Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η πραγματικότητα (Πώς και πόσο την αντιλαμβανόμαστε) — Β’ Μέρος

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Μέρος δεύτερο: Η αντικειμενική πραγματικότητα (κοινωνική)

Σε κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο τα πράγ­μα­τα, ενώ φαί­νε­ται να μοιά­ζουν, είναι πολύ δια­φο­ρε­τι­κά. Υφί­στα­ται και εδώ μια εξω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καθώς και η συνει­δη­σια­κή της αντα­νά­κλα­ση, που χοντρι­κά είναι ότι κατα­λα­βαί­νει ή ότι έχει συμ­φέ­ρον να κατα­λά­βει ο καθέ­νας, καθώς και η αντί­στοι­χη συναι­νε­τι­κή. Όσον αφο­ρά όμως, την ύπαρ­ξη της εξω­τε­ρι­κής (κοι­νω­νι­κής) πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, αυτή, είναι μεν αντι­κει­με­νι­κή και ανε­ξάρ­τη­τη της προ­σω­πι­κής μας ύπαρ­ξης και κατα­νό­η­σης ως μονά­δα, αλλά όχι κι ανε­ξάρ­τη­τη της θέλη­σης και της παρου­σί­ας του υπο­κεί­με­νου συνο­λι­κά, όπως συμ­βαί­νει με την αντί­στοι­χη φυσική.

Είναι γεγο­νός και γνω­στό σε κάποιους, πως κάθε κοι­νω­νία συγκρο­τεί­ται υπό την βού­λη­ση των συμ­φε­ρό­ντων μιας τάξης που την δια­φε­ντεύ­ει (άρχου­σας) και η οργά­νω­ση και λει­τουρ­γία της καλεί­ται να εξυ­πη­ρε­τή­σει τα συμ­φέ­ρο­ντα και τις επι­διώ­ξεις αυτής ακρι­βώς της τάξης. Η κοι­νω­νία που μας ενδια­φέ­ρει και της οποί­ας ανα­πό­σπα­στα μέλη – θύμα­τα είμα­στε κι εμείς, είναι η κοι­νω­νία του κέρ­δους και της εκμε­τάλ­λευ­σης των πολ­λών από μια ελά­χι­στη ομά­δα ανθρώ­πων. Πρό­κει­ται για μια κοι­νω­νία δομη­μέ­νη στα συμ­φέ­ρο­ντα αυτής της ομά­δας και στο κέρ­δος που πρέ­πει η ομά­δα αυτή να απο­μυ­ζή­σει από την οργά­νω­ση και την λει­τουρ­γία της. Ο παρα­λο­γι­σμός μιας τέτοιας κοι­νω­νί­ας είναι τόσος και δια­πο­τί­ζει όλες τις πλευ­ρές της, που δύσκο­λα αγνο­εί­ται ή εξ’ ίσου δύσκο­λα θα έπρε­πε να γίνε­ται απο­δε­κτός από τα θύμα­τά της. Πρό­κει­ται λοι­πόν, για μια επι­βαλ­λό­με­νη κατά­στα­ση από την άρχου­σα τάξη της κοι­νω­νί­ας που την δια­μορ­φώ­νει και την εφαρ­μό­ζει. Αυτή η επι­βο­λή έχει να κάνει με την εδραί­ω­ση της συγκε­κρι­μέ­νης μορ­φής κοι­νω­νι­κής οργά­νω­σης και διαιώ­νι­ση των χαρα­κτη­ρι­στι­κών (παρά­λο­γων, άδι­κων και απάν­θρω­πων) αυτής της κοι­νω­νί­ας προς εξυ­πη­ρέ­τη­ση όσων καρ­πού­νται το κέρ­δος αυτού του παρα­λο­γι­σμού. Είναι απο­τέ­λε­σμα κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών και πολι­τι­κών επι­δρά­σε­ων κι εξυ­πη­ρε­τεί τα συμ­φέ­ρο­ντα της τάξης που άρχει αυτής της κοινωνίας.

Όσοι ζού­με στον καπι­τα­λι­σμό περι­βαλ­λό­μα­στε από μια αντι­κει­με­νι­κή-σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (κοι­νω­νι­κή αυτή τη φορά) εμφα­νή σε όλους μας, η οποία δια­μορ­φώ­νει την ζωή μας παρεμ­βαί­νο­ντας σε κάθε πτυ­χή αυτής και υπο­κεί­με­θα σε δια­δι­κα­σί­ες που σκο­πό έχουν να στρε­βλώ­σουν την αντί­λη­ψή μας γι αυτήν. Πόσοι όμως μπο­ρούν να το αντι­λη­φτούν αυτό; Και για­τί είναι τόσο λίγοι;

Εδώ η αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα παρ’ όλον τον εμφα­νή παρα­λο­γι­σμό της και την διά­χυ­τη σκλη­ρό­τη­τά της απο­κρύ­βε­ται και παρα­χα­ράσ­σε­ται εντέ­χνως και συγ­χρό­νως προ­σφέ­ρε­ται ως η μόνη ρεα­λι­στι­κή επι­λο­γή. Προς επί­τευ­ξη των ανω­τέ­ρω και με στό­χο την στρέ­βλω­ση αυτής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, κατα­βάλ­λε­ται κάθε δυνα­τή προ­σπά­θεια απο­κοί­μι­σης του υπο­κει­μέ­νου, διά­βρω­σης της συνεί­δη­σής του και άμβλυν­σης της προ­σλαμ­βά­νου­σας ικα­νό­τη­τάς του.

Έτσι και παρ’ όλη την εμφα­νή και αυτο­νό­η­τη βλα­πτι­κό­τη­τα αυτής της κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, γίνε­ται απο­δε­κτή απ’ τις μάζες έστω κι αν σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση φαί­νε­ται απλή η αντί­λη­ψη και κατα­νό­η­ση της φύσης της.

Σε αυτό το επί­πε­δο, η αντι­κει­με­νι­κή (κοι­νω­νι­κή) πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, με τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της εκμε­τάλ­λευ­σης των μαζών και την προ­σπά­θεια εκμαυ­λι­σμού τους για το κέρ­δος των ολί­γων, με ότι αυτή η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επι­τάσ­σει, αντι­κα­θρε­φτί­ζε­ται στο συνει­δη­σια­κό επί­πε­δο των μαζών (υπο­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα) σχε­τι­κά ή και περισ­σό­τε­ρο βελ­τιω­μέ­νη, ως και… δημο­κρα­τι­κή, ως «ελεύ­θε­ρη» κοι­νω­νία με κάποια… προ­βλή­μα­τα, η μόνη δυνα­τή λύση, ως ανα­γκαίο κακό.

Είναι φανε­ρό πως εδώ κάτι παρεμ­βάλ­λε­ται. Κάτι που παρα­χα­ράσ­σει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και κάτι που μειώ­νει την ικα­νό­τη­τα του υπο­κει­μέ­νου να την προ­σλά­βει ως τέτοια. Πέραν ειδι­κών συν­δρό­μων που επι­δρούν κατά μόνας κι εκεί μιλά­με ευθέ­ως για πάσχου­σες προ­σω­πι­κό­τη­τες, δεν είναι και το φυσιο­λο­γι­κό­τε­ρο τα θύμα­τα μαζι­κά να απο­δέ­χο­νται τόση αδι­κία και κατα­πί­ε­ση και παράλ­λη­λα να ωραιο­ποιούν αυτήν την κατά­στα­ση, να την απο­δέ­χο­νται, να στη­ρί­ζουν τους θύτες τους και με την στά­ση τους να διαιω­νί­ζουν μια τέτοια κατά­στα­ση σε βάρος τους.

Από την μάζα, μέσω της δια­δι­κα­σί­ας μάθη­σης και εκπαί­δευ­σης του υπο­κεί­με­νου, στην οποία αδια­κρί­τως και επι­μό­νως υπο­βάλ­λε­ται καθ’ όλη την διάρ­κεια της ζωής του, απο­κρύ­πτε­ται η ουσία της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Η εκμε­ταλ­λευ­τι­κή υφή και συγκρό­τη­ση της κοι­νω­νί­ας, η ταξι­κό­τη­τα αλλά και η τοξι­κό­τη­τά της για τους εκμε­ταλ­λευό­με­νους, η εκμε­ταλ­λεύ­τρια τάξη, οι επι­διώ­ξεις και οι σκο­ποί της, που δια­φε­ντεύ­ουν και καθο­ρί­ζουν τις τύχες των μαζών, καθώς και το κέρ­δος αυτής της τάξης (πάντα ολι­γά­ριθ­μης) πίσω απ’ αυτήν την συγκρό­τη­ση και λει­τουρ­γία της κοινωνίας.

Κι ενώ το κοι­νω­νι­κό σύστη­μα της επο­χής (καπι­τα­λι­σμός), είναι η στυ­γνή δικτα­το­ρία μιας ολι­γά­ριθ­μης τάξης (αστι­κής) επί της ασυ­γκρί­τως πολυα­ριθ­μό­τε­ρης των εργα­ζο­μέ­νων, παρου­σιά­ζε­ται και αντα­να­κλά­ται στην συνεί­δη­ση των δεύ­τε­ρων ως η ιδα­νι­κή δημο­κρα­τία. Και αντι­στρό­φως, εκεί­νη η μορ­φή οργά­νω­σης της κοι­νω­νί­ας όπου οι εργα­ζό­με­νοι (συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία) επι­βά­λει τα συμ­φέ­ρο­ντά της στην αστι­κή (ολι­γά­ριθ­μη) και στο­χεύ­ει στην εξα­φά­νι­σή της ως τάξη προ­βάλ­λε­ται ως ουτο­πι­κή, και κατα­συ­κο­φα­ντεί­ται ως… δικτατορία.

Οι προ­σπά­θειες κατα­βάλ­λο­νται προς δύο κατευ­θύν­σεις. Από τη μία το υπο­κεί­με­νο, μέσω μιας πολυ­σύν­θε­της επί­θε­σης, βάλ­λε­ται για να απο­δε­χθεί το συγκε­κρι­μέ­νο μοντέ­λο της κοι­νω­νί­ας, δια­μορ­φώ­νο­ντας στη συνεί­δη­σή του μια εικό­να (εσω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα) τέτοια που απο­κλί­νει δρα­μα­τι­κά από την αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, την ωραιο­ποιεί, την εκλο­γι­κεύ­ει παρά­λο­γα ως προς το παρα­λο­γι­σμό της και την καθι­στά απο­δε­κτή από το υποκείμενο-θύμα.

Το υπο­κεί­με­νο απο­κό­πτε­ται από αξί­ες και ιδα­νι­κά, στε­ρεί­ται από τον πολι­τι­σμό και την αισθη­τι­κή, την μόρ­φω­ση, την καλ­λιέρ­γεια, απο­κοι­νω­νι­κο­ποιεί­ται και ως μονά­δα, απο­κομ­μέ­νο από κάθε τι που θα του πρόσ­δι­δε δυνα­τό­τη­τα αντί­δρα­σης, καθί­στα­ται δια­χει­ρί­σι­μο και ευά­λω­το θύμα δια­μόρ­φω­σης συνείδησης.

Παράλ­λη­λα βομ­βαρ­δί­ζε­ται από φτη­νά υπο­κα­τά­στα­τα κουλ­τού­ρας και στεί­ρας γνώ­σης καθώς και αντί­στοι­χα στρε­βλής και πάσχου­σας κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης, με ανύ­παρ­κτες και ανορ­θο­λο­γι­κές διε­ξό­δους και επι­προ­σθέ­τως, με την κατα­συ­κο­φά­ντη­ση υπαρ­κτών και αντι­κει­με­νι­κών λύσε­ων στα δρα­μα­τι­κά αδιέ­ξο­δα αυτού του μοντέλου.

Έτσι στο επί­πε­δο της κοι­νω­νι­κής αντι­κει­με­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και του τι αντι­λαμ­βά­νε­ται κανείς από αυτήν δηλα­δή την εσω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που δια­μορ­φώ­νου­με από αυτήν, η αντί­φα­ση είναι δρα­μα­τι­κή και οι επι­πτώ­σεις στο υπο­κεί­με­νο τεράστιες.

Γίνε­ται απο­δε­κτή η κοι­νω­νία που εξα­φα­νί­ζει τον άνθρω­πο και απο­κη­ρύσ­σε­ται εκεί­νη που τον εξαν­θρω­πί­ζει και νοη­μα­το­δο­τεί την ύπαρ­ξή του, το πέρα­σμά του από την Γη.

Εδώ δεν πρό­κει­ται για το αν ο ένα­στρος κόσμος περι­στρέ­φε­ται άνευ νοή­μα­τος γύρω από την άση­μη Γη, αλλά για κάτι πολύ σοβα­ρό­τε­ρο με άμε­σες και ολέ­θριες επι­πτώ­σεις στη ζωή του υπο­κει­μέ­νου. Για την δια­δι­κα­σία (και το απο­τέ­λε­σμα όσον αφο­ρά την πλειο­ψη­φία) απαν­θρω­ποί­η­σης μαζι­κά των μελών της κοι­νω­νί­ας, υπό την έννοια της εξά­λει­ψης των ιδιαί­τε­ρων λογι­κών, ηθι­κών και συναι­σθη­μα­τι­κών χαρα­κτη­ρι­στι­κών και ιδιο­τή­των που προ­σι­διά­ζουν στον άνθρω­πο, καθώς και του περιο­ρι­σμού και της άμβλυν­σης των ικα­νο­τή­των του να προ­σλαμ­βά­νει, να κατα­νο­εί, να κρί­νει και να αντιστέκεται.

Δια­πι­στώ­νο­ντας κάποιος πόσο απέ­χει στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από το τι καθρε­φτί­ζε­ται στην συνεί­δη­ση του καθ’ ενός μας από αυτήν, νιώ­θει ένα δέος για την ικα­νό­τη­τα της τάξης που δια­φε­ντεύ­ει την κοι­νω­νία και την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των μεθό­δων που προ­σπο­ρί­ζε­ται και χρη­σι­μο­ποιεί. Εξη­γεί το για­τί η κοι­νω­νία, παρ’ όλη την λαί­λα­πα ενα­ντί­ον της, απο­δέ­χε­ται αυτήν την κατά­στα­ση ανα­ση­κώ­νο­ντας τους ώμους της: «αυτό έχου­με, τι να κάνου­με ρε παι­διά, έτσι κι αλλιώς δεν υπάρ­χει κάτι καλύτερο».

Πριν την κρί­ση το μοτί­βο ήταν «ευκαι­ρί­ες υπάρ­χουν για όλους», συμπλη­ρω­μέ­νο από το «σε δημο­κρα­τία ζού­με». Πράγ­μα­τι, κάποιες ευκαι­ρί­ες υφί­στα­νται, είναι όμως τόσες λίγες και είναι τόσοι πολ­λοί αυτοί που τις έχουν ανά­γκη. Κι αυτό για­τί κάποιοι τους τις αφαί­ρε­σαν μαζι­κά για να αυξή­σουν τα κέρ­δη τους. Σήμε­ρα δε και κάτω από την πλή­ρη ανι­κα­νό­τη­τα του συστή­μα­τος να λύσει προ­βλή­μα­τα των εργα­ζο­μέ­νων, εκτός από την εξα­θλί­ω­ση που τους επι­φυ­λάσ­σει, τους χλευά­ζει κι προ­σβά­λει ευθέ­ως τη νοη­μο­σύ­νη μας. Οι ίδιοι οι αστι­κοί θεσμοί φαντά­ζουν ξεπε­ρα­σμέ­νοι πια για να δια­χει­ρι­στούν την δρα­μα­τι­κή αντί­φα­ση μετα­ξύ καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος σε πλή­ρη εξα­χρεί­ω­ση (αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα) και της απο­δο­χής του (προς ώρας) από τα θύμα­τά του. Έτσι υπο­σκά­πτουν οι ίδιοι τα θεμέ­λια του αστι­κού τους κρά­τους, όχι μόνο εξα­θλιώ­νο­ντας μαζι­κά το υπο­κεί­με­νο αλλά συνά­μα τρο­μο­κρα­τώ­ντας το και χλευά­ζο­ντάς το. Σε μια δια­δι­κα­σία συνε­χούς εξευ­τε­λι­σμού των θυμά­των κι από­λυ­της εξα­χρεί­ω­σης των θυτών. Τέτοια μέτρα ενα­ντί­ων εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων – είναι φανε­ρό, απαι­τούν άλλη οργά­νω­ση. Ο μεσαί­ω­νας με τον ανορ­θο­λο­γι­σμό του και τον σκο­τα­δι­σμό είναι εδώ και ο φασι­σμός προ των πυλών. Οι κοι­νω­νί­ες ή θα φασι­στι­κο­ποι­η­θούν με ότι τρο­μα­κτι­κό συνε­πά­γε­ται αυτό για τους λαούς ή θα αλλάξουν.

Η αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γύρω μας, απέ­να­ντί μας, γεν­νή­το­ρας και τρο­φο­δό­της όλων μας, μας καλεί να την ανα­γνω­ρί­σου­με, να την κατα­νο­ή­σου­με. Πρό­κει­ται για όμορ­φη δια­δι­κα­σία που, εκτός των άλλων, προσ­δί­δει νόη­μα και σκο­πό στην ύπαρ­ξή μας. Είτε ως φυσι­κή, είτε ως κοι­νω­νι­κή έχου­με τα μέσα. Τις αισθή­σεις μας, την παρα­τή­ρη­ση, την επι­στή­μη, την γνώ­ση, την αντι­λη­πτι­κό­τη­τά μας, την κρι­τι­κή σκέ­ψη μας, τις αξί­ες και τα παναν­θρώ­πι­να ιδα­νι­κά, τα εκα­τομ­μύ­ρια των εξα­θλιω­μέ­νων συναν­θρώ­πων μας, τις μορ­φές κοι­νω­νι­κής οργά­νω­σής μας. Κι αφού την ανα­γνω­ρί­σου­με, να παρέμ­βου­με και να την αλλάξουμε.

Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (Πώς και πόσο την αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε) – Α’ Μέρος

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο