Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ελένη Μακαντάση: Λιγάκι παραπέρα

Κάτι απο­γεύ­μα­τα, τ’ Αυγούστου
‑στεί­ρα-
κατέ­βαι­να στην θάλασσα
Που θες δεν θες, σε ταξιδεύει

Το που;
Είναι δικό σου θέμα
— κι ενί­ο­τε δικό της –

Κοι­τού­σα τ’[ άπειρο
Που όμως από πριν είχα ορίσει.
Για να μπο­ρώ να φεύ­γω τόσο, όσο.

Μύρι­ζα τον αέρα, τον θαλασσινό
‑με προσοχή-
Σχε­δόν, μετρώ­ντας τις ανάσες.

Χάι­δευα την άμμο κι έλεγα
όση χωρά­ει στην χού­φτα μου
τόση υπάρ­χει για μένα.

Άκου­γα τον παφλασμό
που έσκα­γε μπρο­στά μου
Αλλά δεν μ’ ένοια­ζε ποτέ
να δω από που ‘ρχε­ται το κύμα.

Γευό­μου­να στα χεί­λη μου
Θαλασ­σι­νή αρμύρα
Τόση όση την γλώσ­σα μου
να την τσι­μπά­ει τ’ αλάτι.

Κι ένα απ’ τα στεί­ρα, απόγευμα
κι αφού τις τακτοποίησα
τις πέντε μου αισθήσεις.
Άντε­ξα και κοίταξα
Λιγά­κι παραπέρα
Κι είδα, δεν ήμουν μόνη μου
ήταν μαζί μου κι άλλοι
που μέτρα­γαν κι αυτοί στιγμές
που τους αναλογούσαν.

Τόλ­μη­σα και κοίταξα
Λιγά­κι παραπέρα
Εκεί που στον ορίζοντα
γεν­νιό­ταν ένα Θαύμα.
Σε φόντο χρυσοκόκκινο

θάλασ­σα κι ουρανός
παί­ζαν με το φεγγάρι
και μια γριά από δίπλα μου
ψιθύ­ρι­σε για πίστη
και ένα παι­δά­κι φώναξε
«Μαμά, υπάρ­χει Ελπίδα»

Έτσι λοι­πόν, κατάλαβα
Τους είχα αδικήσει…

Ο άνθρω­πος, η θάλασ­σα, ο ουρανός
η άμμος και οι αισθήσεις.
Είναι άδι­κο να μπαίνουνε
σε τέτοιου είδους μέτρα!

Ελέ­νη Μακαντάση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο