Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ: Πέντε σκληρά χρόνια από την αδόκητη εκδημία του

Ο μαχητής του ΔΣΕ,
ο δάσκαλος της προσφυγιάς,
ο αγωνιστής δημοσιογράφος — πρωτοστάτης
στην επανέκδοση του Ριζοσπάστη

Οι μέρες του Σεπτέμ­βρη, οι τελευ­ταί­ες ανα­λα­μπές του καλο­και­ριού μέσα στο φθι­νό­πω­ρο, μας επι­στρέ­φουν στις μνή­μες μας. Πολ­λές, ανά­κα­τες, απο­τέ­λε­σμα ατέ­λειω­των συνειρ­μών, που οδη­γούν στον στο­χα­σμό και στον αναστοχασμό.

Ορι­σμέ­νες απ’ αυτές στέ­κο­νται στο ύψος του φωτει­νού παρα­δείγ­μα­τος, άσβε­στου, που κοι­τά­ζουν στο μέλ­λον, για­τί η ανα­σκα­φή του παρελ­θό­ντος δεν απο­τε­λεί παρελθοντολογία.

Κάθε άλλο, αυτή η αρχαιο­λο­γία της συνεί­δη­σης σε μαθαί­νει ν’ αντέ­χεις και ν’ αγω­νί­ζε­σαι, όταν ανα­δύ­ε­ται μπρο­στά σου η ζωντα­νή μορ­φή του Γιώρ­γη Μωρα­ΐ­τη, του μαχη­τή του ΔΣΕ, του φωτι­σμέ­νου της προ­σφυ­γιάς, του αγω­νι­στή της δημοσιογραφίας.

Ο χαμη­λών τόνων κομ­μου­νι­στής Γιώρ­γης Μωρα­ΐ­της, με τους πολυ­ε­τείς κι ατα­λά­ντευ­τους αγώ­νες του, απο­τε­λεί φωτει­νό παρά­δειγ­μα για τις νεό­τε­ρες γενιές

Οι εξορίες και οι φυλακίσεις τον έκαναν δίκαιο κομμουνιστή

Δευ­τέ­ρα ήταν της 24ης Σεπτέμ­βρη, πριν ακρι­βώς 5 χρό­νια, όταν στα­μά­τη­σε να χτυ­πά η καρ­διά αυτού του γλυ­κού ανθρώ­που. Οι εξο­ρί­ες και οι φυλα­κί­σεις, επί δεκα­ε­πτά χρό­νια, δεν τον χάλα­σαν, δεν εξά­ντλη­σαν το ψυχι­κό του σθέ­νος, του­να­ντί­ον τον έκα­ναν έναν δίκαιο κομ­μου­νι­στή, ο οποί­ος γνώ­ρι­ζε ότι όλα προ­έρ­χο­νται από τον εργα­ζό­με­νο λαό κι όλα κατα­λή­γουν σ’ αυτόν τον μεγά­λο παραγωγό.

Σαν να είναι ζωντα­νός, μας απευ­θύ­νει τον λόγο ο Γιώρ­γης Μωρα­ΐ­της, για­τί η οδυ­νη­ρή στιγ­μή του χαμού του δεν αντέ­χε­ται, όσο κι αν βάλεις τον ορθό λόγο ως άμυ­να στην επί­θε­ση του συναισθήματος.

Στα χαρακώματα της επανέκδοσης του Ριζοσπάστη

Δεν έβγα­λε ποτέ από τον χάρ­τη της πολυ­κύ­μα­ντης ζωής του το ΚΚΕ. Οργα­νώ­νε­ται στο κόμ­μα του λαού, από το 1943, και παρα­μέ­νει σ’ αυτό πιστός. Δια­τε­λεί μέλος της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής από το 9ο έως το 13ο Συνέ­δριο, ενώ από τις 25 Σεπτέμ­βρη του 1974, οπό­τε επι­στρέ­φει ο «Ριζο­σπά­στης» στη νομι­μό­τη­τα, απο­τε­λεί δρα­στή­ριο μέλος της διεύ­θυν­σης και της αρχι­συ­ντα­ξί­ας της εφημερίδας.

Βλέ­πει το φως της ζωής, στις 3 Μάρ­τη 1927, στη Βοδο­νί­τσα (Μεν­δε­νί­τσα). Παι­δί αγρο­τι­κής — εργα­τι­κής οικο­γέ­νειας γίνε­ται αυτό­πτης μάρ­τυ­ρας των περι­πλα­νή­σε­ων των δικών του, που δεν είναι η εξαί­ρε­ση, αλλά ο κανό­νας στην εξο­βε­λι­σμέ­νη από το κέντρο περι­φέ­ρεια. Αφη­γεί­ται ο ίδιος:

«(…) Εντε­λώς συναι­σθη­μα­τι­κά και αυθόρ­μη­τα, από μικρός, βλέ­πο­ντας τον πατέ­ρα μου με τη φόρ­μα της δου­λειάς, ακού­γο­ντας συζη­τή­σεις, πηγαί­νο­ντας στο εργο­τά­ξιο και γνω­ρί­ζο­ντας εργά­τες, είχα μια αγά­πη και συμπά­θεια στην εργα­τι­κή τάξη, που μαζί με την αγά­πη στην αγρο­τιά από τις εμπει­ρί­ες του χωριού, την αγά­πη στους εργα­ζό­με­νους, θα ολο­κλη­ρω­θεί με τον και­ρό και θα γίνει συνεί­δη­ση».

Από τα δεκαπέντε στρατευμένος στην Εθνική Αντίσταση

Ο καπε­τάν Δια­μα­ντής, ο επι­κε­φα­λής του Αρχη­γεί­ου Παρ­νασ­σί­δας, στο οποίο εντά­χθη­κε ο πρό­ω­ρα ταξι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νος εικο­σά­χρο­νος Γ. Μωραΐτης

Αυτή η πρό­ω­ρη συνεί­δη­ση δεν εξα­ντλεί­ται σε άκαι­ρες υπαρ­ξια­κές ενδο­σκο­πή­σεις. Σε ηλι­κία δεκα­πέ­ντε ετών, το 1942, οργα­νώ­νε­ται στην Ένω­ση Νέων Αγω­νι­στών Ρού­με­λης κι έναν χρό­νο μετά, σαν έτοι­μος από και­ρό, εντάσ­σε­ται στην ΕΠΟΝ, τον προ­θά­λα­μο του ΕΛΑΣ, με τον οποίο θα δώσει μάχες, με το τάγ­μα του Λοκρού, κατά τον σκλη­ρό Δεκέμ­βρη του 1944.

Ανε­βαί­νει στα ελεύ­θε­ρα βου­νά, τον Μάρ­τη του 1947, όπου «φωλιά­ζει» το Αρχη­γείο Παρ­νασ­σί­δας, πλέ­ον εικο­σά­χρο­νος, μέλος ώρι­μο του ΔΣΕ, με επι­κε­φα­λής τον Καπε­τάν Δια­μα­ντή (αγω­νι­στι­κό ψευ­δώ­νυ­μο του Γιάν­νη Αλε­ξάν­δρου, 1914 — 1949). Τον βιο­γρα­φεί, πενή­ντα δύο χρό­νια μετά, χωρίς να «στε­γνώ­σει» τη ματιά του τότε νέου αντάρ­τη («Ριζο­σπά­στης», 27 Ιού­νη 1999):

Ο Καπετάν Διαμαντής στο Πάνθεο των ηρώων του ΚΚΕ

«Αντάρ­της! Με όλη τη σημα­σία της λέξης. Στο νου, στην ψυχή, στη λεβε­ντιά! Κι ακό­μα στην πίστη, στην αντο­χή, στην ανθρω­πιά. Απλός, σαν χωριά­της, σεμνός, σαν άγιος, αθό­ρυ­βος και αφα­νής, σαν ήρω­ας. Ενας από μια πλειά­δα ανώ­τε­ρων στε­λε­χών μας — με τα δικά του ιδιαί­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά — που πέρα­σαν στο Πάν­θεο των ηρώ­ων του ΚΚΕ και του Λαού μας. Από αυτούς, που και νεκροί παρα­μέ­νουν ζωντα­νοί και καθο­δη­γούν και σήμε­ρα και αύριο τον αγώ­να μας. Για ένα λαμπρό και ελπι­δο­φό­ρο μέλλον…
»Ο Δια­μα­ντής! Ο καπε­τά­νιος της Ρού­με­λης! Δια­μά­ντι, “όνο­μα και πρά­μα”. Επα­να­στα­τι­κό όνο­μα, αγω­νι­στι­κό ψευ­δώ­νυ­μο».

Δεν διστά­ζει, ρίχνε­ται με πάθος στις μάχες (σε Κρό­κι, Πέτρα, Αρά­χω­βα, Μώλο — Μεν­δε­νί­τσα, Αμφισ­σα), υπη­ρε­τώ­ντας ως ελεύ­θε­ρος σκο­πευ­τής και ασυρματιστής.

Φωτισμένος δάσκαλος στην πολιτική προσφυγιά

Μετά την ήττα του αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κού και διε­θνι­στι­κού αγώ­να του ΔΣΕ, κατα­φεύ­γει μαζί με άλλους αγω­νι­στές και άλλες αγω­νί­στριες στην πολι­τι­κή προ­σφυ­γιά. Η Λαϊ­κή Δημο­κρα­τία της Ουγ­γα­ρί­ας ανοί­γει την αγκα­λιά της και δέχε­ται τον Γιώρ­γη Μωρα­ΐ­τη, έτοι­μο για να εντα­χθεί στο σοσια­λι­στι­κό σύστη­μα της χώρας.

Συμ­με­τέ­χει στη δημιουρ­γία εκ του μηδε­νός του ελλη­νό­φω­νου χωριού Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης και καθώς η μόρ­φω­ση που λαμ­βά­νει του δίνει επάρ­κεια — φοι­τά τρεις μήνες στη Σχο­λή «Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης» στη Ρου­μα­νία -, εργά­ζε­ται για μια χρο­νιά στον παι­δι­κό σταθ­μό του Ντιγκ, ενώ δεν θ’ αργή­σει ν’ ανα­λά­βει διευ­θυ­ντι­κή θέση στο κολέ­γιο «Παπα­ρή­γας».

Επιστροφή στην Ελλάδα για τον παράνομο μηχανισμό

Ακρι­βώς δέκα χρό­νια μετά τη Μάχη της Αθή­νας του 1944, ο αεί­μνη­στος σύντρο­φος εθε­λού­σια υπο­βάλ­λει αίτη­μα προς την ΚΕ του ΚΚΕ (Δεκέμ­βρης 1954) για να επι­στρέ­ψει στην Ελλά­δα, με απο­στο­λή να δου­λέ­ψει στον παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό του Κόμματος.

Το τολ­μη­ρό διά­βη­μά του γίνε­ται απο­δε­κτό κι έτσι ανα­λαμ­βά­νει τη λει­τουρ­γία ασύρ­μα­του, ώστε να έρχε­ται σε επα­φή το κλι­μά­κιο της ΚΕ στην Ελλά­δα με την καθο­δή­γη­ση στο εξω­τε­ρι­κό. Στο τέλος του 1955, συλ­λαμ­βά­νε­ται πάνω από το μηχά­νη­μα μετά­δο­σης πλη­ρο­φο­ριών, και με βάση τον Α.Ν. 375, κατα­δι­κά­ζε­ται δις εις θάνα­τον (1957).

«Να σκέφτεσαι μόνο το Λαό και το Κόμμα»

Μέχρι το 1966, οπό­τε και θ’ απο­φυ­λα­κι­στεί, θα περά­σει απ’ όλα τα σκο­τει­νά μπου­ντρού­μια κι όλες τις «σκλη­ρές» φυλα­κές: Ιτζε­δίν, Αλι­καρ­νασ­σού, Κέρ­κυ­ρας, Αβέ­ρωφ, Χαλκίδας.

Μάλι­στα, στους τοί­χους της Γενι­κής Ασφά­λειας της οδού Μπου­μπου­λί­νας, όπου γνω­ρί­ζει την άφω­τη απο­μό­νω­ση, σκα­λί­ζει την ακό­λου­θη συμ­βου­λή, εγχά­ρα­κτη, για να ενθαρ­ρύ­νει τους αγω­νι­στές, που θα υπο­στούν τα ίδια βασα­νι­στή­ρια, αλλά και για να μην μπο­ρέ­σουν να την εξα­φα­νί­σουν οι ασφαλίτες:

«Οταν μπαί­νεις εδώ μέσα ξέχα­σέ τα όλα. Και να σκέ­φτε­σαι μόνο το Λαό και το Κόμ­μα».

(Συνε­χί­ζε­ται)

ΥΓ: Μία βδο­μά­δα πριν από τις περι­φε­ρεια­κές και δημο­τι­κές εκλο­γές, αγω­νι­ζό­μα­στε πόρ­τα πόρ­τα, για να φτά­σουν τα ψηφο­δέλ­τια της «Λαϊ­κής Συσπεί­ρω­σης» σ’ όλα τα λαϊ­κά σπι­τι­κά. Το ανε­βα­σμέ­νο ποσο­στό του ΚΚΕ στις πρό­σφα­τες εθνι­κές εκλο­γές να είναι μόνη η αρχή. Να δημιουρ­γή­σου­με τεί­χος αντί­στα­σης κι ανα­τρο­πής στις κεντρι­κές απο­φά­σεις της αντερ­γα­τι­κής κυβέρνησης.

Πηγή Ριζο­σπά­στης _του
Βασί­λη ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Δημο­σιο­γρά­φου, συγ­γρα­φέα, κρι­τι­κού βιβλίου

 

    
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο