Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δυο αιώνες απ’ τη δίκη ντροπής του Γεωργίου Καραϊσκάκη στο Αιτωλικό — Γράφει ο Γιώργος Μουσγάς

Πριν 200 ακρι­βώς χρό­νια, την 1η Απρί­λη 1824, σύρ­θη­κε στο Κρι­τή­ριο –το στρα­το­δι­κείο της επο­χής- με την κατη­γο­ρία της προ­δο­σί­ας ο Γεώρ­γιος Καραϊ­σκά­κης, μια απ’ τις σπά­νιες μορ­φές αγω­νι­στών της εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κής Επα­νά­στα­σης του 1821, που γκρέ­μι­σε την οθω­μα­νι­κή φεου­δαρ­χι­κή κυριαρ­χία και οδή­γη­σε στη συγκρό­τη­ση του αστι­κού ελλη­νι­κού κρά­τους. Τη σκευω­ρία οργά­νω­σε ο Αλέ­ξαν­δρος Μαυ­ρο­κορ­δά­τος, πρώ­τος πρό­ε­δρος του Εκτε­λε­στι­κού  ‑ο πρω­θυ­πουρ­γός δηλα­δή- επει­δή βρέ­θη­καν τεκ­μή­ρια ότι ο Καραϊ­σκά­κης είχε μυστι­κές συμ­φω­νί­ες με τους Τούρ­κους για να παρα­δώ­σει το Μεσο­λόγ­γι και τις γύρω περιο­χές στον Ομέρ Βρυώ­νη. 

Η μαρ­μά­ρι­νη επι­γρα­φή, που θυμί­ζει τη δίκη της ντρο­πής στο Αιτωλικό

Ο Καραϊ­σκά­κης –όπως και άλλοι αγω­νι­στές της Επα­νά­στα­σης- περι­θω­ριο­ποι­ή­θη­κε απο τους πολι­τι­κούς που ανέ­λα­βαν τα ηνία του νεο­σύ­στα­του ελλη­νι­κού κρά­τους. Έτσι ο Καραϊ­σκά­κης ανα­ζή­τη­σε το παλιό αρμα­το­λί­κι των Αγρά­φων. Τέτοιες συμ­φω­νί­ες –τα περί­φη­μα «καπά­κια» όπως τα ονό­μα­ζαν- ήταν συνη­θι­σμέ­νες στη Ρού­με­λη εκεί­νη την εποχή.

Ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος άδρα­ξε την ευκαι­ρία να απαλ­λα­γεί απ’ την ηγε­τι­κή μορ­φή του Καραϊ­σκά­κη και οργά­νω­σε τη δίκη στην εκκλη­σία της Πανα­γί­ας στο Αιτωλικό.

Ο δεσπό­της που δια­ό­λι­σε τον Κολοκοτρώνη!

Πρό­ε­δρος του Κρι­τη­ρί­ου ήταν ο Δεσπό­της Άρτας Πορ­φύ­ριος, ενώ ένορ­κοι και δικα­στές ανέ­λα­βαν στρα­τιω­τι­κοί και πολι­τι­κοί παρά­γο­ντες της Ρού­με­λης, που υπο­στή­ρι­ζαν τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το. Ο Πορ­φύ­ριος ήταν αυτός που δέκα περί­που μήνες πριν προ­κά­λε­σε την οργή του Κολο­κο­τρώ­νη και άκου­σε από τον θρυ­λι­κό Γέρο, μετα­ξύ άλλων, και τα εξής: «…και μη μου βρο­ντάς εμέ­να, παπά, το πόδι, για­τί βρο­ντώ το σπα­θί και σου κόβω το κεφά­λι…». Και σε ‘κεί­νη την περί­πτω­ση ο Πορ­φύ­ριος λει­τουρ­γού­σε ως τσι­ρά­κι του Μαυροκορδάτου.

Αλέ­ξαν­δρος Μαυ­ρο­κορ­δά­τος (Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, 3.2.1791 — Αίγι­να 6.8.1865), ο «τεσ­σε­ρο­μά­της» κατά τον Καραϊσκάκη

Ο Καραϊ­σκά­κης, κατ’ εξο­χήν ειδι­κός στο να κερ­δί­ζει μάχες, όταν κατά­λα­βε ότι το δικα­στή­ριο του Μαυ­ρο­κορ­δά­του θα τον κατα­δί­κα­ζε σε θάνα­το, έψα­ξε και βρή­κε τρό­πο ν’ ανα­βλη­θεί ή δίκη του. Οπλί­στη­κε με τις αθυ­ρο­στο­μί­ες και τις βρι­σιές που χρη­σι­μο­ποιού­σε που τις είχε σαν ψωμο­τύ­ρι τόσο για το ασκέ­ρι του στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα της κλέ­φτι­κης ζωής όσο και στον αχό της μάχης.

Και ποιός δεν ήταν αθυ­ρό­στο­μος στην Επα­νά­στα­ση; Τότε, έτσι γινό­ταν ο πόλε­μος: «Γ…ώ την πίστη σου μωχα­μέ­τη» φώνα­ζε ο ένας απ’ τη μια ράχη και ο άλλος έβρι­ζε το γκια­ού­ρη απ’ την απέ­να­ντι μεριά. Ο Καραϊ­σκά­κης, ως παρά­τολ­μος, τους γύρι­ζε και τον πισι­νό, όπως έκα­νε στο Κομπό­τι της Άρτας, και τους προ­κα­λού­σε να του ρίξουν.

Η ακροαματική διαδικασία

Ο ιστο­ρι­κός του αγώ­να Νικό­λα­ος Κασο­μού­λης διέ­σω­σε την ακρο­α­μα­τι­κη δια­κα­σία της δίκης του αθυ­ρό­στο­μου γιού της Καλογριάς.

Έγρα­ψε λοι­πόν: «Εσυσ­σω­ρεύ­θη στο Αιτω­λι­κό όλος ο στρα­τός. Ο Καραϊ­σκά­κης είχε κλη­θεί να παρου­σια­στεί στο “Κρι­τή­ριον” να δικα­στεί. Όλοι οπλοφορούσαμεν.

Ο Καραϊ­σκά­κης, υπο­πτεύ­ων δολο­φο­νί­αν τινά, έπεμ­ψεν πρω­τύ­τε­ρα κάμπο­σους εδι­κούς του και ευρί­σκο­ντο μέσα, άλλοι δε τον συνώ­δευαν έως εις την εκκλησίαν.

Πορ­ταί­το με την υπο­γρα­φή του Γ. Καραϊσκάκη

– Χλω­μός απ’ την αρρώ­στια του κι’ απο­στε­ω­μέ­νος, με βαθου­λω­μέ­να στις κόγ­χες μάτια του … στά­θη­κε στη μέση της εκκλη­σί­ας. Οι ψίθυ­ροι στα­μά­τη­σαν, κανείς δε μιλού­σε. Κάνει ένα γύρω, φιλεί τις άγιες εικό­νες, λέει μια προ­σευ­χή και στέ­κε­ται μπρος στο δεσπότη.

– Την ευχή σου!

Πέστε μου ορθός θα στα­θώ ή θα καθήσω;

– Κάθη­σε, του είπε ο δεσπό­της, διό­τι είσαι ασθενής.

Του έφε­ραν και εν προ­σκέ­φα­λον, διό­τι το έδα­φος ήτον πλά­κες μάρ­μα­ρα, να μη βλα­φθή από το ψύχος.

– Στορ­νά­ρης Νικό­λα­ος (Επί­τρο­πος): Κύριοι κρι­ταί, αν έχο­μεν άλλα διδό­με­να θετι­κά να κατα­δι­κά­σω­μεν τον άνθρω­πον, καλώς ειδέ, με λόγια οπού είπεν, είναι αλη­θι­νόν ότι ημπο­ρεί να είπεν, και περισ­σό­τε­ρον ίσως εις ημάς. Μ’ όλον τού­το ο Καραϊ­σκά­κης συνη­θί­ζει να λέγη λόγια πολ­λά. Τον ηξεύ­ρο­μεν. Τώρα να ιδού­με αν είναι πράξεις.

– Εκοί­τα­ξεν με βλέμ­μα συμπα­θη­τι­κόν ο Καραϊ­σκά­κης τον Στουρνάρην.

– Γρη­γό­ρης Λια­κα­τάς (Στρα­το­δί­κης): Ακό­μη δεν τελεί­ω­σεν η κρί­σις, κύριοι, ειδέ, έως αύριον, πόσαις μαρ­τυ­ρί­αις θέλουν έβγει; Πρώ­τη μέρα είναι αυτή.

– Επι­κρά­θη ο Καραϊ­σκά­κης εις την ομι­λί­αν του Γρηγόρη.

-Καραϊ­σκά­κης: Αν βάλε­τε θεμέ­λια εις τα λόγια μου, εκα­τό ζωές να έχω, δεν γλυ­τώ­νω. Πλην ποτέ έργον δεν έκαμα.

– Γαλά­νης Μεγα­πά­νου (Επί­τρο­πος): Βρε, ηξεύ­ρο­μεν, Καραϊ­σκά­κη, οπού λέγεις όλο λόγια μα δια­τί να τα λέγεις έτζι; (δηλα­δή πρόστυχα)

– Καραϊ­σκά­κης: Το έχω χούϊ, κύριε Πάνο.

– Μεγα­πά­νος: Μα για­τί να το έχης αυτό το χούι ενώ είσαι 50 χρο­νών; (42 ήταν)

– Καραϊ­σκά­κης: Αμ’ δεν ημπο­ρώ να το κόψω τώρα κυρ Πάνο. Κι εσύ κυρ – Πάνο, είσαι ογδό­ντα χρο­νών, μα το χούι δεν τ’ αφή­νεις να γαμής –    και δεν με ακούς.

Τού­το λέγο­ντας ο Καραϊ­σκά­κης, εκτύ­πη­σαν τα γέλια όλοι, και οι κρι­ταί και ο λαός, και πήγαν πολ­λοί να λιπο­θυ­μί­σουν, καθώς και εγώ ο ίδιος.

– Αφή­σα­τέ το σήμε­ρον, λέγει ο Στουρ­νά­ρης. Το κατα­ντή­σα­με Τζιορ­τζί­να (σκη­νή γελοιώ­δη) το κρι­τή­ριον και ούτως διελύθησαν.

Οι υπέρ του Καραϊ­σκά­κη άρχι­σαν πλέ­ον ανα­φαν­δόν να φωνά­ζουν, άλλος ότι αθω­ώ­θη, άλλος ότι απο­κρί­θη­κεν εξαί­ρε­τα και απο­στό­μω­σεν τους κριτάς.

Άλλος εκθεί­α­ζεν το παρου­σια­στι­κόν του, άλλος την ετοι­μο­λο­γί­αν του, ένας και ταις αστειό­τη­ταίς του. Άλλος φώναζεν :

– Μωρέ που ματα­γί­νε­ται άλλος τέτοιος πουτζιαράς;».

Επίβουλος της Πατρίδος και Προδότης

Η ετυ­μη­γο­ρία του δικα­στη­ρί­ου χαρα­κτή­ρι­ζε τον Καραϊ­σκά­κη ως «επί­βου­λον της Πατρί­δος και προ­δό­την», επει­δή βρέ­θη­καν τεκ­μή­ρια ότι είχε δια­πραγ­μα­τευ­θεί με τον τουρ­καλ­βα­νό Ομέρ Βρυώ­νη, με σκο­πό να γυρί­σει στο παλιό του αξί­ω­μα στα Άγρα­φα.  Ο Καραϊ­σκά­κης «ευρέ­θη­κε ένο­χος, ωστό­σο, προ­κει­μέ­νου να απο­φευ­χθούν ταρα­χές στην πόλη, δια­τά­χθη­κε να ανα­χω­ρή­σει, πράγ­μα που ενδέ­χε­ται να συμ­βεί σήμε­ρα», έγρα­φε η απόφαση.

Με την από­φα­ση ο Καραϊ­σκά­κης στε­ρή­θη­κε όλων των βαθ­μών και των αξιω­μά­των του και δια­τά­χθη­κε να ανα­χω­ρή­σει από το Αιτω­λι­κό. Οι δε πολί­τες δια­τά­χθη­καν να απο­φεύ­γουν κάθε επι­κοι­νω­νία με τον «εχθρό της πατρί­δας», εφό­σον αυτός «δεν μετα­νο­ή­σει και προ­σπέ­σει στο έλε­ος των Ελλή­νων και ζητή­σει συγχώρησιν».

Το καριο­φί­λι του ΚαραΪσκάκη

Ο Ρόντρικ Μπί­τον, επί­τι­μος καθη­γη­τής στην Eδρα Κοραή, Σύγ­χρο­νης Ελλη­νι­κής και Βυζα­ντι­νής Ιστο­ρί­ας, Γλώσ­σας και Λογο­τε­χνί­ας, στο King’s College του Πανε­πι­στη­μί­ου του Λον­δί­νου σε ανά­λυ­σή του (δημο­σιεύ­τη­κε στα «Νέα» στις 25.3.2021) εξη­γεί: «Στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση ο ήρω­ας της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης δεν είχε φερ­θεί “πατριω­τι­κά” – αλλά τέτοιες πρά­ξεις συμ­φι­λί­ω­σης με τον εχθρό ήταν καθη­με­ρι­νές στις συν­θή­κες της Ρού­με­λης εκεί­νη την επο­χή. Αφού δεν κατά­φε­ρε ο Καραϊ­σκά­κης να γυρί­σει στα Άγρα­φα υπό την προ­στα­σία των Ελλή­νων, θα γύρι­ζε υπό την προ­στα­σία των Οθω­μα­νών· έτσι ήταν. Το ονό­μα­ζαν “καπά­κι”».

Και ο Ρόντρικ Μπί­τον διευ­κρι­νί­ζει: «Η πρά­ξη του Καραϊ­σκά­κη, το γνω­στό “καπά­κι”, ακό­μα και η σχε­τι­κά επί­ση­μη λέξη “επι­βου­λή”, μετα­μορ­φώ­θη­κε σε “εσχά­τη προ­δο­σία”. Και με τον τρό­πο αυτό ο πιο χαρι­σμα­τι­κός οπλαρ­χη­γός της Δυτι­κής Στε­ρε­άς εξο­ρί­ζε­ται (προ­σω­ρι­νά, όπως θα απο­δεί­ξουν τα πράγ­μα­τα) από την “πατρί­δα”. Ουσια­στι­κά ντρο­πιά­ζε­ται, με απο­τέ­λε­σμα κανέ­νας άλλος οπλαρ­χη­γός της περιο­χής να μη σκε­φτεί να στα­σιά­σει ενα­ντί­ον της νόμι­μης κυβέρνησης».

Κατηγορία για το κούτελο του Μαυροδοκορδάτου!

Στην ιστο­ρία πέρα­σε ο τρό­πος με τον οποίο αντέ­δρα­σε στην κατα­δί­κη του ο ίδιος ο Καραϊ­σκά­κης. Φεύ­γο­ντας στις 3 Μαΐ­ου 1824 από το Αιτω­λι­κό θέλη­σε να πει μια κου­βέ­ντα πρό­σω­πο με πρό­σω­πο στον κατή­γο­ρό του. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά του είπε: «Ο ρε Μαυ­ρο­κορ­δά­τε εσύ με έγρα­ψες σε ένα χαρ­τί την κατη­γο­ρία, αλλά εγώ θα στη γρά­ψω εδώ, στο κού­τε­λο». Ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος ανα­στα­τώ­θη­κε και φοβι­σμέ­νος μπή­κε στο σπί­τι του.

Τελι­κά μπρος στον κίν­δυ­νο να χαθεί η επα­νά­στα­ση ο Καραϊ­σκά­κης μετά από τρεις εβδο­μά­δες ζήτη­σε εγγρά­φως συγ­γνώ­μη από τον Α. Μαυ­ρο­κορ­δά­το, που όμως δεν εισα­κού­σθη­κε. Στις 25 Ιου­νί­ου 1824 κατέ­φυ­γε στο Ναύ­πλιο όπου η Κυβέρ­νη­ση του ανα­γνώ­ρι­σε όλους τους βαθ­μούς και τα αξιώ­μα­τά του.

Στη συνέ­χεια δια­τά­χθη­κε να εκστρα­τεύ­σει στην Ανα­το­λι­κή Στε­ρεά. Η περιο­χή των Αγρά­φων χωρί­στη­κε σε δύο τμή­μα­τα και το μεν ανα­το­λι­κό απο­δό­θη­κε στον Καραϊ­σκά­κη, το δε δυτι­κό στον Γιαν­νά­κη Ράγκο, που ήταν συνερ­γά­της του Μαυ­ρο­κορ­δά­του.  Ο Καραϊ­σκά­κης είχε μακρο­χρό­νια κόντρα από την επο­χή που ο Ράγκος ήταν γραμ­μα­τι­κός του περί­φη­μου Βελη­γκέ­κα, πρω­το­πα­λί­κα­ρου του Αλή πασά, που σκό­τω­σε τελι­κά ο Καραϊ­σκά­κης. Απο τότε δεν στα­μά­τη­σαν να συνα­γω­νί­ζο­νται για την κυριαρ­χία του αρμα­το­λι­κιού των Αγράφων.

Διορατικότητα 193 χρόνων!

Η στρα­τιω­τι­κή διο­ρα­τι­κό­τη­τα του Καραϊ­σκά­κη φάνη­κε στην εκστρα­τεία στην Ήπει­ρο με επι­κε­φα­λής τον ίδιο το Μαυ­ρο­κορ­δά­το. Όπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά ανα­φέ­ρει ο ιστο­ρι­κός Διο­νύ­σιος Κόκ­κι­νος, ο Αλέ­ξαν­δρος Μαυ­ρο­κορ­δά­τος ως πρό­ε­δρος του Εκτε­λε­στι­κού «ήρχι­σε τον αντα­γω­νι­σμό προς τον Δ. Υψη­λά­ντη, τον οποί­ον ήθε­λε να υπερ­τε­ρή­ση και ως στρατιωτικόν».

Η μάχη του Πέτα

Η επι­χεί­ρη­ση του Μαυ­ρο­κορ­δά­του κατά­λη­ξε στην πανω­λε­θρία της μάχης του Πέτα (4 Ιου­λί­ου 1822), όπου σφα­γιά­στη­καν οι φιλέλ­λη­νες και πολ­λοί Έλλη­νες.  Οι λίγοι επι­ζή­σα­ντες φιλέλ­λη­νες με επι­κε­φα­λής τον γεν­ναίο στρα­τη­γό Νόρ­μαν επέ­στρε­ψαν κακήν κακώς στο στρα­τό­πε­δο. Παρου­σιά­στη­κε στον Μαυ­ρο­κορ­δά­το και του ανέ­φε­ρε τα εξής: «Τα χάσα­με όλα, Υψη­λό­τα­τε, εκτός απ’ την τιμή μας!»

Οι Φιλέλ­λη­νες αξιω­μα­τι­κοί θέλη­σαν να απο­δώ­σουν την ήττα τους στη φυγή των άτα­κτων ελλη­νι­κών ομά­δων από το πεδίο της μάχης, κάτι που επέ­τρε­ψε στην Τουρ­κι­κή πλευ­ρά να περι­κυ­κλώ­σει το Τάγ­μα των Φιλελ­λή­νων και το Σύνταγ­μα Ταρέ­λα, τις μονά­δες, δηλα­δή, που είχαν παρα­μεί­νει παρα­τε­ταγ­μέ­νες στις θέσεις τους. Το κύριο αίτιο της ήττας ήταν η λάθος τακτι­κή:  Οι δύο στρα­τοί ήταν δια­φο­ρε­τι­κής νοο­τρο­πί­ας και δεν μπο­ρού­σαν να συνερ­γα­στούν. Ο άτα­κτες ελλη­νι­κές μονά­δες από τη μια και το Τάγ­μα των Φιλελ­λή­νων με το Σύνταγ­μα Ταρέ­λα από την άλλη.

Ένα άλλο λάθος που έκρι­νε την τύχη της μάχης, λέγε­ται πως ήταν ο τρό­πος που πολε­μού­σαν οι Ευρω­παί­οι. Οι Έλλη­νες οπλαρ­χη­γοί συμ­βού­λε­ψαν τους Φιλέλ­λη­νες να κάνουν ταμπού­ρια (οχυ­ρώ­μα­τα) και αυτοί απά­ντη­σαν πως «έχουν τα στή­θη τους για ταμπού­ρια και πως ξέρουν και αυτοί να πολε­μούν». Έτσι πολ­λοί οπλαρ­χη­γοί απο­χώ­ρη­σαν από το Πέτα, όπως ο Γεώρ­γιος Καραϊ­σκά­κης και ο Κολοκοτρώνης.

Πρίν την ανα­μέ­τρη­ση στο Πέτα ο Καραϊ­σκά­κης, που ήταν άρρω­στος, συνα­ντή­θη­κε με το Ν. Μπό­τσα­ρη και το Στορ­νά­ρη, από όπου δια­σώ­θη­κε ο παρα­κά­τω διάλογος.

«-Καραϊ­σκά­κης: Καπι­τα­ναί­οι, εκστρα­τεύ­ε­τε· δεν σας ερω­τώ δια πού έχε­τε να εκστρατεύετε.

-Καπε­τα­ναί­οι: Και ημείς δεν ηξεύ­ρο­μεν, είπον, πηγαί­νο­μεν εις τον μαχα­λάν και όπου μας διο­ρί­σει η Κυβέρ­νη­σις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν.

-Καραϊ­σκά­κης: Ποια κυβέρ­νη­ση καπι­ταν-Νότη (σ.σ. Νότης Μπό­τσα­ρης); Το τζιο­γλά­νι του Ρείζ-εφέ­ντη, ο τεσ­σε­ρο­μά­της; (Έτσι απο­κα­λού­σε τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το επει­δή φορού­σε γυαλιά).

Ποιοι τον έκα­μαν Κυβέρ­νη­ση; Εγώ κι άλλοι δεν τον γνω­ρί­ζο­μεν!  Ή σύνα­ξεν δέκα ανό­η­τους και τον υπέ­γρα­ψαν δια τας ιδιο­τέ­λειας των; Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν:

Πρώ­τον εσύ, όπου όλα τα πράγ­μα­τα θέλεις να έρχο­νται με το ζουρ­νά, ο Σκαλ­τζάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπά­να μπαγκ — μπαγκ, ό Μακρής ό μακρο­λαί­μης όπου μόνον το κεφά­λι ηξεύ­ρει να ταρά­ζη, ο Μήτζιος Κοντο­γιάν­νης, η που­τά­να, όπου αν ήταν γυναί­κα, δεν εχόρ­ται­νεν μέ 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνό­γα­λος Γιώρ­γος Τσιό­γκας, όπου στρα­βώ­νει τα χεί­λια του με το τζι­μπού­κι και δεν ηξεύ­ρει τι του γίνε­ται και ο αδελ­φός μου ο Στορ­νά­ρης, ο ψεύ­της. Δεν τον υπέ­γρα­ψεν ο μπού­τζος μου και να ιδώ την εκστρα­τεί­αν σας!  Δια την Άρταν εκστρατεύετε…Πηγαίνετε και εγώ το ντου­φέ­κι σας το βάνω από τις πλά­τες. Σας γάμη­σα τα κέρα­τα και θα σας γαμή­σω και πάλι!»

Η ήττα στο Πέτα απο­δό­θη­κε σε αβλε­ψία ή και προ­δο­σία του οπλαρ­χη­γού Γώγου Μπα­κό­λα, από τη Σκου­λη­κα­ριά Άρτας, που ήταν και πρώ­τος εξά­δελ­φος της μάνας του Καραϊσκάκη.

Γεώρ­γιος «Γώγος» Μπα­κό­λας (1751–1823)

Ο Μπα­κό­λας, όταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τις κατη­γο­ρί­ες ενα­ντί­ον του, συνα­ντή­θη­κε με τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, ο οποί­ος τον έκρι­νε αθώο. Άλλω­στε και η δίκη που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε αμέ­σως μετά τον αθώ­ω­σε. Ο Μπα­κό­λας όμως, έχο­ντας υπο­στεί τις αμφι­σβη­τή­σεις και την περι­φρό­νη­ση από τους συντρό­φους του, απο­μο­νώ­θη­κε για ένα διά­στη­μα και τελι­κά στρά­φη­κε προς τους Τούρ­κους και μέχρι το τέλος του Αγώ­να δεν επέ­στρε­ψε στο ελλη­νι­κό στρατόπεδο.

Στις 11 Οχτώ­βρη 2015 η Αδελ­φό­τη­τα Σκου­λη­κα­ρι­τών Άρτας και η Ομο­σπον­δί­ας Ραδο­βι­ζι­νών Άρτας υπό την αιγί­δα της Πανη­πει­ρω­τι­κής Συνο­μο­σπον­δί­ας Ελλά­δας διορ­γά­νω­σαν στην στη Παλαιά Βου­λή εκδή­λω­ση με την επι­στη­μο­νι­κή επι­μέ­λεια του ιστο­ρι­κού φιλό­λο­γου και συγ­γρα­φέα Λευ­τέ­ρη Παπα­κώ­στα με θέμα: «Γώγος Μπα­κό­λας. Η απο­κα­τά­στα­ση ενός ήρωα 193 χρό­νια μετά».

Στό­χος της εκδή­λω­σης ήταν η διε­ρεύ­νη­ση της ιστο­ρι­κής δρά­σης του Γώγου Μπα­κό­λα και η μελέ­τη των πηγών της Ιστο­ρί­ας (επί­ση­μων εγγρά­φων, αλλη­λο­γρα­φί­ας, απο­μνη­μο­νευ­μά­των, ιστο­ρι­κών κει­μέ­νων, κ.λ.π.), διά των οποί­ων δια­κρι­βώ­νε­ται ο ακρι­βής ρόλος του συγκε­κρι­μέ­νου προ­σώ­που στη μάχη του Πέτα, στις 4 Ιου­λί­ου 1822 και η αμφι­σβή­τη­ση της βαριάς κατη­γο­ρί­ας ως «Μηδί­σα­ντος» του σπου­δαί­ου Ηπει­ρώ­τη οπλαρχηγού.

Σε εκεί­νη την ημε­ρί­δα ο Λευ­τέ­ρης Στα­μά­της, Αντι­στρά­τη­γος ε. α.- Διοι­κη­τής Στρα­τιάς. ανέ­λυ­σε τη μάχη στον Πέτα με τους πραγ­μα­τι­κούς στρα­τιω­τι­κούς συσχε­τι­σμούς και όρους της, τότε, επο­χής. Το συμπέ­ρα­σμά του το συνό­ψι­σε ως  εξής: «Ήταν μια σύγκρου­ση που έπρε­πε να είχε αποφευχθεί». 

Ο Καραϊ­σκά­κης, δηλα­δή, έδει­ξε διο­ρα­τι­κό­τη­τα 193 χρόνων!

Μια μαρτυρία για τη γενέτειρα

Ο Γ. Καραϊ­σκά­κης γενή­θη­κε το 1782. Τον διεκ­δι­κούν η Σκου­λη­κα­ριά Άρτας και το Μαυ­ρο­μά­τι Καρδίτσας.

Ο Κων­στα­ντί­νος Στού­μπος γεν­νή­θη­κε το 1882 στη Σκου­λη­κα­ριά Άρτας και υπη­ρέ­τη­σε ως δάσκα­λος στο χωριό του από το 1910–1923. Σε ηλι­κία 80 χρο­νών αφη­γή­θη­κε όσα ήξε­ρε για το Γεώρ­γιο Καραϊ­σκά­κη στο Νικό­λαο Ε. Ντα­σκα­γιάν­νη, ο οποί­ος τα περιέ­λα­βε στο βιβλίο του «Καραϊ­σκά­κης, γενέ­τει­ρα: Αλή­θεια και ψέμα», που εκδό­θη­κε το 2002. Ο Κ. Στού­μπος είπε : «Γεγο­νός αναμ­φι­σβή­τη­τον είναι, ότι οι γονείς του ήρω­ος κατή­γο­ντο εκ της κοι­νό­τη­τός μας, και αυτοί ήσαν ο Νικό­λα­ος Πλα­κιάς και η Ζωί­τσα Ντι­μι­σκή. Η γέν­νη­σις του Γ. Καραϊ­σκά­κη έγι­νε εις το προ του Ιερού Ναού “Κοί­μη­σις της Θεο­τό­κου” κελ­λί­ον, το οποί­ον, σώζε­ται σήμε­ρον. Εκεί υπό τας εντο­λάς του δρα­στη­ρί­ου ηγου­μέ­νου Καλ­λι­νί­κου υπη­ρέ­τη­σεν η Ζωί­τσα, η μετο­νο­μα­σθεί­σα Δια­μα­ντώ, η οποία παρα­νό­μως συνέ­λα­βε το τέκνον από τον Τσα­ού­σην Νικό­λα­ον Πλα­κιά. Όσον επρο­χώ­ρει η εγκυ­μο­σύ­νη και εις τον όγδο­ον μήνα, ο ηγού­με­νος έθε­σε υπό περιο­ρι­σμόν την Ζωί­τσα εις το υπό­γειον του κελ­λιού, όπου την επί­βλε­ψην μιας καλό­γραιας και μιας θεί­ας της, από την Φλω­ριά­δα, εγέν­νη­σεν τον ήρωα Γ. Καραϊ­σκά­κην. Δια να απο­φύ­γει την εξό­ντω­σιν της Ζωί­τσας και του παι­διού από τους τρα­χείς κλέ­φτας, αδελ­φούς της, την εφυ­γά­δευ­σε εις Μαυ­ρο­μά­τιον Καρ­δί­τσας ο ηγού­με­νος Καλ­λί­νι­κος. Εκεί εις το μονα­στή­ριον του Αγί­ου Γεωρ­γί­ου, εβα­πτί­σθει το παι­δί και έλα­βε το όνο­μα Γεώρ­γιος. Καθ’ ον χρό­νον εκρύ­βε­το η Ζωί­τσα εις Μαυ­ρο­μά­τιον, εγέ­νε­το εδώ αλλη­λο­σκο­τω­μός μετα­ξύ Πλα­καί­ων και Ντι­μι­σκαί­ων. Εκεί εφο­νεύ­θει ο πατήρ του Γ. Καραϊ­σκά­κη Νικό­λα­ος Πλα­κιάς εις την θέσιν “Πούρ­νος” κοντά στα καλύ­βια των Ντι­μι­σκαί­ων και εν συνέ­χεια εφο­νεύ­θη­σαν, υπό των Πλα­καί­ων, και οι δύο αδελ­φοί Ντιμισκαίοι.

Μετά πάρο­δον τεσ­σά­ρων ετών, η Ζωί­τσα με το παι­δί της, έφυ­γεν από το Μαυ­ρο­μά­τι και εγκα­τε­στά­θη εις το αρχο­ντι­κόν του Ίσκου, εις Τού­νι­τσαν Βάλ­του. Εκεί διέ­μει­νεν, περί τα οχτώ, αν δεν απα­τώ­μαι, έτη. Το παι­δί εκεί το φώνα­ζαν: “Ο Γιώρ­γος του Ίσκου”. Όταν εδώ στη Σκου­λη­κα­ριά οι συγ­χω­ρια­νοί μας το εφώ­να­ζαν: “Ισκά­κη”, επει­δή ήτο κρά­σις αδύ­να­τος. Όταν μετέ­φε­ρε νερό εις το Καρα­κό­λι του Άη Λιά, στο Γαύ­ρο­γο, οι Τούρ­κοι, επει­δή το παι­δί ήταν μαυ­ρι­δε­λό το εφώ­να­ζαν εμπαι­κτι­κά: “Καραϊ­σκά­κη”. Αυτό το επώ­νυ­μον έμει­νε στο παι­δί για όλη του την ζωήν».

Αναπάντητα ερωτήματα για το θάνατο του Γ. Καραϊσκάκη

Ένα από τα σκο­τει­νό­τε­ρα και τρα­γι­κό­τε­ρα γεγο­νό­τα της Επα­νά­στα­σης του 1821 είναι αναμ­φί­βο­λα ο ‑του­λά­χι­στον περί­ερ­γος και ανε­ξή­γη­τος κατά πολ­λούς – θάνα­τος του Γεώρ­γιου Καραϊ­σκά­κη. Για πολ­λούς, έπε­σε στο πεδίο της μάχης από εχθρι­κά πυρά και για άλλους, από Έλλη­νες που ενερ­γού­σαν για λογα­ρια­σμό των αντι­πά­λων του.

Το στρα­τό­πε­δο του Καραϊ­σκά­κη στην Καστέλ­λα, Θεό­δω­ρος Βρυ­ζά­κης (1855)

Ο ήρω­ας πέθα­νε ανή­με­ρα της γιορ­τής του στις 23 Απρι­λί­ου του 1827 και θάφτη­κε όπως επι­θυ­μού­σε στον Άγιο Δημή­τριο Σαλα­μί­νας. Λίγο νωρί­τε­ρα, είχε πλη­ρο­φο­ρη­θεί τον θάνα­το της γυναί­κας του της Γκόλ­φως και πολ­λοί φοβή­θη­καν ότι θα εγκα­τέ­λει­πε την πολιορ­κία. Ο Καραϊ­σκά­κης έγρα­ψε ένα γράμ­μα στην κυβέρ­νη­ση που έλε­γε ότι δεν θα εγκα­τέ­λει­πε τον αγώ­να παρό­τι το χρέ­ος του τον προ­σκα­λού­σε να πάει κοντά στα παι­διά του. Δεν έμει­νε, όμως, για πολύ και­ρό ζωντανός.

Ο Κολο­κο­τρώ­νης, που τον αγα­πού­σε σαν παι­δί του, τον είχε προει­δο­ποι­ή­σει να φυλά­γε­ται και να μη δια­κιν­δυ­νεύ­ει τη ζωή του σε ασή­μα­ντες αψι­μα­χί­ες, διό­τι ήταν ηγέ­της και από αυτόν εξαρ­τιό­νταν το ασκέ­ρι του και ο αγώ­νας. Δυστυ­χώς ο ήρω­ας διά­βα­σε το γράμ­μα του Γέρου όταν ξεψυχούσε.

Ο Καραϊ­σκά­κης ετά­φη στη Σαλα­μί­να και επί Όθω­να τα οστά του μετα­φέρ­θη­καν σε μνη­μείο στο Νέο Φάλη­ρο κατ΄εντολή του βασι­λιά. Όμως, τα οστά του χάθη­καν και σήμε­ρα δεν γνω­ρί­ζει κανείς που βρί­σκο­νται. Πολ­λοί υπο­στη­ρί­ζουν ότι χάθη­καν από το μνη­μείο κατά τη διάρ­κεια της χού­ντας, όταν ένα συνερ­γείο πήγε να κάνει ανα­καί­νι­ση στο μνη­μείο του Φαλή­ρου. Οι εργά­τες δεν ήξε­ραν περί τίνος πρό­κει­ται και, σύμ­φω­να με αυτή τη εκδο­χή πέτα­ξαν τα οστά στη θάλασσα.

(Μια αξιό­λο­γη συνό­ψι­ση των από­ψε­ων για το θάνα­το του Καραϊ­σκά­κη υπάρ­χει ΕΔΩ)

Επί­σης χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν στοι­χεία από τις εκπο­μπές «Μηχα­νή του Χρό­νου» του Χρή­στου Βασι­λό­που­λου για τον Γ. Καραϊσκάκη).

Η επι­στο­λή του Γεωρ­γί­ου Καραϊ­σκά­κη «Πρός τον Μεχ­μέτ Ρεσέτ Πασά, Κιου­τα­χή, εις Αθή­νας». Την ζωντά­νε­ψε με στί­χους ο Νίκος Καλο­γε­ρό­που­λος, που τρα­γού­δη­σε  ο Βασί­λης Παπα­κων­στί­νου, σκια­γρα­φώ­ντας, ταυ­τό­χρο­να, και την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Γ. Καραϊ­σκά­κη (Δεί­τε ΕΔΩ)

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο