Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΠΟΝ: Της Νιότης-των μεγάλων Ιδανικών και των Αγώνων

Επι­μέ­λεια Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Αφιέρωμα στα 76 χρόνια από την Γέννηση της Ιστορικής, ένδοξης και Ηρωΐκής ΕΠΟΝ.
‑Της Νιότης-των μεγάλων Ιδανικών και των Αγώνων.

Κώστα Βάρ­να­λη

Το κελάηδημα της Τσίχλας

Τσί­χλα την παρα­νο­μιά­ζα­νε στο χωριό την Αννού­λα. Κι έζη­σε και πέθα­νε Τσίχλα.

Ήτα­νε μιας μπου­κιάς ανθρω­πά­κι. Αδύ­να­τη, με ψιλά κανιά, δίχως βάρος, πετού­με­νη. Δεν περ­πα­τού­σε-πήδα­γε κι έτρεχε.

Αλλά για ποιο χωριό μιλάμε;

Για έν’ από κεί­να τα βου­νί­σια, που σκαρ­φα­λώ­νου­νε στην πλα­γιά του βου­νού και είναι όλα τα ίδια. Όμορ­φα, μα φτω­χά και μίζε­ρα κι αφη­μέ­να στην τύχη τους κι από θεούς κι ανθρώπους.

Μια ρεμα­τιά στην κατη­φο­ριά με τις κόκ­κι­νες ροδο­δάφ­νες και μια γιδό­στρα­τα, που φέρ­νει μεσ’ από το δάσος των πέφ­κων στην κορ­φή του βου­νού. Τόσο από­με­ρο, ξεχα­σμέ­νο χωριό, που σχε­δόν είχε κι αφτό ξεχά­σει τ’ όνο­μα του.

Δεν του χρεια­ζό­τα­νε, λες και του’ πεφτε βάρος.

Αλλ’ όσο τους λεί­που­νε των μικρών αφτών χωριών, πολι­τι­σμός, φρο­ντί­δα και χορ­τα­σιά, τόσο τους περισ­σέβ’ η ψυχή, ψυχή του λαού!

Είμα­στε στον τελευ­ταίο χρό­νο της κατοχής.

Το χωριό, που λέμε, βρι­σκό­τα­νε στα σύνο­ρα των δύο Ελλά­δων: της λέφτε­ρης και της συνερ­γα­ζό­με­νης. Αλλά προς τα εδώ.

Ένα γερ­μα­νι­κό φυλά­κιο προ­σπα­θού­σε με τους ναζή­δες τους δικούς του και τους τσο­λιά­δες τους «δικούς μας» να μπο­δί­ζει τη λεφτε­ριά να κατέ­βει απ’ την κορ­φή του βου­νού προς τα κάτω-στον κάμπο. Για­τί κει ψηλά στην κορ­φή του βου­νού είχα­νε φωλιάσ’ οι αγω­νι­στές του Έθνους κι ετοι­μά­ζα­νε «καλά Χρι­στού­γεν­να» για τους εχθρούς.

Με την απε­λευ­θε­ρω­τι­κήν επι­τρο­πή του χωριού είχα­νε συχνήν επα­φή. Αλλά πως; Μέσον της Τσί­χλας. Ήτα­νε κόρη μιας φτω­χιάς χηρε­βά­με­νης του χωριού, που ο άνδρας της σκο­τώ­θη­κε στην Αλβα­νία. Οχτώ με δέκα η Τσί­χλα. Μα γεμά­τη φωνή, ξυπνά­δα και μίσος ενα­ντί­ον των εχθρών.. Και σβέλ­τη και μπα­σμέ­νη στη ζωή-σαν ώρι­μο πλά­σμα- κι αδείλιαστη.

Καλός και­ρός στα τέλη του Δεκέμ­βρη. Ήλιος και στέ­γνη- μα και κρύο τσουχτερό.

Η Τσί­χλα, μαζί με άλλα παιδιά(τα σχο­λειά κλει­σμέ­να!) βγαί­ναν έξω απ’ το χωριό σ’ ένα πλά­τω­μα προς το ρέμα και παί­ζα­νε μπρο­στά στα μάτια των Γερ­μα­νών και των τσολιάδων.

Παί­ζα­νε τόπι.

Η Τσί­χλα, πάνου στο φού­ντω­μα του παι­χνι­διού, τίνα­ζε το τόπι όσο μπο­ρού­σε πιό­τε­ρο, να το φτάσει.

Το τόπι κυλού­σε κάτου στη ρεμα­τιά κι η Τσί­χλα κυλού­σε κι αφτή. Όχι πολύ ψηλά, μέσα στο δάσος την περι­μέ­να­νε κατά το μεση­μέ­ρι, κάθε μέρα δυο αντάρ­τες. Τους έδι­νε το μήνυ­μα γραμ­μέ­νο ή στο­μα­τι­κά της επι­τρο­πής και ξανα­γυρ­νού­σε πίσω λαχα­νια­σμέ­νη( για να μην αργή­σει) με το τόπι στα χέρια!

Αλλ’ αφτό το τακτι­κό χάσι­μο της Τσί­χλας μέσα στο δάσος πονή­ρε­ψε τους «εχθρούς» ξένους και δικούς.

«Πρέ­πει να ιδού­με τι τρέ­χει, με τρό­πο-για­τί το μωρό είναι πολύ πονηρό…».

Αλλά δεν χρειά­στη­κε τρό­πος. Ο πρό­ε­δρος του χωριού, δεξί χέρι των Ναζή­δων, έκα­νε την τελευ­ταία του υπη­ρε­σία « προς την Πατρί­δα». Τους πλη­ρο­φό­ρη­σε τι συμβαίνει.

Όταν την άλλη μέρα, παρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων, η Τσί­χλα «ξανά­κα­νε» το παι­χνί­δι της,τρέξανε πίσω από το τόπι, στα­μα­τή­σα­νε κι αφτή­νε και την ψάξα­νε. Βρή­κα­νε χωμέ­νο μέσα στα μαλ­λιά της ένα χαρτάκι.

« Έλα δω, που­λά­κι μου», τη ρώτη­σε ο πρό­ε­δρος. «Ποιος σου το’δωσε τούτο;»

«Μόνη μου το’γραψα»

«Και τι ξέρεις εσύ από τέτοια πράγματα;»

«Όλοι μας ξέρουμε.»

«Και τι άλλο ‘παι­χνί­δι’ ξέρεις;»

«Όλα. Και να τρέ­χω. Και να πηδώ. Και να τρα­γου­δώ. Να σκαρ­φα­λώ­νω στα δέντρα να καρ­πο­λο­γώ και να πιά­νω στις φωλιές τους.»

«Για σκαρ­φά­λω­σε σ’ αφτή­νε την ελιά να σε ιδούμε;»

Η Τσί­χλα βρέ­θη­κε σ’ ένα λεπτό πάνω στο δέντρο.

«Ξέρεις, είπες, να τρα­γου­δάς. Για πές μας κανέ­να ‘σκο­πό’ ν’ ακού­σου­με. Ό,τι σου αρέσει.»

Κι η Τσί­χλα, με λαγα­ρή παι­διά­στι­κη φωνή κελάηδησε.

«Μάβρ’ είν’ η νύχτα στα βου­νά…» (Αφτό το τρα­γού­δι ήτα­νε τότες το πιο συνη­θι­σμέ­νο τρα­γού­δι των σκλα­βω­μέ­νων Ελλήνων.)

Μπαμ! μπαμ! μπαμ!…

Οι Γερ­μα­να­ρά­δες κι οι τσο­λιά­δες τη βάλα­νε στο σημά­δι και την σκο­τώ­σα­νε σαν που­λί. Και το που­λί σωριά­στη­κε χάμου, μιας φού­χτας σώμα κι απέ­ρα­ντη ψυχή. Η ψυχή όλης της Ελλάδας.

Περα­σμέ­να μεσά­νυ­χτα, την ώρα που οι καμπά­νες δια­λα­λού­σα­νε τη γέν­νη­ση του «Σωτή­ρος», πέσα­νε ξαφ­νι­κά στο χωριό οι αντάρ­τες-και ναζή­δες και «δικοί» κι ο πρό­ε­δρος πλη­ρώ­σαν με τη ζωή τους το άνα­ντρο τους έγκλημα.

Κι ύστε­ρα;

Ύστερ’ από ένα χρό­νο η «ελευ­θε­ρία» είχε κυνη­γη­θεί στε­ριάς και πελά­ου απ’ όλη την Ελλά­δα. Αλλά κάθε Χρι­στού­γεν­να, μετά τα μεσά­νυ­χτα, οι χαρού­με­νοι αντί­λα­λοι της καμπά­νας δεν μπο­ρού­νε να πνί­ξου­νε το θλι­βε­ρό κελά­δη­μα της Τσί­χλας και το κλά­μα της Πατρίδας…
……………
Φεβρουά­ριος του 1942…ιδρύεται η ΕΠΟΝ (στα πλαί­σια του ΕΑΜ). Στο κεφά­λαιο 27 του βιβλί­ου μου «Συνοι­κι­σμός Χαρο­κό­που» , σημειώνω:

Ξεκί­νη­σε στις 27 του Σεπτέμ­βρη ’41 από μια γωνιά της Αθή­νας σαν εσω­τε­ρι­κή παρόρ­μη­ση, σαν μια ανά­γκη παναν­θρώ­πι­νη που θα αγκά­λια­ζε όλες τις εθνι­κές δυνά­μεις και θα τις κινη­το­ποιού­σε στον αγώ­να για την απε­λευ­θέ­ρω­ση απ’ τον ξένο ζυγό. Το Εθνι­κό Απε­λευ­θε­ρω­τι­κό Μέτω­πο άπλω­σε, κατα­κυ­ρί­ε­ψε τον Ελλα­δι­κό χώρο και απο­τέ­λε­σε σταθ­μό στην ιστο­ρία των αγώ­νων του λαού για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, δημο­κρα­τία και προ­κο­πή. Ιδρύ­θη­κε από μια σει­ρά μικρών λαϊ­κών κομ­μά­των με μπρο­στά­ρη και καθο­δη­γη­τή το κόμ­μα της εργα­τι­κής τάξης. Το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ελλά­δας, που ανέ­λα­βε από τις δια­μορ­φω­μέ­νες πλέ­ον συν­θή­κες να παί­ξει ρόλο ηγε­τι­κό, δικαιώ­νο­ντας ιστο­ρι­κά την απο­στο­λή του. Τα αστι­κά κόμ­μα­τα αρνή­θη­καν ν’ ακο­λου­θή­σουν. Επα­νει­λημ­μέ­νες προ­σπά­θειες που έκα­νε το ΕΑΜ για να τους πεί­σει δεν καρ­πο­φό­ρη­σαν. Ο Σοφού­λης, ηγέ­της του κόμ­μα­τος των Φιλε­λευ­θέ­ρων, επι­κα­λέ­στη­κε την 40χρονη πολι­τι­κή του πεί­ρα για να πεί­σει ότι τέτοια κινή­μα­τα είναι κατα­δι­κα­σμέ­να σε απο­τυ­χία. Οι ηγέ­τες των αστι­κών κομ­μά­των έβα­λαν τη σφρα­γί­δα της αδρά­νειας και της απο­χής πάνω στους αγώ­νες του ελλη­νι­κού λαού κι έκα­ναν τους εαυ­τούς τους ξένους προς τους πόθους και τα ορά­μα­τα του. Στη δύσκο­λη αυτή στιγ­μή το έθνος μένει ακέ­φα­λο και προ­σα­να­το­λί­ζε­ται μοι­ραία στους φυσι­κούς του λαϊ­κούς ηγέ­τες, σ’ αυτούς που θα σηκώ­σουν όλο το βάρος και την ευθύ­νη του αγώνα.

Στη δύσκο­λη αυτή στιγ­μή, ο λαός συσπει­ρώ­νε­ται και δικαιώ­νει τους δρα­πέ­τες των μπου­ντρου­μιών και τους φυγά­δες της Ακρο­ναυ­πλί­ας και της Ανά­φης που, σπώ­ντας τις αλυ­σί­δες τους, θα ανα­λά­βουν και θα ολο­κλη­ρώ­σουν νικη­φό­ρα το τερά­στιο έργο της Εθνι­κής Αντί­στα­σης που απο­τε­λεί το δίδυ­μο αδέλ­φι του έπους της Αλβα­νί­ας, τιμή και δόξα της σύγ­χρο­νης Ελλάδας.

Μια χού­φτα στην αρχή. Αφού πέρα­σε, πολε­μώ­ντας, από κάθε χαρά­κω­μα εχθρι­κό, τρά­φη­κε, θέριε­ψε, άντρειε­ψε απ’ τη φλό­γα της μάχης, ξαπλώ­θη­κε παντού κι αγκά­λια­σε ολά­κε­ρο τον τόπο. Τον Αύγου­στο του ’44 το ΕΑΜ είχε πάνω από 1,7 εκα­τομ­μύ­ρια μέλη.

Σκο­πός του ΕΑΜ είναι:

1) Απε­λευ­θέ­ρω­ση απ’ τον ξένο ζυγό και από­κτη­ση της πλή­ρους ανε­ξαρ­τη­σί­ας της χώρας.
2) Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, προ­κή­ρυ­ξη τίμιων εκλο­γών με το σύστη­μα της απλής αναλογικής.
3) Κατο­χύ­ρω­ση του κυριαρ­χι­κού δικαιώ­μα­τος του ελλη­νι­κού λαού, όπως απο­φα­σί­σει μόνος του τον τρό­πο της δια­κυ­βέρ­νη­σης του.
4) Απ’ αυτές λοι­πόν τις αδά­μα­στες ψυχές πήρε σάρ­κα και οστά το όρα­μα της Εθνι­κής Αντί­στα­σης κι έγι­νε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μαζί τους τάχθη­κε τότε η αφρό­κρε­μα του πνευ­μα­τι­κού και καλ­λι­τε­χνι­κού κόσμου κι έδω­σε βάρος και υπό­στα­ση στην όλη προσπάθεια.
5) Μερι­κούς μήνες αργό­τε­ρα, τον Φλε­βά­ρη του ’42, ιδρύ­θη­κε στα πλαί­σια του ΕΑΜ, η Ενιαία Πανελ­λα­δι­κή Οργά­νω­ση Νέων (ΕΠΟΝ) και κάλυ­ψε τα νιά­τα του τόπου.
6) Τον Ιού­λη του ’42, δημιουρ­γεί­ται η ένο­πλη έκφρα­ση του ΕΑΜ. Γεν­νιέ­ται ο Ελλη­νι­κός Λαϊ­κός Απε­λευ­θε­ρω­τι­κός Στρατός(ΕΛΑΣ)…

Από­σπα­σμα από το βιβλίο μου : «Συνοι­κι­σμός Χαροκόπου»/ δεύ­τε­ρη έκδοση/ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ/ΑΘΗΝΑ 1998.

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο