Η Άννα Σάτλερ, ξυπνά με μια έντονη ζαλάδα. Το μικρό εννιάχρονο κορίτσι, με θολωμένη την ματιά, κοιτά γύρω του. Που είναι οι γονείς μου… Το καταστραμμένο σπίτι τους στην οδό Φριτζ, του Λονδίνου, φαινόταν σαν πλαγιά γκρεμού σε ένα βομβαρδισμένο βουνό. Αλλά τι λέω, καμία διαφορά δεν είχε η εικόνα του βουνού από το μισοκαταστραμένο Λονδίνο το θέρος του 1944.
Μαμάα… φώναζε η μικρή Άννα ψάχνοντας για τους δικούς της.
Μπαμπάα… κανείς δεν απαντούσε… Κάποιος;… είμαι και εγώ εδώ! συνέχιζε να φωνάζει καθώς έβλεπε τα ελικόπτερα των συμμαχικών δυνάμεων να περνούν από πάνω της ψάχνοντας για τυχόν επιζώντες.
Η Άννα περπατούσε με αργά βήματα προς το σπίτι μήπως δει κάποιον από τους δικούς της ζωντανό. Κάτι πάτησε… Η μικρή καστανομαλλούσσα σκύβει με τα υγρά, από το κλάμα, μάτια της και βλέπει έναν βραχίονα. Είχε ακόμα κομμάτι δέρματος πάνω, που δεν είχε καταστραφεί από την έκρηξη. Το αναγνώρισε από το τατουάζ στο μπράτσο. Ήταν του πατέρα της. Η αθωότητα της ηλικίας της όμως, δεν της επέτρεψε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν. Το θεώρησε σαν παιχνίδι-θησαυρού που συχνά έπαιζε με τους γονείς της.
Ψάξε Άννα τα στοιχεία, της έλεγαν!
Οπότε πήρε μια σκισμένη μαξιλαροθήκη και έβαλε το κόκκαλο μέσα. Συνέχιζε να ψάχνει… Καθώς περπατούσε έβλεπε την γειτονιά, που πέρασε την μέχρι τώρα ζωή της, βομβαρδισμένη και γκρεμισμένη. Κάπου σκοντάφτει και πέφτει σε μια λίμνη αίματος και λάσπης. Μια νεκροκεφαλή. Την σηκώνει. Δεν είχε πρόσωπο… Η Άννα τσίριξε και πέταξε την νεκροκεφαλή μακριά. Άρχισε να κλαίει…
Άννα! Άκουσε έναν ψίθυρο στα αυτιά της.
Ναι; Είπε με λυγμούς από το κλάμα. Το σώμα της είχε συσπάσεις εξαιτίας του φρικτού θεάματος.
Ο μπαμπάς είμαι, έλα να μας βρεις!
Η μικρή εννιάχρονη πήρε με τα υπερφυσικά λόγια του πατέρα της τεράστια δύναμη, δυσανάλογη με την ηλικία της, έτρεξε προς την νεκροκεφαλή και την έβαλε και αυτή μέσα στην μαξιλαροθήκη. Η Άννα βρισκόταν τώρα μπροστά στο σπίτι της. Κάτι την καλούσε μέσα. Κάτι την καλούσε κάτι να βρει! Χωρίς δεύτερη σκέψη λοιπόν μπαίνει στο σπίτι…
Μόλις μπαίνει μέσα, βλέπει στο ύψος των ματιών της, καρφωμένο στον τοίχο το δακτυλίδι της γιαγιάς της… Είχε πεθάνει και αυτή… Η Άννα συνέχισε να περπατά στο χολ της μονοκατοικίας. Η μοναδική εικόνα ήταν λεκέδες από αίμα στους τοίχους και πολύ υγρασία.
Άννα! Το μικρό κορίτσι σήκωσε γρήγορα το βλέμμα της από το πάτωμα και είδε την μητέρα της ασπροντυμένη να στέκετε στην πόρτα του σαλονιού.
Μαμά! Η Άννα Σάτλερ έτρεξε προς το σαλόνι. Δεν ήταν εκεί κανένας. Μέσα στο τζάκι υπήρχαν λίγα κάρβουνα σβησμένα, και κάτι ακόμα. Κάτι που δεν μπορούσε να διακρίνει από μακριά. Αφού πλησίασε λοιπόν, είδε μια κνήμη ποδιού. Δεν ήταν ζωική… Ήταν του αδερφού της. Η μικρή καστανομαλλούσσα πήρε το κόκκαλο και το έβαλε μέσα στην μαξιλαροθήκη μαζί με όλα τα άλλα που έβρισκε. Οι τοίχοι είχαν τρύπες, σε κάποιους από αυτούς φαίνονταν τα τούβλα τους. Από αυτά τα κόκκινα οικοδομικά υλικά κρέμονταν μαλλιά, κολλημένα μεταξύ τους με αίμα.
Πρέπει να ενώσω τα κομμάτια, ψιθύρισε από μέσα της η Άννα, ξεκόλλησε τα μαλλιά ανάμεσα από το τούβλο και τα έβαλε και αυτά στην μαξιλαροθήκη. Η μικρή εννιάχρονη έπασχε από σύνδρομο Άσπεργκερ, και κυρίως από υποευαισθησία. Τα συναισθήματα ήταν άτονα μέσα της, δεν μπορούσε να εκφράσει όλα αυτά που ένιωθε και έβλεπε την ζωή ως μια συνεχής διαδικασία, μια ρουτίνα που όλα έπρεπε να γίνουν με συγκεκριμένη σειρά.
Άννα!
Η μορφή της μητέρας της ξαναεμφανίστηκε. Στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας και την κοιτούσε με χαμόγελο περηφάνιας. Τα πήγαινε καλά. Η Άννα έτρεξε προς την κουζίνα με χαρά και ανυπομονησία να δει τους γονείς της. Μόλις μπήκε στην κουζίνα είδε τις σκιές της οικογένειας της να είναι αποτυπωμένες στον τοίχο. Στην άκρη του δωματίου, κάτω στο πάτωμα, όμως είδε μια μορφή ντυμένη στα κόκκινα. Ήταν η μητέρα της. Το σώμα της ήταν κομμένο από την μέση και κάτω, ενώ τα έντερα σάλευαν σαν καμένα μακαρόνια στο πάτωμα, σαν σαλεμένα φίδια. Η Άννα έπεσε στα γόνατα. Τώρα ξεπέρασε την ηλικία της. Κατάλαβε τι γινόταν… Ξέχασε το Άσπεργκερ. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα γαλαζοπράσινα μάτια του μικρού κοριτσιού.
Ξαναεμφανίζετε η μορφή της μητέρας της και κάθετε στα γόνατα δίπλα της. Την πιάνει από τον ώμο και της λέει: Κάποια μέρα ο ήλιος θα ανατέλλει ξανά, τα λουλούδια θα ξανανθίσουν και όλα θα έρθουν στην θέση τους. Η Άννα κοιτάει στα μάτια της μητέρας της, αυτή της δίνει ένα φιλί και εξαφανίζεται. Το εννιάχρονο κορίτσι πέφτει πάνω στο νεκρό σώμα της μητέρας της, την αγκαλιάζει και αρχίζει να κλαίει.
Τίποτα δεν θα ανθίσει σε αυτόν τον καταραμένο τόπο, όπου οι φωνές των νεκρών είναι ο μόνος ήχος…
Καληνύχτα!
Φώτης Κιζάκης