νη που πηγά­ζει απ’ αυτή τη μέρα, σαν μέρα που σκορ­πά­ει τη χαρά, την αγάπη.

Δεν θα έπρε­πε να κλει­στού­με στον εαυ­τό μας, να παρα­δο­θού­με στις σκέ­ψεις μας, να πικρα­θού­με και να στε­νο­χω­ρη­θού­με. Επρε­πε να χαρού­με, γι’ αυτό και οργα­νώ­σα­με τη γιορ­τή του Πάσχα»…

Έτσι ξεκι­νού­σε το άρθρο της χει­ρό­γρα­φης εφη­με­ρί­δας «Η φωνή του εξό­ρι­στου» που έβγα­ζε η Ομά­δα Συμ­βί­ω­σης Πολι­τι­κών Εξό­ρι­στων του Αη Στρά­τη, τον Απρί­λη του 1947.

Ευχε­τή­ρια κάρ­τα του Α. Αμπα­τιέ­λου προς τη γυναί­κα του Μπέ­τυ _Φυλακές Αίγι­νας 1961

Εκα­το­ντά­δες είναι οι κάρ­τες με ευχές για το Πάσχα που φυλάσ­σο­νται στο Αρχείο του ΚΚΕ. Μια ζωγρα­φιά και δύο λόγια… Με την ελπί­δα να αντα­μώ­σου­με σύντο­μα… Για αυτές τις μέρες σου στέλ­νω τις θερ­μό­τε­ρες ευχές…

Με τις κάρ­τες που φιλο­τε­χνού­σαν οι ίδιοι ή οι συγκρα­τού­με­νοί τους, οι εξό­ρι­στοι και οι φυλα­κι­σμέ­νοι δήλω­ναν ότι ζουν και συνε­χί­ζουν να ονει­ρεύ­ο­νται. Δήλω­ναν ότι αντι­στέ­κο­νται στην απο­μό­νω­ση που τους επέ­βαλ­λε το αστι­κό κρά­τος. Παρά τις αφά­ντα­στες δυσκο­λί­ες, τις στε­ρή­σεις και τα βασα­νι­στή­ρια, με ελά­χι­στα υλι­κά και χρώ­μα­τα οι εξό­ρι­στοι δεν έπαυαν να δημιουρ­γούν. Άλλω­στε, οι κάρ­τες ήταν μια ξεχω­ρι­στή επα­φή με την οικο­γέ­νεια, φίλους και συντρό­φους τους σε κάθε σημα­ντι­κή στιγμή.

Η επι­κοι­νω­νία με τους «έξω» εκτός από βαθιά ανά­γκη ήταν και μια νίκη, μια κατά­κτη­ση μικρή, αλλά τόσο σημα­ντι­κή. Ακό­μα και αυτές οι δύο φρά­σεις που συνο­δεύ­ο­νταν με τη λέξη «ελο­γο­κρί­θη» σήμαι­ναν πολλά.

Αντί­στοι­χης σημα­σί­ας ήταν και τα γράμ­μα­τα που λάμ­βα­ναν οι εξό­ρι­στοι και οι φυλα­κι­σμέ­νοι από τους δικούς τους ανθρώ­πους. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο, όπως περι­γρά­φε­ται στα «Στρα­τό­πε­δα Γυναι­κών» στα δύσκο­λα χρό­νια του Εμφυ­λί­ου στη Χίο ή στο Τρί­κε­ρι, ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που η διοί­κη­ση του στρα­το­πέ­δου καθυ­στε­ρού­σε τα γράμ­μα­τα και ειδι­κά σε μεγά­λες γιορ­τές, όπως το Πάσχα και τα Χρι­στού­γεν­να, τα συγκέ­ντρω­νε και τα έβα­ζε στην πυρά μπρο­στά σε όλες τις κρατούμενες.

Τέτοιες μέρες υπήρ­χε η πιθα­νό­τη­τα οι κρα­τού­με­νοι να συνα­ντη­θούν με τους «έξω», με τους κατοί­κους των νησιών. Και αυτοί δεν έχα­ναν την ευκαι­ρία να τους δεί­ξουν την αγά­πη τους, τον σεβα­σμό τους…

Χαρα­κτη­ρι­στι­κή είναι η ανα­φο­ρά της Μαρι­γού­λας Μαστρο­λέ­ων — Ζέρ­βα στο βιβλίο της «Κρα­τού­με­νες στα Γιού­ρα, 1967».

«Στο προ­αύ­λιο των φυλα­κών Αλι­καρ­νασ­σού Κρή­της υπάρ­χει μια εκκλη­σία, ο Αγιος Λευ­τέ­ρης. Τη Μεγά­λη Εβδο­μά­δα μάς λέει ο διοι­κη­τής: “Τη Μ. Παρα­σκευή και το Μ. Σάβ­βα­το θα λει­τουρ­γή­σου­νε το εκκλη­σά­κι και θα σας επι­τρέ­ψω να πάτε και εσείς”…

Έφθα­σε η Μ. Παρα­σκευή και η αυλή γέμι­σε κόσμο, παπά­δες και ο Επι­τά­φιος ήταν έτοι­μος. Επι­τέ­λους ήρθε η ώρα και μας έβγα­λαν έξω. Μόλις μπή­κα­με μες στην εκκλη­σία και μας είδε ο κόσμος, αμέ­σως έπε­σαν επά­νω μας, μας φιλού­σαν και μας ρωτού­σαν με δίψα να μάθουν πώς περ­νά­με. Οι χωρο­φύ­λα­κες παρα­κο­λου­θού­σαν και όσο έβλε­παν τέτοια υπο­δο­χή, που δεν την περί­με­ναν, τόσο πιο πολύ κατσού­φια­ζαν. Ηταν σίγου­ροι πως ο κόσμος θα μας περι­φρο­νού­σε και θα μας απέ­φευ­γε. Αλλά εμείς δεν αργή­σα­με να γίνου­με φίλες με όλες τις γυναί­κες. Πια­στή­κα­με αγκα­ζέ και παρα­κο­λου­θού­σα­με τον Επι­τά­φιο και ζευ­γά­ρια ζευ­γά­ρια αλλά­ζα­με με τις κοπέ­λες που τον σήκω­ναν. Κάνα­με σχέ­δια για την Ανά­στα­ση, για­τί μας είχε πει ο διοι­κη­τής πως θα μας έβγα­ζε και το Μ. Σάβ­βα­το στην Ανάσταση.

Τέλειω­σε η εκκλη­σία, πάλι φιλιά, καλη­νυ­χτι­στή­κα­με και είπα­με: “Αύριο πάλι στην Ανά­στα­ση”. Ομως, για την Ανά­στα­ση, ο διοι­κη­τής είχε αλλά­ξει γνώ­μη, έπει­τα απ’ αυτό που είχε δει στον Επι­τά­φιο και μας ανα­κοί­νω­σε, χωρίς καμιά εξή­γη­ση, ότι δεν πρό­κει­ται να βγού­με. Ετσι το βρά­δυ καθί­σα­με στα κελιά μας και βλέ­πα­με από μακριά μέσα από τα σίδε­ρα… Ο κόσμος όμως που είχε έρθει και ήταν τρι­πλά­σιος από την προη­γού­με­νη και κρα­τού­σε πακέ­τα με λαμπριά­τι­κα δώρα για να μας τα δώσει, απο­ρού­σε και φώνα­ζε: “Δε θα έρθε­τε;”. Τότε πήγε κοντά ένας σκο­πός και τους είπε πως δεν πρό­κει­ται να βγού­με. Πολ­λοί φύγα­νε και εκεί­νοι που έμει­ναν μετά την Ανά­στα­ση μας φώνα­ζαν από μακριά: “Καλή λευ­τε­ριά κοπέ­λες, γρή­γο­ρα σπί­τια σας”…».

- Μαμά, πότε θα γυρί­σει ο μπαμπάς…

Εχει μεγα­λώ­σει πια ο μικρός και ρωτά­ει. Και δεν ξέρουν οι μεγά­λοι στο σπί­τι τι να του πουν. Οταν τον πήραν τον πατέ­ρα μια νύχτα, ήταν δύο χρό­νων και δεν ένιω­θε. Τώρα πάτη­σε τα έξι — τώρα νιώ­θει και ρωτά­ει. Και περι­μέ­νει απά­ντη­ση. Δεν την παίρ­νει — και ξαναρωτάει.

Μαμά­κα, για­τί χτυ­πάν σήμε­ρα οι καμπάνες…

Για­τί παι­δί μου είναι Λαμπρή…

Και για εμάς είναι Λαμπρή μαμά… Και για­τί τότες το μεση­μέ­ρι στο τρα­πέ­ζι και εσύ και η για­γιά­κα κλαίγατε…

Ρωτά­ει ο μικρός. Τα παι­διά είναι αμεί­λι­χτα στις ερω­τή­σεις τους. Κι όχι μονά­χα τα παι­διά. Και οι καρ­διές των ανθρώ­πων έτσι ρωτά­νε, όταν πονέ­σα­νε πολύ. Ετσι ρωτά­ει κι η άγνοια κι η πικρή γνώ­ση. Και η απά­ντη­ση στην ερώ­τη­ση είναι μία. Και για μικρούς και μεγάλους…

Πότε θα κάνου­με και μεις Λαμπρή μαμά…

Η μητέ­ρα ξέρει να δώσει τώρα την απά­ντη­ση στο γιο της. Την ίδια απά­ντη­ση στέλ­νει κι ο πατέ­ρας από το ξερο­νή­σι του. Την ίδια απά­ντη­ση στέλ­νει και το σταυ­ρα­δέρ­φι του πατέ­ρα από μια ανθι­σμέ­νη πλα­γιά του βου­νού σιγο­τρα­γου­δώ­ντας ένα αντάρ­τι­κο, ένα ανοι­ξιά­τι­κο, ένα πρω­το­μα­γιά­τι­κο τρα­γού­δι. Την ίδια απά­ντη­ση δίνει η βουρ­κω­μέ­νη συν­νε­φιά της πολι­τεί­ας και το ρημαγ­μέ­νο ψυχο­μέ­τρι του χωριού. Κι ετοι­μά­ζου­νε με τον αγώ­να τους, το σκλη­ρό μα νικη­φό­ρο αγώνα…

Χρο­νο­γρά­φη­μα του Από­στο­λου Σπή­λιου που μετα­δό­θη­κε από τη «Φωνή της Αλή­θειας» τον Απρί­λη του 1951.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο