Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Γκούβελος: Αντάρτες

Πάνω στ’ Αρά­χθου τα λιθάρια
κοι­μού­νται πέντε παλληκάρια
και καρ­τε­ρού­νε αυτό το βράδυ
να ‘ρθει μια βάρ­κα από τον Άδη
για να περά­σουν με φεγγάρι
και με το Χάρο­ντα βαρκάρη,
στου κάτω κόσμου τα λημέρια,
με οβο­λό, κόκ­κι­να αστέρια.

Στο Χάρο τσού­γκρι­σαν ποτήρι
πάνω στης Πλά­κας το γεφύρι,
χαρές τρα­γού­δη­σαν αντάμα,
πριν ακου­στεί γυναί­κειο κλάμα
κι χόρε­ψαν διπλό καγκέλι,
που στή­σαν δαί­μο­νες κι αγγέλοι,
ν’ αντι­λα­λή­σει στο Τζουμέρκο
«δρα­κο­γε­νιά δεν σκύ­βει σβέρκο».

Εδώ που τα παλιά τα χρόνια
βγαί­ναν του ποτα­μού τελώνια,
νεράι­δες με μακριά σεγκούνια
και ξωτι­κά με κοντογούνια,
‑αδέρ­φια που δεν τα θωρούνε-
στέ­κο­νται τους μοιρολογούνε
και στέλ­νουν το πικρό χαμπέρι
με της νυχτιάς το κρύο αγέρι.

Μια λάμια από τα λαγκάδια
τους ζύγω­σε μες στα σκοτάδια
πάνω στου Άρα­χθου την άκρη
και ρώτη­σε με μαύ­ρο δάκρυ:
‑Ποιος τη ζωή από­ψε χάνει
από του Χάρου το δρεπάνι
και σμί­γει σαν κρα­σί το αίμα
με το νερό μέσα στο ρέμα;

Σύντρο­φοι-δρά­κοι στα ουράνια,
που είχαν τιμή και περηφάνια
να σώζουν τού­τη την πατρίδα
από τη μαύ­ρη καταιγίδα.
Ψήλω­σαν τις καρ­διές τους κάστρα
ν’ ανέ­βει ο λαός στα άστρα
και μες της νύχτας το αγιάζι
είδα­νε τη ζωή ν’ αλλάζει.

Κοι­μού­νται κι έχου­νε για στρώμα
λιθά­ρια, το νερό και χώμα.
Στα στή­θη, ανοι­χτές σελίδες,
γρά­φουν με κόκ­κι­νες κηλίδες,
πως το ποτά­μι όταν ματώνει
ποτέ ο αγώ­νας δεν τελειώνει,
πως σύρ­μα­τα και αλυσίδες
δεν φυλα­κί­ζουν τις ελπίδες.

Κύλη­σαν τα νερά του χρόνου
κι ένα μεγά­λο αγκά­θι πόνου
τα στή­θη σκί­ζει σαν χαράζει,
κρυ­φό, παντο­τι­νό μαράζι…
Το λένε ευχή, το λεν κατάρα,
πως την αυγή μες την αντάρα
οι αντάρ­τες ρίχνουν στο σημάδι
απ’ το ποτά­μι κι απ’ τον Άδη.

Γιώρ­γος Γκούβελος
4 Απρί­λη 2023

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο