Η προπαγάνδα που ξεδιπλώθηκε από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας με αφορμή τον κορονοϊό για τον δήθεν «ενθουσιασμό» με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές αντιμετώπισαν την αναγκαστική εφαρμογή της όποιας από απόσταση διδασκαλίας δικαιολογημένα μας έβαλε σε υποψίες.
Τέτοιες τυμπανοκρουσίες δεν μπορεί να αφορούν την ανάγκη να απασχοληθούν οι μαθητές ούτε την υποτιθέμενη ετοιμότητα της κρατικής μηχανής (Ποια ετοιμότητα; Την πρόσκληση στον καθένα ατομικά να εξασφαλίσει μόνος του τα μέσα για την εφαρμογή και παρακολούθηση ενός κατασκευασμένου από ιδιωτική επιχείρηση προγράμματος;).
Τη στρατηγική του κεφαλαίου στην εκπαίδευση βρήκαν την ευκαιρία με θράσος να προωθήσουν, στρατηγική που εδώ και 20 χρόνια διατυμπανίζεται από τους επίσημους οργανισμούς του: “ηλεκτρονική μάθηση” και δεξιότητες ως υποκατάστατα της δημόσιας εκπαίδευσης και της γενικής παιδείας.
ℹ️ Να τι έγραφε το περιοδικό έντυπο Θέματα Παιδείας ήδη από το 2000 (τεύχος 2):
Οι υποστηριχτές της αστικής πολιτικής στην Ελλάδα εξαγγέλλουν ότι τα επόμενα βήματα «για ένα καλύτερο σχολείο» θα είναι η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφόρησης στην εκπαίδευση.
Πρόκειται για κεντρικές κατευθύνσεις που παρουσιάζονται σαν καινοτόμες πολιτικές σε όλες τις χώρες της ΕΕ και διαψεύδουν πολύ γρήγορα τις μεγάλες προσδοκίες που γεννούν.
Μέσα από τα άρθρα του Βέλγου εκπαιδευτικού Nico Hirtt, μέλους της κίνησης ΑPED (Αpell pour une école démocratique), παρατηρούμε ότι το ευέλικτο σχολείο, που θα υποκαθιστά την εκπαίδευση με μορφές κατάρτισης και θα λειτουργεί κάτω από τον έλεγχο των δυνάμεων της αγοράς είναι ένα ιδιωτικοποιημένο σύστημα, που αυξάνει τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση και υπηρετεί αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην οικονομία και την κοινωνία (ιδιωτικοποιήσεις, μείωση των κοινωνικών δαπανών, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, απασχολησιμότητα).
Οι παρακάτω αρθρογράφοι και συγγραφείς εκπαιδευτικών βιβλίων υποστηρίζουν ακόμη ότι πίσω από την ποικιλότροπη προώθηση των νέων τεχνολογιών κρύβεται ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός του πολυεθνικού κεφαλαίου και η διαμόρφωση φτηνής εργατικής δύναμης, αδιαμαρτύρητα εναλλασσόμενης στην ανεργία με το πρόσχημα της επανακατάρτισης.
Δεν είναι τυχαίο που στην έκτακτη σύνοδο κορυφής της Λισσαβόνας, με θέμα «Απασχόληση, οικονομικές μεταρρυθμίσεις και κοινωνική συνοχή-για μια Ευρώπη της καινοτομίας και των γνώσεων», την τιμητική της είχε η συζήτηση περί ηλεκτρονικής Μάθησης και ηλεκτρονικής Ευρώπης.
Όταν πάντως ο (ΣΣ |> 2000–2004) Υπουργός Παιδείας κ.Ευθυμίου υποστηρίζει «καλύτερα να βγει κανείς χειριστής υπολογιστή από κάποιο ΙΕΚ, παρά να σπουδάσει γιατρός», δεν είναι γιατί νομίζει ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί έτσι η ανεργία.
Κι ούτε πιστεύουν ότι οι νέες τεχνολογίες είναι το φάρμακο για όλα τα εκπαιδευτικά προβλήματα, όσο κι αν στη χώρα μας εξακολουθούν να προβάλλουν ακόμη τέτοιες ανοησίες.
Η διεθνής πείρα δείχνει ότι όσο οι πολιτικές αυτές εφαρμόζονται, τόσο οι στόχοι τους αποσαφηνίζονται και οι αυταπάτες διαλύονται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Βέλγιο, όπου αυτή η πολιτική έχει εφαρμοστεί σε μεγαλύτερο βαθμό κι η δομή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαφοροποιείται από την ηλικία των 12χρονών σε γενική και επαγγελματική.
Καταγράφεται, επίσης, σημαντική διαφοροποίηση και στην ίδια τη γενική εκπαίδευση, αφού οι γονείς επιλέγουν το σχολείο των παιδιών τους, αλλά και τα σχολεία επιλέγουν μαθητές.
Βαθύτερη είναι κι η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης, καθώς δεν υπάρχει ο θεσμός του ενιαίου και δωρεάν βιβλίου, τα βιβλία πληρώνονται και σε μεγάλο βαθμό αντικαθίστανται σήμερα από CD-Rom και φωτοτυπίες.
Ο ψηφιακός κλοιός σφίγγει γύρω από τα σχολεία (e‑Learning και e‑Europe στη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβόνας)
Ο υπολογιστής και το διαδίκτυο από δω και πέρα συμμετέχουν ενεργά στο σχολικό τοπίο. Οι νέοι εκπαιδευτικοί αλλά και οι λιγότερο νέοι καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να μυηθούν σε αυτές τις τεχνολογίες, υποβάλλοντας σε τακτική δοκιμασία τις δυνατότητές τους στο πεδίο της μάθησης. Δεν τους υποσχέθηκαν ότι με λίγα κλικ και λίγο «σερφάρισμα» θα μπορούσαν να λύσουν αρκετά προβλήματα: μαθητική απογοήτευση, έλλειψη διδακτικού υλικού και κατάλληλων σχολικών εγχειριδίων, έλλειψη στελέχωσης, ατομική παρακολούθηση…;
Τα παιδαγωγικά θαύματα όμως που έχουν ανακοινωθεί σπανίως είναι συνεπή στο ραντεβού τους. Η έλξη του νέου, γρήγορα παραχωρεί τη θέση της στην πλήξη. Τα πολιτιστικά «sites», τα «Webencyclopedies», τα αυτοδύναμα εργαστήρια και τα άλλα εκπαιδευτικά λογισμικά, που προτείνει το σχολείο, δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη βαρύτητα, απέναντι στα ηλεκτρονικά παιχνίδια και στο συνηθισμένο «σερφάρισμα» αρκετών μαθητών στο διαδίκτυο. Ελλείψει επαρκούς επίβλεψης οι μαθητές χάνουν αρκετό από το χρόνο τους μπροστά στην οθόνη, όταν οι προβολές στον κυβερνοχώρο μετατρέπονται πραγματικά σ’ ένα πανηγύρι πορνογραφικού παιχνιδιού.
Η απογοήτευση των εκπαιδευτικών, χωρίς αμφιβολία δεν λαμβάνεται υπόψη από τους ιθύνοντες. Επίσης, με την ευκαιρία της σύγκλησης της ευρωπαϊκής διάσκεψης των υπουργών παιδείας, νεολαίας και επαγγελματικής κατάρτισης, στη Λισσαβόνα στις 17 και 18 του περασμένου Μάρτη, γίνεται καθαρό ότι έχουν αποφασίσει να αλλάξουν στρατηγική. Τέλος, τα παιδαγωγικά προσχήματα. Ήρθε ο καιρός να διακηρυχθεί με έμφαση, γιατί οι εκπαιδευτικοί καλούνται να χρησιμοποιήσουν τις τεχνολογίες. της πληροφόρησης και των επικοινωνιών στην τάξη:
Για να ενισχύσουν τις αγορές. Η Ευρώπη αποκαλύπτει, από εδώ και μπρος, χωρίς φτιασιδώματα, τα κίνητρά της που είναι αποκλειστικά εμπορικά. Βέβαια, όσο αποσαφηνίζονται οι στόχοι, τόσο εξαφανίζονται οι τελευταίες ψευδαισθήσεις.
Αυτό το γεγονός αποτελεί μια μαύρη πέτρα στην ιστορία της εκπαίδευσης. Εδώ και δέκα χρόνια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πολλαπλασίασε τις εκθέσεις της και τις «Λευκές Βίβλους» εξηγώντας την αιτία και τον τρόπο με τον οποίο το σχολείο πρέπει να υποταχθεί οριστικά στις εντολές της Στρογγυλής Τράπεζας των Ευρωπαίων Βιομηχάνων (ERT). Σ’ αυτά τα κείμενα η προσαρμογή της εκπαίδευσης στην ψηφιακή εποχή και η χρησιμοποίησή της με αντικειμενικό σκοπό την αύξηση της αγοράς των TIC (Σ.Μ.:Tεχνολογιών της Πληροφόρησης και των Eπικοινωνιών) κατελάμβαναν ήδη μια κεντρική θέση. Γενικά όμως επρόκειτο για απλές συστάσεις.
Στη Λισσαβόνα όμως, οι εθνικοί υπουργοί Παιδείας ενέκριναν επίσημα τα σχέδια που προετοίμασαν οι κυρίες Cresson και Reding, με κωδική ονομασία «e‑Learning». Επ’ ευκαιρία συγκέντρωσαν πέρα από τις 15 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις τρεις χώρες που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ζώνη, καθώς και τις 13 χώρες που είναι υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ.
ΠΟΛΙΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ
Η ηλεκτρονική μάθηση (e‑Learning) είναι η ενδεικτική εφαρμογή στο πεδίο της εκπαίδευσης, του σχεδίου «e‑Europe» που αποτελούσε το κεντρικό θέμα της συνόδου κορυφής στη Λισσαβόνα. Το δόγμα πάνω στο οποίο βασίζεται η «ηλεκτρονική Ευρώπη» είναι ότι το οικονομικό μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από την ικανότητά της να συναγωνιστεί τις ΗΠΑ στο πεδίο του «ψηφιακού πολιτισμού», του ηλεκτρονικού εμπορίου, της ανάπτυξης των επιχειρήσεων στους τομείς της πληροφορικής, στις επικοινωνίες και στα πολυμέσα. Φεύγοντας, απ’ αυτή την προϋπόθεση, συμπεραίνουμε ότι πρέπει:
α) «Να εισάγουμε στην Ευρώπη έναν «ψηφιακό πολιτισμό» που θα υποστηρίζεται απ’ ένα επιχειρηματικό πνεύμα».
β) «Να ενταχθούν όλοι οι πολίτες, οι πολιτιστικοί όμιλοι, οι επιχειρήσεις, τα σχολεία και οι διοικήσεις στην ψηφιακή εποχή».
Και τέλος, «να επαγρυπνούμε, έτσι ώστε το σύνολο αυτής της διαδικασίας να έχει έναν προσανατολισμό κοινωνικής αποδοχής και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του καταναλωτή»(!)
Όσο δύσκολο είναι να αντιληφθούμε πώς το ηλεκτρονικό εμπόριο μπορεί να ευνοήσει την κοινωνική αποδοχή, τόσο σαφές είναι απεναντίας γιατί πρέπει να «αναπρογραμματίσουμε» τον καταναλωτή. Σήμερα, «μόνο ένας περιορισμένος αριθμός ατόμων είναι εφοδιασμένος με μια “ψηφιακή κουλτούρa” και έχει πρόσβαση στο δίκτυο». (1)
Οι καταναλωτές πρέπει επειγόντως «ν’ αποκτήσουν τις δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να βρίσκουν τις πληροφορίες που αναζητούν και να αλληλεπιδρούν στο διαδίκτυο» (1).
Κάποιοι από μας βρίσκουν ενδιαφέρον κι ευχαρίστηση να «σερφάρουν» και να επικοινωνούν μέσω του διαδικτύου. Άλλοι δεν ασχολούνται καθόλου. Κάποιοι απεχθάνονται την κινητή τηλεφωνία, ενώ άλλοι βλέπουν σ’ αυτή μια αληθινή απελευθέρωση. Από δω και πέρα δεν θα σας ζητηθεί πλέον η γνώμη: «πρόκειται να δοθεί σε όλους στην Ευρώπη, σε κάθε πολίτη, σε κάθε σχολείο, σε κάθε επιχείρηση, μια γραμμή πρόσβασης, το γρηγορότερο δυνατό. Η πρόσβαση και η χρήση του διαδικτύου μέσω ενός υπολογιστή, ενός κινητού τηλεφώνου ή ενός αποκωδικοποιητή της τηλεόρασης πρέπει να γίνει τρέχον νόμισμα». (1)
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Ωστόσο η Κομισιόν δεν τρέφει αυταπάτες όσον αφορά στις πιθανότητες που υπάρχουν για αλλαγή των συνηθειών, τουλάχιστον για τους μεγαλύτερους από εμάς. Οι νέοι λοιπόν συνιστούν τον υπ’ αριθμόν ένα στόχο των ευρωπαϊκών αρχών. Και πώς να επηρεάσει κανείς την κάθε προσωπικότητα, αν όχι από την εκπαίδευση; Το σχολείο, εδώ και εκατό χρόνια προσπαθεί να εμφυσήσει στις νέες γενιές την πατριδολαγνεία προκειμένου να ενορχηστρώσει τον μεγάλο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Σήμερα το ίδιο σχολείο, έχει ταχθεί στη μαζική παραγωγή μαλθακοποιημένων χρηστών των ιστοσελίδων (Web), προάγοντας έτσι τον εμπορικό πόλεμο της ψηφιακής εποχής. Βλέπετε, αυτός είναι λιγότερο αιματηρός (αρκεί βέβαια να εθελοτυφλύσει κανείς στα εγκλήματα της «Νέας Οικονομίας» που συντελούνται στα αναπτυσσόμενα κράτη). Και αυτός όμως ο χαρακτήρας του σχολείου δεν είναι λιγότερο ιδιοτελής και σε καμία περίπτωση δεν δημιουργεί ένα καλύτερο σχολείο.
Σύμφωνα με την Επίτροπο Παιδείας Βίβιαν Ρίντιγκ, «είναι ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη να αντισταθμίσει το έλλειμμά της έναντι των ΗΠΑ στον ψηφιακό τομέα. Η πραγμάτωση αυτού του στόχου περνάει πρωτίστως από την εκπαίδευση: από το σχολείο να αποκτάται η ψηφιακή κουλτούρα και η δια βίου εκπαίδευση».(6)
Η ηλεκτρονική Μάθηση (e‑Learning) οριοθετείται έτσι στο σταυροδρόμι των δύο ευρωπαϊκών στρατηγικών. Η πρώτη, πιο σφαιρική και επίπονη, όπως την ερμηνεύει η κ. Ρίντιγκ «εκφράζεται από μια δραστηριότητα που προσβλέπει στην πλήρη ένταξη στη νέα οικονομία που θεμέλιοι λίθοι της αποτελούν, η καινοτομία και η γνώση» (6).
Η δεύτερη, αναφέρεται σε μια πιο θεληματική και στενή προσαρμογή της παιδείας, στις ανάγκες της οικονομίας: «Οι οικονομίες εξελίσσονται ταχύτατα και η Ευρώπ,η για να παραμείνει ανταγωνιστική, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι το ανθρώπινο δυναμικό της διαθέτει όλα τα εφόδια για τη πρόκληση».(2)
Εδώ και αρκετά χρόνια αυτή η αγωνία που μοιράζεται το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών έχει επικεντρωθεί στις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε εκπαιδευτικού συστήματος. Από τον Ζακ Λαγκ (Γαλλία) στον Ντέιβιντ Μπλάνκετ (Ηνωμένο Βασίλειο), από τον Πιερ Αζέτ (γαλλόφωνο Βέλγιο) έως και την Μάρλεεν Βαντερπούρτεν (φλαμανδή ομόλογος), όλοι τους ασπάζονται το δόγμα ένταξης του Σχολείου στην υπηρεσία της ανταγωνιστικότητας του εμπορίου και στην εδραίωση νέου τρόπου σύνδεσης μεταξύ σχολείου και επιχείρησης. Η πορτογαλική προεδρία της Συνόδου Κορυφής της Λισσαβόνας υπογραμμίζει εκτός των άλλων ότι «η διαφορετικότητα των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης των κρατών-μελών είναι σημαντική, έστω και αν αυτά εξυπηρετούν κοινούς στόχους, τόσο στο επίπεδο της προσωπικής εξέλιξης του ατόμου, όσο και στο κοινωνικό-πολιτισμικό επίπεδο των πολιτών. Συγχρόνως η προσαρμογή της κατάρτισης στις απαιτήσεις των μοντέρνων επαγγελμάτων αποτελεί κοινή μέριμνα».(3)
Η Ευρώπη λοιπόν οφείλει «να επιταχύνει την ένταξη του σχολείου και όλων των κέντρων μάθησης στην “ψηφιακή εποχή”». Ο αντικειμενικός στόχος που προκύπτει από τη διασταύρωση των δυο στρατηγικών είναι «να καταστήσει τον ψηφιακό πολιτισμό μια από τις βασικές γνώσεις κάθε νέου ευρωπαίου».(4)
Συγκεκριμένα αυτό σημαίνει:
1) εποπτεία του διαδικτύου (Internet) και των πηγών των πολυμέσων (multimidia),
2) χρήση των νέων πηγών για την εκμάθηση και την απόκτηση νέων δεξιοτήτων,
3) απόκτηση δεξιοτήτων-«κλειδιών», όπως η ομαδική εργασία, η δημιουργικότητα, ο συνδυασμός πολλαπλών καθηκόντων, η διαπολιτισμική επικοινωνία, η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων. (1)
ΟΛΟΙ ΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
Για να προσεγγίσουμε αυτούς το στόχους, τέσσερις πρακτικές φαντάζουν απαραίτητες στα μάτια των υπεύθυνων της Ευρώπης: «εξοπλισμός σχολείων με υπολογιστές και πολυμέσα, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην ψηφιακή τεχνολογία, ανάπτυξη των υπηρεσιών και των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών λογισμικών, επιτάχυνση της διαδικτύωσης των σχολείων και των καταρτιζόμενων.» (4)
Η Σύνοδος Κορυφής αποφάσισε να μεταφέρει την ημερομηνία που είχε θέσει ως προθεσμία σύνδεσης των σχολείων με το διαδίκτυο από το 2002 στο 2001. Για να μην καταλήξει αυτό το εγχείρημα σε μη-αποδοτική επένδυση «πρέπει όλοι οι εκπαιδευτικοί έως το 2002 να διαθέτουν επαρκή γνώση των τεχνολογιών της πληροφορικής και των επικοινωνιών». Προς την επίτευξη αυτού του σκοπού, η Κομισιόν προτείνει την αξιοποίηση κάποιων δεικτών, που θα επιτρέπουν την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών που θα κατέχουν την ενδεδειγμένη γι’ αυτές τις τεχνολογίες γνώση.(5)
Είναι σκόπιμο να θυμηθούμε ότι, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης της Εντίτ Κρεσόν για το κινηματογραφικό έργο του Φρανσίς Ζιγερύ «Ο χαρτοφύλακας του Μεγάλου Αδελφού», εξήγησε ότι υφίστανται τρία είδη εκπαιδευτικών: εκείνων που κατέχουν την επιστήμη της πληροφορικής, εκείνων που αποδέχονται να μυηθούν σ’ αυτήν και «εκείνων που πρέπει να αντικατασταθούν». Σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε να προσφύγουμε «σε άλλους ειδικούς που είναι εφοδιασμένοι με μια κατάρτιση σύγχρονη και προσαρμοσμένη στους επιδιωκόμενους σκοπούς». (3)
Στη βάση αυτών των δυο δεδομένων θα μπορέσουμε να ενισχύσουμε την ανάδειξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας των πολυμέσων και των υπηρεσιών επικοινωνίας. «Η κοινωνία της πληροφόρησης οφείλεί να χρησιμοποιεί στην Ευρώπη ευρωπαϊκό υλικό» τονίζει η κ. Ρίντιγκ και διευκρινίζει: «σ’ αυτόν το τομέα ειδικότερα, η ανάπτυξη της λογικής του εταιρισμού με τη βιομηχανία είναι αναγκαία». (4) Μ’ αυτό το γνώμονα θα οργανωθεί λίαν προσεχώς μια ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη.
ΑΠΟΡΥΘΜΙΣΗ, ΕΠΙΛΟΓΗ, ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Η μετατροπή του σχολείου σε μηχανισμό ενίσχυσης του εμπορίου προϋποθέτει την εγκατάλειψη της ενιαίας και δημόσιας δομής του σχολείου, επειδή έχει κριθεί ότι είναι δύσκαμπτο. Τα σχολεία πρέπει «να ανοιχτούν» δηλαδή να απαλλαγούν από τη κηδεμονία του κράτους, όπως συμβαίνει στα σχολεία του ιδιωτικού τομέα. Πρέπει να μεταλλαχθούν σε «τοπικά κέντρα, όπου θα έχει πρόσβαση ο καθένας για να αποκτήσει πολύμορφες γνώσεις, χρησιμοποιώντας μεθόδους που έχουν λειτουργικά προσαρμοστεί σε μια μεγάλη ποικιλία στόχων». (7)
Πρέπει ν’ αποχαιρετήσουμε αιτήματα ισότητας, όπως αποτυπώθηκαν την εποχή της μαζικοποίησης της εκπαίδευσης. Η εποχή μας ανήκει στη «διαφορετικότητα». Πρέπει να παραδεχτούμε επομένως ότι «ο σχολικός και επαγγελματικός προσανατολισμός πρέπει να εξελιχθεί σύμφωνα με τις ανάγκες του τομέα της κατάρτισης» και να «δημιουργήσει ευέλικτα συστήματα πιστοποίησης της αποκτηθείσας πείρας». (3)
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αντικαταστήσουμε τα εθνικά διπλώματα από υπερεθνικά πιστοποιητικά σπουδών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για παράδειγμα, προτείνει τη θέσπιση «ενός ευρωπαϊκού διπλώματος για τις βασικές δεξιότητες στις τεχνολογίες της πληροφόρησης με διαδικασία αποκεντρωμένης χορήγησης, για να προωθηθεί ο ψηφιακός πολιτισμός σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση». (7).
Με αυτή την αλλαγή καταργούνται οι μισθολογικές κατακτήσεις που κατοχυρώνονταν παραδοσιακά από το εθνικό δίπλωμα, μέσω των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Τέλος, πρέπει «να θεσμοθετήσουμε ανάμεσα στα σχολεία, τα κέντρα κατάρτισης, τις επιχειρήσεις και τα ερευνητικά ιδρύματα των “κοινωνικών εταίρων ”, για την απόκτηση γνώσεων που θα είναι αξιοποιήσιμες από όλους». (7)
Η Επιτροπή επίσης κρίνει ότι « η επιτυχία αυτής της πρωτοβουλίας θα εξαρτηθεί (…) από τη βούληση των επιχειρήσεων να συνεργαστούν με τον εκπαιδευτικό τομέα για παράδειγμα μέσω του “εταιρισμού” ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα». (1)
Μ’ αυτή τη μεταρρύθμιση του σχολείου διακυβεύονται οικονομικά μεγέθη υψίστης σημασίας. Δικαιολογεί στα μάτια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την «αύξηση ουσιαστικά κατ’ έτος της επένδυσης ανά κάτοικο στον τομέα των ανθρωπίνων πόρων». (7) Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε το γλωσσικό ολίσθημα. Η παλιά συζήτηση για την παιδεία ή την εκπαίδευση έληξε. Από δω και μπρος θα μιλάμε για ανθρώπινους πόρους. Κάθε «επαναχρηματοδότηση» της εκπαίδευσης θα πρέπει να υπηρετεί την οικονομική αποστολή του σχολείου.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει αποφασισθεί η αύξηση κατά 30% του προϋπολογισμού των προγραμμάτων Σωκράτης, Λεονάρντο ντα Βίντσι και Νεολαία που ανέρχεται στο ποσό των 3,52 δις Ευρώ. (4)
ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Αν ο μύθος περί υποβοήθησης της παιδαγωγικής από την πληροφορική προσωρινά φαίνεται να μην ισχύει, ένας άλλος μύθος πιο φανταχτερός «ανθίζει». Είναι αυτός που θεωρεί ότι η όποια ανανέωση του σχολείου πρέπει να τεθεί στην υπηρεσία της απασχόλησης. Έτσι, το κείμενο που έχει υποβληθεί από την πορτογαλική προεδρία στο Συμβούλιο της Ευρώπης, υπογραμμίζει ότι πρέπει «να προσανατολιστούν οι πολιτικές της εκπαίδευσης και της κατάρτισης με τέτοιο τρόπο που να ευνοούν την δημιουργία πολλών ειδικευμένων επαγγελμάτων».(3)
Από πότε η «απασχολησιμότητα» της χειρωνακτικής εργασίας ευνοεί την αύξηση της απασχόλησης; Ποιος εργοδότης θα προσλάβει τέσσερις εργαζόμενους αντί των τριών που έχει ανάγκη, επειδή απλά στην αγορά εργασίας υπάρχει μεγάλη μάζα καταρτισμένων που αναζητούν εργασία;
Κι όμως, ενώ η Επιτροπή βεβαιώνει ότι τα προγράμματα (Σωκράτης, Λεονάρντο ντα Βίντσι και νεολαία) «θα επιτρέψουν σε δυο εκατομμύρια ευρωπαίους πολίτες ν’ αποκτήσουν νέες δεξιότητες και να μάθουν ξένες γλώσσες, αυτό δεν μπορεί να ευνοήσει τις προοπτικές απασχόλησής τους» (4) , αφήνει να υπονοείται, ότι θα δημιουργούνται επί πλέον δύο εκατομμύρια θέσεις απασχόλησης. Όμως τα πράγματα είναι λίγο πολύπλοκα.
Στην αρχή, αυτά τα 2 εκατομμύρια προσοντούχοι εργαζόμενοι θα ενισχύσουν απλά το ποσοστό των «απασχολήσιμων» που βρίσκονται στην εφεδρεία. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί η πίεση πάνω στους μισθούς, στα ωράρια εργασίας και στην κοινωνική προστασία του εργατικού δυναμικού. Κι αυτό, ιδιαίτερα σε τομείς, όπου οι εργοδότες παραπονούνται για ανεπάρκεια εργατικού δυναμικού, δηλαδή σε τομείς όπου το ποσοστό ανεργίας έχει πέσει κάτω από το φράγμα του 4%, προξενώντας μια ανάκτηση κοινωνικών διεκδικήσεων.
Η μείωση του κόστους εργασίας που θα προκύψει απ’ αυτή τη διαδικασία, θα ευνοήσει, χωρίς αμφιβολία, την προσωρινή δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, τη στιγμή που οι ανταγωνιστές μας Αμερικάνοι και Ιάπωνες, μας ακολουθούν με μικρή καθυστέρηση. Πρόκειται όμως, όλο και περισσότερο, για θέσεις απασχόλησης προσωρινές, υποβαθμισμένες και με χαμηλή αμοιβή. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο, όπου η επέκταση της φτώχειας επιβάλλεται από την ευρωπαϊκή πολιτική.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι η σύνοδος κορυφής της Λισσαβόνας αποτέλεσε μια καμπή. Αναγνωρίζει επίσημα τον ηγετικό ρόλο που καλούνται να παίξουν τα ευρωπαϊκά όργανα στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της πορτογαλικής προεδρίας «οι ευρωπαϊκές πολιτικές στο τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης οφείλουν να σχεδιάσουν διαδοχικές μεταρρυθμίσεις στα υπάρχοντα εκπαιδευτικά συστήματα. Σαν στόχους θα πρέπει να έχουν τη διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού πεδίου εκπαίδευσης και κατάρτισης και την ανάδειξη της κοινωνίας της γνώσης».(3) Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να υιοθετήσουμε «ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο που θα ορίζει ποιες βασικές δεξιότητες είναι αναγκαίες να αποκτώνται στο πλαίσιο της δια βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης: δεξιότητες στις τεχνολογίες της πληροφόρησης, ξένες γλώσσες, τεχνολογική κουλτούρα, επιχειρηματικό πνεύμα και κοινωνικές επιτηδειότητες». (7)
ΠΗΓΕΣ:
- Γνωστοποίηση δράσης της Κομισιόν για το έκτακτο ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας, στις 23 και 24 Μάρτη 2000.
- Ανακοινωθέν στον τύπο, 17 και 18 Μάρτη.
- Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Απασχόληση-οικονομικές μεταρρυθμίσεις και κοινωνική συνοχή-για μια Ευρώπη της καινοτομίας και της γνώσης, 23 και 24 Μάρτη 2000.
- Επιτροπή απασχόλησης και αγοράς εργασίας, Έγγραφο υποβληθέν στο ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας, στις 23 και 24 Μάρτη 2000. 2000
- Ανακοινωθέν στον τύπο, 27 Μάρτη 2000.
- Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στις 23 και 24 Μάρτη, πόρισμα της Προεδρίας.
ℹ️ Δείτε & |> Αντισταθείτε στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης! (των Gérard de Sélys και Nico Hirtt — Θέματα Παιδείας, τεύχ.6, σσ. 49–72)