Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΚΛΕΠΤΥΣΜΕΝΑ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΑΒΛΙΧΟ (1842–1909)

Γρά­φει ο Κώστας Ευαγγελάτος //
Ζωγρά­φος, Λογο­τέ­χνης, Θεω­ρη­τι­κός της Τέχνης.

Ο Γεώρ­γιος Άβλι­χος ανα­φέ­ρε­ται σε λεξι­κά και κατα­λό­γους τέχνης ότι γεν­νή­θη­κε στο Ληξού­ρι  της Κεφα­λο­νιάς το 1842. Σχε­τι­κά πρό­σφα­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες όμως ανα­φέ­ρουν ότι γεν­νή­θη­κε στην Τερ­γέ­στη στις 2 Απρι­λί­ου 1842. Μητέ­ρα του ήταν η Σλο­βε­νι­κής κατα­γω­γής Γελ­τρού­δη Πρί­μιτζ, η οποία  περί­που το 1850 μετοί­κη­σε στην Κεφα­λο­νιά και το 1851 παντρεύ­τη­κε τον Ληξου­ριώ­τη έμπο­ρο Γεώρ­γιο Θ. Άβλι­χο, του οποί­ου ο εννιά­χρο­νος τότε Γεώρ­γιος έλα­βε το επώ­νυ­μο του.

ΑΒΛΙΧΟΣ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ 1893. ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

Ο Γεώρ­γιος Άβλι­χος σπού­δα­σε ζωγρα­φι­κή σε σχο­λή ελευ­θέ­ρων σπου­δών στην Νάπο­λη της Ιτα­λί­ας και ταυ­τό­χρο­να παρα­κο­λού­θη­σε μαθή­μα­τα νομι­κών. Συνέ­χι­σε τις καλ­λι­τε­χνι­κές του σπου­δές στην Γερ­μα­νία, για να επι­στρέ­ψει κατό­πιν στην Κεφα­λο­νιά όπου εργα­ζό­ταν ως βιβλιο­θη­κά­ριος στην Βιβλιο­θή­κη Αργο­στο­λί­ου. Ως ζωγρά­φος κατα­πιά­στη­κε κυρί­ως με προ­σω­πο­γρα­φί­ες, νεκρές φύσεις, ηθο­γρα­φι­κές και θρη­σκευ­τι­κές σκη­νές. Τα πρω­ι­μό­τε­ρα γνω­στά έργα του είναι ζωγρα­φι­σμέ­να το 1878, όταν ο καλ­λι­τέ­χνης ήταν γύρω στα σαρά­ντα του χρό­νια, γεγο­νός που δεί­χνει πως επι­δό­θη­κε επαγ­γελ­μα­τι­κά κάπως αργά στη ζωγρα­φι­κή. Η τέχνη του αντα­να­κλά τον ακα­δη­μαϊ­κό ρεα­λι­σμό της επο­χής του. Το έργο του είναι γεμά­το μελαγ­χο­λι­κή απαι­σιο­δο­ξία και εκδη­λώ­νει την τρυ­φε­ρή και ευαί­σθη­τη πλευ­ρά της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του στην ποι­η­τι­κή απει­κό­νι­ση νεα­ρών προ­σώ­πων. Οι εκλε­πτυ­σμέ­νες προ­σω­πο­γρα­φί­ες του κατα­τάσ­σο­νται μετα­ξύ των καλύ­τε­ρων της νεο­ελ­λη­νι­κής ζωγραφικής.

ΑΒΛΙΧΟΣ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

Όπως σχε­δόν όλοι οι ζωγρά­φοι και αγιο­γρά­φοι της επο­χής του παρέ­δι­δε μαθή­μα­τα για να αντα­πε­ξέλ­θει στις δυσμε­νείς οικο­νο­μι­κές συν­θή­κες που βίω­νε. Υπάρ­χουν σχε­τι­κές αγγε­λί­ες στον τοπι­κό τύπο του Αργο­στο­λί­ου ήδη από το 1889. Σε μια από αυτές ανα­φέ­ρει προς τους γονείς της πόλης ο Άβλι­χος ότι η έλλει­ψη διδα­σκα­λί­ας ιχνο­γρα­φί­ας και καλ­λι­γρα­φί­ας που είναι μαθή­μα­τα απα­ραί­τη­τα για την συμπλή­ρω­ση της καλής αγω­γής τον προ­έ­τρε­ψε να ανα­πλη­ρώ­σει το ουσιώ­δες κενόν με το να παρα­δί­δει μαθή­μα­τα σε παι­διά τρείς φορές την εβδο­μά­δα στο εργα­στή­ριο του. Ανά­με­σα στις μαθή­τριες του ήταν η Ασπα­σία Αννί­νου (1879–1941) που επι­δό­θη­κε κύρια σε νατου­ρα­λι­στι­κές νεκρές φύσεις. Η μεγα­λύ­τε­ρη προ­σω­πο­γρα­φία που φιλο­τέ­χνη­σε ο Άβλι­χος είναι του Ιωάν­νη Σάβ­βα Άνιν­νου, με πλάι του σε μικρό καβα­λέ­το το κορ­νι­ζα­ρι­σμέ­νο ψήφι­σμα της Ιονί­ου Βου­λής για την Ένω­ση της Επτα­νή­σου με την Ελλά­δα. Επί­σης  του Μαρί­νου Π. Γκε­ντι­λί­νη, του Γερά­σι­μου Α. Άνιν­νου, του κορυ­φαί­ου Ριζο­σπά­στη, πολι­τι­κού και εκδό­τη Ηλία Ζερ­βού- Ιακω­βά­του, που στην κηδεία του το 1894 απήγ­γει­λε ελε­γείο του για αυτόν, της Χρυ­σάν­θης Ζερ­βού-Ιακω­βά­του, της Κάτε Τυπάλ­δου-Φορέ­στη, και άλλων  προ­σω­πι­κο­τή­των, πολ­λά των οποί­ων κατα­στρά­φη­καν από σει­σμούς ή έχουν φθα­ρεί και αλλοιω­θεί παρά τις όποιες συντη­ρή­σεις. Για τα έργα του αυτά έχω γρά­ψει  αισθη­τι­κά σχό­λια στο λεύ­κω­μα του  Ιστο­ρι­κού και Λαο­γρα­φι­κού Μου­σεί­ου Αργο­στο­λί­ου του  Κορ­για­λέ­νειου Ιδρύ­μα­τος Κεφα­λο­νιάς επι­ση­μαί­νο­ντας την υπο­βλη­τι­κή τους διά­στα­ση. Ο ιστο­ρι­κός τέχνης Δημή­τρης Παπα­στά­μος τον έχει κατα­τά­ξει στους εκπρο­σώ­πους της δημιουρ­γι­κής ενδυ­νά­μω­σης της επτα­νη­σια­κής σχο­λής στα μέσα του 19ου αιώ­να μαζί με τους Διο­νύ­σιο Τσό­κο, Χαρά­λα­μπο Παχή και  Άγγε­λο Γιαλ­λι­νά. Την ίδια επο­χή δημιουρ­γού­σαν επί­σης οι επτα­νή­σιοι Γεώρ­γιος Μηνιά­της,  Διο­νύ­σιος Βέγιας, Αιμί­λιος και Σπυ­ρί­δων Προ­σα­λέ­ντης, Διο­νύ­σιος Καλυ­βω­κάς κ.α.

ΑΒΛΙΧΟΣ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΚΑΠΕΛΟ 1889 ΣΥΛΛΟΓΗ Γ. ΠΕΡΔΙΟΥ.Γενι­κά  τα θέμα­τα που ζωγρά­φι­ζε ο Άβλι­χος, συνή­θως κατά παραγ­γε­λία, ποι­κί­λουν ως προς την ποιό­τη­τα. Ακο­λου­θεί μεθο­δι­κά τα συν­θε­τι­κά πλαί­σια που έχουν καθο­ρι­στεί από την κλα­σι­κι­στι­κή ιτα­λι­κή και γαλ­λι­κή σχο­λή προ­σω­πο­γρα­φί­ας, με στυ­λι­στι­κές ανα­φο­ρές στον μετρ Ντο­μι­νίκ Ένγκρ.  Αρι­στουρ­γη­μα­τι­κά θεω­ρού­νται τα έργα του «Πορ­τραί­το του πατέ­ρα» 1886, «Η κυρία του κρα­τά­ει μπου­κε­τά­κι» 1886, «Κοπέ­λα στο παρά­θυ­ρο» 1887 (Η νεα­ρή Ρου­μπί­να Καβαλ­λιε­ρά­του στο εξο­χι­κή αρχο­ντι­κό της οικο­νέ­νειας της στα Βλα­χά­τα Κεφα­λο­νιάς), «Η Κεφα­λο­νι­το­πού­λα» 1888 της συλ­λο­γής Κου­τλί­δη στην Εθνι­κή Πινα­κο­θή­κη. Οι κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες της μικρής τοπι­κής κοι­νω­νί­ας, η δυσμορ­φία του, οι ιδιο­τρο­πί­ες του χαρα­κτή­ρα του και η αρνη­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση από συμπο­λί­τες του τον έθε­σαν στο περι­θώ­ριο. Κύρια η αντι­ζη­λία και οι περιου­σια­κές διε­νέ­ξεις με τον αδελ­φό του Μικέ­λη Άβλι­χο (1844–1917) γνω­στό στο πανελ­λή­νιο σατι­ρι­κό ποι­η­τή και ένθερ­μο αναρ­χι­κό, οπα­δό του Μπα­κού­νιν, καθό­ρι­σαν μέχρι τέλους την γεμά­τη δυσκο­λί­ες ζωή του. Πέθα­νε βαριά άρρω­στος και άπο­ρος το 1905 και κατ’ άλλους το 1909 στο Αργοστόλι.

 Η βαθιά και πολυ­ε­πί­πε­δη πνευ­μα­τι­κή του καλ­λιέρ­γεια και η πολ­λα­πλή εκφρα­στι­κή του ικα­νό­τη­τα, σαν ποι­η­τής, μου­σι­κο­συν­θέ­της, μετα­φρα­στής θεω­ρη­τι­κών κει­μέ­νων για την τέχνη, θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας και λόγιος οικο­δό­μη­σαν μεν ένα εκλε­πτυ­σμέ­νο εικα­στι­κό έργο, χαρα­κτη­ρι­στι­κό της ευρω­παί­ζου­σας αισθη­τι­κής του επτα­νη­σια­κού χώρου τον 19ο αιώ­να, το οποίο όμως δια­τη­ρεί πολ­λά σκο­τει­νά σημεία και αμφι­λε­γό­με­νες προσεγγίσεις.

ΑΒΛΙΧΟΣ ΚΟΠΕΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ 1877 ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

Ο Άβλι­χος έγρα­ψε τα λογο­τε­χνι­κά έργα του στο δημο­τι­κό επτα­νη­σια­κό ιδί­ω­μα, ενώ το 1883 παρου­σί­α­σε στο κοι­νό το έμμε­τρο ιστο­ρι­κό δρά­μα του «Η κατα­στρο­φή των Ψαρών», το οποίο έκα­νε ΑΒΛΙΧΟΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΟΠΟΥΛΑ 1898 ΙΔΥΜΑ ΚΟΥΤΛΙΔΗ ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗπρε­μιέ­ρα το ίδιο έτος στο θέα­τρο «Κέφα­λος» στο Αργο­στό­λι. Επί­σης ασχο­λή­θη­κε με την μελο­ποί­η­ση  ποι­η­μά­των. Πίνα­κές του με προ­σω­πο­γρα­φί­ες παρου­σιά­στη­καν στην έκθε­ση του Συλ­λό­γου «Παρ­νασ­σός» το 1885 και στην Πανελ­λή­νια Καλ­λι­τε­χνι­κή Έκθε­ση του Ζαπ­πεί­ου το 1888. Στο έργο του κυριαρ­χεί μια ιδιαί­τε­ρη ατμό­σφαι­ρα που δίνει την αίσθη­ση της υπέρ­βα­σης της καθη­με­ρι­νό­τη­τας. Όσον αφο­ρά τις προ­σω­πο­γρα­φί­ες του, σε αυτές δια­κρί­νο­νται η αρμο­νία της παρά­θε­σης των χρω­μά­των και ο ρεα­λι­σμός στην από­δο­ση των χαρα­κτη­ρι­στι­κών. Επί­σης ο Άβλι­χος ήταν ένας από τους λίγους Έλλη­νες ζωγρά­φους που απέ­φυ­γε τις τεχνι­κές των ακα­δη­μαϊ­κών καλ­λι­τε­χνών της επο­χής του χρη­σι­μο­ποιώ­ντας  καθα­ρές και φωτει­νές απο­χρώ­σεις. Είχε την ικα­νό­τη­τα να ζωντα­νεύ­ει με απα­λές πινε­λιές τα πρό­σω­πα που αντέ­γρα­φε από φωτο­γρα­φι­κές απει­κο­νί­σεις τους για την φιλο­τέ­χνη­ση μετα­θα­νά­τιων πορ­τρέ­των. Ακο­λου­θώ­ντας στις προ­σω­πο­γρα­φι­κές συν­θέ­σεις του τις απα­ραί­τη­τες και απαι­τού­με­νες από τους πελά­τες συμ­βά­σεις πετύ­χαι­νε με μαε­στρία την ανά­δει­ξη στοι­χεί­ων που χαρα­κτή­ρι­ζαν το κάθε πρό­σω­πο που ζωγρά­φι­ζε. Με την πρό­σθε­ση ανά­λο­γων αντι­κει­μέ­νων και λεπτο­με­ρειών στον τύπο της ένθε­της νεκρής φύσης, όπως βιβλία, άνθη, επι­γρα­φές, παρά­ση­μα, ενδυ­μα­το­λο­γι­κές απο­λή­ξεις και μπορ­ντού­ρες, κοσμή­μα­τα, δήλω­νε υπαι­νι­κτι­κά και δια­κρι­τι­κά την πνευ­μα­τι­κή μόρ­φω­ση, το πιθα­νό πολι­τι­κό αξί­ω­μα, την κοι­νω­νι­κή θέση, τις ασχο­λί­ες και τα ενδια­φέ­ρο­ντα των προ­σω­πι­κο­τή­των. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι το ιδιό­τυ­πο πρα­σι­νί­ζον χρώ­μα που έπλα­θε τα σχε­δόν υπερ­βα­τι­κά φόντα των έργων του, που θα μπο­ρού­σε να ονο­μα­στεί «το πρά­σι­νο του Άβλιχου».

ΑΒΛΙΧΟΣ Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΠΟΥΚΕΤΑΚΙ ΑΠΟ ΜΠΟΥΓΑΡΙΝΙΑ 1886 ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο