Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εις ανάμνηση Νίκου Καραντηνού: 15 χρόνια από το θάνατό του

Γρά­φει η Εύα Νικο­λα­ΐ­δου* //

Ο Νίκος Καρα­ντη­νός έμοια­ζε σαν το γλυ­κο­χά­ρα­μα που προ­χω­ρεί διστα­κτι­κά και μετά ενο­ποιεί τα πάντα και δυνα­μώ­νει. Ο λόγος του είχε παι­δα­γω­γι­κή αξία. Οι προ­σω­πι­κές του εξο­μο­λο­γή­σεις ήταν σπά­νιες. Αφο­ρού­σαν κυρί­ως άρθρα του, σχό­λια, ρεπορ­τάζ. Η στά­ση της ζωής και η ιδε­ο­λο­γία του ήταν ατα­λά­ντευ­τες. Δεν εκδή­λω­νε εύκο­λα τα αισθή­μα­τά του. Μιλού­σαν το έργο και οι πρά­ξεις του.

Ηταν το 1992. Είχα δια­νύ­σει μια πετυ­χη­μέ­νη πορεία. Συνερ­γα­σί­ες με μεγά­λα περιο­δι­κά κι εφη­με­ρί­δες. Μόνι­μη δου­λειά στην ΕΡΤ. Είχα κατα­θέ­σει τον φάκε­λό μου για να γίνω μέλος της ΕΣΗΕΑ. Πέρα­σα με επι­τυ­χία τις γρα­πτές εξε­τά­σεις και ορί­στη­κε η ημε­ρο­μη­νία για τις προφορικές.

Εκεί­να τα χρό­νια, πρω­θυ­πουρ­γός ήταν ο Κων­στα­ντί­νος Μητσο­τά­κης και υπουρ­γός προ­ε­δρί­ας ο Μιλ­τιά­δης Εβερτ. Απο­φά­σι­σαν να μετα­τά­ξουν από την ΕΡΤ τριά­ντα δημο­σιο­γρά­φους στην Γενι­κή Γραμ­μα­τεία Τύπου Πλη­ρο­φο­ριών (ΓΓΤΠ), επει­δή ήταν αρι­στε­ροί. Ανά­με­σά τους κι εγώ. Αυτή η μετα­κί­νη­σή μας απο­τε­λού­σε εμπό­διο στην καριέ­ρα μας και στην εξέ­λι­ξή μας. Χάνα­με όλοι το δικαί­ω­μα της μονι­μό­τη­τας και δεν μπο­ρού­σα­με να γίνου­με μέλη της ΕΣΗΕΑ. Βάσει του κατα­στα­τι­κού της, έπρε­πε να έχει το υπο­ψή­φιο μέλος μισθο­λό­γιο με κρα­τή­σεις από εφη­με­ρί­δα ή την ΕΡΤ. Δεν γινό­σουν μέλος από τη ΓΓΤΠ.

Απο­γοη­τευ­μέ­νη, απευ­θύν­θη­κα στον πρό­ε­δρο της ΕΣΗΕΑ, Δημή­τρη Μαθιό­που­λο, εξη­γώ­ντας την περί­πτω­σή μου. «Δυστυ­χώς, δεν μπο­ρώ να σας βοη­θή­σω», μου απά­ντη­σε. «Αυτό επι­τάσ­σει το κατα­στα­τι­κό μας».

Την ημέ­ρα των προ­φο­ρι­κών εξε­τά­σε­ων, ήταν στην αίθου­σα οι Δημή­τρης Μαθιό­που­λος, Δημή­τρης Γκλα­βάς, Νίκος Καρα­ντη­νός, Γιώρ­γος Λεο­ντα­ρί­της και ο Μηνάς Παπά­ζο­γλου. Απά­ντη­σα σε όλες τις ερω­τή­σεις. «Παίρ­νε­τε άρι­στα», μου είπε ο πρό­ε­δρος, «όμως, λυπά­μαι, που θα απορ­ρι­φθεί­τε για τυπι­κούς λόγους. Δεν έχε­τε μισθο­λό­γιο εφη­με­ρί­δας». Εκεί­νη τη στιγ­μή, μ’ ένα μει­λί­χιο, ήρε­μο ύφος, απά­ντη­σε ο Ν. Καρα­ντη­νός: «Κ. συνά­δελ­φοι, από προ­χτές, η Εύα Νικο­λα­ΐ­δου είναι στο μισθο­λό­γιο του “Ριζο­σπά­στη”». Μεί­να­με άφω­νοι. «Μα καλά, πώς έγι­νε αυτό;», ρώτη­σε ο Μαθιό­που­λος κι ο Καρα­ντη­νός τού είπε τότε: «Πρώ­τον, αγα­πώ τις εκπλή­ξεις και δεύ­τε­ρον, δια­βά­ζο­ντας τον φάκε­λό της, με τα προ­σό­ντα και τις επι­δό­σεις της, δια­πί­στω­σα ότι αν δεν γινό­ταν μέλος μας, θα απο­τε­λού­σε η μη εγγρα­φή της μία μελα­νή κηλί­δα για το σωμα­τείο μας, διό­τι έχα­σε την προη­γού­με­νη θέση της, λόγω της αρι­στε­ρής ιδε­ο­λο­γί­ας της». Επα­νέρ­χε­ται ο Μαθιό­που­λος στο θέμα, λέγο­ντας: «Μα θα παρα­βιά­ζα­με το κατα­στα­τι­κό μας» και απα­ντά ο Καρα­ντη­νός: «Η ΕΣΗΕΑ πρέ­πει να είναι το προ­πύρ­γιο της ελευ­θε­ρί­ας του λόγου και της ιδε­ο­λο­γί­ας. Αν δεν γινό­ταν αυτή η εγγρα­φή, τότε θα παρα­βιά­ζα­με τις αρχές της. Στα κατα­στα­τι­κά δεν πρέ­πει να μας απα­σχο­λεί μόνο τι λέει ένα άρθρο αλλά και η ουσία και το δίκαιο μιας υπό­θε­σης». Τον άκου­γε όλο το συμ­βού­λιο με σεβα­σμό. Ανα­γκά­στη­κε ο πρό­ε­δρος να μου πει στο τέλος: «Καλω­σο­ρί­σα­τε, κυρία συνά­δελ­φε, στη δημο­σιο­γρα­φι­κή μας οικογένεια».

Μετά από λίγα χρό­νια, με δικα­στι­κό αγώ­να, επέ­στρε­ψα στην ΕΡΤ για­τί η μετά­τα­ξή μου θεω­ρή­θη­κε παρά­νο­μη και κατα­χρη­στι­κή. Δικη­γό­ρος μου ήταν ο αεί­μνη­στος Γιώρ­γος Παπαδημητρίου.

Μόνο από τέτοιες προ­σω­πι­κές μου ιστο­ρί­ες μπο­ρώ να μετα­φέ­ρω το μεγα­λείο αυτού του ανθρώπου.

Ο Νίκος Καρα­ντη­νός διε­τέ­λε­σε επί πολ­λά χρό­νια ταμί­ας του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ. Ενα μεση­μέ­ρι, περ­νώ­ντας από το γρα­φείο του, από την ανοι­χτή πόρ­τα άκου­σα να συμ­βου­λεύ­ει κάποιον με αγά­πη, με νοιά­ξι­μο. Μετά μου εξή­γη­σε ότι υπήρ­ξε μια έντα­ση μετα­ξύ ενός υπαλ­λή­λου και του δημο­σιο­γρά­φου, διό­τι τον πρό­σβα­λε έντο­να ο πρώ­τος και ο δεύ­τε­ρος είχε δίκιο. Ολο το ΔΣ συμ­φώ­νη­σε να απο­λυ­θεί ο υπάλ­λη­λος εκτός από τον Ν. Καρα­ντη­νό. Πήγε, λοι­πόν, να ζητή­σει εξη­γή­σεις ο θιγό­με­νος. Ο Καρα­ντη­νός με τη γνω­στή σοφία του του εξή­γη­σε: «Εσέ­να θέλω να προ­στα­τεύ­σω. Θα σου μεί­νει στη ζωή μια δικαί­ω­ση κι ένα βάρος στη συνεί­δη­σή σου, που έγι­νες αιτία κάποιος να χάσει το ψωμί του. Θέλω να τα ζυγί­σεις αυτά τα δύο και να μου πεις τι βαραί­νει περισ­σό­τε­ρο μέσα σου». Το γρα­φείο του ήταν πάντα γεμά­το από συνα­δέλ­φους που ήθε­λαν να τον συμ­βου­λευ­τούν, σαν εξομολογητήριο.

Από τις κου­βέ­ντες μου μαζί του, τον θεω­ρού­σα ίνδαλ­μα. Δια­μόρ­φω­σε την ιδε­ο­λο­γία μου. Αγά­πη­σα τον κομ­μου­νι­σμό. Στις Γενι­κές Συνε­λεύ­σεις, μία συνά­δελ­φος που βρί­σκε­ται σε άλλη κομ­μα­τι­κή παρά­τα­ξη, μου είπε ότι δεν χει­ρο­κρο­τού­σε ποτέ κανέ­ναν, παρά μόνο τον Καρα­ντη­νό στις ομι­λί­ες του.

Από την ημέ­ρα που με βοή­θη­σε στην εγγρα­φή μου στην ΕΣΗΕΑ, κάθε χρό­νο, την ημέ­ρα της γιορ­τής του, του έστελ­να μια ανθο­δέ­σμη από δέκα κόκ­κι­να τρια­ντά­φυλ­λα και δέκα γαρύ­φαλ­λα. Τα συνό­δευε μία ανυ­πό­γρα­φη καρ­τού­λα: «Από καρ­διάς. Σ’ εσάς που χρω­στά­με τόσα πολ­λά». Εφτα­νε στα χέρια του, ακό­μη κι αν βρι­σκό­μουν στο εξω­τε­ρι­κό. Φρό­ντι­ζα πάντο­τε από πριν. Λίγα χρό­νια προ­τού φύγει για το αιώ­νιο ταξί­δι, του απο­κά­λυ­ψα ότι εγώ έστελ­να την ανθο­δέ­σμη. Μου απά­ντη­σε: «Το είχα κατα­λά­βει». Μερι­κά πράγ­μα­τα όταν δεν τα απο­κα­λύ­πτεις παίρ­νουν μεγα­λύ­τε­ρη αξία.

Τον απο­κα­λού­σα­με κομ­μου­νι­στή λόρ­δο. Ηταν πάντα καλαί­σθη­τα ντυ­μέ­νος. Φορού­σε ολο­μέ­τα­ξες γρα­βά­τες και κάθε φορά που τον ρωτού­σαν: «Μα εσύ, κομ­μου­νι­στής, να δίνεις τόσο μεγά­λη σημα­σία στα ρού­χα», αυτός απα­ντού­σε: «Ποιος σας είπε ότι οι κομ­μου­νι­στές πρέ­πει να κυκλο­φο­ρούν με κουρέλια;».

Πάρα πολ­λοί συνά­δελ­φοι και υπάλ­λη­λοι της ΕΣΗΕΑ έχουν κρα­τή­σει σαν ενθύ­μιο ένα δωρά­κι από τον ίδιο. Εγώ θυμά­μαι ότι μου χάρι­σε μια βεντά­λια από ένα μακρι­νό του ταξί­δι. Την κρα­τάω σαν φυλα­χτό. Αυτήν άνοι­ξα σήμε­ρα και θυμή­θη­κα στιγ­μιό­τυ­πα απ’ τη ζωή του.

Η ΕΣΗΕΑ για να τιμή­σει την προ­σφο­ρά του, θα κρε­μά­σει προς τιμήν του μια χρυ­σή πλα­κέ­τα στον 5οόροφο, που έχει πάρει το όνο­μά του. Μέσα απ’ αυτήν την άψυ­χη επι­γρα­φή θα μας ζεσταί­νει η φλό­γα της καρ­διάς του, θα νιώ­θου­με την ευερ­γε­τι­κή του ενέρ­γεια, θα υπο­κλι­νό­μα­στε στην ιστο­ρία του.

Το βιο­γρα­φι­κό του είναι γεμά­το από δρά­ση, δια­κρί­σεις, σπου­δές, προ­σφο­ρά και συνέ­πεια στον αγώ­να για τη δημο­σιο­γρα­φία και την κοινωνία.

* Δημο­σιο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας και υπο­ψή­φια βου­λευ­τής Α’ Θεσ­σα­λο­νί­κης με το ΚΚΕ.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο