Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Αγγέλισσα του Δέτη

«Ένα τοπίο βγαλ­μέ­νο από παρα­μύ­θι με νεράι­δες, σου προ­κα­λεί δέος με την ομορ­φιά του και εκεί­νη η Αγγέ­λισ­σα» , έτσι θυμά­ται  η Σελη­νιώ, τη για­γιά Καλ­λι­στώ να περι­γρά­φει μαγι­κά αυτό το μέρος.

Λένε, πως εδώ στον ακα­τοί­κη­το γκρε­μό, έρχε­ται τις νύχτες μια παρά­ξε­νη Αγγέ­λισ­σα, με μιαν άσπρη και μια μαύ­ρη παμπά­λαια φτε­ρού­γα. Στη μαύ­ρη, έχει δεμέ­νες σε κλω­στές τις έγνοιες των ανθρώ­πων, τις απαρνημένες.
Της αρέ­σει ν’ απλώ­νει τον κόκ­κι­νο χιτώ­να της στην κόψη του χαρα­κιού και να πετά ακρι­βώς πάνω από εκεί που πέφτει το νερό. Εκεί, δίχως φόβο, ανοί­γει τα τεφτέ­ρια της και δια­βά­ζει, και έχει λένε την εξου­σία να διορ­θώ­σει τα Μοι­ρό­γρα­φτα του τόπου και του ανθρώπου…
«Λένε ακό­μη, ότι αν φοβά­σαι πως κάτι είναι γραμ­μέ­νο με κάρ­βου­νο στο χέρι σου, πριν σε σημα­δέ­ψει, κάνε τον κόπο να πεζο­πο­ρή­σεις στη στρά­τα της και έλα να ζητή­σεις να σου το σβή­σει» , θεω­ρείς σωστό να ενη­με­ρώ­σεις τις καλές σου φίλες, Ευγε­νία και Σελη­νιώ (μάνα και κόρη), ξενι­τε­μέ­νες Λασι­θιώ­τισ­σες στην καταγωγή.

Η Αγγέλισσα του Δέτη Φωτο Γιάννης Ορφανός

Φωτο Γιάν­νης Ορφανός

Η Σελη­νιώ είναι σίγου­ρη πως στο σκί­σμα του βρά­χου βλέ­πει μια μεγά­λη καρ­διά σαν τρια­ντά­φυλ­λο. Αφορ­μή να παρα­δε­χτεί τη φήμη της Αγγέ­λισ­σας του καταρ­ρά­κτη. Την έχει ακου­στά από την ίδια τη για­γιά της που το έζη­σε. Η για­γιά Καλ­λι­στώ, μαία, ήταν μια από τις πρώ­τες μαί­ες που υπη­ρέ­τη­σε τη μαιευ­τι­κή  επι­στή­μη στο Ορο­πέ­διο σε μια επο­χή σκλη­ρή με ιδιαί­τε­ρα αντί­ξο­ες συν­θή­κες, για δεκα­πέ­ντε και πλέ­ον χρό­νια. Με πολ­λή φόρ­τι­ση αλλά και καμά­ρι θα διη­γη­θεί σεμνά η Σεληνιώ:

«Τον Φλε­βά­ρη του χίλια εννια­κό­σια είκο­σι εννιά, η μαία εκεί­νη, η δική μου για­γιά και μητέ­ρα της δικής μου μητέ­ρας της Ευγε­νί­ας, η Καλ­λι­στώ, μια γυναί­κα ξεχω­ρι­στή με απί­στευ­τα καλή θωριά και αρχο­ντι­κή κατα­γω­γή, υπήρ­ξε μια πολύ όμορ­φη και αρι­στο­κρα­τι­κή γυναί­κα, η οποία στην επο­χή της, είχε απο­φοι­τή­σει με άρι­στα από το Εθνι­κό Μαιευ­τή­ριο Αθηνών.

Αγγέλισσα του Δέτη Η Καλλιστώ δεν ήταν μόνο ευγενική

Η Καλ­λι­στώ δεν ήταν μόνο ευγε­νι­κή και ιδιαί­τε­ρη από τη φύση της, αλλά και οργα­νω­τι­κή όσο λίγες γυναί­κες. Κρα­τού­σε ημε­ρο­λό­γιο. Ένα σκλη­ρό­δε­το τετρά­διο στο οποίο κατέ­γρα­φε όλους τους τοκε­τούς που πραγ­μα­το­ποιού­σε, αριθ­μη­τι­κά και ετη­σί­ως, ενώ στις τελευ­ταί­ες του σελί­δες σημεί­ω­νε, προ­σω­πι­κά γεγο­νό­τα της ζωής της, όπως ο γάμος της και η γέν­νη­ση των παι­διών της.

Η σχέ­ση της με το Ορο­πέ­διο κατα­γρά­φε­ται ως αγα­πη­τι­κή σχέ­ση ζωής, αφού όχι μόνο δέθη­κε με τον τόπο και τους ανθρώ­πους του, αλλά βοή­θη­σε να έρθουν στη ζωή με τα μέσα εκεί­νης της επο­χής εκα­το­ντά­δες παι­διά στο Ορο­πέ­διο και στην ευρύ­τε­ρη περιο­χή. Ο γάμος της, σύμ­φω­να με την προ­σω­πι­κή της ανα­φο­ρά, έγι­νε το Νοέμ­βρη του χίλια εννια­κό­σια τριά­ντα έξι, στο Ηρά­κλειο. Όμως τον Αύγου­στο της ίδιας χρο­νιάς, θορυ­βη­μέ­νη από την αντι­πα­ρά­θε­ση που είχε δημιουρ­γη­θεί ανά­με­σα στην οικο­γέ­νεια της και την οικο­γέ­νεια του αγα­πη­μέ­νου της, είχε έρθει σε αυτό εδώ το μέρος, μετά από τις υπο­δεί­ξεις ενός τυφλού γέρο­ντα. Ένα σημά­δι, σαν μελα­νιά ή σαν από κάρ­βου­νο,  στο αρι­στε­ρό της χέρι, που όσο και αν το σαπού­νι­ζε δεν έφευ­γε, ήταν αυτό που παρα­τή­ρη­σε και το αξιο­λό­γη­σε ως προει­δο­ποί­η­ση για κάτι κακό. Οι φιλε­νά­δες της, η Νικη­θέα και η Νικα­ρέ­τη, την έστει­λαν στον τυφλό βρα­κο­φό­ρο γέρο­ντα στο Νικη­θια­νό και αυτός, αφού άκου­σε την έγνοια της, της είπε να ζητή­σει χάρη από την “Αγγέ­λισ­σα του Δέτη”…

Ανα­ζη­τώ­ντας την, έφτα­σε εδώ που ήρθα­με και εμείς, και στά­θη­κε  τυχε­ρή, αφού όχι μόνο την είδε και της μίλη­σε, αλλά την έπει­σε και άλλα­ξε το Μοι­ρό­γρα­φτο της. Το μαύ­ρο σημά­δι που είχε εμφα­νι­στεί στην παλά­μη της, εξα­φα­νί­στη­κε όπως η ίδια ισχυ­ρι­ζό­ταν στις σαρά­ντα μέρες, οπό­τε βρή­κε το θάρ­ρος να παρα­βλέ­ψει τη γνώ­μη των δικών της, πηγαί­νο­ντας κόντρα ακό­μη και στο θέλη­μα του πατέ­ρα της, ένδει­ξη μεγά­λης ανυ­πα­κο­ής για εκεί­να τα χρό­νια. Η Καλ­λι­στώ είχε δέσει το σημά­δι της με μια κλω­στή στη μαύ­ρη φτε­ρού­γα της Αγγέ­λισ­σας, σίγου­ρη ότι μετά από αυτό μπο­ρού­σε να ακο­λου­θή­σει τον έρω­τα στο Μεγά­λο Κάστρο…»

Δακρύζει η Σεληνιώ, στη μνήμη της γιαγιάς της.

Η Ευγε­νία, φανε­ρά συγκι­νη­μέ­νη κρύ­βει επι­με­λώς το δάκρυ στον καταρ­ρά­κτη των ματιών της. Τα χρό­νια της νιό­της της, τα πέρα­σε όλα στο Ορο­πέ­διο, σ’ έναν τόπο που χαρί­ζει την ενέρ­γειά του πηγαία και αυθόρ­μη­τα σε όλους. Στα­λαγ­μα­τιές ασή­μι και γκρι τα υπέ­ρο­χα, παρά την ηλι­κία μάτια της κρα­τούν τον αξό­δευ­το έρω­τα, αυτόν που ότι και αν κάνεις δεν αντι­γρά­φε­ται. Εκεί, στο βλέμ­μα της βου­τούν ακό­μα και βυθί­ζο­νται παρά­πο­να και φεγγάρια.

Μετά από όλα αυτά που έχουν ειπω­θεί, ολό­κλη­ρη η παρέα μένει εκστα­τι­κή μπρο­στά στον καταρ­ρά­κτη, να τον κοι­τά, μέχρι να φανε­ρω­θεί η “Αγγέ­λισ­σα του Δέτη” , στην άκρη του γκρε­μού, και ώσπου να φανε­ρω­θεί, θα ανα­κα­λύ­ψουν άλλα σπου­δαία μυστι­κά στον παλ­μό του νερού που πέφτει, τρέ­χει, μα δεν χάνε­ται, για­τί εδώ το νερό είναι αυτό που ξεδι­ψά τη ρίζα της ζωής σε ρόλο πρωταγωνιστή!

Το καλό με όσους φτά­νουν στον καταρ­ρά­κτη της Πλύ­στρας είναι ότι ξέρουν για­τί έρχο­νται. Δεν ενο­χλούν σε καμία περί­πτω­ση το διπλα­νό τους, δεν φωνά­ζουν, δεν ασχη­μο­νούν, εναρ­μο­νί­ζο­νται με τη φύση και ποτέ δεν αφή­νουν σκου­πί­δια. Οπό­τε νιώ­θεις και μαζί και μόνος, αξία ανε­κτί­μη­τη στα Λασι­θιώ­τι­κα βου­νά. Ίσως με την πρώ­τη ματιά το τοπίο να μοιά­ζει σκλη­ρό και κακο­τρά­χα­λο και να σκε­φτείς πως δεν εντυ­πω­σιά­ζει ιδιαί­τε­ρα, όμως κοι­τά­ζο­ντας προ­σε­κτι­κό­τε­ρα θα ανα­κα­λύ­ψεις την κρυ­φή γοη­τεία και τη μαγεία του.

Και για να σου μεί­νει αξέ­χα­στη η δια­δρο­μή, με αφορ­μή το φευ­γιό μιας πέρ­δι­κας, θα ακο­λου­θή­σεις τον πεζο­πο­ρι­κό όμι­λο και στο παρα­δο­σια­κό τραγούδι:

«Μια πέρ­δι­καν εζύ­γω­να | Κι όσο εγλά­κου εσίμωνα
Από χαρά­κι σε κλα­δί | Πετά μου φεύ­γει να χαθεί
Χαμο­πε­τά κι εγώ γλα­κώ | Πιά­νω την απού το φτερό
Γλύ­κα γλυ­κά τση μίλη­σα | Κι από χαρά τη φίλησα
Παί­ζει φτε­ρό και φεύ­γει μου | Πάει παρέ­κει λέει μου
Εγώ με του βου­νού που­λί | Και δε χωράω στο κλουβί
Κι ας είχα με κρα­τάς καλά | Να μ’ έχεις πάντα συντροφιά»

 «Η Μάχη του Λασιθιού» Λασίθι, Τόπος Μέγας

«Η Μάχη του Λασι­θιού».  Ρουσ­σέ­τος Παναγιωτάκης

Ελεύθερη στο δειλινό φως…

Ενορ­χη­στρώ­νεις φτε­ρά λευ­κά και μου­σι­κές από τον ψίθυ­ρο των άστρων, δια­τη­ρώ­ντας τρυ­φε­ρή την πίστη σ’ έναν άλλον  ουρανό.

Σμι­λεύ­ο­ντας αρχέ­τυ­πες εικό­νες του έρω­τα, πέρα από τη δόνη­ση του φιλιού, η αφο­σί­ω­ση, η μετα­φυ­σι­κή φαντα­σί­ω­ση και ο θάνα­τος χωρίς να σου προ­κα­λεί λύπη, χωρίς αγω­νία πια.

Ντυ­μέ­νες στα μετα­ξω­τά, οι μνή­μες της νιό­της και οι ώρες οι δακρυ­σμέ­νες του απο­χω­ρι­σμού στα δίχτυα της γοη­τεί­ας του θρύ­λου. Παρα­δο­μέ­νη στο πάθος του ανέ­μου μια ξεχα­σμέ­νη παπα­ρού­να λιτα­νεύ­ει ακό­μη το κόκ­κι­νο στη σκου­ριά του βράχου.

Φτε­ρά ανοι­χτά, ένα άσπρο και ένα μαύ­ρο, εκεί που μόνο με τη σιω­πή αντέ­χεις να ζήσεις. Με την παλιά σου σκέ­ψη, στην και­νού­ρια ζωή, αφή­νεις τα σημά­δια της σκιάς στη συντρι­βή της μέρας, ναι, τώρα πια, η ελευ­θε­ρία σου αδιαπραγμάτευτη.

Η ζωή δεν ξέρει από δικαιοσύνη, δεν έχει σφραγίδα …

Στην αλη­θι­νή παρά­στα­ση ανά­σα μονα­χι­κή, αυτή που ελπί­ζει στη φθι­νο­πω­ρι­νή βρο­χή και στην αντα­νά­κλα­ση των άστρων πάνω στο ραγι­σμέ­νο σου καθρέ­φτη, ένα αμυ­δρό φως, αξό­δευ­το το φως Καλ­λι­στώ, Ευγε­νία, Σελη­νιώ, Ζωή…


Από­σπα­σμα από το βιβλίο
«Λασί­θι, Τόπος Μέγας»
Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης

Ζωή Δικταί­ου
Κέρ­κυ­ρα, Μάης του 2020


* H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου]  γεν­νή­θη­κε στην Κρήτη.
Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρ­κυ­ρα. Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ. Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκο­τά­δι. Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο…»

Βιβλία:  «Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια», εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι, «Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο», εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι, «Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια», εκδό­σεις Έψιλον. 

Δημο­σιευ­μέ­να ποι­ή­μα­τα και διη­γή­μα­τα με το ψευ­δώ­νυ­μο Ζωή Δικταί­ου.  Δισκο­γρα­φι­κή συνερ­γα­σία με Γιάν­νη Νικο­λά­ου και Νίκο Ανδρουλάκη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο