Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Επανάσταση του 21 «τροφός» της ποίησης

Η επα­νά­στα­ση του 1821 άσκη­σε επί­δρα­ση στις ιδέ­ες και στο έργο κορυ­φαί­ων Ελλή­νων και φιλελ­λή­νων Ευρω­παί­ων. Με το ξέσπα­σμα της Επα­νά­στα­σης, δίπλα στους καπε­τα­ναί­ους και τα παλι­κά­ρια τους, Έλλη­νες και ξένοι ποι­η­τές στέλ­νουν τα φιλε­λεύ­θε­ρα τρα­γού­δια τους να πολε­μή­σου­νε και αυτά μαζί τους. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρη περί­πτω­ση ο αρνη­τής της αρι­στο­κρα­τι­κής τάξης του, λόρ­δος Μπάι­ρον, που έκα­νε υπό­θε­σή του τη λευ­τε­ριά του λαού μας και μαχό­με­νος υπέρ αυτού έπε­σε στο Μεσολόγγι.

Πηγή έμπνευ­σης για κάθε δημιουρ­γό μέχρι και σήμερα.

Τιμώ­ντας την επέ­τειο της Επα­νά­στα­σης του ’21, επι­χει­ρού­με μια ενδει­κτι­κή παρουσίαση.

Τα νησιά της Ελλάδας

(Από­σπα­σμα)

Τα βου­νά το μεγά­λο Μαρα­θώ­να θωράνε,
κι η αθά­να­τη βλέ­πει τα πελά­γη κοιλάδα.
Εδώ πέρα μονά­χος συλ­λο­γιό­μουν πώς να ’ναι
θα μπο­ρού­σε και πάλε μια ελεύ­τε­ρη Ελλάδα!

(…)

Πρέ­πει τάχα να κλαί­με μεγα­λεία χαμένα,
και ντρο­πή να μας βάφει αντίς αίμα, σαν πρώτα;
Βγά­λε, ω γης δοξα­σμέ­νη, απ’ τα σπλά­χνα σου ένα
ιερό απο­μει­νά­ρι των παι­διών του Ευρώτα!
Απ’ εκειούς τους Τρια­κό­σους τρεις αν έρθου­νε, φτάνουν
άλλη μια Θερ­μο­πύ­λα στα βου­νά σου να κάνουν.

(…)
Απ΄τους άπι­στους Φρά­γκους λευ­τε­ριά μη ζητάτε!
Εκεί ζουν ηγε­μό­νες που που­λούν κι αγοράζουν.
Με δικό σας του­φέ­κι και σπα­θί πολεμάτε!
Αυτού θά’βρετ’ ελπί­δα, κι ό,τι θέλουν ας τάζουν.
Ζυγός Τούρ­κου, με Φρά­γκου πονη­ριά σαν ταιριάσουν
την ασπί­δα, όσο νά’ναι δυνα­τή, θα τη σπάσουν.

Λόρ­δος Μπάιρον
μτφρ. Αργύ­ρης Εφταλιώτης 

***

Εμπρός Ελλάδα

Εμπρός, στη­λώ­σου, Ελλά­δα επαναστάτισσα,
βάστα γερά στο χέρι τ’ άρμα­τά σου!
Μάταια δεν ξεση­κώ­θη­κεν ο Όλυμπος,
η Πίν­δο, οι Θερ­μο­πύ­λες — δόξα­σμά σου.

Απ’ τα βαθιά τους σπλά­χνα ξεπετάχτηκεν
η λευ­τε­ριά σου ολό­φω­τη, γενναία
κι απ’ τον τάφο του Σοφο­κλή, απ’ τα μάρμαρα
της Αθή­νας, πάντα ιερή και νέα.

Θεών κι ηρώ­ων πατρί­δα, σπά­ζεις άξαφνα
το ζυγό σου και την ενά­ντια Μοίρα
με τον ηχό, που βγά­νει του Τυρ­ταί­ου σου,
του Μπάι­ρον και του Ρήγα η άξια λύρα.

Αλέ­ξαν­δρος Πούσκιν
Μτφ Κώστας Βάρ­να­λης

***

Το ελ­λη­νόπουλο

Τούρ­κοι δια­βή­καν. Χαλα­σμός, θάνα­τος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τα’ όμορ­φο νησί, μαύ­ρη απο­μέ­νει ξέρα,
με τα κρα­σιά, με τα δεντρά
τ’ αρχο­ντο­νή­σι, που βου­νά και σπί­τια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγε­ρές καμιά φορά τα βράδια
καθρέ­φτι­ζε μεσ’ τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοί­τα­ξε κι απά­νου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλά­σμα­τα κάποιο παι­δί μονάχο
κάθε­ται, σκύ­βει θλιβερά
το κεφα­λά­κι στή­ριγ­μα και σκέ­πη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγρά­μπε­λη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ’ την αφά­ντα­στη φθορά.

Φτω­χό παι­δί, που κάθε­σαι ξυπό­λυ­το στις ράχες
για να μην κλαις λυπη­τε­ρά, τ’ ήθε­λες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματά­κια σου ν’ αστρά­ψου­νε, να ξαστε­ρώ­σουν πάλι
και να σηκώ­σεις χαρω­πά σαν πρώ­τα το κεφάλι
με τα μαλ­λά­κια τα χρυσά;

Τι θέλεις άτυ­χο παι­δί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέ­ξης ξέγνοια­στα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλ­λά­κια που του ψαλι­διού δεν τάχει αγγί­ξει η κόψη
και σκόρ­πια στη δρο­σά­τη σου τρι­γύ­ρω γέρ­νουν όψη
και σαν την κλαί­ου­σα την ιτιά;

Σαν τι μπο­ρού­σε να σου διώ­ξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρί­νο απ‘ το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρ­πός απ’ το δεντρί
που μεσ’ στη μου­σουλ­μα­νι­κή παρά­δει­σο φυτρώνει,
κ’ έν’ άλο­γο χρό­νια εκα­τό κι αν πιλα­λά­ει, Δεν σώνει
μεσ’ απ’ τον ίσκιο του να βγει;

Μη το που­λί που κελαη­δά­ει στο δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύ­κα του περ­νά­ει και ντέ­φι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τα αγαθά
τού­τα; Πες. Τα‘ άνθος, τον καρ­πό; Θες το πουλί;
‑Δια­βά­τη,
μου κρά­ζει το Ελλη­νό­που­λο με το γαλά­ζιο μάτι:
Βόλια, μπα­ρού­τι θέλω. Να.

Βίκτωρ Ουγκώ

***

Επίγραμμα

Του αγώ­να μας πρω­τό­φλε­βα, καρ­διά του Εικοσιένα,
για να σε χαι­ρε­τί­σου­νε, όρθο είναι σηκωμένοι
γυναί­κες, γέρο­ντες, παι­διά κ’ εγώ στη σύνα­ξή τους
για βια­στι­κό αντρο­κά­λε­σμα, για σημε­ρι­νό σημάδι.
Τι τώρα σμί­γει το αίμα Σου στην πιο πλα­τιά του κοίτη
μ’ όσο αίμα χύθη­κεν εχτές, και δες το, ξεχειλίζει
να μπει ποτά­μι ακρά­τα­γο με τα ποτά­μια τ’ άλλα
των Λαών ορμάν στη Λευ­τε­ριά π’ ανοί­γε­ται μπρο­στά τους
Ανθρω­πο­θά­λασ­σα της Ζωής, σ’ Εσέ, Δημοκρατία!

Αγγε­λος Σικελιανός

***

Μεσσολόγγι

Μεσο­λόγ­γι! Χαρά της Ιστορίας
Γη επαγ­γελ­μέ­νη. Πάνε εκα­τό χρόνια
κι ας πάνε. Η θύμι­ση, άχρονη,μπροστά σου
Θα γονατίζει

Κωστής Παλα­μάς

Αυτό κρα­τά­ει ανά­λα­φρο μεσ’ την ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρε­σβυ­τι­κό κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω δεν έχω άλλο κανένα
Μεθύ­στε με τ’ αθά­να­το κρα­σί του Εικοσιένα!

(…)

Από το φως αυτό στο κοντυ­λιού μου
την άκρα πήρα κι έσκυ­ψα να γράψω.
Χάρα­ξα ένα όνο­μα, είπα στους αιώνες

Γρά­φτη­κε από τον Κωστή Παλα­μά την 1η Νοεμ­βρί­ου 1940, τρεις μέρες μετά την κήρυ­ξη του Ελλη­νοϊ­τα­λι­κού Πολέμου.

***

Κρητικός

(Από­σπα­σμα)

Όμως εξε­χει­λί­σα­νε τα βάθη της καρ­διάς μου·
Τ’ αδέλ­φια μου τα δυνα­τά οι Τούρ­κοι μού τ’ αδράξαν,
Την αδελ­φή μου ατί­μη­σαν κι αμέ­σως την έσφαξαν,
Τον γέρο­ντα τον κύρη μου εκά­ψα­νε το βράδυ,
Και την αυγή μου ρίξα­νε τη μάνα στο πηγάδι.

(…)

Κι ετά­ρα­ζε τα σπλά­χνα μου ελευ­θε­ρί­ας ελπίδα
Κι’ έφώ­να­ζα: «ώ θεϊ­κιά κι όλη αίμα­τα Πατρίδα!»
Κι άπλω­να κλαί­ο­ντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·
Καλή ‘ν’ η μαύ­ρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.

Διο­νύ­σιος Σολωμός

***

Θούριος

(Από­σπα­σμα)

Ώς πότε παλι­κά­ρια να ζού­μεν στα στενά,
Mονά­χοι σα λιο­ντά­ρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπη­λαίς να κατοι­κού­μεν, να βλέ­πω­μεν κλαδιά,
Nα φεύ­γωμ’ απ’ τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνω­μεν αδέλ­φια, Πατρί­δα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παι­διά μας, κι’ όλους τους συγγενείς.
Καλ­λιώ­ναι μίας ώρας ελεύ­θε­ρη ζωή,
Παρά σαρά­ντα χρό­νοι σκλα­βιά, και φυλακή.
Τι σ’ ωφε­λεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,

(…)

Βουλ­γά­ροι, κι’ Αρβα­νή­τες, Αρμέ­νοι και Ρωμιοί,
Aρά­πι­δες, και άσπροι, με μια κοι­νή ορμή.
Για την ελευ­θε­ρί­αν, να ζώσω­μεν σπαθί,
Πως είμα­σθ’ αντρειω­μέ­νοι, παντού να ξακουσθή.

Ρήγας Φεραί­ος

***

Αι Ευχαί

Τῆς θαλάσ­σης καλήτερα
φου­σκω­μέ­να τὰ κύματα
῾νὰ πνί­ξουν τὴν πατρί­δα μου
ὡσὰν ἀπελπισμένην,
ἔρη­μον βάρκαν.

(…)

Καλή­τε­ρα, καλήτερα
δια­σκορ­πι­σμέ­νοι οἱ Ἕλληνες
῾νὰ τρέ­χω­σι τὸν κόσμον,
μὲ ἐξα­πλω­μέ­νην χεῖρα
ψωμοζητοῦντες

(…)Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε
ὡς προ­στα­σί­ας σημεῖον
εἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξε
καὶ πνί­γει τοὺς λαούς σας,
πάλαι, καὶ ἀκόμα

(…)

Ὅταν ὑπὸ τὰ σκῆπτρά σας
νέους λαο­ὺς καλεῖτε,
νέους ἱδρῶτας θέλετε
ἐσε­ῖς διὰ ῾νὰ πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,
Τὰ ξίφη ὁποὺ φυλάγουσι
τὰ τρέ­μο­ντα βασί­λειά σας,
τὰ ξίφη ὁποὺ τρομάζουσι
τὴν ἀρε­τήν, καὶ σφάζουσι
τοὺς λει­τουρ­γούς της.

Εις Σάμον

Ὅσοι τὸ χάλ­κε­ον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δου­λεί­ας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρε­τὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία.

Ανδρέ­ας Κάλβος

***

Ο λαός δεν πεθαίνει

Η Λευ­τε­ριά του Σολω­μού κι η Αρε­τή του Κάλβου
ξανάρ­θα­νε στην πατρι­κιά τους γη του Εικοσιένα,
όπου «διπλή παρά­δει­σο» κι όπου «γλυ­κύς ο ύπνος».
Κι η μια στης άλλης πέσα­νε την αγκα­λιά και κλαίνε.
—Όχου! μανά­δων κλά­η­μα­τα και βρό­ντημ’ αλυσίδων
και των ηρώ­ων τα κόκα­λα στη λάσπη πατημένα! …
«Μητέ­ρα η μεγα­λό­ψυ­χη» των ξένων βιλαέτι!
Μάι­δε πατρί­δα κι ανθρω­πιά και μνή­μη· δε φελάνε!
Βγαί­νουν από το τίπο­τα, στο τίπο­τα τελειώνουν.
Περα­στι­κοί, χωρίς καμιά στο χώμα ετού­το ρίζα,
ζού­νε το σήμε­ρα. Το χτες και τ’ αύριο δεν υπάρχουν! …
Απ’ το παλιό μας πέρα­σμα σε γη και σε πελάγη
τ’ αχνά­ρι δεν από­μει­νε μηδέ και τ’ όνο­μά μας.
Εδώ ’ναι ο τάφος μας κι εδώ της Ιστο­ρί­ας ο τάφος!
Κι εδώ ’ναι η στά­χτη ενός λαού, πού ηταν αιώ­νια φλόγα!

— Λαός δεν είν’ αυτό που βλέ­πε­τε, είναι πολιτεία.
Θα τονε βρεί­τε δου­λευ­τή κι αγω­νι­στή σε κάμπο,
σε θάλασ­σα, σε φάμπρι­κα, σε κάτερ­γα, σε τάφους.
Αυτός πατρί­δα κι ανθρω­πιά, το σήμε­ρα και τ’ αύριο
και το μεγά­λο χτες. Και στ’ άγιο βήμα της ψυχής του,
σεις, Αρε­τή και Λευ­τε­ριά, στη­μέ­νες στον αιώνα.
Κι είναι μαζί του όλ’ οι λαοί του κόσμου αναστημένοι
κι «όθε χαρά­ζει, ώσπου βυθά», του ηλιού το δρό­μο παίρνουν
για σε, Αρε­τή και Λευ­τε­ριά, με το σπα­θί στο χέρι.

Κώστας Βάρ­να­λης

***

«Η Ελλάδα και ο κόσμος»

«Χωρίς τη λευ­τε­ριά, τι θα ήσουν συ, Ελλάδα;
Χωρίς εσέ­να, Ελλά­δα, τι θα ήταν ο κόσμος;
Ελά­τε, σεις λαοί απ’ όλες τις χώρες
Δεί­τε τα στήθια,
Που σας θήλασαν
Με το καθα­ρό γάλα της σοφίας!

- Πρέ­πει να τα κατα­σπα­ρά­ξουν οι βάρβαροι;
(…) Ελά­τε, σεις λαοί όλων των χωρών,
Ελά­τε και βοη­θή­στε να την κάνε­τε λεύτερη,
Αυτή που σας έχει κάνει όλους λεύτερους!
Χωρίς τη λευ­τε­ριά, τι θα ήσουν συ, Ελλάδα,
Χωρίς εσέ­να, Ελλά­δα, τι θα ήταν ο κόσμος;».

Βίλ­χελμ Μύλερ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο