Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θα σε νικήσει ο Αχμέντ, Μπίμπι…

Πόσους θα σκο­τώ­σεις Μπί­μπι; Ποιον να πρω­το­σκο­τώ­σεις; Τού­τοι εδώ δεν χαμπα­ριά­ζουν από θάνα­το. Οχι πως δεν αγα­πά­νε τη ζωή. Γι’ αυτήν πολε­μά­νε. Ομως, δεν μπο­ρούν να μη σκο­τώ­νο­νται. Για τη ζωή πεθαί­νουν. Πατρί­δα και ειρή­νη θέλουν. Οχι τον πόλε­μο. Προ­τι­μούν ν’ ακούν το απα­λό θρόι­σμα των φύλ­λων της ελιάς, από το άγριο κρο­τά­λι­σμα των πυρο­βό­λων. Το χαρού­με­νο νανού­ρι­σμα της μάνας στο πέτρι­νο κατώι, από τον ανα­τρι­χια­στι­κό κρό­το των τανκς. Τη γλυ­κιά λαλιά της φλο­γέ­ρας του βοσκού στους λόφους, από το θανα­τε­ρό βου­η­τό των αερο­πλά­νων. Το όνει­ρό τους απλό: Να μπο­ρεί ο μικρός Αχμέντ να παί­ζει ποδό­σφαι­ρο στις γει­το­νιές της Παλαι­στί­νης φορώ­ντας ολο­καί­νου­ρια παπούτσια.

Υπάρ­χει πολύς θυμός στην Παλαι­στί­νη, Μπί­μπι. Ανα­δύ­ε­ται μέσα από τα βομ­βαρ­δι­σμέ­να νοσο­κο­μεία, τα ισο­πε­δω­μέ­να σπί­τια. Περ­νά­ει μέσα από τις τρύ­πες στα ρού­χα των σκο­τω­μέ­νων, τα βαριά σίδε­ρα των φυλα­κών. Φωλιά­ζει μέσα στις καρ­διές που πικρά­θη­καν, εκτο­ξεύ­ε­ται από μάτια που κλαί­νε, χεί­λη που σφίγ­γο­νται. Για­τί δεν μπο­ρείς να μη θυμώ­νεις όταν κάθε πρωί βλέ­πεις το χακί έξω από την πόρ­τα σου και κάθε βρά­δυ έρχε­ται ο στρα­τιώ­της να συλ­λά­βει κάποιον από την οικο­γέ­νειά σου. Οταν σπέρ­νεις λίγες ελιές στο χωρά­φι σου και ο κατα­κτη­τής σού παίρ­νει και τη σοδειά και το χωρά­φι. Οταν περ­πα­τώ­ντας στους σκο­τει­νούς δρό­μους σκο­ντά­φτεις σε σωρούς νεκρών, πατάς ανθρώ­πι­να άντε­ρα χυμέ­να στο χώμα. Μέσα στο σκο­τά­δι φυτρώ­νει ο θυμω­μέ­νος σπό­ρος του φωτός.

Δεν μπο­ρείς να σκο­τώ­σεις τους αγω­νι­στές της λευ­τε­ριάς, Μπί­μπι. Αυτοί και να πεθά­νουν ζουν. Κι οι πεθα­μέ­νοι που πολε­μά­νε πλάι στους ζωντα­νούς δεν επι­τρέ­πουν τον φόβο, την απο­γο­ή­τευ­ση. Αγρυ­πνούν, βλέ­πουν, ακούν και κρί­νουν. Πολε­μά­νε όχι από απελ­πι­σία, για την ελπί­δα. Κι ας είναι μόνοι τους, αφού κι οι φίλοι τούς πρό­δω­σαν. Πολε­μί­στρες τα σώμα­τα των νεκρών τους. Με τις σφεν­δό­νες πολε­μούν. Κι αν άλλο όπλο δεν έχουν, με τα κόκα­λα των μαρ­τύ­ρων τους. Κι όταν τους κόβε­τε το ένα χέρι πολε­μούν με το άλλο. Κι όταν τους κόβε­τε και τα δυο χέρια παλεύ­ουν με τα δόντια. Αυτούς λες βάρ­βα­ρους κι απο­λί­τι­στους. Ομως, ποτέ οι βάρ­βα­ροι δεν πολε­μού­σαν για ιδα­νι­κά κι οι απο­λί­τι­στοι ήταν πάντα στη δική σας ρατσι­στι­κή και πολε­μο­κά­πη­λη πλευ­ρά της Ιστορίας.

Εχεις γερές πλά­τες, Μπί­μπι. Ο ξεμω­ρα­μέ­νος γέρο­ντας του Λευ­κού Οίκου σπεύ­δει να σου προ­σφέ­ρει κι άλλα, ακό­μα πιο θανα­τε­ρά όπλα κι άσπρη μπο­γιά για να βάψεις τα μαύ­ρα φτε­ρά των αερο­πλά­νων που ισο­πε­δώ­νουν τη γη της Παλαι­στί­νης. Ετσι έκα­νε πάντα ο μπαρ­μπα — Σαμ. Το ξέρουν καλά οι Παλαι­στί­νιοι. Το μαρ­τυ­ρούν και τα απο­τσί­γα­ρα με αμε­ρι­κά­νι­κες μάρ­κες που σβή­νουν οι στρα­τιώ­τες σου στο αίμα των σκο­τω­μέ­νων. Μαζί σου είναι και οι ηγέ­τες της «δημο­κρα­τι­κής» Ευρώ­πης — με πιο ένθερ­μους, μάλι­στα, τους απο­γό­νους εκεί­νων που οργά­νω­σαν το εβραϊ­κό ολο­καύ­τω­μα — ενώ ο ανεκ­δι­ή­γη­τος Ελλη­νας πρω­θυ­πουρ­γός δεν δίστα­σε να ανα­γνω­ρί­σει στη χώρα σου «εθνι­κό δικαί­ω­μα» στην πολε­μι­κή εκδί­κη­ση και στην τρο­μο­κρα­τι­κή δράση.

Ομως, να το ξέρεις. Απέ­να­ντί σου είναι οι λαοί όλου του κόσμου. Κι αυτοί, με την αλλη­λεγ­γύη τους, με την πάλη τους, θα δώσουν, αργά ή γρή­γο­ρα, τη νίκη στους νικη­μέ­νους. Τελι­κά ο μικρός Αχμέντ θα παί­ξει ποδό­σφαι­ρο σε ελεύ­θε­ρες γει­το­νιές της Παλαιστίνης…

Παύ­λος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ / Ριζοσπάστης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο