Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δεκεμβριανά 1944 — Νικηφόρος Βρεττάκος: Να τους το πούμε να το καταλάβουνε

Εδώ σε τού­τη την παρά­ξε­νη χώρα που τα ποτά­μια της,

που οι πέτρες και τα φαράγ­για της, τα σύν­νε­φα και τα βου­νά της

βγαί­νουν μαζί με μας στον πόλε­μο και πολε­μά­νε και πληγώνονται,

εδώ σ΄αυτά τα δέντρα που οι αρμα­το­λοί και οι κλέφτες

κρέ­μα­σαν τα τρα­γού­δια τους,

πέθα­νε ο Μπάι­ρον! Πάει και­ρός που έχει πεθά­νει ο Μπάιρον!

Και μια που έναν από­γο­νο δεν άφη­σε για την Ελλά­δα του,

τι ήρθαν να κάνουν εδώ σήμε­ρα οι στρα­τιώ­τες της πατρί­δας του

για να το ειπού­με στα που­λια να του το τραγουδήσουν;

Τους περι­μέ­να­με να ‘ρθουν να μας ξαναφιλέψουν

λίγα λου­λού­δια από τη γης του αγα­πη­τού μας Σέλεϊ’

κι ήρθαν να μας σταυ­ρώ­σου­νε το λαό μας τον Άδωνη.

Τον χιλιο­πλη­γω­μέ­νο Άδω­νη, Σηκωθείτε

ν’ αρπά­ξου­με στα χερια μας τις σάλ­πιγ­γες της πατρίδας.

Να τους το πού­με να το κατα­λά­βου­νε:  Δε χαμη­λώ­νει ο Ολυμπος.

Να τους το πού­με να το κατα­λά­βου­νε:  Πως δεν αλλά­ζει ο ήλιος.

πως δεν αλλά­ζου­νε τα χρώ­μα­τα ποτέε  σ’ αυτή τη χώρα

και πως ποτέ δεν κόπη­κε στη μέση το τραγούδι:

Τ’ αφή­νει ο γέρος του Μωριά, το ξανα­πιά­νει ο Αρης!

τ’ αφή­νουν τα κλε­φτό­που­λα, το παίρ­νουν οι Ελασίτες!

το παίρ­νουν τα ψηλά βου­νά, το σέρ­νουν τα ποτάμια,

τ’ αφρο­λο­γούν οι θάλασ­σες, καί­γο­νται τα λημέρια

Μωριά και Ρούμελη…

 

(Έγ­χρω­μη ξυ­λο­γρα­φία Τάσ­σου Αλε­βί­ζου: «Η πομπή του λαού της Αθή­νας που κη­δεύ­ει τους δο­λο­φο­νη­μέ­νους Εα­μί­τες στις 4 του Δε­κέμ­βρη του 1944»)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο