Είχα έναν Πέρση μια φορά
άρχοντα ξακουσμένο
που όταν φεγγάρι έβλεπε
στη στέγη ξεχασμένο,
σκαρφάλωνε στο γιασεμί
κι από τα κεραμίδια
μάλωνε μ’ όλου τού ντουνιά
τα γυαλιστά σκουπίδια.
Φλέρταρε στο Ηράκλειο,
μ’ έφεση στο λιμάνι,
φίλους δεν είχε αληθινούς
γιατί ήτανε αλάνι.
Στην αγορά κάποια φορά,
μέρες δημοκρατίας,
κακοχαρακτηρίστηκε
ως γάτος συμμορίας!
Σε σκοτεινά αινίγματα
έβρισκε απαντήσεις,
« στον κόσμο ήρθες μια φορά
και ήρθες για να ζήσεις»,
ψιθύριζε και γύρευε χουζούρι
κι άλλα χάδια
κι ύστερα μού ’λεγε στ’ αυτί
ν’ ανάψω τα σκοτάδια.
Έπαιρνε ύφος σοβαρό
στη γνώση και στην πράξη,
πάντοτε μεγαλόψυχος
κι έτοιμος να διδάξει.
Ζητούσε τα αδύνατα
κι από ιδιορυθμία
κάθε κανονικότητα
την έγραφε, στ’ αρχεία.
Μια τρίχα απ’ τα μουστάκια του
στο κρύο τζάμι τρίζει,
ελεύθεροι κι ευαίσθητοι
αυτό μονάχα αξίζει.
Ανέβηκε σ’ ένα σκαμπό
και «πίσω απ’ την κουρτίνα»
ξεφύλλιζε τού Μιραμπώ
τα τούτα και τα κείνα.
«Μια πραγματεία στον έρωτα»
ρητόρευε με υφάκι
εντός κι εκτός τής γειτονιάς
και στο μικρό δασάκι.
Λοξά, κρυφά με κοίταζε
παμπάλαιοι οι αιώνες
χορεύανε στα μάτια του
έρωτες αλλαζόνες.
Μαζί του, παραδέρνεται
σε νύχτες και σε μέρες
μια γάτα τής ψαραγοράς
μια απ’ τις γνωστές εταίρες.
Αδιάφορα τον άγγιξε,
μα πιο ελπιδοφόρα
κούνησε την λεπτή ουρά
κι ο γάτος πήρε φόρα.
Νιαούρισε, καημός βαθύς,
είναι και ο πόθος μόδα
κλαίει και την παρακαλεί
πριν γίνει αλαφροπόδα.
Και την φαντάζεται γυμνή
μπροστά του νά ’χει πέσει
«Η μύηση στον έρωτα»,
για πάντα θα διαρκέσει.
«Είμαι εραστής ποιότητας»
μουστάκια που ανεμίζουν,
αποτελούν εγγύηση
για όσες το αξίζουν.
Φιντέλ Γκάτο, συστήνεται,
ξανθούλα μου ερωμένη,
ζωή χωρίς μυστήριο,
ζωή καταραμένη.
Βρέχει και στον καθρέφτη μου
τού έρωτα το κρίμα,
ανήξερη με πρόλαβε
σαν κάθε μέρα, θύμα…
Ν’ ακούω την Όστρια να φυσά
κι αδιάφορη να μένω
κι αυτόν τον κόμη Μιραμπώ
να μην καταλαβαίνω.
Σ’ αυτή την άκρα μοναξιά
που ζω, μού περισσεύουν
δυο στάλες δάκρυα καθαρά
κι εσένα σημαδεύουν,
εσένα που χαμογελάς
σε μια φωτογραφία,
που ήσουν καταζητούμενος
σ’ όλη την πολιτεία.
Μού ’λεγε η επανάσταση
δεν έχει αρχή και τέλος,
ό,τι ταράζει το στοιχειό
κρύβεται σ’ ένα βέλος.
Κι ό,τι ωραίο μας ξυπνά
γεννιέται και πεθαίνει,
εκτός από τον ποιητή
που ξέρει τι σημαίνει,
να κυνηγά μια χίμαιρα
να ελπίζει σε μια λέξη,
να καίει συρματοπλέγματα,
η αγάπη να διαλέξει.
Αύριο, εν ονόματι τής αγάπης
Ζωή Δικταίου.
Κέρκυρα 13 Νοέμβρη 2019.
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ‘ ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου.Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.
Εργογραφία
Ιστορίες για φεγγάρια, παιδική λογοτεχνία
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, μυθιστόρημα
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, μυθιστόρημα
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, διηγήματα
Αύριο, στάχυα οι λέξεις, ποιητική συλλογή
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, διηγήματα
Λασίθι, Τόπος Μέγας, αφήγημα
Συμμετοχές
Μονόλογοι, ποιητική ανθολογία
Γράμματα της ποίησης, ποιητική ανθολογία