Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η “Άφιξη” _του μετανάστη _Shaun Tan

ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ; σε μια νέα, άγνω­στη χώρα, χωρίς να ξέρεις τι σε περιμένει;
Να ελπί­ζεις σε μια καλύ­τε­ρη ζωή, χωρίς καμιά εγγύ­η­ση ότι θα τη βρεις;
Πώς είναι να νιώ­θεις ξένος και μόνος, αγνα­ντεύ­ο­ντας ένα ‑ίσως- αφι­λό­ξε­νο μέρος όπου θα χτί­σεις το μέλ­λον σου;
Ανα­ζη­τάς καλύ­τε­ρες ευκαι­ρί­ες ζωής, χωρίς να έχεις παλέ­ψει με τον φόβο σου.

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Τον μεγάλο φόβο του κάθε μετανάστη που ξεριζώνεται από τον τόπο του.
Θα θυμάται άραγε ό,τι άφησε πίσω; 
Θα βρει κάτι που να αξίζει το τραύμα τού αποχωρισμού;

Η εμπει­ρία του ξερι­ζω­μέ­νου μετα­νά­στη δεν είναι μόνο μια ιστο­ρία επι­βί­ω­σης. Απο­τε­λεί ένα είδος ανα­ζή­τη­σης και σκο­πού ζωής. Ο μετα­νά­στης, πατώ­ντας το πόδι του στη νέα πατρί­δα, ανα­ζη­τά, ψάχνει: για νόη­μα αλλά και για μια και­νούρ­για ταυ­τό­τη­τα σ’ ένα περι­βάλ­λον που μπο­ρεί να είναι φιλι­κό και ταυ­τό­χρο­να εχθρι­κό, ορθο­λο­γι­κό αλλά και γεμά­το σύγ­χυ­ση, με χαμό­γε­λα αλλά και με κλει­στές πόρ­τες· Παρα­μέ­νει ωστό­σο ανοι­χτό στην επα­νε­κτί­μη­ση, σε μια δεύ­τε­ρη ματιά, σε μια νέα αξιο­λό­γη­ση. Η νέα ζωή αντα­να­κλά και τον νέο αυτο­προσ­διο­ρι­σμό εκεί­νου που φτά­νει για να βρει τον δρό­μο του κάπου αλλού. Έχο­ντας δια­νύ­σει μεγά­λες απο­στά­σεις, τόσο χιλιο­με­τρι­κές όσο και εντός του, η πρώ­τη μάχη του είναι ήδη κερ­δι­σμέ­νη. Έχει βρει το κου­ρά­γιο να φύγει, γνω­ρί­ζο­ντας πως το ταξί­δι είναι ο μονα­δι­κός προ­ο­ρι­σμός του. Έχει νιώ­σει την ερη­μιά της άγριας επι­βί­ω­σης. Έχει απελ­πι­στεί, έχει μετα­νιώ­σει, έχει δει τους συνο­δοι­πό­ρους του να χάνο­νται μπρο­στά στα μάτια του, όμως εκεί­νος συνέχισε.

Αυτή η ανα­ζή­τη­ση αντα­να­κλά­ται σε κάθε σελί­δα αυτού του υπέ­ρο­χου βιβλί­ου, στα σκί­τσα και τις εικό­νες του που μιλούν απευ­θεί­ας στην καρ­διά του ανα­γνώ­στη. Εικό­νες, πρό­σω­πα, χαρα­κτή­ρες, παι­χνί­δι με το Φως και τη Σκιά και η προ­αιώ­νια μάχη του Καλού και του Κακού ζωντα­νεύ­ουν σε κάθε σελί­δα της Άφι­ξης. Στη δική του ανώ­νυ­μη χώρα, οι εικο­νο­γρα­φή­σεις του είναι τόσο δυνα­τές που μιλούν εύγλωτ­τα για όλα όσα θέλει να θίξει — από οικο­νο­μι­κή, πολι­τι­κή, κοι­νω­νι­κή ή προ­σω­πι­κή σκο­πιά. Οι εικό­νες παί­ζουν εδώ τον ρόλο του αφη­γη­τή. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τις δικές του ανα­μνή­σεις από τα ταξί­δια του σε ξένες χώρες, ο Shaun Tan μας μετα­φέ­ρει την αίσθη­ση πως οι πιο πολ­λοί κου­βα­λά­με παγιω­μέ­νες αλλά ανα­κρι­βείς αντι­λή­ψεις για τα πράγ­μα­τα γύρω μας και πως οδη­γού­μα­στε απρό­θυ­μα στη συνει­δη­το­ποί­η­ση ότι το περι­βάλ­λον μας είναι γεμά­το με κρυμ­μέ­νες έννοιες, όπως κι αυτές που εμπε­ριέ­χο­νται στις εικό­νες του βιβλί­ου που κρα­τά­τε στα χέρια σας.

Ο Shaun Tan αφη­γεί­ται μια ιστο­ρία ελπί­ζο­ντας ότι, πέρα από το προ­φα­νές θέμα της, μπό­ρεί να ενθαρ­ρύ­νει τους ανα­γνώ­στες της να αφιε­ρώ­σουν λίγο χρό­νο για να κοι­τά­ξουν πέρα από την «κανο­νι­κό­τη­τα» το»ν δικών τους συν­θη­κών και να δουν τα πράγ­μα­τα μέσα από μια δια­φο­ρε­τι­κή οπτι­κή. Μια από τις βασι­κές αρε­τές της αφή­γη­σης είναι ότι μας καλεί να μπού­με στα παπού­τσια των άλλων, έστω για λίγο, αλλά ακό­μη πιο σημα­ντι­κό είναι ότι μας καλεί να σκε­φτού­με και τα δικά μας παπού­τσια. Τα δικά μας βήματα.
Ίσως και να σκε­φτού­με τους εαυ­τούς μας ως πιθα­νούς ξένους στη δική μας παρά­ξε­νη και αφι­λό­ξε­νη χώρα — ένα συναί­σθη­μα όλο και πιο κοι­νό σε όλο και περισ­σό­τε­ρο κόσμο που δεν έχει μπει καν στην επώ­δυ­νη δια­δι­κα­σία του ξερι­ζω­μού. Η απο­ξέ­νω­ση, η συναι­σθη­μα­τι­κή απο­μό­νω­ση, η ερη­μιά που νιώ­θου­με συλ­λο­γι­κά και προ­σω­πι­κά σ’ αυτές τις νέες και πρω­τό­γνω­ρες συν­θή­κες που έχουν δια­μορ­φω­θεί παγκο­σμί­ως μάς κάνουν να σκε­φτού­με. Ποια συμπε­ρά­σμα­τα εξά­γου­με απ’ αυτή τη νέα συνθήκη;

Δεν είναι εύκο­λο να τα ορί­σου­με και ακό­μη δυσκο­λό­τε­ρο είναι να σκε­φτού­με περαι­τέ­ρω τις σχέ­σεις μετα­ξύ ανθρώ­πων και τόπων και τι πραγ­μα­τι­κά εννο­ού­με όταν μιλά­με για το «πού ανή­κου­με». Στην Άφι­ξη, δεν είναι μόνο το θέμα της μετα­νά­στευ­σης που πραγ­μα­τεύ­ε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας-εικο­νο­γρά­φος. Κυρί­ως μας προ­σκα­λεί να ανα­ρω­τη­θού­με για το πού ανή­κου­με πραγ­μα­τι­κά και ποια είναι η αλη­θι­νή μας πατρί­δα. Ίσως η πιο απλή απά­ντη­ση να είναι αυτή: πατρί­δα μας είναι οι άνθρω­ποι και όσο αυτοί υπάρ­χουν και θυμού­νται, είναι ζωντανή.

Όπως λέει και η Διδώ Σωτη­ρί­ου στο αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό μυθι­στό­ρη­μά της
Ματω­μέ­να Χώμα­τα:
στις μνή­μες των ζωντα­νών έσκυψα.
Ακού­μπη­σα μ’ αγά­πη και πόνο τ’ αυτί στις καρ­διές τους,
εκεί που κρα­τούν τις θύμη­σες
…”

Ένας άντρας δίνει στη γυναί­κα και στην κόρη του ένα τελευ­ταίο φιλί. Επι­βι­βά­ζε­ται σε ένα ατμό­πλοιο και δια­σχί­ζει τον ωκεανό.
Το πιο οδυ­νη­ρό αλλά και πιο σημα­ντι­κό ταξί­δι της ζωής του ξεκι­νά — αφή­νει την πατρί­δα του για να χτί­σει ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον για την οικο­γέ­νειά του.
Τι είναι αυτό που παρα­κι­νεί τόσους ανθρώ­πους να τ’ αφή­σουν όλα πίσω τους και να ταξι­δέ­ψουν ολο­μό­να­χοι σε μια μυστη­ριώ­δη χώρα, σ’ ένα μέρος χωρίς οικο­γέ­νεια και φίλους, όπου τίπο­τα δεν έχει όνο­μα και το μέλ­λον είναι άδηλο;
Αυτή η εικο­νο­γρα­φη­μέ­νη νου­βέ­λα χωρίς λόγια περι­γρά­φει μια παναν­θρώ­πι­νη ιστο­ρία: είναι η ιστο­ρία κάθε μετα­νά­στη, κάθε πρό­σφυ­γα και κάθε εξό­ρι­στου· κι ένας φόρος τιμής σε όσους τόλ­μη­σαν να κάνουν αυτό το ταξί­δι. (Από την παρου­σί­α­ση στο οπι­σθό­φυλ­λο του βιβλίου)

Ξενό­γλωσ­σος τίτλος:
THE ARRIVAL \ ISBN13 _9786185488307 \
Εκδό­της ΦΟΥΡΦΟΥΡΙ Σεπ-2021
σελί­δες 128 _33Χ24

Τα λεγό­με­να “silent books” σαν κατη­γο­ρία, δεν είναι αμι­γώς “εικο­νο­γρα­φη­μέ­να”, ούτε μπο­ρούν να μπουν σε ηλι­κια­κό γκρουπ (πλην “ασέ­μνων”, αλλά και πάλι;) λόγω απου­σί­ας κει­μέ­νου. Από κει και πέρα το δια­δί­κτυο … Η ιστο­ρία τους θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ξεκι­νά­ει χιλιά­δες χρό­νια πριν με τις πρώ­τες τοι­χο­γρα­φί­ες σε σπή­λαια, την πρώ­τη προ­σπά­θεια των ανθρώ­πων να διη­γη­θούν μια ιστο­ρία με εικό­νες, για να φτά­σου­με στα 1600 μ.Χ. και τα εικο­νο­γρα­φη­μέ­να εγχει­ρί­δια αλχη­μεί­ας, με χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο παρά­δειγ­μα αυτό του «Mutus Liber» που χρο­νο­λο­γεί­ται πίσω στο 1677 μ.Χ., αλλά και τον Αμε­ρι­κα­νό Lynd Kendall Ward, τον καλ­λι­τέ­χνη που θεω­ρεί­ται ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους εικο­νο­γρά­φους του 20ου αιώ­να και ο πρώ­τος που εισή­γα­γε τον όρο «wordless» με το βιβλίο του Gods’ Man (1929).

σσ.
Το Mutus Liber, (λατι­νι­κά = σιω­πη­λό –άφω­νο βιβλίο), είναι ένα ερμη­τι­κό φιλο­σο­φι­κό έργο που δημο­σιεύ­τη­κε στη La Rochelle το 1677. Κατα­τάσ­σε­ται μετα­ξύ των σημα­ντι­κό­τε­ρων για την αλχη­μεία στην πρώ­ι­μη σύγ­χρο­νη λογο­τε­χνία, όπως και το Atalanta Fugiens του Michael Maier . Έχει ανα­τυ­πω­θεί πολ­λές φορές. Απο­τε­λού­με­νο κυρί­ως από εικο­νο­γρα­φη­μέ­νες πλά­κες, το Mutus Liber προ­κα­λεί αντι­φα­τι­κές ερμη­νεί­ες. Το νόη­μά του είχε δια­λευ­καν­θεί από συγ­γρα­φείς (Eugène Canseliet, Serge Hutin κά), οι οποί­οι ισχυ­ρί­στη­καν ότι ήταν μυη­μέ­νοι αλχη­μι­στές. Πιο πρό­σφα­τες μελέ­τες προ­σπα­θούν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν την ιστο­ρι­κή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τα προ­κει­μέ­νου να απο­κα­λύ­ψουν το νόη­μά της.

Το Gods’ Man είναι “μυθι­στό­ρη­μα” χωρίς λόγια του Αμε­ρι­κα­νού καλ­λι­τέ­χνη Lynd Ward (1905–1985) που δημο­σιεύ­τη­κε το 1929. Σε 139 εικό­νες με ξυλο­μπο­γιά χωρίς λεζά­ντες, αφη­γεί­ται τη Φαου­στια­νή ιστο­ρία ενός καλ­λι­τέ­χνη που υπο­γρά­φει την ψυχή του για ένα μαγι­κό πινέ­λο. Το Gods’ Man ήταν το πρώ­το αμε­ρι­κα­νι­κό μυθι­στό­ρη­μα χωρίς λέξεις και θεω­ρεί­ται πρό­δρο­μος του graphic novel, του οποί­ου την εξέ­λι­ξη επη­ρέ­α­σε. Ο Ward συνά­ντη­σε για πρώ­τη φορά το χωρίς λόγια μυθι­στό­ρη­μα με τον Ήλιο (1919) του Frans Masereel ενώ σπού­δα­ζε τέχνη στη Γερ­μα­νία το 1926. Επέ­στρε­ψε στις ΗΠΑ το 1927 και δημιούρ­γη­σε καριέ­ρα ως εικο­νο­γρά­φος. Βρή­κε το άλε­κτο μυθι­στό­ρη­μα του Otto Nückel Destiny (1926) στη Νέα Υόρ­κη το 1929 και τον ενέ­πνευ­σε να δημιουρ­γή­σει ένα τέτοιο έργο δικό του. Το Gods’ Man εμφα­νί­στη­κε μια εβδο­μά­δα πριν από το κραχ της Wall Street του 1929. Παρ’ όλα αυτά γνώ­ρι­σε ισχυ­ρές πωλή­σεις και παρα­μέ­νει μέχρι σήμε­ρα το αμε­ρι­κα­νι­κό μυθι­στό­ρη­μα χωρίς λέξεις με τις περισ­σό­τε­ρες πωλή­σεις. Η επι­τυ­χία του ενέ­πνευ­σε άλλους Αμε­ρι­κα­νούς να πει­ρα­μα­τι­στούν με το μέσο, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του σκι­τσο­γρά­φου Milt Gross, ο οποί­ος παρω­δί­α­σε τον Gods’ Man στο He Done Her Wrong (1930). Στη δεκα­ε­τία του 1970, το παρά­δειγ­μα των μυθι­στο­ρη­μά­των χωρίς λόγια του Ward ενέ­πνευ­σε τους σκι­τσο­γρά­φους Art Spiegelman και Will Eisner να δημιουρ­γή­σουν τα πρώ­τα τους graphic novels.
Στο μυθι­στό­ρη­μα των 139 εικό­νων μετα­κι­νεί­ται η ιστο­ρία προς τα εμπρός κατά ένα διά­στη­μα που επι­λέ­γει ο Ward για να δια­τη­ρή­σει τη ροή της.

Ο Shaun Tan είναι ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους, πολυ­βρα­βευ­μέ­νους για το έργο του, καλ­λι­τέ­χνες – εικο­νο­γρά­φους, της επο­χής μας. Έχει βρα­βευ­τεί με το Astrid Lindgren Memorial Award, ένα από τα δύο σημα­ντι­κό­τε­ρα βρα­βεία παι­δι­κής λογο­τε­χνί­ας, για το σύνο­λο του έργου του, ενώ η Άφι­ξη έχει τιμη­θεί με βρα­βεία σε Ευρώ­πη, Αμε­ρι­κή και Αυστρα­λία, με σημα­ντι­κό­τε­ρα αυτό του Φεστι­βάλ της Ανγκου­λέμ, το Locus Award και την υπο­ψη­φιό­τη­τα για Hugo Award. Πέρα από την Αφι­ξη, έχει δημιουρ­γή­σει ακό­μα 12 βιβλία ως εικο­νο­γρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας, ενώ έχει εικο­νο­γρα­φή­σει βιβλία άλλων συγ­γρα­φέ­ων, όπως ο συγ­γρα­φέ­ας Fantasy και Sci-Fi Steven Paulsen (ανα­λυ­τι­κά εδώ _είναι πάνω από 100)

Η Άφι­ξη πρω­το­κυ­κλο­φό­ρη­σε το 2006 στην Αυστρα­λία για να φτά­σει σε εμάς 15 χρό­νια μετά, χωρίς όμως να έχει χάσει τίπο­τα από το νόη­μά της και την ουσία της. Μιλά­ει για το ταξί­δι ενός άνδρα που ανα­γκά­ζε­ται να αφή­σει την πατρί­δα του όταν αρχί­ζει να δια­φαί­νε­ται πως κάτι κακό πλη­σιά­ζει την πόλη μου ζει. Ο άνδρας – πρω­τα­γω­νι­στής θα πάρει τη μεγά­λη από­φα­ση να αφή­σει πίσω το σπί­τι και την οικο­γέ­νειά του, να ξεκι­νή­σει ένα ταξί­δι προς μια ξένη χώρα, της οποί­ας δε γνω­ρί­ζει τη γλώσ­σα που μιλά­νε και όπου θα προ­σπα­θή­σει να ορθο­πο­δή­σει ώστε να φέρει αργό­τε­ρα τη σύζυ­γό και την κόρη του εκεί, μαζί του. Μέσα σε 128 σελί­δες, τα μικρά και μεσαία σε μέγε­θος καρέ αλλά και τις ολο­σέ­λι­δες, εντυ­πω­σια­κές εικο­νο­γρα­φή­σεις και χωρίς ίχνος κει­μέ­νου, ο Shaun Tan αφη­γεί­ται την πορεία του, τη ζωή και τα συναι­σθή­μα­τά του πριν κατα­φέ­ρει να ολο­κλη­ρώ­σει την απο­στο­λή του, αλλά και όταν αρχί­ζει σιγά-σιγά να γίνε­ται μέρος μιας νέας κοι­νό­τη­τας ανθρώ­πων. Όλη η ιστο­ρία είναι τοπο­θε­τη­μέ­νη χρο­νι­κά σε μια άγνω­στη στον ανα­γνώ­στη επο­χή (δεν κατα­λα­βαί­νει κανείς αν μιλά­με για το παρόν, το παρελ­θόν ή το μέλ­λον), παρά το γεγο­νός ότι η σέπια ως χρω­μα­τι­κή επι­λο­γή δίνει μια αίσθη­ση παλιού, μια αίσθη­ση πως ξεφυλ­λί­ζεις ένα φωτο­γρα­φι­κό άλμπουμ από τα περα­σμέ­να, όπως και τα ρού­χα των ανθρώ­πων. Αλλά και το μέρος όμως που εκτυ­λίσ­σε­ται η δρά­ση μοιά­ζει αρκε­τά με τον δικό μας κόσμο, με πολ­λά όμως στοι­χεία του φαντα­στι­κού (πχ. τα ζώα, αγάλ­μα­τα, αλφά­βη­το, τρό­ποι μετα­κί­νη­σης, κλπ), θέλο­ντας ίσως με αυτόν τον τρό­πο να τονι­στεί το πόσο δια­φο­ρε­τι­κή και εκτός πραγ­μα­τι­κό­τη­τας μοιά­ζει με νέα χώρα σε σχέ­ση με τη δική μας. Σύμ­φω­να πάντα με τον δημιουρ­γό, μέρος της έμπνευ­σης για τη δημιουρ­γία αυτού του βιβλί­ου ήταν οι ιστο­ρί­ες που κατά και­ρούς άκου­γε μετα­νά­στες να διη­γού­νται – κάτι που απο­τυ­πώ­νε­ται και στη φόδρα του βιβλί­ου με τα 60 πορ­τρέ­τα ανθρώ­πων – αλλά και η ιστο­ρία του ίδιου του πατέ­ρα του, που το 1960 ανα­γκά­στη­κε να φύγει από τη Μαλαι­σία και να εγκα­τα­στα­θεί στην Αυστρα­λία. Στη­μέ­νο σα σενά­ριο κινη­μα­το­γρα­φι­κής ται­νί­ας και με τον Tan σε ρόλο σκη­νο­θέ­τη, η Άφι­ξη ρου­φά­ει τον ανα­γνώ­στη μέσα στις σελί­δες της, κάνο­ντάς τον κοι­νω­νό των όσων βιώ­νει ο πρωταγωνιστής.

Το αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό αυτό wordless graphic novel απο­τε­λεί φόρο τιμής σε όλους τους ανθρώ­πους – γυναί­κες και άνδρες που ξερι­ζώ­νο­νται με την ελπί­δα μιας καλύ­τε­ρης ζωής, δίνο­ντας μιας γεύ­ση σε όλους εμάς που δεν έχει χρεια­στεί ως τώρα να πάρου­με τον δύσκο­λο δρό­μο της προ­σφυ­γιάς ή της μετα­νά­στευ­σης και δεν ξέρου­με πώς είναι να πρέ­πει να αφή­σεις πίσω όλα όσα γνω­ρί­ζεις και να ζήσεις σε ένα μέρος άγνω­στο ίσως και αφι­λό­ξε­νο. Ο ίδιος ο Shan Tan άλλω­στε έχει πει για την Άφι­ξη όταν πρω­το­κυ­κλο­φό­ρη­σε: «Στην Αυστρα­λία οι άνθρω­ποι αντι­με­τω­πί­ζουν τους μετα­νά­στες μόνο ως πρό­βλη­μα, χωρίς να μπο­ρούν να δουν πίσω αυτό. Δεν περι­μέ­νω πως το βιβλίο μου θα αλλά­ξει εντε­λώς τον τρό­πο με τον οποίο σκέ­φτο­νται οι άνθρω­ποι. Αν όμως δια­βά­ζο­ντας κάποιος την Άφι­ξη κατορ­θώ­σει να μπει έστω και για λίγο στα παπού­τσια των ανθρώ­πων που ανα­γκά­ζο­νται να εγκα­τα­λεί­ψουν τη χώρα τους, τότε θα αισθαν­θώ πως πέτυ­χα έστω αυτό το κάτι, το μικρό».

Πολύ εύστο­χη και συνειρ­μι­κά η υπο­ση­μεί­ω­ση της έκδο­σης που έχου­με στα χέρια μας, με ανα­φο­ρά στην Διδώ Σωτη­ρί­ου και στο αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό μυθι­στό­ρη­μά της Ματω­μέ­να Χώμα­τα: “στις μνή­μες των ζωντα­νών έσκυ­ψα. Ακού­μπη­σα μ’ αγά­πη και πόνο τ’ αυτί στις καρ­διές τους, εκεί που κρα­τούν τις θύμη­σες…”

Ο Shaun Tan (γεν­νη­μέ­νος το 1974) είναι Αυστρα­λός καλ­λι­τέ­χνης, συγ­γρα­φέ­ας και κινη­μα­το­γρα­φι­στής. Κέρ­δι­σε ένα Όσκαρ για το The Lost Thing, μια μετα­φο­ρά κινου­μέ­νων σχε­δί­ων το 2011 ενός βιβλί­ου με εικό­νες του 2000 που έγρα­ψε και εικο­νο­γρά­φη­σε. Άλλα βιβλία που έχει γρά­ψει και εικο­νο­γρα­φή­σει είναι το Κόκ­κι­νο Δέντρο και η Άφι­ξη _περί ου ο λόγος

Ο Tan γεν­νή­θη­κε στο Fremantle της Δυτι­κής Αυστρα­λί­ας και μεγά­λω­σε στα βόρεια προ­ά­στια του Περθ της Δυτι­κής Αυστρα­λί­ας. Το 2006, το χωρίς λόγια graphic μυθι­στό­ρη­μά του The Arrival κέρ­δι­σε το βρα­βείο Βιβλί­ου της Χρο­νιάς ως μέρος των Λογο­τε­χνι­κών Βρα­βεί­ων Premier της Νέας Νότιας Ουα­λί­ας. Το ίδιο βιβλίο κέρ­δι­σε το βρα­βείο Picture Book της χρο­νιάς του Συμ­βου­λί­ου Παι­δι­κού Βιβλί­ου της Αυστρα­λί­ας το 2007  και το Premier’s Book Awards της Western Australian το 2006.

Το έργο του Tan έχει περι­γρα­φεί ως μια “αυστρα­λια­νή γλώσ­σα” που είναι “ταυ­τό­χρο­να κοι­νό­το­πη και παρά­ξε­νη, οικεία και παρά­ξε­νη, τοπι­κή και καθο­λι­κή, καθη­συ­χα­στι­κή και τρο­μα­κτι­κή, οικεία και από­μα­κρη, λού­κι και sprezzatura. Χωρίς ρητο­ρι­κή, χωρίς πίε­ση για εφέ. Ποτέ άλλο από τον εαυ­τό του»

Για τη συνει­σφο­ρά του στην καριέ­ρα του στην «παι­δι­κή και νεα­νι­κή λογο­τε­χνία με την ευρεία έννοια», ο Tan κέρ­δι­σε το 2011 το Astrid Lindgren Memorial Award από το Σου­η­δι­κό Συμ­βού­λιο Τεχνών, το μεγα­λύ­τε­ρο βρα­βείο στην παι­δι­κή λογοτεχνία

Η ζωή του

Ως παι­δί, ο Ταν περ­νού­σε χρό­νο εικο­νο­γρα­φώ­ντας ποι­ή­μα­τα και ιστο­ρί­ες και σχε­δί­α­ζε δει­νό­σαυ­ρους, ρομπότ και δια­στη­μό­πλοια. Στο σχο­λείο ήταν γνω­στός ως ταλα­ντού­χος καλ­λι­τέ­χνης. Και στα 11 έγι­νε θαυ­μα­στής της τηλε­ο­πτι­κής σει­ράς The Twilight Zone καθώς και βιβλί­ων που είχαν παρό­μοια θέμα­τα και ανα­φέ­ρει τον Ray Bradbury (σσ. Αμε­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας και σενα­ριο­γρά­φος επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας, τρό­μου και μυστη­ρί­ου γεν. το 1920). Αυτές οι ιστο­ρί­ες τον οδή­γη­σαν να γρά­ψει τα δικά του διη­γή­μα­τα. Για την προ­σπά­θειά του να γρά­ψει όταν ήταν νέος, λέει: «Έχω ένα μικρό σωρό επι­στο­λές απόρ­ρι­ψης ως από­δει­ξη αυτής της φιλο­δο­ξί­ας!» Σε ηλι­κία δεκα­έ­ξι ετών, η πρώ­τη εικο­νο­γρά­φη­ση του Ταν εμφα­νί­στη­κε στο αυστρα­λια­νό περιο­δι­κό Aurealis (1990)

Μετάβαση στην εικονογράφηση

Σχε­δόν σπού­δα­σε για να γίνει γενε­τι­στής (του άρε­σε η χημεία, η φυσι­κή, η ιστο­ρία στο γυμνά­σιο “καθώς και η τέχνη”) και ισχυ­ρί­στη­κε ότι δεν ήξε­ρε πραγ­μα­τι­κά τι ήθε­λε να κάνει. Κατά τη διάρ­κεια των πανε­πι­στη­μια­κών του σπου­δών,  απο­φά­σι­σε να μετα­βεί από τις ακα­δη­μαϊ­κές σπου­δές στο να εργα­στεί ως καλ­λι­τέ­χνης. Συνέ­χι­σε σε Πανε­πι­στή­μιο της Αυστρα­λί­ας όπου σπού­δα­σε Καλές Τέχνες, Αγγλι­κή Λογο­τε­χνία και Ιστο­ρία. Αν και αυτό τον ενδιέ­φε­ρε, η πρα­κτι­κή δου­λειά ήταν μικρή _το 1995 απο­φοί­τη­σε με πτυ­χίο (Bachelor) στις τέχνες

Επαγγελματική απασχόληση

Αρχι­κά, δού­λευε ασπρό­μαυ­ρο για­τί οι τελι­κές ανα­πα­ρα­γω­γές θα τυπώ­νο­νταν έτσι. Μερι­κά ασπρό­μαυ­ρα μέσα που χρη­σι­μο­ποί­η­σε περι­λαμ­βά­νουν στυ­λό, μελά­νια, ακρυ­λι­κά, κάρ­βου­νο, ξύστρα, φωτο­τυ­πί­ες και λινο­τυ­πί­ες. Τα τρέ­χο­ντα έγχρω­μα έργα του αντί­θε­τα πολ­λά δια­φο­ρε­τι­κά χρώ­μα­τα. _με μολύ­βι γρα­φί­τη για να κάνει σκί­τσα σε συνη­θι­σμέ­νο χαρ­τί. Στη συνέ­χεια, τα σκί­τσα ανα­πα­ρά­γο­νται πολ­λές φορές με δια­φο­ρε­τι­κές εκδό­σεις που ποι­κίλ­λουν ανά­λο­γα με τα μέρη που προ­στί­θε­νται ή αφαι­ρού­νται. Μερι­κές φορές χρη­σι­μο­ποιού­νται ψαλί­δια _η ιδέα κοπής και επι­κόλ­λη­σης κολάζ σε αυτά τα πρώ­τα στά­δια επε­κτεί­νε­ται συχνά στην τελι­κή παρα­γω­γή με πολ­λές από τις εικο­νο­γρα­φή­σεις του να χρη­σι­μο­ποιούν υλι­κά όπως γυα­λί, μέταλ­λο, μοσχεύ­μα­τα από άλλα βιβλία ακό­μη και νεκρά έντομα (!!).

Περι­γρά­φει τον εαυ­τό του ως έναν αργό εργά­τη που ανα­θε­ω­ρεί τη δου­λειά του πολ­λές φορές στην πορεία. Ενδια­φέ­ρε­ται για την απώ­λεια και την απο­ξέ­νω­ση και πιστεύ­ει ότι ιδιαί­τε­ρα τα παι­διά αντι­δρούν καλά σε θέμα­τα φυσι­κής δικαιο­σύ­νης. Αισθά­νε­ται ότι είναι «σαν μετα­φρα­στής» ιδε­ών και είναι χαρού­με­νος και κολα­κευ­μέ­νος που βλέ­πει τη δου­λειά του να δια­σκευά­ζε­ται και να ερμη­νεύ­ε­ται στον κινη­μα­το­γρά­φο και τη μου­σι­κή (όπως από την Αυστρα­λια­νή Ορχή­στρα Δωματίου).

Επιρροές

Ο Tan αντλεί από μια μεγά­λη πηγή έμπνευ­σης και ανα­φέ­ρει πολ­λές επιρ­ρο­ές στη δου­λειά του. Το σχό­λιό του για το θέμα είναι: «Είμαι αρκε­τά παμ­φά­γος όσον αφο­ρά τις επιρ­ρο­ές, και μου αρέ­σει να το παρα­δέ­χο­μαι ανοι­χτά» Ορι­σμέ­νες επιρ­ρο­ές είναι πολύ άμε­σες. Το Lost Thing είναι ένα ισχυ­ρό παρά­δειγ­μα όπου κάνει οπτι­κές ανα­φο­ρές σε διά­ση­μα έργα τέχνης. Πολ­λές από τις επιρ­ρο­ές μου είναι πολύ πιο λεπτές οπτι­κά, μερι­κές από τις επιρ­ρο­ές μου είναι ιδε­ο­λο­γι­κές _λέει.

Το βρα­βείο Shaun Tan για νέους καλ­λι­τέ­χνες χρη­μα­το­δο­τεί­ται από την πόλη του Subiaco και είναι ανοι­χτό σε όλα τα παι­διά σχο­λι­κής ηλι­κί­ας στο Περθ μετα­ξύ 5 και 17 ετών. Το βρα­βείο στο­χεύ­ει στην ενθάρ­ρυν­ση της δημιουρ­γι­κό­τη­τας σε δισ­διά­στα­τα έργα. Η εκδή­λω­ση πραγ­μα­το­ποιεί­ται κάθε χρό­νο με τους νικη­τές να ανα­κοι­νώ­νο­νται τον Μάιο και τα έργα των φινα­λίστ να εκτί­θε­νται στη Βιβλιο­θή­κη Subiaco όλο τον Ιούνιο

ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ;
σε μια νέα, άγνωστη χώρα __?¿

Βρα­βεύ­σεις ___
Περισ­σό­τε­ρα  εδώ
Shaun Tan _    Writer_    Art Department _     Director
Επί­ση­μο site

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο