Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης* //
υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
«Πλησίον είμαστε, Κύριε, πλησίον και απτοί. Αρπαχτήκαμε κιόλας ο ένας από τον άλλον, Κύριε, και αλληλογαντζωθήκαμε σαν να ‘ταν το σώμα καθενός μας το δικό σου το σώμα, Κύριε. Δέου, Κύριε, δέου υπέρ ημών, είμαστε πλησίον» (Paul Celan, ‘Tenebrae’/ Ποιητική συλλογή ‘Γλωσσικό πλέγμα’).
Το νέο ιστορικό πόνημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα Αλέκου Χατζηκώστα, φέρει τον τίτλο ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της’ και αποτελεί, μία ιδιαίτερη επιδίωξη ‘σύλληψης’ της ιστορίας υπό το ίδιο πρίσμα της άντλησης γνώσης, με μέτωπο στραμμένο στις νεότερες γενιές, για τα συμβάντα που έλαβαν χώρα τον περασμένο αιώνα και προσδιόρισαν την Ημαθιώτικη ιστορία, που, σε γενικές γραμμές, ‘συνδιαλέγεται’ και φέρει την βαρύτητα, με το δικό της τοπικό χρώμα, της ιστορίας όπως εγγράφεται στον ελλαδικό χώρο και στον ελλαδικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό.
‘Προϊόν’ μίας προσωπικής έρευνας του συγγραφέα, μελέτης των διαθέσιμων πηγών και αρχειακών υλικών, το νέο ιστορικό έργο του Αλέκου Χατζηκώστα συναρθρώνει τα χαρακτηριστικά της, ενίοτε ‘φορτισμένης’ (βλέπε δεκαετία του 1940), ιστορικής αφήγησης με μία ευρύτερη οπτική που δεν απόσχει από την καταγραφή γεγονότων που δύνανται να επηρεάσουν τις όψεις της καθημερινότητας στην Ημαθία, τις παραμέτρους εκείνες που συμβάλλουν στην, ιστορικού τύπου, συγκρότηση του πολιτικού-ιδεολογικού ‘εχθρού’, μία βαθυ-δομική συγκρότηση που, παραπέμπει ή φέρει διαστάσεις, κύρια μεταπολεμικά, ‘κανόνα’,[1] με την μαρτυρία ονομάτων, νεκρών και ζώντων, (εκείνη την περίοδο) που αναμένουν να ‘ακουστούν’, φθάνοντας, (αποδίδοντας έμφαση και έναν ιδιαίτερο ‘σεβασμό’ στο συγκεντρωμένο υλικό) έως τις απαρχές της Μεταπολίτευσης με μείζον σημείο τομής, το δημοψήφισμα για την διευθέτηση του Πολιτειακού ζητήματος τον Δεκέμβριο του 1974.
Μέσω της παρουσίασης πολιτικών και διοικητικών εγγράφων που αποκτούν χαρακτήρα ιστορικού ντοκουμέντου, μέσω της μελέτης του τοπικού τύπου, κύρια της πόλης της Βέροιας, ανα-συντίθεται και αναδύεται στη δημόσια σφαίρα η τοπική ιστορία με την ιδιαίτερη δυναμική της.
Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα[2], από την συμμετοχή Ημαθιωτών στον περιώνυμο ‘Μακεδονικό αγώνα’ έως την παράλληλη περιγραφή εκλογικών αναμετρήσεων (ως δείκτες κοινωνικών-πολιτικών ανακατατάξεων) στην Ημαθία, από την δράση του ‘Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας’ (ΚΚΕ) στην περιοχή και τις απόπειρες ‘επι-καθορισμού’ και ‘απαγόρευσης’ της παρουσίας του, λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του το 1917 ως ‘Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος’ (ΣΕΚΕ),[3] έως την κήρυξη της Δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά το 1936, η ιστορία στην Ημαθία δια-κρατεί τους δικούς της ‘κόμβους’, εγγράφει τους όρους μίας ιστορίας που εξελίσσεται, που αναπαράγεται στα χωριά και στους οικισμούς και στην πόλη-κέντρο, ‘τροφοδοτώντας’ την εθνική ιστορία της ίδιας περιόδου με τις δικές της ζυμώσεις, σχέσεις, αντιθέσεις και αντιφάσεις.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε, σε αυτό το πλαίσιο, τα καταστατικά του ‘Συλλόγου Λειτουργών Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Περιφερείας Βεροίας’[4], του 1934 και του 1936, με το μεν πρώτο να θέτει ως πρόταγμα την βελτίωση της «Οικονομικής, επαγγελματικής και κοινωνικής θέσεως του Δημοδιδασκάλου» παράλληλα, και αυτό είναι το κρίσιμο σημείο, με την εν γένει «προαγωγή του Λαϊκού Σχολείου», ζήτημα που άπτεται μίας ευρύτερης εκπαιδευτικής-πολιτικής θεώρησης που προτάσσει το «Λαϊκό Σχολείο» ως διεκδικητικό στόχο, ακόμη και πρώιμα συσχετιζόμενο με μία διαφορετική οργάνωση του κοινωνικο-ιστορικού, (Κορνήλιος Καστοριάδης) γίγνεσθαι, ενώ, το δεύτερο καταστατικό με το οποίο ιδρύεται ο ‘Σύλλογος Δημοδιδασκάλων Περιφερείας Βεροίας’, φέρει και εμμένει σε μία περισσότερο συντεχνιακή-κλαδική αντίληψη και άρθρωση του ίδιου συμφέροντος και της εκπροσώπησης του: «Σκοπός αυτού είναι η υποστήριξις και προαγωγή των πνευματικών και οικονομικών συμφερόντων των μελών του και του κλάδου εν γένει και της εκπαιδεύσεως».[5]
Παράλληλα, δίδοντας βαρύτητα και σε μία κοινωνιο-πολιτική και εκλογική προσέγγιση, δύναται να ειπωθεί πως στις Μεσοπολεμικές[6] εκλογές του 1926, λίγο μετά την Μικρασιατική ‘Καταστροφή’, το ‘Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος’ (το βασικό κόμμα του βιβλίου), έλαβε 41.982 ψήφους, ήτοι το 4,38% και 10 έδρες,[7] με πρώτο κόμμα να αναδεικνύεται η Ένωση Φιλελευθέρων’ του Ελευθερίου Βενιζέλου.[8]
Διαμέσου του ‘φίλτρου’ του έντυπου τύπου (εφημερίδα ‘Αστήρ’), σημαίνονται οι κινήσεις των υποψηφίων στα χωριά της περιφέρειας, οι προεκλογικές ομιλίες και οι λόγοι, η ‘περιρρέουσα ατμόσφαιρα’ προ της εκλογικής αναμέτρησης, οι τάσεις μίας ‘φορτισμένης’ εμβάπτισης στον εκλογικό ‘στίβο’ ως ‘κολυμβήθρα του Σιλωάμ’, με τους υποψηφίους όπως επισημαίνεται σε μία δημοσιογραφική γλώσσα ‘υπόγεια ειρωνική’ όσο και αναπαραστασιακή, με αρνητικό σημαίνον σχολιασμού τον ‘μαύρο κόρακα’, να επιθυμούν να εξέλθουν «λευκότεροι του κόρακος».[9]
Εντός της περιόδου του ελληνικού Μεσοπολέμου και προστρέχοντας στον έντυπο τύπο που διαμεσολαβεί και αναδεικνύει όψεις και στοιχεία της κοινωνικής-πολιτικής δράσης, ο Αλέκος Χατζηκώστας αναδεικνύει την ‘εντόπια’[10], ήτοι την δράση στην Ημαθία, της οργάνωσης ‘Εθνική Ένωσις Ελλάς’, των περιώνυμων ‘Τρία Έψιλον’, οργάνωση που αποτελεί κράμα ενός ‘συγκρουσιακού εθνικισμού, του αντικομμουνισμού με αναφορά στην ίδια ‘ασυμβατότητα’ του με τις καθαυτό εθνικές-ελληνικές ‘αξίες’, και ενός ‘πολωμένου’ αντι-σημιτισμού.
Ιδρυμένη στη Θεσσαλονίκη, το 1927, η ‘Τρία Έψιλον’ μαζικοποιείται[11] σταδιακά, διαμορφώνει μία ευρεία κοινωνική συμμαχία, λειτουργώντας ή διαφορετικά ειπωμένο, αποκτώντας ‘φασίζοντα’-κινηματικά χαρακτηριστικά, με αποκορύφωμα, τελετουργικά-συμβολικά, την «Πορεία προς την Αθήνα» που επιθυμεί να ομοιάσει στην αντίστοιχη «Πορεία προς τη Ρώμη» των Ιταλικού φασιστικού κινήματος, με και συμμετοχή μέλους της οργάνωσης από την Βέροια, όπως διαβάζουμε.[12]
Από την έκθεση ενός μαθητή γυμνασίου στη Βέροια και από την δίκη για το κάψιμο του Εβραϊκού συνοικισμού ‘Κάμπελ’ στη Θεσσαλονίκη, που διεξήχθη στην πόλη της Βέροιας συγκεντρώνοντας το διεθνές ενδιαφέρον όπως πληροφορούμαστε από το ‘γλαφυρό’ ρεπορτάζ της εφημερίδας ‘Αστήρ’, δια-φαίνονται οι τάσεις της πολιτικής-ιδεολογικής της ‘διείσδυσης’ στον εκπαιδευτικό χώρο, οι όροι συγκρότησης μίας πρώιμης ‘εθνικοφροσύνης’ διανθισμένης με το ‘όραμα’ της ανασύστασης του Βυζαντινού ‘κλέους’ που λαμβάνει και ‘εντόπια’ ή ‘Βεροιώτικα’ χαρακτηριστικά, η φορά ενός αντι-σημιτισμού[13] που θεμελιώνεται πάνω στην διάχυτη συνωμοσιολογία περί του ‘προδοτικού ρόλου’ που διαδραματίζει το ελληνικό Εβραϊκό στοιχείο που συνιστά ‘καρκίνωμα’ και ‘Πέμπτη φάλαγγα’ του διεθνούς ‘Εβραϊσμού’ που αναπαρίσταται ως ο ‘κινών τα νήματα’ του κόσμου-γίγνεσθαι, πολιτικά και οικονομικά.
Άλλωστε, όπως τονίζει με ενάργεια ο Δημήτρης Κουσουρής στην εμβριθή του μελέτη για τις συνέχειες και τις ασυνέχειες ενός ελληνικού φασισμού τον 20ο αιώνα, «η καινοτομία της ΕΕΕ, ωστόσο, ήταν ότι υιοθέτησε το οπλοστάσιο της διεθνούς προπαγάνδας περί «εβραιομπολσεβικισμού», συνδέοντας τις εγχώριες αντιπληβειακές και αντικομμουνιστικές παραδόσεις με την τρομοκρατική δράση έναντι των Ελλήνων Εβραίων».[14]
Από τον Μεσοπόλεμο έως την δεκαετία του 1940 με το ουσιαστικά τετράπτυχο ‘Ελληνοϊταλικός πόλεμος-Τριπλή Κατοχή-Αντίσταση-Εμφύλιος’, τα κείμενα του τόμου δεν συνιστούν μία ‘απλή συρραφή’, δεν καθίστανται ‘ατάκτως ερριμμένα΄, αλλά, αντιθέτως, ενέχουν μία παράλληλη μορφή που διαρκώς προβάλλει τις αρχειακές ‘πηγές’ της, που καθιστά εμφανείς τις θεωρητικές-πολιτικές προσλήψεις του συγγραφέα, την ιστορικότητα που αποκτά μία εργασία για την νομό Ημαθίας, στοιχείο που μας επιτρέπει ουσιωδώς να ‘συλλάβουμε’ το βιβλίο ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα’, ως ιστορικό εγχείρημα ανάδειξης των ‘παύσεων’ και των ‘αποσιωπήσεων’ της επίσημα, ή θεσμικά καταγεγραμμένης και αναφερόμενης ιστορίας, εγχείρημα το οποίο, με έντονο το πρόσημο της ‘λαϊκότητας’ και της ‘λαϊκής συμμετοχής’ στην διαμόρφωση της, επιδιώκει να αποτελέσει το κρίσιμο έναυσμα για την «πλήρη καταγραφή»[15] της ιστορίας, όπως ρητά δηλώνεται στον πρόλογο της έκδοσης, εκεί όπου εκδηλώνεται και ένα κάλεσμα προς την επιστημονική κοινότητα για την «καταγραφή» της ιστορίας μέσω της αξιοποίησης του όλου αρχειακού υλικού, μη παραγνωρίζοντας και τις δυσκολίες που ενσκήπτουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, το εγχείρημα παραμένει ανοικτό όσο και ‘φορτισμένο’ από μνήμες που ανασύρονται στην επιφάνεια, ενόσω η ιστορία εξελίσσεται.
Μπορούμε να ‘συλλάβουμε’ το έργο του Αλέκου Χατζηκώστα, και με αφορμή την έκδοση της ‘Ημαθίας στον 20ο αιώνα’, ως μία ‘εργασία σε εξέλιξη’, ένα ‘Work in Progress’, που περιλαμβάνει τις προηγούμενες ιστορικές του ‘εργασίες’ όσο και το λογοτεχνικό του έργο, έργο διάστικτο από ιστορικές αναφορές με κύριο πεδίο ανάπτυξης τους την δεκαετία του 1940, δεκαετία που δεν παύει να απασχολεί διαρκώς τον συγγραφέα, πολιτικά και ερευνητικά, όπως συμβαίνει και σε αυτό το βιβλίο.
Μία δεκαετία μετασχηματισμών που επέδρασαν και εν πολλοίς διαμόρφωσαν την μεταπολεμική Ελλάδα. Σημαίνουσες πλευρές αυτής της δεκαετίας, με έμφαση στην ‘Ημαθιώτικη’ τους διάσταση, αναπτύσσονται στο εσωτερικό του βιβλίου, η διάρθρωση του οποίου διαχωρίζει ειδικότερα μεταξύ ‘Κατοχής-Αντίστασης’ και ‘Απελευθέρωσης-Εμφυλίου Πολέμου’.
Σε αυτή την περίπτωση, δίδονται η Ημαθιώτικη διάσταση του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 και οι νεκροί Βεροιείς σε αυτόν, εκτατικές όψεις της Κατοχής και της Αντίστασης στο Νομό, όψεις που δεν διαφοροποιούνται ουσιωδώς από την συνολικότερη εικόνα, με ιδιαίτερη μνεία να γίνεται στο πρόβλημα της ‘Πείνας’ όπως αναδεικνύεται την περίοδο της Κατοχής και ιδίως τον επώδυνο χειμώνα του 1941–1942.
Θέτοντας ένα γενικότερο περίγραμμα, ο δημιουργός του βιβλίου αναφέρεται στα αίτια εμφάνισης του φαινομένου που δραματικά έπληξε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της χώρας, ονομάζοντας συγκεκριμένα «τη χαμηλή διαθεσιμότητα τροφίμων, τις ανύπαρκτες συγκοινωνίες, τις διάφορες «ρυθμίσεις» των αρχών Κατοχής (εδώ υπεισέρχεται ο παράγων ‘απ-αλλοτρίωση των οικονομικών-παραγωγικών υποδομών της χώρας για τις ανάγκες χρηματοδότησης του ‘στρατού Κατοχής),[16] τους πρώτους μήνες τον αποκλεισμό των «συμμάχων»,[17] ανα-νοηματοδώντας συνάμα τις δημογραφικές-ταξικές προεκτάσεις του φαινομένου.
Γράφει σχετικά ο ίδιος: «Φυσικά η διατροφική κρίση βιώθηκε με διαφορετικό τρόπο στις διάφορες περιοχές της χώρας, δηλαδή περισσότερο στα αστικά κέντρα απ’ ότι στην επαρχία, και φυσικά διαφορετικά ταξικά, δηλαδή αυτοί που υπέφεραν ήταν τα εργατικά στρώματα και σε ένα βαθμό τα μεσαία σε αντίθεση με την άρχουσα τάξη, που βγήκε και κερδισμένη».[18]
Σε μία παρόμοια διαπίστωση προχωρά και ο Χρήστος Λούκος στην εμβριθή μελέτη του για την ‘Πείνα’ την Κατοχική περίοδο. Ερευνώντας τον αριθμό των θανάτων στην Ερμούπολη της Σύρου, περιοχή που επλήγη έντονα από το φαινόμενο, τονίζει: «Τους τρεις πρώτους μήνες του 1942 πέθαναν 1.012 Ερμουπολίτες, το 5,7% του τότε πληθυσμού, που ανερχόταν σε 17.703 κατοίκους, δηλαδή περίπου 60 στους χίλιους. Οι περισσότεροι από τους άνδρες ηλικίας 20–40 ετών, είναι εργάτες. Στην κατηγορία αυτή, ανήκει, στο δείγμα μας, περίπου το ¼ των θανόντων στην Ερμούπολη. Πρόκειται, προφανώς, για εργαζομένους στη βιομηχανία και το λιμάνι».
Και παρακάτω: «Το όνομα έμπορος, παραδείγματος χάρη, δεν συναντάται, σε μια πόλη εμπόρων, καθόλου. Μια σαφής ανισότητα απέναντι στο θάνατο που θυμίζει πολύ τις περιόδους μεγάλων επιδημιών. Η ανισότητα αυτή φαίνεται και από την έντονη παρουσία των υποβαθμισμένων συνοικιών στους καταλόγους των νεκρών».[19]
Oι κοινωνικές-ταξικές διαστάσεις της ‘Πείνας’ και του πληθωρισμού[20] που δεν απόσχουν από την παρουσία και αναπαραγωγή της παρουσίας των αρχών Κατοχής στη χώρα, της ίδιας δυνατότητας πρόσβασης σε διατροφικά αγαθά, επέδρασαν, όπως τονίζει ο Χρήστος Λούκος, «σε σοβαρή ανακατανομή του πλούτου, με συνέπεια την ένταση των ταξικών αντιθέσεων», [21] ενώ η ‘Μαύρη Αγορά’[22] αναπτύσσεται ραγδαία ως επι-γενόμενο των ελλείψεων και της ‘ειδικής’ λειτουργίας των δικτύων διανομής και εμπορίου, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για την συγκέντρωση πλούτου στα χέρια συγκεκριμένων ατόμων.[23]
Συνδέοντας το γενικό με το ειδικό και αντίστροφα, ο Αλέκος Χατζηκώστας, αξιολογεί και παραθέτει προσεκτικά έγγραφα φορέων όπως το Νοσοκομείο της Βέροιας, οργανώσεων όπως ο ‘Σύνδεσμος Αρτεργατών’, προσώπων όπως ο πρόεδρος των εστιατόρων Βέροιας, που εμπλέκονται άμεσα στο σύστημα παραγωγής και διανομής τροφίμων, ανα-πλαισιώνοντας τις όψεις της ‘Πείνας’ καθώς και τις διαστάσεις που προσέλαβε στη Βέροια και στην Ημαθία, σκιαγραφώντας με εύγλωττο τρόπο τις δραματικές ελλείψεις (βλέπε έγγραφο των ‘επανορθωτικών φυλακών Βεροίας’)[24], τους όρους πλουτισμού συγκεκριμένων προσώπων και κοινωνικών ομάδων, τις συνθήκες αποστέρησης που διαμορφώνονται για σημαντικά τμήματα του μπλοκ των λαϊκών τάξεων και της εργατικής τάξης, μέσα από το πρίσμα της μαρτυρίας του πρώην δημάρχου Βέροιας Α. Καρατζόγλου, δια-κρατώντας όμως και τις δομές αλληλεγγύης που συγκροτήθηκαν.
Κατά την ανάλυση του Σταύρου Θωμαδάκη, «οι ανακατατάξεις ιδιοκτησίας του πλούτου που συνέβησαν στη διάρκεια της Κατοχής επέδρασαν βαθιά στη μεταπολεμική κοινωνικο-οικονομική κατάσταση».[25]
Από την ‘Πείνα’ της Κατοχής, έως την δράση δοσιλογικών οργανώσεων στην Ημαθία, η αρχειακή έρευνα εκθέτει το πως ο ιδιαίτερος ‘αμυντικός πόλεμος’ του ‘Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού’ (ΕΛΑΣ) μεταβάλλεται σε ‘επιθετικό’ με αξίωση εκκαθάρισης των ένοπλων δοσιλογικών οργανώσεων, και στην Ημαθία, όπως συνέβη στην περίπτωση της δοσιλογικής ένοπλης οργάνωσης του Αριστείδη Παπαδόπουλου στο χωριό Νησέλι, ενώ, στο ίδιο πλαίσιο, καθορίζει τα διακυβεύματα της Αντίστασης, νοηματοδοτεί τον σημαίνον πολιτικο-στρατιωτικό ρόλο του ‘ΕΛΑΣ’ και στην Ημαθία (Απελευθέρωση της Νάουσας), τις πολιτικές εντάξεις ως ‘αποτέλεσμα’ της προϊούσας πολιτικής-ιδεολογικής ριζοσπαστικοποίησης και ‘Αντι-κατοχικής’ πλαισίωσης, με ό,τι δύναται να σημάνει αυτό, αναφέροντας τα ονόματα Ημαθιωτών, από την Βέροια και από χωριά του Νομού που εστάλησαν σε τόπους εξορίας και κράτησης, εκφεύγοντας από μία μοναδική ‘Βεροιο-κεντρική’ προσέγγιση: είναι δε χαρακτηριστική η σύλληψη και η μεταφορά στο στρατόπεδο του ‘Παύλου Μελά’ στη Θεσσαλονίκη, πολλών ατόμων από τα χωριά Καβάσιλα και Κεφαλοχώρι.[26]
Όπως επίσης προσεγγίζει πολιτικο-ιστορικά, τα διακυβεύματα του Εμφύλιου Πολέμου, οι μάχες του οποίου, κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά και στρατιωτικά, μεταφέρονται και στην Ημαθία με θεμελιώδες πεδίο αναφοράς την πόλη της Νάουσας, την πόλη που ήδη από την περίοδο της ‘Κατοχής’ τροφοδοτεί με ανθρώπινο δυναμικό κύρια το ‘ΕΑΜ’ και τον ‘ΕΛΑΣ’. Την πόλη όπου δολοφονείται το 1946, για την συνδικαλιστική και ευρύτερα την πολιτική του δράση, ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Νάουσας, Γιώργος Βουτηρά. [27]
Οι κοινωνικές, πολιτικές ρίζες της δολοφονίας του είναι βαθιές, και ‘εγγίζουν’ τα συγκροτούμενα πλέγματα εξουσίας, κρατικής-εθνικής εξουσίας.
Όσον αφορά την δεκαετία του 1950 με χρονικό ορίζοντα την εκδήλωση του πραξικοπήματος των Συνταγματαρχών το 1967, και εδώ διαφαίνονται τάσεις δραστηριοποίησης του κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ της ‘Εθνικοφροσύνης’, η συγκρότηση του οποίου έχει εκκινήσει ήδη από την δεκαετία του 1940 και πιο συγκεκριμένα την περίοδο των ‘Δεκεμβριανών’ του 1944, οι πτυχώσεις που αποκτά το μπλοκ της ‘Εθνικοφροσύνης’ το οποίο συναρθρώνεται ‘πολωμένα’ με φορείς τοπικής εξουσίας σε επίπεδο Νομού, φορείς που, ωσάν ‘δίκτυα’ συγκροτούν ένα πλαίσιο παρακολούθησης ‘υπόπτων’[28] για κομμουνιστική και ‘αντεθνική’ δράση, πάνω στο υπόστρωμα του ‘καθαγιασμένου’ στα εθνικά νάματα, ‘αντι-κομμουνιστικού’ αγώνα που ως πολιτικοϊδεολογική έγκληση συνέχει το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, το οποίο και αναγνωρίζει την ‘αλήθεια’ και την ‘ορθοφροσύνη’ του μέσω του διαμοιρασμού ‘πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων’.
Ο Δημήτρης Κουσουρής αποδίδει έμφαση στην ύπαρξη ενός «κατασταλτικού κοινοβουλευτισμού»: «Αυτός ο «κατασταλτικός κοινοβουλευτισμός» δημιουργούσε μια ευρεία ζώνης ανομίας ή ημιανομίας, εντός της οποίας ευδοκίμησαν και αναπαρήχθησαν οι παραστρατιωτικές και παρακρατικές οργανώσεις και συμμορίες που έλκυαν την καταγωγή τους από τα χρόνια της Κατοχής και τα αμέσως επόμενα».[29]
Θα μπορούσαμε να πούμε πως, οι Κατοχικές διαιρέσεις και ο Εμφύλιος Πόλεμος ‘συνεχίζονται με άλλα μέσα’, όπως ουσιωδώς αναφέρει και ο Αλέκος Χατζηκώστας.
Εν συνεχεία, η όλη ιστορική περιοδολόγηση-αναφορά φθάνει στην περίοδο της ‘Δικτατορίας των Συνταγματαρχών’ (1967–1974). Ως πολιτική συμπύκνωση του μετεμφυλιακού-μεταπολεμικού συστήματος εξουσίας, η στρατιωτική δικτατορία και οι επάλληλες δομές της αναπτύσσονται και στην Ημαθία: συλλήψεις αριστερών-δημοκρατικών προσώπων[30] (πλαίσιο καταστολής), τελετουργίες υποδοχής ‘επισήμων’ που δεικνύουν τον θεμελιώδη ρόλο των Ενόπλων Δυνάμεων στο εσωτερικό της δικτατορίας, μορφές λογοκρισίας με έμφαση στην προληπτική ‘καταστολή’, συν-δηλώσεις της δράσης του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ημαθία την ίδια περίοδο, συν-δηλώσεις που συνυφαίνονται με την επιδείνωση των όρων διαβίωσης σημαντικών μερίδων του μπλοκ των λαϊκών τάξεων.
Και εδώ αξιοποιούνται αρχεία του ‘Γενικού Αρχείου του Κράτους’ που αφορούν τον Νομό Ημαθίας, όσο και δημοσιεύματα τοπικών εφημερίδων ώστε να ‘ανα-κατασκευαστεί’ η περίοδος της στρατιωτικής επταετίας υπό το πρόσημο των πολιτικών-ιδεολογικών ‘στηριγμάτων’ που απέκτησε και σε τοπικό επίπεδο με άξονα έναν ιδιαίτερο και ‘αδιάφθορο’ ‘σωτηριολογικό αντι-κομμουνισμό’.
Η πρώτη περίοδος της δικτατορίας είναι και η περίοδος επιβολής της ως «κράτος εκτάκτου ανάγκης»[31], για να παραπέμψουμε στον Δημήτρη Χαραλάμπη.
Κλείνοντας ένα ολόκληρο ‘κεφάλαιο’ ελληνικής και Ημαθιώτικης ιστορίας, η ιστορική έρευνα περιλαμβάνει την περίοδο της πρώιμης Μεταπολιτευτικής ‘τομής’, τον πρώιμο πολιτικό-ιδεολογικό ριζοσπαστισμό που, με ευδιάκριτα αντι-μοναρχικά χαρακτηριστικά εκδηλώνεται στο δημοψήφισμα για το ‘Πολιτειακό’ τον Δεκέμβριο του 1974, προσεγγίζοντας το μείζον διακύβευμα του εκδημοκρατισμού με πεδίο εφαρμογής την Τοπική Αυτοδιοίκηση.[32]
‘Διατρέχοντας’ σταδιακά αλλά ουσιαστικά τον ελληνικό 20ο αιώνα, δίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στη συστηματική αξιοποίηση του αρχειακού υλικού, πρωτογενούς και δευτερογενούς, ο Αλέκος Χατζηκώστας, με την δική του πολιτική θεώρηση ενός ‘κόσμου’ που ‘ηττήθηκε’ αλλά ‘ηττημένος’ εξακολουθούσε να δρα, προβαίνει στη σύνθεση ή και στην ανα-σύνθεση μίας ιστορίας που φέρει φυγό-κεντρες δυναμικές, μέσα από έναν ‘κυκεώνα’ ονομάτων και συμβάντων, σε Ημαθιώτικο επίπεδο, που διαπλέκονται διαρκώς μεταξύ τους, συμβάλλοντας, υπό μία ευρύτερη οπτική, σε αυτό που δεν ήταν έναν ‘σύντομος’ 20ος αιώνας, όπως έγραψε σχετικά ο Βρετανός ιστορικός Eric Hobsbawm.
Διότι, τι άλλο δύναται να είναι η ιστορία παρά έκθεση; Μαρτυρία του ‘μη-προφανούς’; Στην ‘Ημαθία στον 20ο αιώνα’, αναγνωρίζεται η ιστορία που ‘επι-κοινωνεί’ με την μνήμη, μνήμη που ‘διαλέγεται’ με τον τρόπο αναφοράς της από τον Τσβετάν Τοντόροφ: δηλαδή, μία μνήμη «παραδειγματική»[33], έναυσμα και όχι ‘εργαλείο’ για την ιστορική κατανόηση και ερμηνεία.
______________________________________________________________________________
[1] Ο Γερμανοεβραίος πολιτικός φιλόσοφος Walter Benjamin, προσίδια εμβαθύνει στους όρους συγκρότησης και ‘διάχυσης’ (Πέτρος Πιζάνιας), της εξουσιαστικής ‘κανονικότητας’, αναφέροντας μία «παράδοση», την «παράδοση των καταπιεσμένων», που δεν είναι παρά το νεωτερικό βίωμα της ‘κανονικοποίησης’ της συνθήκης ‘εξαίρεσης’ ή της ‘κατάστασης έκτακτης ανάγκης’, στο σημείο όπου η ίδια ‘κατάσταση έκτακτης ανάγκης’, τίθεται στις απαρχές του ‘Νόμου’: «Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας». Η ιστορία-ιστορικότητα, στις Μπενγιαμινικές αναλυτικές προκείμενες, εκ-φέρεται ως ‘παραδοχή’ μίας συνθήκης που δεν παύει (ίδια αναπαραγωγή) να ‘διαρκεί’ και στο εμπρόθετο ‘τώρα’ (ο Walter Benjamin ως ο κατεξοχήν φιλόσοφος του οιονεί παροντικού), προσλαμβάνοντας την επωνυμία: η εξαίρεση ως κανόνας που ‘βιώνεται’, άμεσα, στο ‘τώρα’, διαμέσου της ανάδειξης της «παράδοσης των καταπιεσμένων» (που «διδάσκει» φθάνοντας στο ‘τώρα’) αυτής της ιδιότυπης χορείας των φαντασμάτων. Βλέπε σχετικά, Benjamin Walter, ‘Θέση VIII’, ‘Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας’, Δεύτερη Έκδοση, Λέσχη των Κατασκόπων του 21ου αιώνα’, Αθήνα, 2014, σελ. 15.
[2] Ο συγγραφέας προβαίνει σε μία σαφή ιστορική περιοδολόγηση, διαχωρίζοντας τα κεφάλαια της μελέτης του με βάση ιστορικά γεγονότα και χρονικές περιόδους.
[3] Για μία ανάλυση της ίδρυσης (με έμφαση στη θεωρία της εξάρτησης), της κοινωνικής-πολιτικής παρουσίας του πρώιμου ‘Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος’, για την πολιτική-ιδεολογική και στρατηγική διαπάλη που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του έως την μετονομασία του σε ‘ΚΚΕ’, για την συσχέτιση μεταξύ πολιτικής-συνδικαλιστικής ‘εργασίας’, βλέπε σχετικά, Μοσκώφ Κωστής, ‘Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα’, Θεσσαλονίκη 1979, ιδίως σελίδες 408–460. Όπως τονίζει ο ίδιος: «Στα 1921 στην Ελλάδα υπήρχαν 213 βιομηχανίες που απασχολούσαν 22.583 εργάτες. Το σύνολο των εργατών- βιομηχανικών και μη- ήταν 140.000 άτομα. Η Γ.Σ.Ε.Ε. (σ.σ: Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος) – επιρρεαζόμενη (σ.σ: η ορθογραφία του πρωτότυπου) αυτή την περίοδο από το Σ.Ε.Κ.Ε- είχε στο δυναμικό της 180 σωματεία και 3 ομοσπονδίες (καπνεργατών, ηλεκτροκινήσεως και βυρσοδεψεργατών) καθώς και 5 άλλες στο στάδιο της συγκροτήσεως (μηχανουργών, τροχαίας κίνησης, σιγαροποιών, αρτεργατών και οικοδόμων) με 32.000 εργάτες… Τα εργατικά κέντρα Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης συγκέντρωναν από 15.000 εργάτες το καθένα περίπου, από 5.000 περίπου ο Βόλος, η Πάτρα και η Καβάλα». Στο ίδιο, σελ. 418.
[4] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Οι ‘’περιπέτειες’’ του Συλλόγου Δασκάλων Βέροιας 30–40’, στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της’, Εκδόσεις Άλφα Πι, Χίος, 2018, σελ. 55–59.
[5] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Οι ‘’περιπέτειες’’ του Συλλόγου Δασκάλων Βέροιας 30–40’, στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 57.
[6] Είναι χαρακτηριστική η σκιαγράφηση στην οποία προβαίνει η εφημερίδα ‘Αστήρ’, λαμβάνοντας θέση υπέρ του τότε δημάρχου και εκ νέου υποψήφιου Αντώνη Πρωτοψάλτη, για τις δημοτικές εκλογές του 1934 στην πόλη της Βέροιας. Η πολιτική ‘απόδοση’ επι-τελείται με όρους ‘πατρικής καθοδήγησης’ και ‘προστασίας’ από πλευράς δημάρχου, του ‘πτωχού δημότη-πολίτη’ (πολιτικός ‘πατερναλισμός’) με διαστάσεις ενός ‘μελοδραματικού και λαϊκότροπου συναισθηματισμού’ που εδράζεται πάνω στο ό,τι ο δήμαρχος, όντας μέλος των «λαϊκών τάξεων» (γεωργός), βιώνει και αντιλαμβάνεται τον ‘πόνο’ και την ‘αγωνία’ του ‘πτωχού’, του ‘γεωργού’, του ‘μικροεπαγγελματία’ (του ‘πένητος’ μικροεπαγγελματία που εγγράφει το πρόσημο της ‘από τα πάν εκμετάλλευσης’), του ‘αδικημένου΄, τείνοντας στην αναπαράσταση της δημαρχίας-‘Εστίας’, πρωταρχικής και ‘οικείας’ Εστίας’ και ‘καταλύματος’ για τις λαϊκές τάξεις: «Γι’ αυτό δε επί της θητείας του η δημαρχία υπήρξε προστάτης των πτωχών, των ανέργων και των αδικουμένων» που δύναται να ‘αποκρούσει’ τον ‘επεκτατισμό’ των ‘πλουσίων’. Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Στιγμιότυπα δημοτικών εκλογών 1924 στην Ημαθία’, στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 38–44. Το μοτίβο των προεκλογικών περιοδειών (ο «υποψηφίος Δήμαρχος κ. Πρωτοψάλτου περιήλθε όλες σχεδόν τας συνοικίας της πόλεως και τους γύρω συνοικισμούς γενόμενος ενθουσιωδώς δεκτός από τους δημότας του»), απαντάται στην Αθήνα από τα τέλη του 20ου αιώνα, με τον Νίκο Ποταμιάνο στη μελέτη του, να κάνει λόγο για τον «ιδεότυπο της περιοδείας στις συνοικίες». Βλέπε σχετικά, Ποταμιάνος Νίκος, ‘Οι Νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880–1925’, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης, 2016, σελ. 291.
[7] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Οι εκλογές του 1926 στην Ημαθία’, στο: : Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 27–29.
[8] Σε εθνικό επίπεδο, με βάση τα στοιχεία που παραθέτει ο Κωστής Μοσκώφ για το ΚΚΕ, για τις εθνικές εκλογές του 1926, τέσσερα χρόνια μετά τους βαθυ-δομικούς μετασχηματισμούς που επιφέρει, και εντός του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, η ‘Μικρασιατική Καταστροφή, το ΚΚΕ λαμβάνει στο Νομό Λαρίσης το 15% των ψήφων, στη Θεσσαλονίκη το 8%, στη Φλώρινα-Καστοριά το 8%, στην Καβάλα της ευρείας καπνεργατικής-εργατικής παρουσίας το 15%, στους Νομούς της Δυτικής Θράκης το 14%, εκλέγοντας, για πρώτη φορά, 10 βουλευτές, με το 3,8% που λαμβάνει στην Αθήνα να μην απέχει ιδιαίτερα από το συνολικό του ποσοστό ανά την επικράτεια. βλέπε σχετικά, Μοσκώφ Κωστής, ‘Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα..ό.π., σελ. 436–437.
[9] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Οι εκλογές του 1926 στην Ημαθία’, στο: : Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 27–29.
[10] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Πλευρές της δράσης της Ε.Ε.Ε στην Ημαθία’, στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 45–50.
[11] Και διαμέσου της διαδικασία εθνικής ομογενοποίησης που λαμβάνει χώρα στη Θεσσαλονίκη και ευρύτερα στις ‘Νέες Χώρες’. «Μετά το 1931 η οργάνωση επέκτεινε τη δράση της και στην ύπαιθρο της ελληνικής Μακεδονίας, παρακολουθώντας την αναζωπύρωση των εθνοτικών εντάσεων σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και συναντώντας τις πολιτικές και πολεμικές παραδόσεις του ελληνικού εθνικισμού, που είχαν αναπτυχθεί στο γύρισμα του αιώνα, στα χρόνια του λεγόμενου Μακεδονικού αγώνα», τονίζει ο Δημήτρης Κουσουρής. Σε αυτό το σημείο, δύναται να προβούμε στη συσχέτιση μεταξύ της θεωρητικής προσέγγισης του ιστορικού Δημήτρη Κουσουρή περί ‘επέκτασης της δράσης της οργάνωσης στην ύπαιθρο της ελληνικής Μακεδονίας μετά το 1931,’ με την έρευνα του Αλέκου Χατζηκώστα που δεικνύει προς την ‘πρακτική εφαρμογή αυτής της στρατηγικής επέκτασης’: Βέροια, 1932. Για τις ωσμώσεις μεταξύ κράτους και εθνικιστικών-ακροδεξιών οργανώσεων που αποκρυσταλλώνονται στη μορφή του «βαθέος κράτους» (Deep State), Βλέπε σχετικά, Κουσουρής Δημήτρης, ‘Ο Φασισμός στην Ελλάδα: συνέχειες και ασυνέχειες κατά τον ευρωπαϊκό 20ο αιώνα’, στο: Χριστόπουλος Δημήτρης, (επιμ.), ‘Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία’, Rosa Luxemburg Stiftung/Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, σελ. 45.
[12] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Πλευρές της δράσης της Ε.Ε.Ε στην Ημαθία’, στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 45–50. Η πληροφορία λαμβάνεται από το βιβλίο του ιστορικού Ιάσωνα Χονδροματίδη, ΄Εθνικοσοσιαλιστικές και Φασιστικές Οργανώσεις στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου και της Κατοχής (1941–1944)’.
[13] Η Γαβριέλλα Ετμεκτσόγλου, στο κείμενο της για το ‘Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων’ την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αναφέρεται σε έναν «αυξανόμενο αντισημιτισμό που κορυφώθηκε με το πογκρόμ της συνοικίας Κάμπελ, λόγος που, μαζί με «την πυρκαγιά του 1917, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος από την οικονομική και πολιτισμική παρουσία της εβραϊκής κοινότητας, με την «εγκατάσταση 100.000 προσφύγων από τη Μικρά Ασία, με «την πολιτική αστάθεια και τις οικονομικές δυσχέρειες και δυσμενείς πολιτικές εξελληνισμού στην αρχή της δεκαετίας του 1920», συνέβαλλαν στην φυγή «μεγάλου μέρους των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στη μετανάστευση». Βλέπε σχετικά, Ετμεκτσόγλου Γαβριέλλα, ‘Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων’, στο: Παπαστράτης Προκόπης & Χατζηιωσήφ Χρήστος, (επιμ.), ‘Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940–1945. Κατοχή-Αντίσταση’, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007, σελ. 177.
[14] Βλέπε σχετικά, Κουσουρής Δημήτρης, ‘Ο Φασισμός στην Ελλάδα: συνέχειες και ασυνέχειες κατά τον ευρωπαϊκό 20ο αιώνα…ό.π., σελ. 45.
[15] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Εισαγωγή. Σύγχρονη τοπική ιστορία: Δυσκολίες και προοπτικές για τη συγγραφή της’, στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 10.
[16] Για μία αναλυτική καταγραφή της στρατηγικής ‘απ-αλλοτρίωσης’ των οικονομικών-παραγωγικών υποδομών των κατεχόμενων από την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, ευρωπαϊκών χωρών, με διακύβευμα αφενός μεν την χρηματοδότηση του ‘Κατοχικού Στρατού’, αφετέρου δε την αναπαραγωγή ενός οικονομικού ‘πράττειν’ από και προς την Γερμανία υπό τον άξονα δόμησης κοινωνικών συμμαχιών, ‘δικτύων μεταφοράς πλούτου’ (προς την Γερμανία) και ‘επι-καρπίας’ προϊόντων από τις διάφορες χώρες, για την σφαιρική ‘απ-αλλοτρίωση’ των Εβραϊκών περιουσιών και ιδιοκτησιών, διάβαζε Gotz Ally, ‘Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ. Ληστεία, φυλετικός πόλεμος και εθνικοσοσιαλισμός’, Μετάφραση: Δεληβοριάς Νίκος, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2009.
[17] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Πλευρές του επισιτιστικού προβλήματος στην Κατοχική Ημαθία,΄, στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 81–89.
[18] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Πλευρές του επισιτιστικού προβλήματος στην Κατοχική Ημαθία,΄, στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 82.
[19] Βλέπε σχετικά, Λούκος Χρήστος, ‘Δημογραφικές και κοινωνικές διαστάσεις’, στο: Παπαστράτης Προκόπης & Χατζηιωσήφ Χρήστος, (επιμ.), ‘Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940–1945. Κατοχή-Αντίσταση’, Τόμος Γ2, σελ. 247–248. Η έρευνα του Χρήστου Λούκου, ως έναν βαθμό καλύπτει ένα σχετικό ‘κενό’ στην ιστορική έρευνα, αναδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά που προσέλαβε η πείνα, κοινωνικά, πληθυσμιακά, δημογραφικά, ηλικιακά, μελετά τα αίτια και την ‘ταξικότητα’ του φαινομένου, προβαίνει στην ‘ειδική’ έρευνα καταλόγων τεκμηριώνοντας την συμβολή της ‘Πείνας’ στην αύξηση του αριθμού των θανόντων (Πειραιάς, Αθήνα, Χίος, Ερμούπολη), σημασιοδοτώντας παράλληλα τους κοινωνικούς-ταξικούς μετασχηματισμούς που επέφερε η ‘Πείνα’ (υπήρξε ιδιαίτερα ‘θανατηφόρος’ ο συνδυασμός της ‘Πείνας’ και του κρύου τον χειμώνα του 1941–1942), της Κατοχικής περιόδου. Ενδεικτικά αναφέρουμε: «Στους 3.096 καταγεγραμμένους θανάτους (σ.σ: στην Αθήνα), του Ιανουαρίου του 1942, οι 1.314 (42,44%) οφείλονται ρητά από τις δηλώσεις των ιατρών, στον υποσιτισμό και την ασιτία. Στον Πειραιά, οι 6.036 θάνατοι από τον Νοέμβριο του 1941 έως και τον Μάρτιο του 1942 είναι πέντε φορές περισσότεροι από τους θανάτους των αντίστοιχων μηνών του προηγούμενου έτους (Νοέμβριος 1940-Μάρτιος 1941). Από τους πρώτους 100 θανόντες τον Ιανουάριο του 1942 στη Χίο (πρωτεύουσα) πάνω από 4/5 κατοικούσαν στην πόλη και οι υπόλοιποι στον Κάμπο. Δεκαπέντε πέθαναν στο Νοσοκομείο, οι υπόλοιποι στα σπίτια τους. Περίπου ένας στους τρεις ήταν Μικρασιάτης πρόσφυγας. Δύο στους τρεις άνδρας. Για σχεδόν τους μισούς ως αιτία θανάτου καταγράφεται η ασιτία και ψύξη και τα παρεπόμενα τους». Στο ίδιο, σελ. 234, 240, 248–249.
[20] Οι «κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις που επέφερε ο κατοχικός υπερπληθωρισμός» συνδέονται με την «μαζικότητα της Ελληνικής Αντίστασης», στην προσέγγιση του Χρήστου Χατζηιωσήφ. Αναφέρεται στο: Λούκος Χρήστος, ‘Δημογραφικές και κοινωνικές διαστάσεις’, στο: Παπαστράτης Προκόπης & Χατζηιωσήφ Χρήστος, (επιμ.), ‘Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940–1945. Κατοχή-Αντίσταση…ό.π., σελ. 252.
[21] Βλέπε σχετικά, Λούκος Χρήστος, ‘Δημογραφικές και κοινωνικές διαστάσεις’, στο: Παπαστράτης Προκόπης & Χατζηιωσήφ Χρήστος, (επιμ.), ‘Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940–1945. Κατοχή-Αντίσταση…ό.π., σελ. 252.
[22] Δύναται να ιδωθεί η ανάπτυξη της ‘Μαύρης Αγοράς’ ή αλλιώς η δόμηση ενός οικονομικού-παραγωγικού συστήματος ανταλλαγής, συν-διαλλαγής και συσσώρευσης με τα εννοιολογικά ‘εργαλεία’ της, κατά E. Thompson, ‘ηθικής οικονομίας’;
[23] Επρόκειτο για άλλη μία, κατά David Harvey, διαδικασία «συσσώρευσης δια της αποστέρησης», με επίδικο την κοινωνική ‘αίγλη’ όσο και την επιβίωση. Για το φαινόμενο του κοινωνικού ως επι-γενόμενο μίας νέας κοινωνικής αρχιτεκτονικής, ‘Μαυραγοριτισμού’, βλέπε σχετικά, Μαργαρίτης Γ., ‘Από την ήττα στην εξέγερση. Ελλάδα: άνοιξη 1941- φθινόπωρο 1942’, Ο Πολίτης, Αθήνα, 1993, σελ. 88, όπως και , Θωμαδάκης Σταύρος Β., ‘Μαύρη αγορά, πληθωρισμός και βία στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας’, στο: Ιατρίδης Ι., (επιμ.), ‘Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940–1950. Ένα έθνος σε κρίση’, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1984, σελ. 134.
[24]Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Πλευρές του επισιτιστικού προβλήματος στην Κατοχική Ημαθία,΄, στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 84.
[25] Βλέπε σχετικά, Θωμαδάκης Σταύρος Β., ‘Μαύρη αγορά, πληθωρισμός και βία στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας’, στο: Ιατρίδης Ι., (επιμ.), ‘Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940–1950. Ένα έθνος σε κρίση…ό.π., σελ. 118.
[26] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Ημαθιώτες όμηροι στο στρατόπεδο του «Παύλου Μελά»,’ στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 126–129.
[27] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Σχετικά με τη δολοφονία του Γιώργου Βουτηρά, προέδρου του Εργατικού Κέντρου Νάουσας (17/4/1946), στο: : Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 203–207.
[28] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Παρακολουθήσεις και παρεμβάσεις στο όνομα της ‘’εθνικής ασφάλειας’’ το ’60 στην Ημαθία’, στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 225–228.
[29] Βλέπε σχετικά, Κουσουρής Δημήτρης, ‘Ο Φασισμός στην Ελλάδα: συνέχειες και ασυνέχειες κατά τον ευρωπαϊκό 20ο αιώνα…ό.π., σελ. 57–58.
[30] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη 1967 και η Ημαθία’, στο: Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 259–261.
[31] Βλέπε σχετικά, Χαραλάμπης Δημήτρης, ‘Στρατός και Πολιτική Εξουσία. Η δομή της εξουσίας στην μετεμφυλιακή Ελλάδα’, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1985, σελ. 246. Ο συγγραφέας αναλυτικά σημασιοδοτεί την περίοδο επιβολής της στρατιωτικής δικτατορίας έως το βασιλικό ‘αντίκινημα’ και την τελική φυγή του μονάρχη από την Ελλάδα, ως την «πρώτη φάση επιβολής του κράτους εκτάκτου ανάγκης» με την ίδια ανάλυση του να ‘εκκινεί’ από την Πουλαντζική (Νίκος Πουλαντζάς) θεώρησης περί ‘Κράτους εκτάκτου ανάγκης’, περί του ρόλου του στρατού ως ‘ειδικού κόμματος’ της άρχουσας τάξης και ιδίως των ηγεμονικών της μερίδων, όπως και περί των αντιφάσεων-αντινομιών που αναπτύσσονται και αναπαράγονται σε αυτόν τον ‘τύπο’ καθεστώτος.
[32] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Για το 1ο συνέδριο της ΤΕΔΚ Ημαθίας’, στο: : Χατζηκώστας Αλέκος, (επιμ.), ‘Η Ημαθία στον 20ο αιώνα: Στιγμές της ιστορίας της…ό.π., σελ. 298–301. Ερευνητικό ενδιαφέρον προσλαμβάνει και η διεξαγωγή των δημοτικών εκλογών του 1982 σε δήμους και κοινότητες του νομού Ημαθίας, καθότι δύναται να δειχθεί η κοινωνική-πολιτική ευρύτητα του εγχειρήματος της Πασοκικής ‘Αλλαγής’, εγχείρημα που τίθεται ως δυνατότητα ‘μετάβασης’ προς τον τύπο του ‘κυρίαρχου κόμματος’ με συγκεκριμένη κοινωνική έδραση. Για μία συνολική θεωρητική-ιστορική μελέτη του ‘Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος’ (ΠΑΣΟΚ), η οποία περιλαμβάνει διάφορα ερμηνευτικά-αναλυτικά σχήματα εκτεινόμενη χρονικά από την περίοδο της πολιτική-ιδεολογικής διαμόρφωσης και κυριαρχίας-ηγεμονίας έως την περίοδο της οικονομικής-κρίσης που συστηματοποιημένα περιλαμβάνει την κοινωνική-πολιτική απίσχναση του κόμματος με έμφαση όχι σε μία ευθύγραμμη ‘άνοδο’ και ‘πτώση’ αλλά στην πολλαπλότητα-συνθετότητα του κόμματος ‘ΠΑΣΟΚ’, βλέπε σχετικά, ΠΑΣΟΚ 1974–2018. Πολιτική οργάνωση, Ιδεολογικές μετατοπίσεις, Κυβερνητικές πολιτικές’, Επιμέλεια: Ασημακόπουλος Βασίλης & Τάσσης Δ. Χρύσανθος, Πρόλογος: Σπουρδαλάκης Μιχάλης, Εκδόσεις Gutenberg, Aθήνα, 2018.
[33] Βλέπε σχετικά Τοντόροφ Τσβετάν, ‘Απέναντι στο ακραίο’, Μετάφραση: Τομανάς Βασίλης, Νησίδες, Σκόπελος, 2002, σελ. 250.