Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η τέχνη και η ζωή του ήταν ένα: σήμερα το μεσημέρι στην Καισαριανή ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον Γιώργο Κακουλίδη

Ένας ξεχω­ρι­στός άνθρω­πος, ο ποι­η­τής, συγ­γρα­φέ­ας, ζωγρά­φος και στε­νός συνερ­γά­της του Ριζο­σπά­στη Γιώρ­γος Κακου­λί­δης, «έφυ­γε» την Κυρια­κή από τη ζωή σε ηλι­κία 65 ετών μετά από σκλη­ρή μάχη με τον καρκίνο.

Η κηδεία του θα γίνει σήμε­ρα στις 12.30 το μεση­μέ­ρι στο Νεκρο­τα­φείο της Καισαριανής.

Σε ανα­κοί­νω­σή του το Γρα­φείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ απο­χαι­ρέ­τη­σε με μεγά­λη θλί­ψη «έναν αλη­θι­νό δια­νο­ού­με­νο, που η τέχνη και η ζωή του ήταν ένα».
Οπως ανα­φέ­ρε­ται, «τα όσα ειπώ­θη­καν, και τα όσα δεν έχουν ακό­μα ειπω­θεί, απο­τύ­πω­νε σαν σκλη­ρά δια­μά­ντια στα γρα­πτά του και στον λόγο του ο Γιώρ­γος Κακου­λί­δης, απο­κα­λύ­πτο­ντας την άγρια ομορ­φιά και άκρα ευαι­σθη­σία και ευγέ­νεια των ταπει­νών. Ο Γιώρ­γος Κακου­λί­δης ασκού­σε σκλη­ρή κρι­τι­κή στους εχθρούς του ανθρώ­που, της ανθρω­πό­τη­τας, στους εχθρούς του δίκιου του εργά­τη, στους δολο­φό­νους των ψυχών, στους συμ­βι­βα­σμέ­νους συνο­δοι­πό­ρους του κάθε εφιάλ­τη. Ταυ­τί­στη­κε με την αγω­νία του λαού, τους αγώ­νες της εργα­τι­κής τάξης, τον προ­λε­τα­ρια­κό διε­θνι­σμό, την προ­ο­πτι­κή για την επα­να­στα­τι­κή ανα­τρο­πή της καπι­τα­λι­στι­κής βαρ­βα­ρό­τη­τας».

Ο Γ. Κακου­λί­δης γεν­νή­θη­κε το 1956. Ήταν ο τρί­τος στη σει­ρά καλ­λι­τέ­χνης που βγά­ζει η οικο­γέ­νειά του. Ο παπ­πούς του, Γιώρ­γος, ήταν γλύ­πτης, και ο πατέ­ρας του, Δημή­τρης, ζωγρά­φος με σπου­δαίο έργο.

ΔΣΕ 28 Οκτ 2020 Καισαριανή Μουσείο ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης

Η Και­σα­ρια­νή, η πόλη όπου γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε, τον επη­ρέ­α­σε βαθιά. Ήταν το σημείο ανα­φο­ράς του σε όλη του τη ζωή. Στα δύσκο­λα, τον «ψίθυ­ρο των Δια­κο­σί­ων» άκου­γε: «Ο,τι κάνου­με το κάνου­με για λόγους “ορθο­στα­σί­ας” ενά­ντια στην άβυσ­σο που μας περι­βάλ­λει». Αλλο αγκω­νά­ρι εντός του, η ζωή στο πλευ­ρό του πατέ­ρα του. Ολα όσα του δίδα­ξε και όλα όσα τον άφη­σε να μάθει μέσα από την πρά­ξη. Ωρες ολό­κλη­ρες περ­νού­σε στο ατε­λιέ του. Εκεί γνω­ρί­στη­κε και επη­ρε­ά­στη­κε βαθιά από τους ποι­η­τές Μιχά­λη Κατσα­ρό και Νίκο Καρού­ζο, από τον ζωγρά­φο Αλέ­ξη Ακρι­θά­κη. Αργό­τε­ρα είχε την τύχη να συνα­να­στρα­φεί και με τους Μίλ­το Σαχτού­ρη και Κωστή Μοσκώφ.

Το 1979 έκα­νε την παρ­θε­νι­κή του εμφά­νι­ση στη λογο­τε­χνία, με την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Λίμπερ­τυ», ανα­φο­ρά στα ταξί­δια του στη θάλασ­σα (μπάρ­κα­ρε έφη­βος για 2,5 χρό­νια). Από τότε δεν στα­μά­τη­σε να δημιουρ­γεί και να γρά­φει: «Σκο­πός μου είναι η ανα­γνώ­ρι­ση της ποί­η­σης ως μίας εκ των πολε­μι­κών τεχνών. Της ποί­η­σης που κυκλο­φο­ρεί μακριά από τους απο­στει­ρω­μέ­νους χώρους των δια­νο­ου­μέ­νων που ανα­κυ­κλώ­νουν τα βιβλιο­σκου­πί­δια τους χωρίς αιδώ. Της ποί­η­σης ως πρά­ξης που ανα­τρέ­πει τα απο­τρό­παια όρια της Ιστορίας».

Στη μακρά, δημιουρ­γι­κή του δια­δρο­μή εξέ­δω­σε 16 ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, 7 πεζο­γρα­φή­μα­τα, 2 θεα­τρι­κά και 2 μαρ­τυ­ρί­ες, «Η μαύ­ρη κούρ­σα του κυρί­ου Καρού­ζου» και «Το από­λυ­το ρόδο (κεί­με­να πολι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής καθη­με­ρι­νό­τη­τας)». Ποι­ή­μα­τά του έχουν μελο­ποι­η­θεί από συν­θέ­τες όπως ο Θάνος Μικρού­τσι­κος, ο Νίκος Κυπουρ­γός, ο Τάσος Μελε­τό­που­λος, ο Στά­μος Σέμσης.

Η ιδε­ο­λο­γία, οι αρχές, η Ιστο­ρία, η συνέ­πεια του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος τον κέρ­δι­σαν. Τάχθη­κε στο πλευ­ρό του. Γνώ­ρι­ζε καλά ότι η ελπί­δα σε αυτές τις τόσο δύσκο­λες συν­θή­κες βρί­σκε­ται εδώ. «Οι συν­θή­κες, οι απο­τρό­παιες συν­θή­κες, καθι­στούν τους πολί­τες δύσπι­στους και ευε­ρέ­θι­στους. Η αστι­κή πλέ­μπα, ενώ πετρώ­νει το καθε­τί στο πέρα­σμά της, αφή­νει εν αγνοία της ορι­σμέ­νους θύλα­κες ανοι­χτούς για να εισβά­λουν τα δαι­μό­νια. Τα κόκ­κι­να δαι­μό­νια είναι εδώ. Σ’ αυτούς τους μικρό­ψυ­χους και­ρούς υπάρ­χουν σύντρο­φοι που παλεύ­ουν με το πέν­θος μας, θυμί­ζο­ντας με τις πρά­ξεις τους την καλύ­τε­ρη επο­χή που έχου­με μέσα μας».

Ο Γιώρ­γος Κακου­λί­δης απο­ζη­τού­σε την επα­φή και την επι­κοι­νω­νία με τους «συντρό­φους που παλεύ­ουν», με «τους ανθρώ­πους που καί­γο­νται πραγ­μα­τι­κά». Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που για πάνω από 20 χρό­νια είχα­με τη χαρά και την τιμή να αρθρο­γρα­φεί κάθε Κυρια­κή στον «Ριζο­σπά­στη» μέσα από τη στή­λη του «Το από­λυ­το ρόδο». Αυτήν του τη σχέ­ση με την εφη­με­ρί­δα τη θεω­ρού­σε μεγά­λη τιμή για τον ίδιο και καθο­ρι­στι­κή για την ίδια του τη ζωή…

Με τα δικά του λόγια…

Απο­χαι­ρε­τώ­ντας τον Γ. Κακου­λί­δη, ο «Ριζο­σπά­στης» δημο­σιεύ­ει ένα κεί­με­νό του, από τη στή­λη «Το από­λυ­το ρόδο» τον Μάρ­τη του 2005. Τίτλος του: «Για την υπε­ρά­σπι­ση της ποί­η­σης — έχο­ντας πάντα στο νου τους προ­φή­τες της».

Το Απόλυτο Ρόδο Έφυγε 17 Οκτ 2021

1. Μακριά από την ποί­η­ση τα διά­φο­ρα, παγε­ρώς αδιά­φο­ρα, ευα­γή ιδρύ­μα­τα πολι­τι­σμού, κέντρα βιβλί­ου, που λει­τουρ­γούν ως βιτρί­να για το θεά­ρε­στο έργο της Νέας Δημο­κρα­τί­ας. Αξί­ζουν μόνο την περι­φρό­νη­σή μας.
2. Μακριά από την ποί­η­ση η Εκκλη­σία, ο άμβω­νας, το ρασο­φό­ρο πάχος. Γεμά­τοι ενο­χές, σπρώ­χνουν τις τύψεις τους στους άλλους. Αφα­νί­ζουν τον άνθρω­πο, στο όνο­μα του Θεού, πνί­γουν κάθε αίσθη­ση ελευ­θε­ρί­ας, ως εκ τού­του είναι οι πρώ­τοι εχθροί της ποίησης.
3. Μακριά από την ποί­η­ση οι δημο­σιο­γρα­φί­σκοι, οι κρι­τι­κοί, αυτά τα σοκο­λα­τού­χα παι­διά που επι­πλέ­ουν μαζί με τα αφε­ντι­κά τους σε μια θάλασ­σα πνιγ­μέ­νων λέξε­ων. Χωρίς να έχουν πλη­ρώ­σει τίπο­τα στη ζωή τους — αντι­θέ­τως μάλι­στα -, κυνη­γούν το βίω­μα όπου το βρουν, και με το δίκιο τους. Πρέ­πει να το θάψουν, για να μπο­ρούν να κυκλο­φο­ρούν ελεύθεροι.
4. Μακριά από την ποί­η­ση όλα τα ανθρω­πά­κια που φαντα­σιώ­νο­νται με λέξεις μια ιστο­ρία που στή­νε­ται με αίμα όπως αυτή της ποί­η­σης, για­τί οι λέξεις έρχο­νται πάντα στο τέλος, καμιά φορά όμως μπο­ρεί και να μην έρθουν. Το ποί­η­μα ωστό­σο έχει συντε­λε­στεί ερή­μην των λέξε­ων. Το νιώ­θεις από τον τρό­πο που αλλά­ζουν όλα γύρω σου.
5. Μακριά από την ποί­η­ση η φλυα­ρία του κάθε Εγώ, που είναι το βασί­λειο του μικρο­α­στού. Μακριά της οι δήθεν κατα­ρα­μέ­νοι, οι κατ’ επί­φα­σιν αντε­ξου­σια­στές — όλοι τους, μα όλοι, παρα­δί­δο­νται σε κάθε εξου­σία. Πρό­κει­ται για γατού­λες που τις ψωνί­ζει η δύνα­μη σε τιμή ευκαιρίας.
6. Μακριά από την ποί­η­ση η λεγό­με­νη «σχο­λή της ήττας». Πρό­κει­ται για βολε­μέ­νους που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν ως άλλο­θι το τέλος του Εμφυ­λί­ου, για να αναρ­ρι­χη­θούν και να κατα­ξιω­θούν κοι­νω­νι­κά. Μην έχο­ντας το κου­ρά­γιο να ανα­με­τρη­θούν — με την αλή­θεια τους κι αφού τους ζύγι­σε η Ιστο­ρία, σέρ­νο­νται από δω κι από κει περι­φέ­ρο­ντας το χλο­μό σαρ­κίο τους, κενοί όπως ακρι­βώς στο ξεκί­νη­μά τους.
7. Μακριά από την ποί­η­ση όλα τα παπα­γα­λά­κια της εξου­σί­ας που διαρ­κώς μιλούν για το πώς η πολι­τι­κή πρά­ξη δεν έχει καμία σχέ­ση με τη λογο­τε­χνία. Λακέ­δες που φρο­ντί­ζουν να δια­τη­ρούν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στά­σι­μη. Αξιος ο μισθός τους, για­τί δεν είναι εύκο­λο να στη­ρί­ζεις αυτή τη βαρ­βα­ρό­τη­τα με λογο­τε­χνι­κούς όρους.
8. Μακριά από την ποί­η­ση η ιδέα ότι αυτή αφο­ρά μόνο τα βιβλία. Το τελευ­ταίο πράγ­μα που έχει σχέ­ση με την ποί­η­ση είναι το βιβλίο. Υπάρ­χουν άνθρω­ποι που δημιουρ­γούν ποί­η­ση με τις πρά­ξεις τους και την ίδια τη ζωή τους, και σαν ζωντα­νά ποι­ή­μα­τα πορεύ­ο­νται. Υπάρ­χουν πρά­ξεις που δε θα αξιω­θούν ποτέ να κατα­χω­ρη­θούν σε βιβλία, αλλά από αυτές ξεπη­δά η όποια πνευ­μα­τι­κό­τη­τα μας κατα­κλύ­ζει. Υπάρ­χει και το ρίγος, που κανείς δεν μπο­ρεί να μας πει ακρι­βώς τι είναι, αλλά συντη­ρεί την απα­ραί­τη­τη συγκί­νη­ση στη ζωή. Και υπάρ­χει και η σιω­πή των νεκρών, των αγα­πη­μέ­νων νεκρών, που με τη σιω­πή τους μας κατευθύνουν.
9. Μακριά από την ποί­η­ση τα ανθρω­πά­κια που μια ζωή μόνο ζητούν και θέλουν να θέλουν. Ο ποι­η­τής είναι ο τελευ­ταί­ος δότης μέσα σε μια κοι­νω­νία που σπα­ράσ­σε­ται και, όπως λέει και ο Μπλαν­σό, όσο η κοι­νω­νία θα σπα­ράσ­σε­ται η λογο­τε­χνία θα σπα­ράσ­σε­ται κι αυτή.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο