Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ηταν καλός ο Ντικ: Μας τον γνώρισε ο Ρίτσος, μας τον «έδειξε» ο Γ. Στεφανίδης, τον έκανε φίλο μας ο Θάνος Μικρούτσικος

… και ο Φοίβος Τσέκερης αφηγήθηκε την ιστορία του Ντικ

Ο σκύ­λος μας ο Ντικ αγα­πού­σε και προ­στά­τευε τους εξό­ρι­στους στο Μού­δρο. Μισού­σε τους χωρο­φύ­λα­κες και το μίσος του αυτό το έδει­χνε πάντα. Κάθε φορά που βρι­σκό­ταν κοντά σε έναν απ’ αυτούς, γρύ­λι­ζε απει­λη­τι­κά και του έδει­χνε τα δόντια του.

Οι περισ­σό­τε­ροι από τους χίλιους εξό­ρι­στους σ’ αυτό το μικρό παρα­θα­λάσ­σιο χωριό της Λήμνου, στο Μού­δρο, έμε­ναν στο λεγό­με­νο Στρα­τό­πε­δο, ένα χώρο που ελεγ­χό­ταν άμε­σα από τους χωρο­φύ­λα­κες, σε παλαιά κτί­ρια που επι­σκευά­στη­καν από τους εξό­ρι­στους, ή σε απο­θή­κες, ή σε πρό­χει­ρα σπι­τά­κια φτιαγ­μέ­να από πλί­θρες, ή σε ξύλι­νες παρά­γκες. Οι υπό­λοι­ποι έμε­ναν στο χωριό, σε δωμά­τια νοι­κια­σμέ­να, δέκα σε κάθε δωμάτιο.

Από κάποια ώρα και μετά, το βρά­δυ απα­γο­ρευό­ταν η κυκλο­φο­ρία των κρα­τού­με­νων και μέσα και έξω από το Στρατόπεδο.

Μερι­κοί χωρο­φύ­λα­κες είχα­νε τη συνή­θεια να μπαί­νουν αθό­ρυ­βα αυτές τις ώρες μέσα στο στρα­τό­πε­δο και να κρυ­φα­κού­νε έξω από τους χώρους όπου έμε­ναν οι εξό­ρι­στοι. Αν κατά τη γνώ­μη τους αυτό που άκου­σαν ήταν κάτι το επι­λή­ψι­μο, την ίδια στιγ­μή συλ­λαμ­βά­να­νε αυτόν που το είπε, τον έκλει­ναν στο κρα­τη­τή­ριο και με το πρώ­το πλοίο, που θα έφτα­νε στο Μού­δρο, τον στέλ­να­νε για το Στρα­το­δι­κείο στην Αθή­να, αφού πρώ­τα τον κάνα­νε να περά­σει «του Λινα­ριού τα βάσα­να και του Χρι­στού τα πάθη», για να ομο­λο­γή­σει τι εννο­ού­σε με την Α‘ ή Β‘ φρά­ση που είπε.

Ομως, ο Ντικ κυκλο­φο­ρού­σε όλη τη νύχτα ελεύ­θε­ρα. Φαί­νε­ται ότι είχε αντι­λη­φθεί το ρόλο που παί­ζα­νε αυτή τη στιγ­μή οι χωρο­φύ­λα­κες και μόλις τους έβλε­πε ανα­στά­τω­νε με γαυ­γί­σμα­τα όλο το Στρα­τό­πε­δο. Τότε όλοι κατα­λα­βαί­να­νε ότι κάποιος κίν­δυ­νος τους απει­λεί, σβή­να­νε το φως και στα­μα­τού­σα­νε να μιλάνε.

Ετσι, οι χωρο­φύ­λα­κες απο­φα­σί­σα­νε να τον ξεκά­νου­νε. Ισως ένας από τους λόγους που θέλα­νε να ξεμπερ­δεύ­ου­νε μαζί του ήταν και το ότι ο Ντικ είχε ζευ­γα­ρώ­σει και μας είχε φέρει μέσα στο στρα­τό­πε­δο και τη νύφη. Και αν γέμι­ζε το στρα­τό­πε­δο με σκύ­λους που θα είχα­νε την ίδια συμπε­ρι­φο­ρά με τον πατέ­ρα τους, δε θα τολ­μού­σε να κυκλο­φο­ρή­σει εκεί μέσα χωροφύλακας.

Κάποια μέρα, τους ρίξα­νε φόλες. Η συντρό­φισ­σα του Ντικ πέθα­νε αμέ­σως. Ο Ντικ, μόλις κατά­λα­βε ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία του, έτρε­ξε στο αναρ­ρω­τή­ριο. Αναρ­ρω­τή­ριο λέγα­με δύο δωμά­τια συνε­χό­με­να που ήταν το Ιατρείο, όπου οι για­τροί εξό­ρι­στοι εξε­τά­ζα­νε τους ασθε­νείς εξό­ρι­στους από τις 3 έως τις 5 κάθε απόγευμα.

Οι για­τροί κατα­λά­βα­νε αμέ­σως τι είχε συμ­βεί με τον Ντικ και του κάνα­νε πλύ­ση του στομάχου.

Επί μια βδο­μά­δα, όλοι με αγω­νία παρα­κο­λου­θού­σα­με το φίλο μας να παλεύ­ει μετα­ξύ ζωής και θανά­του. Εκεί που φαι­νό­ταν ότι ξεψυ­χά­ει, έδι­νε ένα πήδη­μα, έτρε­χε πενή­ντα μέτρα και ξανά­πε­φτε έτοι­μος πάλι να πεθά­νει. Με κομ­μέ­νη την ανά­σα, βλέ­πα­με αυτό το πάλε­μά του να κρα­τη­θεί στη ζωή και ρωτού­σα­με ο ένας τον άλλον, πώς πάει ο Ντικ.

Τελι­κά, με τη βοή­θεια των για­τρών μας και τη συμπα­ρά­στα­ση όλων μας, σώθη­κε. Είναι απί­στευ­τα, αλλά απο­λύ­τως αλη­θι­νά αυτά που μας διη­γη­θή­κα­νε οι γιατροί.

Την επό­με­νη της ημέ­ρας που έφα­γε τη φόλα, στις 3 η ώρα, όταν έξω από το αναρ­ρω­τή­ριο υπήρ­χε μια μικρή ουρά εξό­ρι­στων που περι­μέ­να­νε τη σει­ρά τους για να εξε­τα­στούν από τους για­τρούς μας, τον Κατρά­κη, τον Παπα­γιαν­νό­που­λο, τον Περι­μέ­νη, τον Ευθυ­μί­ου, ο Ντικ πήγε σαν ασθε­νής να μπει μέσα στο Ιατρείο για περί­θαλ­ψη. Κάποιος, αστειευό­με­νος, του φώνα­ξε « Ντικ στη σει­ρά σου».

Τότε, πράγ­μα­τι κάθι­σε στην ουρά, ώσπου να έρθει η σει­ρά του. Από τότε μέχρι να συνέλ­θει τελεί­ως, πήγαι­νε κάθε από­γευ­μα και καθό­τα­νε στη σει­ρά για να τον φρο­ντί­σου­νε οι γιατροί.

Τον βλέ­πα­με σαν ένα συγκρα­τού­με­νό μας και μάλι­στα από τους πιο αγα­πη­τούς. Τη μάνα του Ντικ την είχε φέρει στο Μού­δρο κάποιος εξό­ρι­στος από τη Μυτι­λή­νη, αλλά την ξεκά­να­νε οι χωρο­φύ­λα­κες, όταν ο Ντικ ήταν ακό­μα κουτάβι.

Ετσι, οι εξό­ρι­στοι υιο­θε­τή­σα­νε τον Ντικ. Ηταν ένας σκύ­λος, κάπως εύσω­μος, χωρίς τίπο­τα το ιδιαί­τε­ρο, από αυτούς που μάζευε ο μπό­γιας κάθε μέρα στις συνοι­κί­ες της Αθή­νας. Δεν ήταν κάποιας ξεχω­ρι­στής ράτσας. Ζού­σε και αυτός σαν εξό­ρι­στος. Συμ­με­τεί­χε στη ζωή μας. Χαι­ρό­ταν με τις χαρές μας, χορο­πη­δώ­ντας και κου­νώ­ντας την ουρά του και λυπό­ταν με τις λύπες, σκύ­βο­ντας το κεφά­λι και μένο­ντας ακί­νη­τος. Στο προ­σκλη­τή­ριο που γινό­ταν κάθε μέρα, από τους πρώ­τους ο Ντικ έπαιρ­νε τη θέση του. Αλλω­στε, ήταν ο μόνος που δεν καρ­διο­χτυ­πού­σε, μήπως τον κρα­τή­σου­νε στην άκρη για να τον στεί­λου­νε στην Αθή­να για Στρα­το­δι­κείο. Στη δια­νο­μή των γραμ­μά­των και των δεμά­των που γινό­ταν από εξό­ρι­στους πρώ­ην Τρια­τα­τι­κούς, πάντα παρών. Κάτω στον Αερο­λι­μέ­να, πλάι στη θάλασ­σα υπήρ­χε μια μεγά­λη τσι­με­ντο­στρω­μέ­νη πλα­τεία. Μερι­κοί από τους νεο­λαί­ους εξό­ρι­στους με πανιά είχα­νε φτιά­ξει μια μπά­λα ποδο­σφαί­ρου και παί­ζα­νε δίτερ­μα μετά το προ­σκλη­τή­ριο. Οση ώρα κρα­τού­σε ο αγώ­νας, ο Ντικ έτρε­χε με χαρού­με­να γαυ­γί­σμα­τα ανά­με­σά τους, κυνη­γώ­ντας την μπά­λα, με κίν­δυ­νο να τον τσαλαπατήσουνε.

Το καλο­καί­ρι, όταν κατε­βαί­να­με στη θάλασ­σα για μπά­νιο, από κοντά και ο Ντικ. Οταν μπαί­να­με στη θάλασ­σα, έμπαι­νε και αυτός. Οταν βγαί­να­με, έβγαι­νε και αυτός. Κάποια μέρα, γυρί­ζο­ντας από το μπά­νιο, μια παρέα με τη συνο­δεία του Ντικ ξαφ­νι­κά κοκα­λώ­σα­με. Από ένα ύψω­μα ακού­στη­κε η σφυ­ρί­χτρα του Μαυ­ρο­σκού­φη, καμιά εκα­το­στή μέτρα από μας. Ο Μαυ­ρο­σκού­φης ήταν ένας από τους πιο αντι­πα­θη­τι­κούς χωρο­φύ­λα­κες. Ψηλός και κοκα­λιά­ρης. Ηδο­νι­ζό­τα­νε να δέρ­νει, να χαστου­κί­ζει και να κλο­τσά­ει τους κρα­τού­με­νους, χωρίς κανέ­να λόγο ιδιαί­τε­ρο, όταν ήθε­λε να κάνει το κομ­μά­τι του σε κάποιο κορί­τσι του χωριού που τον έβλε­πε. Με νοή­μα­τα, ο Μαυ­ρο­σκού­φης μας έδω­σε να κατα­λά­βου­με ότι έπρε­πε να πάει κοντά του ο Σταύ­ρος Ψωμιά­δης, ένα παι­δί από τα Πετρά­λω­να. Οση ώρα ανέ­βαι­νε ο Σταύ­ρος τον ανή­φο­ρο, όλοι παρα­κο­λου­θού­σα­με αμί­λη­τοι, με ανη­συ­χία και αγω­νία, για­τί ξέρα­με ότι σ’ αυτές τις περι­πτώ­σεις συνή­θως ακο­λου­θού­σε ξυλοδαρμός.

Ο Ντικ έμει­νε κοντά μας ακί­νη­τος και κατέ­βα­σε το κεφά­λι. Είδα­με να μιλά­νε για λίγη ώρα οι δυο τους και σε λίγο τον φίλο μας να κατε­βαί­νει τρέ­χο­ντας και πηδώ­ντας πάνω από τους θάμνους, χωρίς να τον έχει χτυ­πή­σει ο χωρο­φύ­λα­κας. Ολοι ανα­σά­να­με ανα­κου­φι­σμέ­νοι, μα ο Ντικ έκα­νε κάτι που δεν το περι­μέ­να­με. Σαν σαΐ­τα άρχι­σε να τρέ­χει τον ανή­φο­ρο, έφτα­σε τον Σταύ­ρο και χορο­πή­δα­γε γύρω του γαβγί­ζο­ντας χαρού­με­να, μέχρι που φτά­σα­νε και οι δυο κοντά μας λαχα­νια­σμέ­νοι από το τρέ­ξι­μο και τα χορο­πη­δή­μα­τα. Τελι­κά, όπως μας εξή­γη­σε ο φίλος μας, ο Μαυ­ρο­σκού­φης ήθε­λε να τον ρωτή­σει πού είχε μάθει κάποιο τρα­γού­δι που τρα­γου­δού­σε πριν από λίγο. Το Σεπτέμ­βρη του 1949, μας μετα­φέ­ρα­νε όλους με ένα σαπιο­κά­ρα­βο στη Μακρό­νη­σο. Με κανέ­να τρό­πο δεν μπο­ρέ­σα­με να πάρου­με μαζί μας τον Ντικ, ούτε φανε­ρά, ούτε κρυ­φά, κάτω από το άγριο μάτι των χωροφυλάκων.

Λίγες μέρες μετά το πηγε­μό μας στη Μακρό­νη­σο, μας ήρθε και το θλι­βε­ρό μαντά­το. Τον Ντικ τον σκο­τώ­σα­νε κατά τον ίδιο τρό­πο που είχα­νε σκο­τώ­σει και τη μάνα του.

Ολοι λυπη­θή­κα­με που δεν μπο­ρέ­σα­με να τον πάρου­με μαζί μας. Εδώ θα έκα­νε παρέα και με τον Αρά­πη, ένα μαύ­ρο σκύ­λο που κατα­φέ­ρα­νε να φέρου­νε μαζί τους από την Ικα­ρία άλλοι εξό­ρι­στοι που είχαν έρθει στο Μακρο­νή­σι πριν από μας.

Ο Γιάν­νης Ρίτσος, που είχε ζήσει μαζί μας στη Λήμνο σαν εξό­ρι­στος και είχε αγα­πή­σει όπως και όλοι εμείς τον τετρά­πο­δο φίλο μας, έγρα­ψε γι’ αυτόν τους στί­χους που μελο­ποί­η­σε ο Μικρούτσικος:

«Μπό­λι­κη πέτρα — μπό­λι­κη καρδιά

να χτί­σου­με τις αυρια­νές μας φάμπρικες

τα Λαϊ­κά Μέγα­ρα — Τα Κόκ­κι­να Στάδια

και το μεγά­λο Μνη­μείο των ηρώ­ων της Επανάστασης

Να μη ξεχά­σου­με και το μνη­μείο του Ντικ

Ναι Ναι του σκύ­λου μας του Ντικ

Της ομά­δας του Μούδρου

Που τον σκο­τώ­σα­νε οι Χωροφυλάκοι

για­τί αγά­πα­γε πολύ τους εξόριστους

Να μη ξεχά­σου­με σύντρο­φοι τον Ντικ

το φίλο μας το Ντικ που γάβγι­ζε τις νύχτες

στην αυλό­πορ­τα, αντί­κρυ στη θάλασσα

κι απο­κοι­μιό­ταν τα χαράματα

στα γυμνά πόδια της Λευτεριάς

με τη χρυ­σό­μυ­γα του Αυγερινού

πα στο στυ­λω­μέ­νο αυτί του

τώρα ο Ντικ κοι­μά­ται στη Λήμνο

δεί­χνο­ντας πάντα το ζερ­βί του δόντι

Μπο­ρεί μεθαύ­ριο να τον ακού­σου­με πάλι

να γαβγί­ζει χαρού­με­νος σε μια διαδήλωση

Περ­νο­δια­βαί­νο­ντας κάτω από τις σημαί­ες μας

Εχο­ντας κρε­μα­σμέ­νη στο ζερ­βί δόντι μια μικρή πινακίδα

ΚΑΤΩ ΟΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ

Ηταν καλός ο Ντικ».

Του
Φοί­βου ΤΣΕΚΕΡΗ

Ο εικα­στι­κός Γιάν­νης Στε­φα­νί­δης, είναι ο μόνος που απο­τύ­πω­σε τον Ντικ στην εξο­ρία. Τη φωτο­γρ­φία κοι­νο­ποί­η­σε σήμε­ρα στο λογα­ρια­σμό της στο Facebook η εξαι­ρε­τι­κή ζωγρά­φος, κόρη του Γιάν­νη Στε­φα­νί­δη, Φωτεινή

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο