Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργου Δ. Μπίμη; «Το χώμα και το αίμα»

Δύο ποι­ή­μα­τα του Γιώρ­γου Δ. Μπί­μη από την τελευ­ταία του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή που κυκλο­φό­ρη­σε πρό­σφα­τα (Δεκέμ­βρης του 2018) από τις εκδό­σεις ‘’Εντύ­ποις’’ με τίτλο:
‘’ Το χώμα και το αίμα.’’

Πες μου ξανά…

Πες μου ξανά για τον και­ρό που έχει φύγει
γι’ αυτή τη χίμαι­ρα που ζήσα­με μαζί,
γι’ αυτή την αίγλη τ’ ουρα­νού μας που ‘ταν λίγη,
για την ελπί­δα μας που νύχτω­σε, μα ζει.

Τα χρό­νια σύν­νε­φα πετά­ξα­νε στη δύση
μα εσύ υπάρ­χεις και μου γνέ­φεις κάθε αυγή,
σ’ αυτή τη μάχη τον και­ρό ποιος θα κερδίσει,
ποιος θα χαρά­ξει μία λευ­τε­ριά στη γη.

Ανέ­μου φως που ταξι­δεύ­εις στους αιθέρες
στά­ξε μια αχτί­δα στων φτω­χών τη γειτονιά,
στην άγια φρί­κη των λαών ριγούν κι οι μέρες
κι ένας Χρι­στός θρη­νεί στη σκοτεινιά.

Πες μου ξανά για τον και­ρό που έχει φύγει
γι’ αυτούς που γέρα­σαν μα μεί­να­νε παιδιά,
στης γης το έρμα νικη­τές πάλι οι λίγοι
κι όσοι στα στή­θια τους δεν είχα­νε καρδιά…

Αντίφαση

Η σιω­πή που άγγι­ξαν τα χέρια του υπάρχει,
η αλή­θεια που μνη­μό­νευ­σαν τα χεί­λη του υπάρχει,
το περί­βλε­πτο κι επι­βλη­τι­κό φρόνημα
που κατέ­κτη­σε την ψυχή υπάρχει,
το ευοί­ω­νο φως στο βλέμ­μα που μπό­ρε­σε να δει, υπάρχει.

Πάντα υπάρ­χει το αίμα στις παλά­μες του μελλοθάνατου
την κρί­σι­μη ώρα που αφου­γκρά­ζε­σαι το σφυγ­μό του
κι εκεί­νος απο­κρί­νε­ται μ’ ένα ασκό­τι­στο βλέμμα
για τις πλη­γές και για τα δάκρυα
και μ’ ένα χαμό­γε­λο ζεστό,
σαν αναμ­μέ­νο γαρί­φα­λο στο χρώ­μα της καρδιάς
για το θάνατο…

Και εκεί, στη φθί­νου­σα πορεία του κόσμου,
μέσα στον αδια­τά­ρα­χτο πόνο του,
θα ονο­μα­τί­σει ξανά τα πράγματα
για να απο­κα­λυ­φτούν οι ασή­μα­ντες απαριθμήσεις
της καθημερινότητας,
οι μελα­νοί ίσκιοι, τα σωρια­σμέ­να κορμιά
των εκτο­πι­σμέ­νων και των ξερι­ζω­μέ­νων συντρό­φων μας,
τα λεη­λα­τη­μέ­να όνειρα,
η καθο­λι­κή κι η αυτό­δη­λη αλήθεια:
όλα θα τελειώ­σουν κάποια μέρα…

Σε κεί­νη την κρί­σι­μη στιγ­μή που αγάλ­λο­νται οι ορίζοντες
‑μες στη ενα­ντιό­τη­τα των αιώ­νων που έγι­ναν σκόνη-
θα σκιρ­τή­σει πάλι η επο­ποι­ία του ασήμαντου,
του αδια­τά­ρα­κτου και του ανεξιχνίαστου:
ένα καρ­φί στο χέρι που έγνε­ψε στην ελπίδα…

Και τότε, θύμα­τα και θύτες, γεν­ναί­οι και δειλοί,
αθώ­οι κι ένο­χοι, νικη­τές και νικημένοι,
όλοι ίσιοι, σε μια πορεία ακα­τά­λη­κτη, δίχως επιστροφή,
στο προ­αιώ­νιο φως, στην τύψη και στο αίμα,
στον έρω­τα, στη θυσία και στο θάνατο,…

Γιώρ­γος Δ. Μπίμης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο