Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δικτατορία — Αντιστασιακή ποίηση: «Το στρατόπεδο ετέθη πάλι υπό έλεγχο» (Στέλιος Γεράνης)

Με τρία ποι­ή­μα­τα του­Στέ­λιου Γερά­νη συνε­χί­ζου­με αφιέ­ρω­μα στην Αντι­στα­σια­κή ποί­η­ση της περιό­δου της δικτα­το­ρί­ας των Συνταγματαρχών.

Ποι­ή­μα­τα γραμ­μέ­να τις ημέ­ρες της εφτα­ε­τί­ας. Η αντί­δρα­ση νέα τυραν­νία, ο απο­τρο­πια­σμός μπρο­στά στα νέα εγκλή­μα­τα, στους βασα­νι­στή­ρια και την εξο­ρία, ανα­κα­τεύ­τη­καν με τις παλιές πλη­γές, ζυμώ­νο­νται με τις ελπί­δες και γίνο­νται στίχοι.

Τα ποι­ή­μα­τα «Η άνοι­ξη και οι συνω­μό­τες», «ALLONS ENFANTS DE LA PATRIE» δημο­σιεύ­ο­νται για πρώ­τη φορά στο δια­δί­κτυο. Το εικα­στι­κό είναι του Γιώρ­γου Φαρσακίδη.

Η άνοιξη και οι συνωμότες

Βοή­θη­σα να στρω­θούν ανοι­ξιά­τι­κοι δρόμοι.
Δού­λε­ψα για το πρά­σι­νο και για το γαλάζιο
όπως δου­λεύ­ει κανείς για την αγά­πη του
και για
τη λευ­τε­ριά του

Μα δε μ’ άφη­σαν οι βρυκόλακες
να μπω στον κήπο του καλοκαιριού…

Κ’ ένα μεσονύχτι
ξύπνη­σα τρομαγμένος
από βαριά
χτυπήματα
στην πόρτα.
Άνοι­ξα το παράθυρο
κ’ είδα τους συνωμότες
να μου γκρε­μί­ζουν την άνοιξη

  • Το ποί­η­μα δημο­σιεύ­τη­κε στην αντι­στα­σια­κή εφη­με­ρί­δα του Λον­δί­νου «Ελεύ­θε­ρη πατρί­δα», στις 4/10/1970

ALLONS ENFANTS DE LA PATRIE

Ένα βρά­δυ ξύπνη­σε η γαλ­λι­κή Επανάσταση
από κρό­τους μηχα­νι­κούς στο λιθόστρωτο.

Άνοι­ξε το βορι­νό παρά­θυ­ρο του μαυ­σω­λεί­ου της
κι αντί­κρι­σε παρα­τά­ξεις αλλό­κο­τες σταυροφόρων
να παί­ζουν τον ύμνο της.

«Κλεί­στε τις πόρ­τες» — φώνα­ξε αγριεμένη
στις σκιές των γαβριά­δων που της συντρόφευαν -
«αυτές οι κου­στω­δί­ε­ες που έρι­ξαν δηλη­τή­ριο στο κρα­σί μου
και τώρα λερώ­νουν σττα χεί­λη τους το τρα­γού­δι μου
δεν πρέ­πει να ανε­βού­νε τις σκάλες.

Τα οδο­φράγ­μα­τα θα τρί­ζουν αγα­να­χτι­σμέ­να στον ύπνο μας».

«Το στρατόπεδο ετέθη πάλι υπό έλεγχο»

Εκστα­τι­κή μεγά­λη ορφά­νια ελευθερία
Γ. Ρίτσος

Άρχι­σαν να κλο­νί­ζο­νται τα θεμέλια.

Ένας βρα­χνός λοχί­ας μας γκρε­μί­ζει στη Νύχτα
με σιδε­ρέ­νιους λοστούς. Ανοι­ξιά­τι­κα όνειρα
του­φε­κί­ζο­νται στον αυλό­γυ­ρο του Πολυτεχνείου.
Ο στρα­το­πε­δάρ­χης καπνί­ζει νευ­ρι­κά το τσι­μπού­κι του
καθα­ρί­ζει την υγρα­σία στα τζάμια
και μετρά­ει τους σκο­τω­μέ­νους απ’ το παράθυρο.
Ύστε­ρα σηκώ­νε­ται, πλέ­νει τα χέρια του
ρίχνει μια φευ­γα­λέα ματιά στον καθρέφτη
λέει ένα σκλη­ρό «αυτός είμαι»
και ξαπλώ­νει στο κρε­βά­τι να κοιμηθεί.
Μα πριν αδειά­σει το γυά­λι­νο μάτι του στο ποτήρι
σηκώ­νει με αργές κινή­σεις το τηλέφωνο
και καλεί το Επι­τε­λείο: — «Στρα­τη­γέ μου
η εκστρα­τεία εστέ­φθη υπό πλή­ρους επιτυχίας
το στρα­τό­πε­δο ετέ­θη πάλι υπό έλεγχον
καλη­νύ­χτα σας

Νοέμ­βριος 1973

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο