Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Επιστολή Κολοκοτρώνη: «Οι δε πλούσιοι πληρώνουν έρανον ανάλογον με την κατάστασίν τους»

Επι­μέ­λεια Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Επιστολή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη προς τους εφόρους και προκρίτους της Καρύταινας

«Οι δε πλούσιοι πληρώνουν έρανον ανάλογον με την κατάστασίν τους»

Με αφορ­μή την επέ­τειο της επα­νά­στα­σης του ’21 δημο­σιεύ­ου­με μία επι­στο­λή του «Γέρου του Μωριά» που με μονα­δι­κό τρό­πο παρου­σιά­ζει τα καθή­κο­ντα των προ­κρί­των σε κάθε χωρίο πλευ­ρές της οργά­νω­σης του στρα­τού στα πρώ­τα χρό­νια της Επα­νά­στα­σης, αλλά και τα σκλη­ρά μέτρα πει­θαρ­χί­ας που πρό­τει­νε για την τακτι­κή του συγκρό­τη­ση. Ας μην ξεχνά­με άλλω­στε τα φοβε­ρά τα λόγια του Θ.Κολοκοτρώνη, όταν τα ’βαζε με τους κοτζα­μπά­ση­δες της Πελο­πον­νή­σου: «Φωτιά και τσε­κού­ρι στους προσκυνημένους!»

«Φιλο­γε­νε­στά­τοι έφο­ροι, πρό­κρι­τοι και λοι­ποί κάτοι­κοι των βου­νών της επαρ­χί­ας Καρύ­ται­νας σας ασπά­ζο­μαι πατριωτικώς

Η μεγα­λο­τά­τη ανά­γκη όπου η πατρίς έχει διά να απα­ντη­θουν οι προ­φα­νώς παντα­χό­θεν επα­πει­λού­με­νοι κίν­δυ­νοι εις όλους γνω­στοί και με ένα λόγον η σωτη­ρία της απο­δί­δε­ται όλη εις το στρα­τιω­τι­κόν μας. Με την ακα­στα­στα­σί­αν, όπου έως τώρα τρέ­χει, είναι αδύ­να­τον να ευδο­κι­μή­ση και ο Θεός μην το δώση, αν μας επι­συμ­βή κανέν κακόν αιφ­νί­διον, είναι αδύ­να­τον να το απα­ντή­σω­μεν, διό­τι από τας ακα­τα­σα­τσί­ας εκατ­ντή­σα­μεν εις το ανοι­κο­νό­μη­τον. Αφή­νω τις άλλες κατα­χρή­σεις και την λιπο­τα­ξί­αν. Αφή­νω τας δυσκο­λί­ας και τας αργο­πο­ρί­ας και τα εκ τούθ­των κακά. Διά να λεί­ψουν οπω­σούν αυτά και διά να γίνη κάποια σύστα­σις, έγι­νεν από­φα­σις γενι­κή της πατρί­δος να οργα­νι­σθή το στρα­τιω­τι­κόν. Ερρι­ψε η σ. Γερου­σία ανα­λο­γί­αν των στρ­ταιω­τι­κών εις όλας τας επαρ­χί­ας διά στρα­τιώ­τας 15.500 και ανα­λό­γι­σαν εις την επαρ­χί­αν μας στρα­τιώ­ται χίλιοι τετρα­κό­σιοι, αριθ. 1.400, και οι πρό­κρι­τοι των επαρ­χιω­τών μας συνα­χθέ­ντες εδώ, ερρί­ξα­μεν και την ανα­λο­γί­αν εις τα χωρία όλης της επαρ­χί­ας μας κατά τον κατά­λο­γον όπου βλέ­πε­τε υπο­κά­τω γραμ­μέ­νον, πόσοι τυχαί­νουν εις το κάθε χωρί­ον. Ευθύς λοι­πόν, λαβό­ντες το γράμ­μα μου τού­το, όλα τα χωριά να εκλέ­ξη­τε τους πλέ­ον καλούς και αξί­ους όλους εις ηλι­κί­αν από είκο­σι χρο­νών, έως πενή­ντα και να τους κάμε­τε κατά­λο­γον, γρά­φο­ντες τους το κάθε χωρί­ον με το όνο­μα και με το παρά­νο­μά των και να τους απο­φα­σί­στε διά εξ μήνας μην ημπο­ρούν να γυρί­σουν ή να φύγουν. Δια δε μισθόν να τους πλη­ρώ­νε­τε τον κάθε στρ­ταιώ­την γρό­σια είκο­σι δυό­μι­συ τον κάθε μήνα εμπρός δίδο­ντες τα εις τας φαμε­λί­ας των. Αυτούς δε τους μισθούς θέλει να πλη­ρώ­σουν όλοι οι λοι­ποί, όσοι μένουν οπί­σω οι άνδρες γρα­φό­με­νοι όλοι από δεκα­πέ­ντε χρο­νών έως εξήντα.

Εχουν ακό­μη εν προ­νό­μιον οι στρ­ταιώ­ται, ότι τα οσπή­τια των ειρη­μέ­νων όπου οπί­σω δεν μένει άνδρας να ήναι απεί­ρα­γα από κονά­κι, αγκά­ρια και από κάθε άλλο δόσι­μον του χωριού. Οι δε λοι­ποί, εις όσων τα οσπή­τια μένουν οπί­σω άνδρες θέλουν πλη­ρώ­σουν ως και οι λοι­ποί άνω­θεν. Ολοι δε θεω­ρού­νται ίσια και πτω­χοί και πλού­σιοι. Οι δε πλού­σιοι πλη­ρώ­νουν έρα­νον ανά­λο­γον με την κατά­στα­σίν τους όταν διο­ρι­σθή και τότε έρχο­νται ίσα με τους πτω­χούς. Οσοι δε από τους γεγραμ­μέ­νους δεν θέλουν θελη­μα­τι­κώς να ακο­λου­θή­σουν, βιά­ζο­νται με κάθε αυστη­ρόν και σκλη­ρόν τρό­πον, και όταν απο­φεύ­γουν, τους καί­ουν τα οσπή­τια και τα πράγ­μα­τα γίνο­νται δημό­σια, δια να τρώ­γουν τα στρα­τό­πε­δα. Και αν κανέ­να χωρί­ον στεί­λη ανα­ξί­ους του στέ­λω οπί­σω και πλη­ρώ­νει διπλούς τους λου­φέ­δες. Από εκεί­νους δε οπού ακο­λου­θή­σουν , αν κανέ­νας φύγη χωρίς άδειαν από το στρα­τό­πε­δον, θέλω πιά­νει. Και αν έφυ­γε με ευλο­φα­νή αιτί­αν τινά και γυρί­ση ευθύς πίσω , χάνει τον λου­φέ του μηνός εκεί­νου και τον πλη­ρώ­νει εις το κοι­νόν. Αν δε απο­φύ­γη, του καί­ουν το οσπή­τιον, τα πραγ­μα­τά του γίνο­νται δημό­σια εις το κοι­νόν της πατρί­δος και ο ίδιος κατατρέχεται.

Αυτά όλα διά να ενερ­γη­θούν και να φυλάτ­τω­νται ακρι­βώς κατά το παρόν πρέ­πει να τα ενερ­γή­σε­τε οι έφο­ροι και οι πρό­κρι­τοι των χωρί­ων. Ακο­λού­θως δε θέλει φρο­ντί­σω να διο­ρί­σω ένα στρα­τιω­τι­κόν ενερ­γόν διά να έχη την φρο­ντί­δα δι΄ όλα αυτά, να υπε­ρα­σπί­ζη­ται και οσπή­τια των στρα­τιω­τών κατά τον κατά­λο­γον και να επι­στα­τή διά τους λου­φέ­δες των, δια τους φυγά­δας και διά κάθε το στρα­τιω­τι­κόν. Τώρα λοι­πόν να φρο­ντί­ση­τε όλα τα χωριά να οργα­νώ­ση­τε τους στρα­τιώ­τας σας κατά τον άνω­θε τρό­πον, και να τους στεί­λε­τε εις τι στρα­τό­πε­δον , όπου είναι και οι αρχη­γοί των, απο­φα­σι­σμέ­νους να μεί­νουν διά εξ’ μήνας, γρά­φο­ντες και εις εμέ, στέλ­νο­ντας μου και τον ονο­μα­στι­κόν κατά­λο­γον. Οι δε καπε­τα­ναί­οι και λοι­ποί αξιω­μα­τι­κοί, συστά­σει των αρχη­γών θέλει γνω­ρι­σθούν, οι οποί­οι θέλουν είσθαι και παντο­τει­νοί από δέκαρ­χον και εμπρός. Εις την δευ­τέ­ραν δε εξα­μη­νί­αν γίνε­ται Δευ­τέ­ρα σκέ­ψις διά την αλλα­γήν. Προ­σμέ­νω να ιδώ την εκτέ­λε­σιν αυτής.

Ας τα προ­φθά­σουν όσον τάχος, επει­δή η πατρίς ευρί­σκε­ται εις μεγά­λον κίν­δυ­νον, καθώς το ηξεύ­ρε­τε. Και όταν ενερ­γη­θούν αυτά με προ­θυ­μί­αν, ταχύ­η­τα και πατριω­τι­σμόν, είναι ελπίς, να γλυ­τώ­σω­μεν από τους κιν­δύ­νους και να σώσω­μεν τον εαυ­τόν μας και την πατρί­δα. Ακαρ­τε­ρώ γράμ­μα σας περί τού­των γλή­γο­ρα και να ιδώ τον ζήλον του κάθε χωριού. Υγιαίνετε.

Τη 29 7βρίου (σ.σ Σεπτεμ­βρί­ου) 1822 εκ Τριπολιτζάς

Ο αρχι­στρά­τη­γος της Πελοποννήσου

Θεό­δω­ρος Κολκοτρώνης»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο