Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Δικταίου: Γάτος συμμορίας

Είχα έναν Πέρ­ση μια φορά
άρχο­ντα ξακουσμένο
που όταν φεγ­γά­ρι έβλεπε
στη στέ­γη ξεχασμένο,
σκαρ­φά­λω­νε στο γιασεμί
κι από τα κεραμίδια
μάλω­νε μ’ όλου τού ντουνιά
τα γυα­λι­στά σκουπίδια.

Φλέρ­τα­ρε στο Ηράκλειο,
μ’ έφε­ση στο λιμάνι,
φίλους δεν είχε αληθινούς
για­τί ήτα­νε αλάνι.
Στην αγο­ρά κάποια φορά,
μέρες δημοκρατίας,
κακοχαρακτηρίστηκε
ως γάτος συμμορίας!

Σε σκο­τει­νά αινίγματα
έβρι­σκε απαντήσεις,
« στον κόσμο ήρθες μια φορά
και ήρθες για να ζήσεις»,
ψιθύ­ρι­ζε και γύρευε χουζούρι
κι άλλα χάδια
κι ύστε­ρα μού ’λεγε στ’ αυτί
ν’ ανά­ψω τα σκοτάδια.

Έπαιρ­νε ύφος σοβαρό
στη γνώ­ση και στην πράξη,
πάντο­τε μεγαλόψυχος
κι έτοι­μος να διδάξει.
Ζητού­σε τα αδύνατα
κι από ιδιορυθμία
κάθε κανονικότητα
την έγρα­φε, στ’ αρχεία.

Μια τρί­χα απ’ τα μου­στά­κια του
στο κρύο τζά­μι τρίζει,
ελεύ­θε­ροι κι ευαίσθητοι
αυτό μονά­χα αξίζει.
Ανέ­βη­κε σ’ ένα σκαμπό
και «πίσω απ’ την κουρτίνα»
ξεφύλ­λι­ζε τού Μιραμπώ
τα τού­τα και τα κείνα.

gatos 2

«Μια πραγ­μα­τεία στον έρωτα»
ρητό­ρευε με υφάκι
εντός κι εκτός τής γειτονιάς
και στο μικρό δασάκι.
Λοξά, κρυ­φά με κοίταζε
παμπά­λαιοι οι αιώνες
χορεύ­α­νε στα μάτια του
έρω­τες αλλαζόνες.

gatos 3

Εικα­στι­κό «Οι γάτες του Παλαιού Φρου­ρί­ου», Νατά­σα Μανέτα.

Μαζί του, παραδέρνεται
σε νύχτες και σε μέρες
μια γάτα τής ψαραγοράς
μια απ’ τις γνω­στές εταίρες.
Αδιά­φο­ρα τον άγγιξε,
μα πιο ελπιδοφόρα
κού­νη­σε την λεπτή ουρά
κι ο γάτος πήρε φόρα.

Νια­ού­ρι­σε, καη­μός βαθύς,
είναι και ο πόθος μόδα
κλαί­ει και την παρακαλεί
πριν γίνει αλαφροπόδα.
Και την φαντά­ζε­ται γυμνή
μπρο­στά του νά ’χει πέσει
«Η μύη­ση στον έρωτα»,
για πάντα θα διαρκέσει.

gatos 4
«Είμαι ερα­στής ποιότητας»
μου­στά­κια που ανεμίζουν,
απο­τε­λούν εγγύηση
για όσες το αξίζουν.
Φιντέλ Γκά­το, συστήνεται,
ξαν­θού­λα μου ερωμένη,
ζωή χωρίς μυστήριο,
ζωή καταραμένη.

Βρέ­χει και στον καθρέ­φτη μου
τού έρω­τα το κρίμα,
ανή­ξε­ρη με πρόλαβε
σαν κάθε μέρα, θύμα…
Ν’ ακούω την Όστρια να φυσά
κι αδιά­φο­ρη να μένω
κι αυτόν τον κόμη Μιραμπώ
να μην καταλαβαίνω.

Σ’ αυτή την άκρα μοναξιά
που ζω, μού περισσεύουν
δυο στά­λες δάκρυα καθαρά
κι εσέ­να σημαδεύουν,
εσέ­να που χαμογελάς
σε μια φωτογραφία,
που ήσουν καταζητούμενος
σ’ όλη την πολιτεία.

Μού ’λεγε η επανάσταση
δεν έχει αρχή και τέλος,
ό,τι ταρά­ζει το στοιχειό
κρύ­βε­ται σ’ ένα βέλος.
Κι ό,τι ωραίο μας ξυπνά
γεν­νιέ­ται και πεθαίνει,
εκτός από τον ποιητή
που ξέρει τι σημαίνει,
να κυνη­γά μια χίμαιρα
να ελπί­ζει σε μια λέξη,
να καί­ει συρματοπλέγματα,
η αγά­πη να διαλέξει.

Αύριο, εν ονό­μα­τι τής αγάπης
Ζωή Δικταίου.
Κέρ­κυ­ρα 13 Νοέμ­βρη 2019.

 

ekdoseis diafimis

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο