Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δεκαεπτά Νοέμβρη — Τρία ποιήματα του Παναγή Αντωνόπουλου επ’ ευκαιρία της επετείου του Πολυτεχνείου

Λάβα­με από το φίλο Πανα­γιώ­τη Αντω­νό­που­λο τρία «λογουρ­γή­μα­τά του»

Αγα­πη­μέ­νοι φίλες και φίλοι μαζί με μία συνο­δευ­τι­κή επι­στο­λή, ιδιαί­τε­ρη όπως ιδιαί­τε­ρος είναι ο Πανα­γής Αντω­νό­που­λος σε όλα του. Φίλε Πανα­γή, σε ευχαριστούμε

Επ’ ευκαι­ρία της ιερής επε­τεί­ου , της εξέ­γερ­σης των αγα­πη­μέ­νων μας παι­διών ενά­ντια στα σκυ­λιά του Ναζι­σμού-Φασι­σμού , θα έχε­τε την ευκαι­ρία  να ξανα­θυ­μη­θεί­τε , τον λογερ­γά­τη ή αν προ­τι­μά­τε λογουρ­γό Πανα­γή Αντω­νό­που­λο και τα  λογουρ­γή­μα­τά του !!

Θερ­μή παρά­κλη­ση : Όσοι από εσάς δια­τη­ρεί­τε την ελά­χι­στη εκτί­μη­ση για το άτο­μο του και την εν γένει δημιουρ­γι­κή του πολι­τεία, παρα­κα­λώ σας μη τον απο­κα­λέ­σε­τε ποτέ πλέ­ον, ποιητή !

Θέλει να γνω­ρί­ζε­τε , πώς νιώ­θει απέ­χθεια για τις λέξεις «ποί­η­ση» «ποι­η­τής »

Και  εξη­γεί­ται

Α)  Ποι­η­τής μπο­ρεί να είναι ένας κίναι­δος ( δικαί­ω­μα του )

Β)  ποι­η­τής μπο­ρεί να είναι ένας παι­δε­ρα­στής ( εάν υπήρ­χαν Ανθρώ­πι­νοι νόμοι θα του αφαι­ρού­σαν τους  γενε­τή­σιους αδέ­νες ( δικαί­ω­μα μιας κάποιας ηθικής )

Γ)  ποι­η­τής μπο­ρεί να  είναι ένας παι­δό­φι­λος (  Sandro  Penna  1906–1977 ) (σε αυτόν, μόλις του αφαι­ρέ­σεις  τους αδέ­νες , τους μπου­κώ­νεις στο στό­μα του , κατά τα Ιτα­λι­κά πρότυπα )

Δ)  Ποι­η­τής τέλος μπο­ρει να  είναι , κάποιος που ασελ­γεί πάνω στο κορ­μά­κι της κόρης του ( δεν σας λέω τι του κάνεις , για­τι θα νιώ­σε­τε απο­τρο­πια­σμό για το άτο­μό μου )

Στο  προ­κεί­με­νο της ημέρας

***

Δεκαεπτά Νοέμβρη

Στον  Νίκο  Μανδιλαρά
Φλώ­ρι­δα   5 /2 / 01

Δεκα­ε­πτά  Νοέμ­βρη ήτανε
που  στο  ’να  χέρι  κράταγες
αυτό  που  μ’  αίμα  πότι­σαν  πρό­γο­νοι σου
και  τα’  άλλο  επά­νω  σήκωνε
ενός  λαού  τις  προσμονές
και  την  αντί­δρα­ση  στους  σκύ­λους , τη  δική  σου .

Δεκα­ε­πτά  Νοέμ­βρη  έσβηνες
όταν  το  άρμα , σου  θρυμ­μά­τι­ζε  την  παι­δι­κή  και  άγουρη
τη  ραχο­κο­κα­λιά σου .
Κατά­ρας  και  επτά  τα  χρό­νια  που  ’διω­χνες
όταν  κατά­θε­τες  για  μας  τους  κίβδηλους
τη  νιό­τη  σου  και  την  στιλ­βή  παλ­λη­κα­ριά σου .

Δεκα­ε­πτά  Νοέμ­βρη  τώρα  πια
όταν  στην  κάρα  δίπλα  ακουμπώ
κάποια  γαρύ­φαλ­λα  στη  μνή­μη  τη  γλυ­κιά σου
απλά  και  μόνο  αναλογίζομαι
αν  πράγ­μα­τι  τόσο  μας  άξιζε
κι  απλό-χει­ρα  θυσί­α­σες την  κορ­μο-λαλιά  σου

Δεκα­ε­πτά  Νοέμ­βρη  βάφτισαν
ιδε­ο­λό­γοι  ύποπτοι
μια  γιάφ­κα , που  σπι­λώ­νει  τα’  άγια­σμα σου
όμως  εμάς  δε  μας  τρομάξανε
κι  αν  κάπο­τε  πλη­ρώ­σου­με  ένα  τίμημα
χαλά­λι  για  τα’  αστέ­ρι  σου  και για  την  αρχο­ντιά σου .

Μέρα  Νοέμβρη

Στον  Δημή­τρη  Παπαχρήστου

Μια  μέρα  Νοέμ­βρη  χαράκωνες
με  το  πνεύ­μα  σου  λόγ­χη  τους  άφρονες
και  ξεσκέ­πα­ζες  πάλι, γιά  μι’ακόμα  φορά
των  ραγιά­δων  την  σκέ­ψη, των  αστών  την  φθορά.

Ήταν  τότε  ακρι­βέ  μου, που  ελύτρωνες
την  τιμή  πού ’χαν  σκλά­βα  αμνήμωνες
και  σημαί­ες  λευ­κές, μπαϊ­ρά­κια χλωμά
με  το  αίμα  σου  βρύ­ση, ευλο­γού­σες ξανά.

Και  θυμά­μαι  καλά  τι  ξεφώνιζες.
Πως  οι  μάνες  της  γης, είναι  φόνισσες
αφού  σπέρ­νουν  παι­διά, που  σκο­τώ­νουν ωμά
τα  δικά  τους  αδέλ­φια, τα  δικά  τους  κορμιά.

Δεν  ξεχνώ, δυνα­τα  πως  τραγούδαγες
ακρι­βά  τη  ζωή  σου, σαν  πούλαγες
πως  γνω­ρί­ζεις  την  κόψη, του  σπα­θιού  που  μετρά
μα  λησμό­νη­σες  κάτι, μιά  ραστώ­νη Ρωμιά.

Μια μέρα  Νοέμ­βρη  σε  σκέπτομαι
και  πως  είμαι  ένας  Έλλη­νας  ντρέπομαι.
Όταν  θά’ρθω  να  σ’εύρω, στης  τιμής  τα  στενά
μιά  συγ­χώ­ρε­ση  δώσμου, δεν  αντέ­χω δεινά.

 

Μίλα  μου δείξε μου

Φλώ­ρι­δα  17 / 6 / 01

Μίλα  μου  δεί­ξε μου
εφιάλ­τη  πως  να  διώ­ξω  που  πονά.
Ένα  στίγ­μα  που  ’χει  μείνει
του  δει­λού  που  σε  κοιτά
να  σε  σφά­ζουν , για  τα  κάποια  ιδανικά .

Μίλα  μου
τα ονεί­ρα­τα  να  σβή­σω  τα  κακά.
Ότι  αρνή­θη­κα  σε  ’σένα
δωσ’ μου  το  μ’  απλοχεριά
μήπως  πλύ­νω  την  ντρο­πή  απ’  την  καρδιά

Δεί­ξε μου
σαν  τη  νιό­τη  σου  ρισκά­ρι­ζες  γι  αυτή
που  ο  Γραι­κός  μ’ αίμα  πληρώνει
πως  σε  έβλε­πα  πιο  ’κει;
λου­φαγ­μέ­νος  σε  μια  κρύ­πτη  σκοτεινή .

Μίλα  μου
πως μπο­ρείς  και  δεν  φοβά­σαι  τα  σκυλιά;
και  τα  στή­θια  σου  προτείνεις
μια  ατέ­λειω­τη βορά !
στου  φασί­στα  την  ανία , γιατρειά !

Δεί­ξε μου
το  αμάρ­τη­μα  να  σβή­σω   το  αισχρό
και  από  μέσα  μου  να  βγάλω
του  κιο­τή  τον  ψυχισμό !!!
μήπως  παύ­σω  να  πλα­νώ­μαι  , ξωτικό !

Μίλα  μου   δεί­ξε μου
όταν  σ’  έβλε­πα  βρεγ­μέ­νος  στ’  αχαμνά
πως  το   αίμα  σου  εσκόρ­πι­ζες  για ’κεί­νη;
ακρι­βά  που  την  που­λά­νε  στο  ραγιά !!!
ξέρο­ντας  θα  μου  χαρί­σεις  , λευτεριά !

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο