Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Εβδομάδα των Παθών

Του \\ ΣΠΥΡΟΥ ΤΖΟΚΑ

Μεγά­λη Βδο­μά­δα. Κρα­τάω μια φωτο­γρα­φία και την κοι­τώ επί­μο­να. Για ώρα. Δεν πρέ­πει να αφή­σω τον ψυχι­σμό να λυγί­σει και να παρα­δο­θεί στη θλί­ψη την ανή­μπο­ρη. Εξάλ­λου τέτοιες μέρες κυο­φο­ρεί­ται μια ανε­παί­σθη­τη θλί­ψη που παρα­πέμπει σε τέτοιες σκέ­ψεις. Η φωτο­γρα­φία εικο­νί­ζει τη γειτο­νιά μου, τη γει­το­νιά των παιδι­κών μου χρό­νων και την εκκλη­σία της, τους Τρεις Ιεράρχες.

Μια γει­το­νιά που η φτώ­χεια είχε ανα­γκά­σει τους ανθρώ­πους της να ριχτούν από τα νιά­τα τους στην περι­πέ­τεια της επι­βί­ω­σης, αγνο­ώ­ντας την περι­πέ­τεια της ζωής. Φτώ­χεια, ανέ­χεια και ο μό­χθος για την επι­βί­ω­ση. Οι άνθρω­ποι της γει­το­νιάς ανα­κά­λυ­πταν πόσο δυνα­τοί ήταν όταν δεν είχαν άλλη επι­λο­γή. Ήταν επι­λο­γή ζωής ή επιβίωσης.

Φαί­νο­νται όμορ­φοι άνθρω­ποι. Και κιμπά­ρη­δες. Συνη­θι­σμέ­νοι άνθρω­ποι, αλλά τόσο σπά­νιοι, σαν να είχαν το χάρι­σμα. Τους συνα­ντού­σες εκεί στην εκκλη­σιά, στον καφε­νέ, στις γει­το­νιές, στις πεζού­λες και είχαν μια αρ­χοντιά στα απλά πράγ­μα­τα… ακό­μα ‑ακό­μα πώς έβγα­ζαν το άφιλ­τρο τσι­γά­ρο από το πακέ­το, πώς το τοπο­θε­τού­σαν στα χεί­λη τους και πώς το άνα­βαν και μετά ο καπνός που δημιουρ­γού­σε σχή­μα­τα… ακό­μα ‑ακό­μα και από το τσού­γκρι­σμα του κρασοπότη­ρου. Κάποιες φορές νέρω­ναν το κρα­σί τους. Ο μπαρ­μπα-Νίκος έλε­γε ότι τους μήνες που δεν έχουν το ρ το κρα­σί θέλει νερό.

Πολ­λούς από αυτούς τους νόμι­ζα σαν ανθρώ­πους από σίδε­ρο. Και να τους τώρα στη φωτο­γρα­φία. Τους θυμά­μαι να γυρί­ζουν από τις εξο­ρί­ες και τις φυλα­κές. Ζωές τσα­κι­σμέ­νες και τσα­λα­κω­μέ­νες. Ευθυ­τε­νείς, με βλέμ­μα καθα­ρό, δανει­κά κο­στούμια που γυά­λι­ζαν από το πολύ σιδέ­ρω­μα, κολ­λα­ρι­σμέ­να που­κά­μι­σα και καθα­ρά παπού­τσια. Και τα άσπρα που­κά­μι­σα να ακο­λου­θούν τον επι­τά­φιο. Συνή­θως σιω­πη­λοί, έπι­ναν κοι­τά­ζο­ντας με ένα βλέμ­μα τρυ­φερό, μα γεμά­το από­γνω­ση πολ­λές φορές, τους νεοσ­σούς του «κινή­μα­τος», όντας αμά­θη­τοι, πίνα­νε κανέ­να ποτή­ρι ρετσί­να παρα­πά­νω κι αρχί­ζα­με τα ηρω­ικά και επι­κά για τα «βου­νά, το αντάρ­τι­κο, το κίνημα»·.

Σε μερι­κούς έκλει­σα τα μάτια. Ήθε­λαν μια δίκαιη κοι­νω­νία, με τους ανθρώ­πους να είναι ευ­τυχισμένοι. Τους μάντρω­σαν παλι­κα­ρά­κια και κοπέ­λες στα στρα­τό­πε­δα και γύρι­σαν άντρες και γυναί­κες στην ωρι­μό­τη­τά τους. Πήγαν σχε­δόν αγράμμα­τοι και γύρι­σαν ο καθέ­νας με ένα επάγ­γελ­μα. Ήταν φύσει φιλο­πρό­ο­δοι και δημιουρ­γι­κοί. Μόχθη­σαν και πρό­κο­ψαν. Όσο τους άφη­νε το σύστη­μα των πι­στοποιητικών κοι­νω­νι­κών φρο­νημάτων. Ο ανθός της νεο­λαί­ας μιας τρα­γι­κής δεκαετίας…

_
πανε­πι­στη­μια­κού, συγγραφέα,
υπο­ψη­φί­ου με το ΚΚΕ
στον Νότιο Τομέα Αθηνών

Σάπιες ζωές, του Ανδρέα Ονουφρίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο