Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Καραπατάκη: Οι απρόσκλητες

Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι εκεί και σε περι­μέ­νει, θέλει να αλλά-
ξει, άλλα­ξέ την
Μπ. Μπρεχτ

Είναι λίγος και­ρός τώρα που μια κυρία με καφέ ταγιέρ και μαύ­ρες γόβες έχει θρο­νια­στεί στο καθι­στι­κό μας και από τότε μένει εκεί ασά­λευ­τη χωρίς να μετα­κι­νεί­ται καθό­λου. Πώς γίνεται;

Μπή­κε ξαφ­νι­κά χωρίς να την περι­μέ­νου­με. Ήταν ένα κυρια­κά­τι­κο πρωί και πιο ανέ­με­λοι από τις άλλες μέρες παίρ­να­με το πρω­ι­νό μας, όταν άνοι­ξε η πόρ­τα και μπή­κε χωρίς καν να κοι­τά­ξει γύρω της, να χαι­ρε­τή­σει κανέναν.

Επί πλέ­ον, δεν απα­ντού­σε σε καμ­μιά ερώ­τη­σή μας: πώς τη λένε, για­τί ήρθε, πόσο θα μείνει.

Παρέ­με­νε αδιά­φο­ρη σε όλες τις ερω­τή­σεις λες και ήταν μόνη της. Από τότε, θέλο­ντας και μη, την έχου­με μαζί μας. Καθό­μα­στε στον κανα­πέ και κάνου­με σαν να μην είναι δίπλα μας προ­σπα­θού­με να μην την ακου­μπά­με, κάνου­με σαν να μην υπάρ­χει ‑τρό­πος του λέγειν δηλα­δή — εξα­κο­λου­θού­με να βλέ­που­με τηλε­ό­ρα­ση, να μιλά­με, να τρώ­με κάνο­ντας τέλος πάντων ό τι και πριν έλθει. Όχι βέβαια πως νιώ­θου­με άνε­τα. Κάθε άλλο. Αλλά τί να κάνου­με; Έκα­τσε στο σβέρ­κο μας που λέει και ο λαός. Ενό­σω κου­βε­ντιά­ζου­με αυτή κοι­τά­ει έξω μ’ ένα αινιγ­μα­τι­κό και ανε­ξι­χνί­α­στο ύφος θα έλε­γα. Τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του προ­σώ­που της σα να έχουν σβη­στεί κάπως όπως αυτά των αμε­ρι­κα­νών προ­έ­δρων που είναι σκα­λι­σμέ­να στα ιερά βρά­χια των Ινδιά­νων Λακό­τα της Αμε­ρι­κής ‚αφό­του οι επή­λυ­δες τους πήραν τα εδά­φη τους. Όταν όμως την ακου­μπή­σου­με, κατά λάθος πάντα, δια­πι­στώ­νου­με ότι η θερ­μο­κρα­σία της παρα­μέ­νει φυσιολογική.

Έχου­με βρει λοι­πόν μεγά­λο μπε­λά. Υπο­κρι­νό­μα­στε τους αδιά­φο­ρους αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είμα­στε πολύ θυμω­μέ­νοι. Και το περί­ερ­γο είναι πως δεν θυμώ­νου­με μ’ αυτήν, αλλά μετα­ξύ μας. Ο ένας με τον άλλον. Η γυναί­κα μου επα­να­λαμ­βά­νει μονό­το­να θάλε­γα, για­τί δεν την διώ­χνεις εσύ που είσαι και άντρας, εγώ τί να κάνω; Δεν ανα­ρω­τιέ­σαι και τί επιρ­ροή θα έχει αυτή η κατά­στα­ση στα παι­διά; Και πολ­λά άλλα εκ των οποί­ων κάποια λέγο­νται και κάποια υπο­νο­ού­νται δυστυχώς.

Ντρε­πό­μα­στε και τους γεί­το­νες. Δεν ξέρου­με τί να τους πού­με γι’ αυτήν όταν έρχο­νται. Και κυρί­ως, για­τί μένει μαζί μας. Έχου­με βρει βέβαια κάτι δικαιο­λο­γί­ες αλλά δεν είμα­στε σίγου­ροι αν πεί­θουν. Ότι τάχα είναι μια θεία από το εξω­τε­ρι­κό που ξέχα­σε τη γλώσ­σα, αφού λεί­πει από μωρό συν το ότι λόγω ηλι­κί­ας έχει και κάποια ελα­φριά άνοια. Πολύ μπερ­δε­μέ­νη κατά­στα­ση. Πώς γίνε­ται απ’ τη μια στιγ­μή στην άλλη να μην ορί­ζου­με τη ζωή μας. Να μη μιλά­ει και όμως η επιρ­ροή της να αγγί­ζει το εκα­τό τα εκα­τό. Να μας διοι­κεί διά της σιωπής.

Και έτσι μέρα με τη μέρα όλα άρχι­σαν να αλλά­ζουν ριζι­κά. Κατ’ αρχήν ο τόνος της φωνής μας. Ενώ πριν μιλού­σα­με κανο­νι­κά, απ’ τον ερχο­μό της και μετά στα­δια­κά τα λόγια μας άρχι­σαν να βγαί­νουν τόσο βια­στι­κά απ’ το στό­μα μας που οι λέξεις προ­φέ­ρο­νταν χωρίς κενά μετα­ξύ τους όλες μαζί βαριές σαν τα βαγό­νια αμα­ξο­στοι­χί­ας που κατε­βαί­νει την ανη­φό­ρα σκορ­πί­ζο­ντας ολό­γυ­ρα τα βογ­γη­τά του μετάλ­λου της, κάπως έτσι: ”άστο­κά­τω­μην τοπιά­νει­ςαν­δε­με­ρω­τή­σει­ςδε­νέ­χει­ςάλ­λη­δου­λειά­να­κά­νει­ςε­πί­τη­δε­ςγυ­ρο­φέρ­νει­ςε­δώ”. Με κοφτές ανά­σες και ανυ­πο­μο­νη­σία που έφτα­νε μέχρι την οργή μπο­ρώ να πω. Ακό­μη και την ώρα που τρώ­γα­με, δεν κοι­τού­σα­με το πιά­το με το φαγη­τό αλλά προς την πόρ­τα του σαλο­νιού που ήταν θρονιασμένη.

Με τον και­ρό οι γεί­το­νες έπα­ψαν να έρχο­νται. Σκε­φτή­κα­με λοι­πόν όπως ήταν λογι­κό ότι πολύ τους ενο­χλού­σε αυτή η κατά­στα­ση και δεν ένιω­θαν άνε­τα πια μαζί μας. Απομονωθήκαμε.

Αργό­τε­ρα αρχί­σα­με να βγαί­νου­με έξω κυρί­ως τα βρά­δια και να κοι­τά­με κρυ­φά σαν τους κλέ­φτες απ’ τα παρά­θυ­ρα των σπι­τιών τους. Και ω, της Ιεράς Απο­κα­λύ­ψε­ως! Δια­κρί­να­με πίσω από τα τζά­μια ξεκά­θα­ρα στο καθι­στι­κό των γει­τό­νων μια κυρία με καφέ ταγιέρ και μαύ­ρες γόβες με πρό­σω­πο επί­σης θαμπό να στρογ­γυ­λο­κά­θε­ται απα­θής όπως η δικιά μας!

Και αυτοί να είναι εκνευ­ρι­σμέ­νοι έτοι­μοι για καυ­γά σαν ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.

Αντί βέβαια να μας καθη­συ­χά­σει αυτή η εικό­να, ανη­συ­χή­σα­με περισ­σό­τε­ρο. Σαν να είδα­με μπρο­στά μας μια τερά­στια κλει­στή πόρ­τα από βαρύ καφέ ξύλο να μας κλεί­νει όλους τους δρό­μους. Ώστε λοι­πόν υπήρ­χαν πολ­λές τέτοιες κυρί­ες! Ώστε δεν ορί­ζου­με πια τα σπί­τια μας ! Και το χει­ρό­τε­ρο στο δρό­μο όταν συνα­ντιό­μα­σταν ο ένας από­φευ­γε τον άλλο με ένα αίσθη­μα ενο­χής που δύσκο­λα κρυ­βό­ταν. Το πράγ­μα άρχι­σε να γίνε­ται αβά­στα­χτο. Δεν έφτα­ναν οι ενο­χλη­τι­κές παρου­σί­ες, χάσα­με και τους φίλους μας.

Κάποια στιγ­μή μη αντέ­χο­ντας άλλο, είπα στη γυναί­κα μου. Εγώ δεν είμαι ο άντρας; Θα πάρω λοι­πόν τις απο­φά­σεις μου. Η μονα­ξιά δεν αντέ­χε­ται. Άνε­το σπί­τι έχου­με. Θα κάνου­με ένα πάρ­τυ, θα τους καλέ­σου­με όλους και ας πάει στο διά­βο­λο, αν δεν γίνε­ται αλλιώς, ας τις φέρουν μαζί τους. Χώρο έχου­με, το ξανα­λέω. Έτσι και έγι­νε. Προς το βρά­δυ της καθο­ρι­σμέ­νης μέρας οι καλε­σμέ­νοι άρχι­σαν να κατα­φθά­νουν μαζί με τις καφέ κυρί­ες με τις μαύ­ρες γόβες.
Μπή­καν βέβαια λίγο αμή­χα­νοι στην αρχή αλλά μόλις αντί­κρυ­σαν και τις άλλες, μια ανα­κού­φι­ση απλώ­θη­κε στο πρό­σω­πό τους, σχε­δόν ευτυ­χία θα την χαρα­κτή­ρι­ζα, τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών. Σύντο­μα αρχί­σα­με να φερό­μα­στε όλοι, όπως παλιά. Φιλιά, εγκαρ­διό­τη­τες, αστεϊ­σμοί. Κοντεύ­α­με να τις ξεχά­σου­με παρα­δο­μέ­νοι όπως είμα­σταν σε μια ανέλ­πι­στη επι­στρο­φή στην ομα­λό­τη­τα. Όταν κάποια στιγ­μή στα­φή­κα­με προς τη μεριά τους από κάτι παρά­ξε­νους ήχους που ακού­σα­με, τις είδα­με να κερ­νά­ει η μια την άλλη και να σιγο­μι­λά­νε σε μια ακα­τά­λη­πτη γλώσ­σα! Είχαν πλη­σιά­σει μετα­ξύ τους σχη­μα­τί­ζο­ντας ένα κύκλο δίπλα στο δικό μας. Δεν μας κοί­τα­γαν καθό­λου έκα­ναν σαν να μην υπήρ­χα­με εμείς στον ίδιο χώρο! Νοιώ­σα­με όλοι ντρο­πια­σμέ­νοι. Ο καθέ­νας για τη δική του κυρία και ανα­γκα­στι­κά για όλες μαζί στο τέλος. Σαν να μεγά­λω­σε ξαφ­νι­κά η ντρο­πή του καθε­νός στη θέα και αυτής των άλλων.

Στη θέα της κοι­νής αδυ­να­μί­ας και του παρο­πλι­σμέ­νου μας εαυ­τού. Είμα­σταν συν­δε­δε­μέ­νοι ή απο­συν­δε­δε­μέ­νοι με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Ποια ήταν η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Αυτή των κυριών ή η δική μας; Τα όρια στο μυα­λό μου δεν ήταν πια σαφή. Σε ποια γλώσ­σα να μιλή­σω γι’ αυτή την κατά­στα­ση; Ενιω­σα ότι τα λόγια μου γύρι­σαν την πλά­τη και έφυ­γαν. Ότι εγώ και οι άλλοι εντε­λώς τυχαία βρι­σκό­μα­σταν στο χώρο που θεω­ρού­σα σπί­τι μου. Ότι και το εμείς ήταν μια άγνω­στη έννοια. Όλα είχαν παρα­βια­στεί. Πιστεύω ότι το ίδιο ένιω­θαν και οι φίλοι μου. Οι ακα­τα­νό­η­τες συζη­τή­σεις των καφέ κυριών κυριαρ­χού­σαν πια στο σπί­τι. Εμείς είχα­με σωπάσει.

Ενστι­κτω­δώς κάποια στιγ­μή κοί­τα­ξα η γυναί­κα μου. Δια­πί­στω­σα τότε κάτι αλλιώ­τι­κο. Ήταν όρθια με τα χέρια τεντω­μέ­να, τις κόρες των ματιών εντε­λώς διε­σταλ­μέ­νες και το σώμα της σε μια κίνη­ση απο­γεί­ω­σης. Μέχρι να κατα­λά­βω καλύ­τε­ρα τι γίνε­ται, είχε ορμή­σει πάνω σε μια καφέ κυρία και άρχι­σε να της βγά­ζει τα ρού­χα! Πρώ­τα το σακά­κι μετά τη φού­στα και στη συνέ­χεια τα εσώ­ρου­χα. Το σου­τιέν, την κυλότ­τα, τις κάλ­τσες. Οι κραυ­γές της αντί να την στα­μα­τούν την εξα­γρί­ω­ναν περισ­σό­τε­ρο. Η κίνη­σή της ενερ­γο­ποί­η­σε και τις συζύ­γους των φίλων μας και έτσι όλες μαζί οι γυναί­κες όρμη­σαν τελι­κά πάνω στις καφέ κυρί­ες και άρχι­σαν να τις ξεγυ­μνώ­νουν χωρίς έλε­ος. Κραυ­γές και παν­δαι­μό­νιο γέμι­σαν το χώρο. Οι καφέ κυρί­ες ήταν τελι­κά αδύ­να­μες σε σχέ­ση με τις λυσ­σα­σμέ­νες γυναί­κες μας. Μπρο­στά στα μάτια μας ολό­γυ­μνες μεσή­λι­κες απο­συ­ντο­νι­σμέ­νες τσί­ρι­ζαν και προ­σπα­θού­σαν με τα χέρια τους να καλύ­ψουν τα πεσμέ­να στή­θη τους, τις δια­λυ­μέ­νες κοι­λιές τους και τις ρόγες που ακου­μπού­σαν στον αφα­λό. Άδι­κα όμως επι­χει­ρού­σαν με τα χέρια τους να προ­στα­τεύ­σουν τα επί­μα­χα σημεία. Χωρίς τα υπο­στη­ρίγ­μα­τα των σκλη­ρών υφα­σμά­των απ’ τα ταγιέρ τους τα κορ­μιά είχαν καταρ­ρεύ­σει. Οι γυναί­κες μας σε λίγο τις είχαν ανα­πο­δο­γυ­ρί­σει, είχαν αφαι­ρέ­σει και τις μαύ­ρες γόβες που τις πετού­σαν απ’ το παρά­θυ­ρο. Πόδια άσχη­μα με στρα­βω­μέ­να δάχτυ­λα έκα­ναν την εμφά­νι­σή τους. Αφού τις ξεγύ­μνω­σαν, άρχι­σαν να τις σπρώ­χνουν προς την πόρ­τα όπου συνω­στί­ζο­νταν όλες μαζί μέχρι να βγουν έξω και να εξα­φα­νι­στούν στους σκο­τει­νούς δρό­μους. Ήταν πλέ­ον ένας άμορ­φος πολ­τός από σάρ­κες. Σε λίγα λεπτά όλα είχαν τελειώ­σει. Το σκη­νι­κό άλλα­ξε άρδην. Εμείς οι σύζυ­γοι ενε­οί δεν βγά­ζα­με μιλιά. Οι γυναί­κες μας, αφού τέλειω­σαν την επι­χεί­ρη­ση που θα την ονο­μά­σω εκκα­θά ριση για την ώρα, έπε­σαν στους κανα­πέ­δες με την ικα­νο­ποί­η­ση ζωγρα­φι­σμέ­νη στο πρό­σω­πο και χωρίς να μας απευ­θύ­νουν ούτε ένα βλέμ­μα, παρα­κο­λου­θού­σαν τον καπνό απ’ τα τσι­γά­ρα τους με βλέμ­μα ανεξιχνίαστο.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο