Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος _9ο

Η διεθνής αντιμετώπιση 
του Παλαιστινιακού ζητήματος μετά το 1967

Ιστο­ρι­κή ανα­δρο­μή στις ρίζες και την εξέ­λι­ξη του Παλαι­στι­νια­κού ζητή­μα­τος 8️⃣

Τέσ­σε­ρις μέρες μετά τη λήξη του Πολέ­μου των 6 Ημε­ρών, στις 14.6.1967, το Συμ­βού­λιο Ασφα­λεί­ας του ΟΗΕ υιο­θέ­τη­σε την Από­φα­ση 237, με την οποία καλού­σε την ισραη­λι­νή κυβέρ­νη­ση «να δια­σφα­λί­σει την ασφά­λεια και την πρό­νοια των ανθρώ­πων στις περιο­χές όπου είχαν λάβει χώρα οι στρα­τιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις και να διευ­κο­λύ­νει την επι­στρο­φή όσων τις είχαν εγκα­τα­λεί­ψει από την έναρ­ξη των εχθρο­πρα­ξιών»1. Μέχρι τότε δεν είχε υπάρ­ξει ούτε κατα­δί­κη της ισραη­λι­νής επί­θε­σης ούτε κάποια εντο­λή εκκέ­νω­σης των εδα­φών που είχε καταλάβει.

Η Πολε­μι­κή Αερο­πο­ρία των ΗΠΑ μετέ­φε­ρε 22.395 τόνους αρμά­των μάχης, πυρο­βο­λι­κού, πυρο­μα­χι­κών και προ­μη­θειών στο Ισρα­ήλ με αερο­σκά­φη κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου του Γιομ Κιπούρ

Γενι­κό­τε­ρα, με εξαί­ρε­ση τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και τις χώρες της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, που δια­μαρ­τυ­ρή­θη­καν έντο­να για τις επι­θε­τι­κές ενέρ­γειες του Ισρα­ήλ (δια­κό­πτο­ντας μετα­ξύ άλλων τις διπλω­μα­τι­κές σχέ­σεις μαζί του), ο καπι­τα­λι­στι­κός κόσμος, παρά τις όποιες δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις στις γραμ­μές του, δεν υπήρ­ξε ιδιαί­τε­ρα κατα­δι­κα­στι­κός ως προς τις αντι­δρά­σεις του.

Στις 19.6.1967, με πρω­το­βου­λία της ΕΣΣΔ, συγκλή­θη­κε Έκτα­κτη Συνε­δρί­α­ση της Γενι­κής Συνέ­λευ­σης του ΟΗΕ προ­κει­μέ­νου να εκφρα­στούν και να κατα­γρα­φούν — σαφώς και κατη­γο­ρη­μα­τι­κώς πια — η κατα­δί­κη της ισραη­λι­νής επι­θε­τι­κό­τη­τας και το αίτη­μα για άμε­ση απο­χώ­ρη­ση από τα κατε­χό­με­να εδά­φη. Ανοί­γο­ντας τις εργα­σί­ες της Συνε­δρί­α­σης ο πρό­ε­δρος του υπουρ­γι­κού συμ­βου­λί­ου της ΕΣΣΔ, Α. Κοσί­γκιν, τόνι­σε μετα­ξύ άλλων:

«Το Ισρα­ήλ δεν έχει κανέ­να επι­χεί­ρη­μα που να δικαιο­λο­γεί την επι­θε­τι­κό­τη­τά του. Οι προ­σπά­θειές του να αυτο­δι­καιο­λο­γη­θεί, όπως και οι προ­σπά­θειες των συνη­γό­ρων του (σ.σ. ΗΠΑ, κ.ά.) να εξα­γνί­σουν τις πολι­τι­κές και τις πρά­ξεις του Ισρα­ήλ (…) δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά μια απά­τη (…) Τα γεγο­νό­τα απο­δει­κνύ­ουν πέρα από κάθε αμφι­βο­λία πως η ευθύ­νη για την έναρ­ξη του πολέ­μου, για τα θύμα­τά του και τις συνέ­πειές του βαραί­νει το Ισραήλ (…)

Έρχο­νται συνε­χώς όλο και περισ­σό­τε­ρες ανα­φο­ρές για τις θηριω­δί­ες και τη βία που ασκεί­ται από τους Ισραη­λι­νούς εισβο­λείς στις περιο­χές που κατέ­λα­βαν. Αυτά που συμ­βαί­νουν στη Χερ­σό­νη­σο του Σινά, στη Λωρί­δα της Γάζας, στο δυτι­κό τμή­μα της Ιορ­δα­νί­ας και στα συρια­κά εδά­φη που κατέ­χο­νται από το Ισρα­ήλ φέρ­νουν στη σκέ­ψη τα απο­τρό­παια εγκλή­μα­τα των ναζί κατά τον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο (…) Ο ισραη­λι­νός στρα­τός πυρ­πο­λεί χωριά, κατα­στρέ­φει νοσο­κο­μεία και σχο­λεία. Οι άμα­χοι πλη­θυ­σμοί στε­ρού­νται φαγη­τού, νερού και κάθε άλλου μέσου επι­βί­ω­σης. Υπήρ­ξαν περι­πτώ­σεις όπου αιχ­μά­λω­τοι πολέ­μου, ακό­μα και γυναι­κό­παι­δα, εκτε­λού­νταν, όπου ασθε­νο­φό­ρα με τραυ­μα­τί­ες πυρ­πο­λού­νταν (…)

Ισραη­λι­νό πυρο­βο­λι­κό στα Υψώ­μα­τα του Γκο­λάν, 1973

Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, πιστή στην αρχή της να προ­σφέ­ρει βοή­θεια στα θύμα­τα της επι­θε­τι­κό­τη­τας και να στη­ρί­ζει τους λαούς που αγω­νί­ζο­νται για την ανε­ξαρ­τη­σία τους και την ελευ­θε­ρία τους, στέ­κε­ται με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα στο πλευ­ρό των αρα­βι­κών κρα­τών. (…) Η Σοβιε­τι­κή Ενω­ση δεν είναι κατά του Ισρα­ήλ, αλλά ενα­ντί­ον της επι­θε­τι­κής πολι­τι­κής που ακο­λου­θούν οι κυβερ­νη­τι­κοί κύκλοι σε αυτό το κράτος (…)

Οταν το ζήτη­μα είναι ή πόλε­μος ή ειρή­νη, για την υπε­ρά­σπι­ση των δικαιω­μά­των των λαών, δεν πρέ­πει να υπάρ­χει θέση για πολι­τι­κά παλαν­τζα­ρί­σμα­τα (…) Σε τέτοια θέμα­τα (…) δεν υπάρ­χει άλλος δρό­μος από την απο­φα­σι­στι­κή κατα­δί­κη του επι­τι­θέ­με­νου και των δυνά­με­ων που βρί­σκο­νται από πίσω του (…)»2.

Απέ­να­ντι στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση οι ΗΠΑ κατέ­θε­σαν δικό τους Σχέ­διο Από­φα­σης, με το οποίο η ευθύ­νη του πολέ­μου θολω­νό­ταν επι­με­ρι­ζό­με­νη με γενι­κό και αόρι­στο τρό­πο σε όλα λίγο — πολύ τα εμπλε­κό­με­να μέρη, ενώ το ζήτη­μα της απο­χώ­ρη­σης από τα κατε­χό­με­να εδά­φη έμπαι­νε με έμμε­σο και όχι σαφή τρό­πο. Οι σχε­τι­κές συζη­τή­σεις κρά­τη­σαν έως και τις 4 Ιού­λη, όταν εντέ­λει κατα­τέ­θη­καν προς ψήφι­ση δύο Σχέ­δια: Ενα που στη­ρί­χθη­κε από την ΕΣΣΔ, τις χώρες της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, τα αρα­βι­κά κρά­τη και τις περισ­σό­τε­ρες από τις χώρες που ανή­καν στη λεγό­με­νη «Κίνη­ση των Αδε­σμεύ­των». Και ένα που στη­ρί­χθη­κε από τις ΗΠΑ, τα καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη της Δυτι­κής Ευρώ­πης και της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής. Καθώς όμως κανέ­να από τα δύο Σχέ­δια δεν έλα­βε την απαι­τού­με­νη πλειο­ψη­φία των 2/3, δεν ελή­φθη καμιά από­φα­ση3.

Η στά­ση της ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης είχε σημα­ντι­κό αντί­κτυ­πο στους λαούς της Μέσης Ανα­το­λής. Πράγ­μα­τι, η στά­ση αυτή, σε συν­δυα­σμό με τη «στή­ρι­ξη του Ισρα­ήλ από τη Δύση» (δηλα­δή τα ισχυ­ρά καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη και ιδιαί­τε­ρα τις ΗΠΑ), «είχε ως απο­τέ­λε­σμα μεγά­λα τμή­μα­τα των αρα­βι­κών κοι­νω­νιών να βλέ­πουν τη Σοβιε­τι­κή Ενω­ση με ένα μείγ­μα θαυ­μα­σμού και επι­θυ­μί­ας για προ­στα­σία»4. Οπως ανέ­φε­ρε σε συνέ­ντευ­ξή του το 1969 το μέλος της ΚΕ της Φατάχ και στέ­λε­χος της Οργά­νω­σης για την Απε­λευ­θέ­ρω­ση της Παλαι­στί­νης Α. Ιγιάντ, «η Σοβιε­τι­κή Ενω­ση πρέ­πει να θεω­ρεί­ται φίλος των Αρά­βων. Πρό­κει­ται για μια φιλία που έχει εκφρα­στεί στην πρά­ξη με τη μορ­φή τόσο της υλι­κής βοή­θειας όσο και της ισχυ­ρής ηθι­κής υπο­στή­ρι­ξης (…) ιδιαί­τε­ρα μετά τον πόλε­μο του Ιού­νη (του 1967)»5. «Είναι αλή­θεια», σημεί­ω­νε — από τη δική του οπτι­κή και σκο­πι­μό­τη­τα — σχε­τι­κό υπό­μνη­μα της CIA, «πως η ΕΣΣΔ απο­τε­λεί τη μονα­δι­κή δύνα­μη στην οποία τα ριζο­σπα­στι­κά αρα­βι­κά κρά­τη — η Αίγυ­πτος, η Συρία και η Αλγε­ρία — μπο­ρούν να βασί­ζο­νται για μια ουσια­στι­κή υπο­στή­ρι­ξη»6.

Η στά­ση των ΗΠΑ, από την άλλη μεριά, είχε αντί­στρο­φο αντί­κτυ­πο, δημιουρ­γώ­ντας προ­βλή­μα­τα, τόσο στις ίδιες όσο και στους συμ­μά­χους τους στη Μέση Ανα­το­λή. Οι αμε­ρι­κα­νι­κές μυστι­κές υπη­ρε­σί­ες έκα­ναν λόγο για «γενι­κευ­μέ­νη όξυν­ση της λαϊ­κής εχθρό­τη­τας απέ­να­ντι στις ΗΠΑ και τη Βρε­τα­νία λόγω (της στά­σης τους ένα­ντι) του πολέ­μου (…) Αυτά τα αντια­με­ρι­κα­νι­κά αισθή­μα­τα δεν έχουν μόνο υπο­νο­μεύ­σει την επιρ­ροή των ΗΠΑ ανά­με­σα στους συντη­ρη­τι­κούς (στον αρα­βι­κό κόσμο), αλλά έχουν συν­δρά­μει και σε μια γενι­κό­τε­ρη άνο­δο του ριζο­σπα­στι­σμού στην περιο­χή». «Τα αντι­δυ­τι­κά αισθή­μα­τα στην Ιορ­δα­νία», σημεί­ω­νε ειδι­κό­τε­ρα άλλη Εκθε­ση της CIA, «αυξή­θη­καν σημα­ντι­κά». Τόσο ώστε ο βασι­λιάς της χώρας, Χου­σε­ΐν, «να μην μπο­ρεί πλέ­ον να εμφα­νί­ζε­ται ανοι­χτά υπέρ της Δύσης και των ΗΠΑ όπως στο παρελ­θόν δίχως να θέτει σε κίν­δυ­νο τη ζωή του καθε­στώ­τος του». Αντί­στοι­χα, «ο βασι­λιάς (της Σαου­δι­κής Αρα­βί­ας) Φαϊ­ζάλ αισθά­νε­ται ότι πρέ­πει να πιέ­σει σημα­ντι­κά ώστε οι ΗΠΑ να λάβουν θέσεις υπέρ των συμ­φε­ρό­ντων των Αρά­βων και να απο­δεί­ξει έτσι πως η πολι­τι­κή του φιλί­ας με τις ΗΠΑ “απο­δί­δει”»7.

Ισραη­λι­νά τανκς δια­σχί­ζουν το Σου­έζ, 15/10/1973

Όλα τα παρα­πά­νω απο­τύ­πω­ναν κάποιες αλλα­γές στον διε­θνή συσχε­τι­σμό (κυρί­ως όσον αφο­ρά τις αντι­θέ­σεις μετα­ξύ των καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών και την επιρ­ροή τους στα κρά­τη του αρα­βι­κού κόσμου), οι οποί­ες, υπό την επί­δρα­ση της ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, είχαν εντέ­λει ένα ορι­σμέ­νο απο­τέ­λε­σμα και στις σχε­τι­κές απο­φά­σεις του ΟΗΕ.

Στις 22.11.1967 — με καθυ­στέ­ρη­ση 5 μηνών — το Συμ­βού­λιο Ασφα­λεί­ας κάλε­σε πια για την από­συρ­ση των ισραη­λι­νών στρα­τευ­μά­των από τις περιο­χές που είχαν κατα­λά­βει και τον περιο­ρι­σμό τους στα προ­πο­λε­μι­κά σύνο­ρα του Ισρα­ήλ (Από­φα­ση 242). Η εν λόγω Από­φα­ση ήταν ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κή καθώς για πρώ­τη φορά από το 1949 οριο­θε­τού­νταν τα επί­ση­μα ανα­γνω­ρι­σμέ­να σύνο­ρα του Ισρα­ήλ (τα οποία ισχύ­ουν έως σήμε­ρα), ενώ — έστω και εμμέ­σως — οριο­θε­τού­νταν επί­σης τα σύνο­ρα ενός μελ­λο­ντι­κού παλαι­στι­νια­κού κρά­τους. Βεβαί­ως, κατ’ αυτόν τον τρό­πο, ο ΟΗΕ ανα­γνώ­ρι­ζε ταυ­τό­χρο­να την κυριαρ­χία του Ισρα­ήλ επί των παλαι­στι­νια­κών εδα­φών που είχε κατα­λά­βει το 1948 — 1949, πέρα από τα όρια που είχαν ορι­στεί από τις πρώ­τες Απο­φά­σεις του Οργα­νι­σμού (στο πλαί­σιο της δημιουρ­γί­ας δύο κρα­τών) το 19478.

Στις 10.12.1969 η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση του ΟΗΕ υιο­θέ­τη­σε Από­φα­ση (2535Β) με την οποία «ο Παλαι­στι­νια­κός λαός» ανα­γνω­ρι­ζό­ταν για πρώ­τη φορά ως εθνό­τη­τα «με αδιαμ­φι­σβή­τη­τα δικαιώ­μα­τα απορ­ρέ­ο­ντα από την Χάρ­τα των Ηνω­μέ­νων Εθνών και την Οικου­με­νι­κή Δια­κή­ρυ­ξη για τα Ανθρώ­πι­να Δικαιώ­μα­τα». Τα δικαιώ­μα­τα, που, κατά την ίδια Από­φα­ση, κατα­στρα­τη­γού­νταν διαρ­κώς από το Ισρα­ήλ με «πρά­ξεις συλ­λο­γι­κής τιμω­ρί­ας, αυθαί­ρε­της φυλά­κι­σης, απα­γό­ρευ­σης κυκλο­φο­ρί­ας, κατα­στρο­φής οικιών και περιου­σιών, εκτο­πι­σμού κι άλλες μορ­φές κατα­στο­λής ενα­ντί­ον των προ­σφύ­γων και άλλων κατοί­κων των κατε­χό­με­νων περιο­χών»9.

Με νέα της Από­φα­ση (2672C) στις 8.12.1970 η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση του ΟΗΕ δια­κή­ρυ­ξε ότι «ο λαός της Παλαι­στί­νης έχει τα ίδια δικαιώ­μα­τα (…) στην αυτο­διά­θε­ση» όπως όλοι οι λαοί, ενώ θεώ­ρη­σε τον «πλή­ρη σεβα­σμό των αδιαμ­φι­σβή­τη­των δικαιω­μά­των του Παλαι­στι­νια­κού λαού ως ανα­φαί­ρε­το συστα­τι­κό για την επί­τευ­ξη μιας δίκαι­ης και διαρ­κούς ειρή­νης στη Μέση Ανα­το­λή»10.

Στις 30.11.1973 η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση του ΟΗΕ υιο­θέ­τη­σε Από­φα­ση (3070), με την οποία όχι μόνο κατα­δί­κα­ζε τη συνε­χι­ζό­με­νη μη ανα­γνώ­ρι­ση «του δικαιώ­μα­τος της αυτο­διά­θε­σης και ανε­ξαρ­τη­σί­ας» του Παλαι­στι­νια­κού λαού, αλλά δια­κή­ρυτ­τε και «τη νομι­μό­τη­τα» του ίδιου, καθώς και όλων «των λαών να αγω­νί­ζο­νται για την απε­λευ­θέ­ρω­σή τους (…) με κάθε μέσο, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της ένο­πλης πάλης»11.

Άλλες σημα­ντι­κές Απο­φά­σεις της Γενι­κής Συνέ­λευ­σης του ΟΗΕ την ίδια περί­ο­δο υπήρ­ξαν: Η Από­φα­ση 3210 της 14.10.1974, με την οποία η Οργά­νω­ση για την Απε­λευ­θέ­ρω­ση της Παλαι­στί­νης (PLO) ανα­γνω­ρί­στη­κε ως εκπρό­σω­πος του Παλαι­στι­νια­κού λαού. Η Από­φα­ση 3236 της 22.11.1974, με την οποία δόθη­κε στην PLO καθε­στώς «παρα­τη­ρη­τή» στον ΟΗΕ. Αλλά και η Από­φα­ση 3379 της 10.11.1975, με την οποία ο σιω­νι­σμός χαρα­κτη­ρί­στη­κε μορ­φή ρατσι­σμού και φυλε­τι­κής διά­κρι­σης (η τελευ­ταία, σημειω­τέ­ον, ακυ­ρώ­θη­κε με νέα Από­φα­ση του Οργα­νι­σμού που πάρ­θη­κε — όχι τυχαία — κατά την κορύ­φω­ση των αντε­πα­να­στα­τι­κών ανα­τρο­πών στην ΕΣΣΔ τον Δεκέμ­βρη του 1991).

«Τη δεκα­ε­τία 1967 — 1977», ανα­φέ­ρει σχε­τι­κή Έκθε­ση του ΟΗΕ, «πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μια θεμε­λιώ­δης αλλα­γή στον τρό­πο που αντι­με­τω­πι­ζό­ταν το Παλαι­στι­νια­κό ζήτη­μα (…) από ένα προ­σφυ­γι­κό πρό­βλη­μα (…) σε ένα σημα­ντι­κό ζήτη­μα που αφο­ρού­σε τα θεμε­λιώ­δη δικαιώ­μα­τα του Παλαι­στι­νια­κού λαού για επι­στρο­φή στην πατρί­δα του και αυτο­διά­θε­ση»12. Ο ρόλος της ΕΣΣΔ και των χωρών της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης υπήρ­ξε πρω­τα­γω­νι­στι­κός σε όλες τις απο­φά­σεις υπέρ του Παλαι­στι­νια­κού λαού. Και παρά τις δια­χρο­νι­κά συστη­μα­τι­κές προ­σπά­θειες των ΗΠΑ να τις υπο­νο­μεύ­σουν ή να τις μπλο­κά­ρουν (ασκώ­ντας βέτο στο Συμ­βού­λιο Ασφα­λεί­ας), το γεγο­νός παρα­μέ­νει ότι το Ισρα­ήλ απο­τε­λεί σήμε­ρα το κρά­τος με τις περισ­σό­τε­ρες — μακράν — διε­θνείς κατα­δι­κα­στι­κές απο­φά­σεις ενα­ντί­ον του στην ιστο­ρία του Οργανισμού…

Οι θέσεις Ισραήλ
και αραβικών κρατών την επαύριο
του πολέμου του 1967

Όπως ξεκα­θά­ρι­σε εξαρ­χής το Ισρα­ήλ, δεν ήταν δια­τε­θει­μέ­νο να υπα­να­χω­ρή­σει «ούτε ίντσα» από τις περιο­χές που είχε κατα­λά­βει, επι­διώ­κο­ντας τη διε­νέρ­γεια απευ­θεί­ας δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων με κάθε εμπλε­κό­με­νο μέρος χωρι­στά. Η τακτι­κή αυτή απο­σκο­πού­σε, αν μη τι άλλο, στην ακύ­ρω­ση της δια­πραγ­μα­τευ­τι­κής δύνα­μης του αρα­βι­κού μπλοκ (ως συνό­λου), αλλά και στην υπο­νό­μευ­ση της — πρό­σκαι­ρης όπως απο­δεί­χθη­κε έτσι κι αλλιώς — ενό­τη­τάς του. Από την Αίγυ­πτο το Ισρα­ήλ απαι­τού­σε την προ­σάρ­τη­ση της Λωρί­δας της Γάζας και την απο­στρα­τι­κο­ποί­η­ση της Χερ­σο­νή­σου του Σινά (ως απα­ραί­τη­το όρο για την επι­στρο­φή της). Από την Ιορ­δα­νία απαι­τού­σε την προ­σάρ­τη­ση του συνό­λου της Ιερου­σα­λήμ και ορι­σμέ­νων άλλων εδα­φών της Δυτι­κής Οχθης (που θα επι­στρε­φό­ταν στην Ιορ­δα­νία με τον όρο πως θα απο­τε­λού­σε επί­σης απο­στρα­τι­κο­ποι­η­μέ­νη ζώνη)13.

Η θέση των αρα­βι­κών κρα­τών, όπως αυτή δια­μορ­φώ­θη­κε κατά τη Διά­σκε­ψη του Αρα­βι­κού Συν­δέ­σμου στο Χαρ­τούμ του Σου­δάν (29.8–1.9.1967), συνο­ψί­στη­κε στην εξής τρι­πλή άρνη­ση: «Καμιά ειρή­νη με το Ισρα­ήλ, καμία δια­πραγ­μά­τευ­ση με το Ισρα­ήλ, καμία ανα­γνώ­ρι­ση του Ισρα­ήλ». Ωστό­σο, η στι­βα­ρή ενό­τη­τα που απέ­πνε­αν τέτοιες ηχη­ρές δια­κη­ρύ­ξεις υπήρ­ξε καθ’ όλα φαι­νο­με­νι­κή, καθώς στο παρα­σκή­νιο υπέ­βο­σκαν σημα­ντι­κές δια­φο­ρές και αντι­θέ­σεις14.

Πράγ­μα­τι, η Συρία, το Ιράκ και η Αλγε­ρία (καθώς και η PLO) υπο­στή­ρι­ζαν «τη συνέ­χι­ση του ένο­πλου αγώ­να ενα­ντί­ον του Ισρα­ήλ μέχρι την πλή­ρη απε­λευ­θέ­ρω­ση των κατε­χό­με­νων περιο­χών, σε συν­δυα­σμό με την επι­βο­λή εμπάρ­γκο πετρε­λαί­ου στη Δύση»15.

Το εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό ένο­πλο κίνη­μα των Παλαι­στι­νί­ων, ειδι­κό­τε­ρα, ήταν κάθε­τα αντί­θε­το, τόσο στην Από­φα­ση 242 του Συμ­βου­λί­ου Ασφα­λεί­ας του ΟΗΕ, που για εκεί­νους σήμαι­νε «απο­δο­χή της κατά­κτη­σης και της απώ­λειας εδα­φών που υπέ­στη ο λαός της Παλαι­στί­νης το 1948» (θέση που θα άλλα­ζε στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1970 στο πλαί­σιο μιας λύσης για τη δημιουρ­γία δύο κρα­τών στα σύνο­ρα του 1967), όσο και σε κάθε ειρή­νη «που θα δια­σφά­λι­ζε τα σύνο­ρα του Ισρα­ήλ», καθώς κάτι τέτοιο προ­ϋ­πέ­θε­τε και τον «τερ­μα­τι­σμό του παλαι­στι­νια­κού κινή­μα­τος αντί­στα­σης»16.

Στρα­τιω­τι­κά οχή­μα­τα της Αιγύ­πτου δια­σχί­ζουν το Σου­έζ, 7/10/1973

Από την άλλη μεριά, η Αίγυ­πτος και η Ιορ­δα­νία ενδια­φέ­ρο­νταν πρω­τί­στως για την ανά­κτη­ση των απω­λειών τους στον πόλε­μο, τις οποί­ες δεν ήταν σε θέση (στρα­τιω­τι­κή ή οικο­νο­μι­κή) να διεκ­δι­κή­σουν με πιο δυνα­μι­κά μέσα. Την πιο «μετριο­πα­θή» οδό (που περιε­λάμ­βα­νε επί­σης την απο­σύν­δε­ση του Παλαι­στι­νια­κού ζητή­μα­τος από τις άμε­σες διεκ­δι­κή­σεις των αρα­βι­κών κρα­τών ένα­ντι του Ισρα­ήλ) υπο­στή­ρι­ζε και η Σαου­δι­κή Αρα­βία, της οποί­ας η οικο­νο­μι­κή — και πολι­τι­κή — βαρύ­τη­τα στον αρα­βι­κό κόσμο είχε ανα­βαθ­μι­στεί (ιδιαί­τε­ρα μετά και τη σημα­ντι­κό­τα­τη οικο­νο­μι­κή συν­δρο­μή που παρεί­χε σε Αίγυ­πτο και Ιορ­δα­νία για τις ανά­γκες της μετα­πο­λε­μι­κής τους ανα­συ­γκρό­τη­σης — βοή­θεια από την οποία, σημειω­τέ­ον, απο­κλεί­στη­κε η Συρία)17.

Τον Δεκέμ­βρη του 1970 ο τότε Πρό­ε­δρος της Αιγύ­πτου, Α. Σαντάτ, τόνι­σε σε συνέ­ντευ­ξή του ότι η χώρα του ήταν έτοι­μη «να ανα­γνω­ρί­σει τα δικαιώ­μα­τα του Ισρα­ήλ ως ανε­ξάρ­τη­του κρά­τους» υπό τον όρο ότι θα της επι­στρε­φό­ταν το Σινά18. Τον δε Φλε­βά­ρη του 1971 η αιγυ­πτια­κή κυβέρ­νη­ση ανα­κοί­νω­σε ότι θα απο­δε­χό­ταν τις ειρη­νευ­τι­κές προ­τά­σεις που είχαν τεθεί στο τρα­πέ­ζι από τον ειδι­κό απε­σταλ­μέ­νο του ΟΗΕ, Γκ. Τζά­ρινγκ, εφό­σον υπήρ­χε αμοι­βαία απο­δο­χή τους και από το Ισρα­ήλ — κάτι το οποίο, ωστό­σο, δεν συνέ­βη19.

Ο στρατηγικός προσανατολισμός
της αστικής τάξης της Αιγύπτου αλλάζει

Η έκβα­ση του 3ου αρα­βοϊσ­ραη­λι­νού πολέ­μου επέ­δρα­σε κατα­λυ­τι­κά στη μετέ­πει­τα δια­μόρ­φω­ση των εξε­λί­ξε­ων στη Μέση Ανα­το­λή, δρο­μο­λο­γώ­ντας σημα­ντι­κές αλλα­γές στην εγχώ­ρια και διε­θνή στρα­τη­γι­κή των αστι­κών τάξε­ων δια­φό­ρων κρα­τών, στην ισορ­ρο­πία δυνά­με­ων στην περιο­χή, στις συμ­μα­χί­ες, κ.ο.κ. Βασι­κός κρί­κος σε όλα τα παρα­πά­νω υπήρ­ξε η Αίγυπτος.

«Η συντρι­πτι­κή ήττα του αιγυ­πτια­κού στρα­τού», ανα­φέ­ρει σχε­τι­κή έκθε­ση της CIA, επέ­φε­ρε κρί­σι­μο πλήγ­μα στην ιδιαί­τε­ρη βαρύ­τη­τα και ρόλο της αστι­κής τάξης της Αιγύ­πτου — και του βασι­κό­τε­ρου πολι­τι­κού της εκπρο­σώ­που, Αμπ. Γκ. Νάσερ — ως «ηγε­τι­κού εκφρα­στή (των συμ­φε­ρό­ντων) των Αρά­βων»20.

Ο Γκα­μάλ Αμπ­ντελ Νάσερ στη σύνο­δο του Αρα­βι­κού Συν­δέ­σμου στο Χαρτούμ

Η απο­δυ­νά­μω­ση του ισχυ­ρό­τε­ρου έως τότε καπι­τα­λι­στι­κού κρά­τους στη Μέση Ανα­το­λή — της Αιγύ­πτου — δεν ήταν όμως μόνο στρα­τιω­τι­κή, αλλά και οικο­νο­μι­κή. Η απώ­λεια των σημα­ντι­κό­τα­των εσό­δων που αντλού­νταν από τη Διώ­ρυ­γα του Σου­έζ και τις πετρε­λαιο­πη­γές του Σινά, σε συν­δυα­σμό με τα υπέ­ρο­γκα κεφά­λαια που απαι­τού­νταν για την απο­κα­τά­στα­ση της στρα­τιω­τι­κής ισχύ­ος της χώρας, δημιούρ­γη­σαν σοβα­ρά προ­βλή­μα­τα στην οικο­νο­μία της. Οι κρα­τι­κές δαπά­νες (που συν τοις άλλοις εξα­σφά­λι­ζαν έναν ορι­σμέ­νο βαθ­μό ενσω­μά­τω­σης των λαϊ­κών μαζών στην κυρί­αρ­χη πολι­τι­κή) μειώ­θη­καν, ενώ ταυ­τό­χρο­να η αφαί­μα­ξη του λαϊ­κού εισο­δή­μα­τος εντά­θη­κε. Ως απο­τέ­λε­σμα ξέσπα­σαν μια σει­ρά από μαζι­κές λαϊ­κές δια­μαρ­τυ­ρί­ες ενα­ντί­ον του Νάσερ. Ο θάνα­τος του τελευ­ταί­ου το 1970 και η αντι­κα­τά­στα­σή του από τον τότε αντι­πρό­ε­δρο, Α. Σαντάτ, σημα­το­δό­τη­σαν — και τυπι­κά / συμ­βο­λι­κά πια — την ολο­κλή­ρω­ση μιας ολό­κλη­ρης περιό­δου στην Ιστο­ρία της Αιγύ­πτου αλλά και ευρύ­τε­ρα της Μέσης Ανα­το­λής: Μιας περιό­δου όπου η κατ’ ουσία σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή αντί­λη­ψη του «πανα­ρα­βι­σμού» και του «αρα­βι­κού σοσια­λι­σμού» απο­τέ­λε­σε βασι­κό συστα­τι­κό στοι­χείο της στρα­τη­γι­κής των αστι­κών τάξε­ων μιας σει­ράς αρα­βι­κών κρα­τών, με πλα­τιά έκφρα­ση και στα εθνι­κά — απε­λευ­θε­ρω­τι­κά κινή­μα­τα της περιο­χής21.

Η αλλα­γή στον στρα­τη­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό της αστι­κής τάξης της Αιγύ­πτου μετά την ήττα του 1967 είχε αρχί­σει να δια­φαί­νε­ται ήδη από τη Διά­σκε­ψη του Αρα­βι­κού Συν­δέ­σμου στο Χαρ­τούμ τον Σεπτέμ­βρη του ίδιου έτους, όταν ο Νάσερ, έχο­ντας απο­δε­χτεί ένα σημα­ντι­κό πακέ­το οικο­νο­μι­κής βοή­θειας από τα πλού­σια σε πετρέ­λαιο κρά­τη του Κόλ­που, «αναί­ρε­σε» την έως τότε διά­κρι­ση του αρα­βι­κού κόσμου σε «προ­ο­δευ­τι­κό» και «αντι­δρα­στι­κό», κάνο­ντας λόγο για «κοι­νό μέτω­πο» απέ­να­ντι στην απει­λή του Ισρα­ήλ. Αντί­στοι­χα, στα­δια­κά ατό­νη­σαν — ωσό­του εξα­λει­φθούν εντε­λώς — και οι όποιες ανα­φο­ρές στον ιμπε­ρια­λι­σμό (ως βασι­κό κοι­νό εχθρό των αρα­βι­κών λαών)22.

Το τελευ­ταίο εγχεί­ρη­μα για τη συγκρό­τη­ση μιας Αρα­βι­κής Ομο­σπον­δί­ας μετα­ξύ της Λιβύ­ης υπό τον Μ. Καντά­φι (στον οποίο ανή­κε και η σχε­τι­κή πρω­το­βου­λία), της Αιγύ­πτου και της Συρί­ας, αν και έλα­βε την υπο­στή­ρι­ξη της συντρι­πτι­κής πλειο­ψη­φί­ας των λαών των τριών κρα­τών σε σχε­τι­κά δημο­ψη­φί­σμα­τα, ωστό­σο δεν προ­χώ­ρη­σε, κυρί­ως λόγω των αλλα­γών στον στρα­τη­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό της αιγυ­πτια­κής αστι­κής τάξης. Την ίδια περί­ο­δο, άλλω­στε, η τελευ­ταία είχε αρχί­σει ήδη να επι­διώ­κει την επα­να­προ­σέγ­γι­ση με τις ΗΠΑ, εκδιώ­κο­ντας μετα­ξύ άλλων το 1972 τους περί­που 15.000 Σοβιε­τι­κούς τεχνι­κούς και στρα­τιω­τι­κούς συμ­βού­λους, που είχαν απο­στα­λεί εκεί προ­κει­μέ­νου να συν­δρά­μουν την Αίγυ­πτο σε μια σει­ρά από τομείς23.

Φωτιά στο Τέμε­νος Αλ Ακσα

Ο 4ος αραβοϊσραηλινός πόλεμος
__Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ

Τον Φλε­βά­ρη του 1973, η αιγυ­πτια­κή κυβέρ­νη­ση, προσ­δο­κώ­ντας πλέ­ον και σε μια ευνοϊ­κό­τε­ρη δια­με­σο­λά­βη­ση εκ μέρους των ΗΠΑ, επι­χεί­ρη­σε να έρθει εκ νέου σε συμ­βι­βα­σμό με το Ισρα­ήλ. Η Αίγυ­πτος διεκ­δι­κού­σε την επι­στρο­φή του Σινά (έστω και με την απο­στρα­τι­κο­ποί­η­ση ορι­σμέ­νων περιο­χών). Σε αντάλ­λαγ­μα, προ­σέ­φε­ρε την υπο­γρα­φή ειρή­νης (που ταυ­τό­χρο­να σήμαι­νε και ανα­γνώ­ρι­ση του Ισρα­ήλ), ελεύ­θε­ρη διέ­λευ­ση στα ισραη­λι­νά πλοία από τη Διώ­ρυ­γα του Σου­έζ, τερ­μα­τι­σμό του μποϊ­κο­τάζ και κατα­πο­λέ­μη­ση της δρά­σης της παλαι­στι­νια­κής αντί­στα­σης επί αιγυ­πτια­κού εδά­φους. Ολα αυτά, όμως, δεν ήταν αρκε­τά για το Ισρα­ήλ, που αντέ­τει­νε όρους τους οποί­ους η Αίγυ­πτος δεν μπο­ρού­σε να δεχτεί (όπως π.χ. τη δια­τή­ρη­ση ισραη­λι­νών στρα­τιω­τι­κών φυλα­κί­ων επί του Σινά)24.

Απευ­θυ­νό­με­νος προς τον Αιγύ­πτιο Πρό­ε­δρο Σαντάτ, ο τότε ειδι­κός σύμ­βου­λος του Προ­έ­δρου των ΗΠΑ για θέμα­τα Εθνι­κής Ασφά­λειας (και μετέ­πει­τα υπουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών), Χ. Κίσιν­γκερ, εξέ­φρα­σε μεν «την εκτί­μη­ση για την ειρη­νευ­τι­κή του πρω­το­βου­λία, καθώς και για την από­φα­σή του να εκδιώ­ξει τους Σοβιε­τι­κούς», ωστό­σο ταυ­τό­χρο­να του «συνέ­στη­σε (…) ρεα­λι­σμό», σημειώ­νο­ντας ότι, έχο­ντας «ηττη­θεί» στον πρό­σφα­το πόλε­μο, «έπρε­πε να κάνει (κι άλλους) συμ­βι­βα­σμούς προ­κει­μέ­νου να έχει τη στή­ρι­ξη των ΗΠΑ». Η στά­ση αυτή των ΗΠΑ, όπως και του Ισρα­ήλ, οδή­γη­σε την αιγυ­πτια­κή αστι­κή τάξη στο συμπέ­ρα­σμα πως ο μόνος τρό­πος για να βελ­τιώ­σει τη δια­πραγ­μα­τευ­τι­κή της θέση ήταν η αντι­στρο­φή των όρων που δημιούρ­γη­σε το απο­τέ­λε­σμα του προη­γού­με­νου πολέ­μου με νέο πόλε­μο25.

Πράγ­μα­τι, στις 6.10.1973, Αίγυ­πτος και Συρία πραγ­μα­το­ποί­η­σαν ταυ­τό­χρο­νη συν­δυα­σμέ­νη επί­θε­ση κατά του Ισρα­ήλ (στη Χερ­σό­νη­σο του Σινά και τα Υψί­πε­δα του Γκο­λάν αντί­στοι­χα), πυρο­δο­τώ­ντας τον 4ο αρα­βοϊσ­ραη­λι­νό πόλε­μο, γνω­στό και ως «Πόλε­μο του Γιομ Κιπούρ» (από την ομώ­νυ­μη εβραϊ­κή γιορ­τή, ανή­με­ρα της οποί­ας ξεκί­νη­σε ο πόλε­μος). Η προ­έ­λα­σή τους, ωστό­σο, δεν κρά­τη­σε πολύ. Πολύ σύντο­μα ο ισραη­λι­νός στρα­τός κατά­φε­ρε — έπει­τα και από την καθο­ρι­στι­κή του ενί­σχυ­ση από τις ΗΠΑ — να στα­θε­ρο­ποι­ή­σει τα δύο μέτω­πα και να περά­σει στην αντε­πί­θε­ση απω­θώ­ντας αμφό­τε­ρους πέρα και από τα εδά­φη που είχαν απο­λέ­σει κατά τον Πόλε­μο των 6 Ημε­ρών (φτά­νο­ντας στα νότια έως την πόλη του Σου­έζ, 100 μόλις χιλιό­με­τρα από το Κάι­ρο και στα βόρεια έως τα πρό­θυ­ρα της Δαμασκού).

Η μετα­φο­ρά του πολέ­μου σε αρα­βι­κά εδά­φη ενερ­γο­ποί­η­σε την εμπλο­κή και άλλων αρα­βι­κών κρα­τών, όπως του Ιράκ, της Αλγε­ρί­ας, του Μαρό­κου, κ.ά. Ωστό­σο, αυτή ήταν πολύ μικρή ώστε να κάνει την οποια­δή­πο­τε δια­φο­ρά. Επι­πλέ­ον, χαρα­κτη­ρι­ζό­ταν από σοβα­ρή έλλει­ψη συντο­νι­σμού, επι­κοι­νω­νί­ας, κ.ο.κ. μετα­ξύ των εμπλε­κό­με­νων δυνά­με­ων, γεγο­νός που αδυ­νά­τι­σε ακό­μα περισ­σό­τε­ρο την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά τους στο πεδίο. Στην περί­πτω­ση της Ιορ­δα­νί­ας, ειδι­κό­τε­ρα, η συμ­με­το­χή στον πόλε­μο ήταν αντι­φα­τι­κή, «με το ένα πόδι» (όπως άλλω­στε κατα­δει­κνύ­ουν και προ­σφά­τως απο­χα­ρα­κτη­ρι­σμέ­να έγγρα­φα, που φανε­ρώ­νουν σχε­τι­κή συνεν­νό­η­ση και συμ­φω­νία ανά­με­σα σε Ισρα­ήλ και Ιορ­δα­νία, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου)26.

Η ΕΣΣΔ, παρά τη στά­ση της Αιγύ­πτου το προη­γού­με­νο διά­στη­μα απέ­να­ντί της, έσπευ­σε να τη συν­δρά­μει (όπως και τη Συρία) διά θαλάσ­σης και αέρος με χιλιά­δες τόνους στρα­τιω­τι­κού υλι­κού. Σημα­ντι­κό­τα­τη υπήρ­ξε — όπως προ­α­να­φέ­ρα­με — και η αμε­ρι­κα­νι­κή συν­δρο­μή προς το Ισρα­ήλ. Το γεγο­νός αυτό προ­κά­λε­σε την επι­βο­λή εμπάρ­γκο από τα αρα­βι­κά πετρε­λαιο­ε­ξα­γω­γι­κά κρά­τη του OAPEC, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε μια σει­ρά άλλων καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών της Ευρώ­πης. ΕΣΣΔ και ΗΠΑ κινη­το­ποί­η­σαν ισχυ­ρές ναυ­τι­κές δυνά­μεις στη Νοτιο­α­να­το­λι­κή Μεσό­γειο. Η 5η Σοβιε­τι­κή ναυ­τι­κή Μοί­ρα και ο 6ος Αμε­ρι­κα­νι­κός Στό­λος βρέ­θη­καν κυριο­λε­κτι­κά ο ένας απέ­να­ντι στον άλλο στη «μεγα­λύ­τε­ρη αντι­πα­ρά­θε­ση ναυ­τι­κών δυνά­με­ων του Ψυχρού Πολέ­μου»27.

Στις 22 Οκτώ­βρη το Συμ­βού­λιο Ασφα­λεί­ας του ΟΗΕ κάλε­σε όλους τους εμπλε­κό­με­νους σε εκε­χει­ρία. Η Αίγυ­πτος την απο­δέ­χτη­κε αμέ­σως. Το Ισρα­ήλ, ωστό­σο, που ήταν πολύ κοντά στην περι­κύ­κλω­ση και κατα­στρο­φή της 3ης αιγυ­πτια­κής Στρα­τιάς, συνέ­χι­σε να πιέ­ζει στρα­τιω­τι­κά. Στις 24 του μηνός η σοβιε­τι­κή κυβέρ­νη­ση διε­μή­νυ­σε στις ΗΠΑ πως, αν το Ισρα­ήλ συνέ­χι­ζε την παρα­βί­α­ση της εκε­χει­ρί­ας, θα ανα­γκα­ζό­ταν «να ανα­λά­βει τα απα­ραί­τη­τα μέτρα μονο­με­ρώς». Η σοβιε­τι­κή προει­δο­ποί­η­ση μετα­φέρ­θη­κε από τις ΗΠΑ στο Ισρα­ήλ, το οποίο τελι­κά και εφάρ­μο­σε την εκε­χει­ρία στις 25 Οκτώ­βρη τερ­μα­τί­ζο­ντας τον πόλε­μο28.

Ο 4ος αρα­βοϊσ­ραη­λι­νός πόλε­μος έλη­ξε με στρα­τιω­τι­κή νίκη του Ισρα­ήλ. Ωστό­σο, οι απώ­λειές του υπήρ­ξαν 4 με 5 φορές μεγα­λύ­τε­ρες από ό,τι στον προη­γού­με­νο πόλε­μο, γεγο­νός που είχε αισθη­τό αντί­κτυ­πο στην ισραη­λι­νή κοι­νω­νία. «Μέσα σε ένα διά­στη­μα λίγων ετών», ανα­φέ­ρει μια μελέ­τη, «οι ελπί­δες, οι προσ­δο­κί­ες και η νέα αυτοει­κό­να που είχε δημιουρ­γη­θεί από τον Πόλε­μο των 6 Ημε­ρών εξα­νε­μί­στη­καν». Και «η εβραϊ­κή κοι­νό­τη­τα στο Ισρα­ήλ έμει­νε με μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε από­λυ­τη δυσαρ­μο­νία με τον μύθο (που είχε καλ­λιερ­γη­θεί) για την ισραη­λι­νή κοι­νω­νία»29. Το γκρέ­μι­σμα αυτό των προσ­δο­κιών (αυτα­πα­τών) που είχε καλ­λιερ­γή­σει η αστι­κή τάξη του Ισρα­ήλ — και ιδιαί­τε­ρα ο επί χρό­νια ηγε­τι­κός πολι­τι­κός της εκπρό­σω­πος, το σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Εργα­τι­κό Κόμ­μα (Mapai) — προ­κά­λε­σε τριγ­μούς και στο αστι­κό πολι­τι­κό σύστη­μα. Στις 11.4.1974 η Ισραη­λι­νή πρω­θυ­πουρ­γός, Γκ. Μέιρ, παραι­τή­θη­κε και σχη­μα­τί­στη­κε νέα κυβέρ­νη­ση (και πάλι με κορ­μό το Εργα­τι­κό Κόμ­μα) υπό τον Γ. Ράμπιν. Στις επό­με­νες βου­λευ­τι­κές εκλο­γές, το 1977, το Εργα­τι­κό Κόμ­μα εξέ­πε­σε για πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία του από τη θέση που κατεί­χε από το 1920 ως η μεγα­λύ­τε­ρη πολι­τι­κή δύνα­μη μετα­ξύ των Εβραί­ων της Παλαι­στί­νης, δίνο­ντας τη σκυ­τά­λη στο συντη­ρη­τι­κό κόμ­μα Λικούντ υπό τον Μ. Μπέγκιν.

Όσον αφο­ρά την αιγυ­πτια­κή αστι­κή τάξη, παρά την ήττα της στο στρα­τιω­τι­κό πεδίο, κατά­φε­ρε εντέ­λει να πετύ­χει την επι­στρο­φή της Χερ­σο­νή­σου του Σινά. Αυτό πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε με την κατα­λυ­τι­κή δια­με­σο­λά­βη­ση των ΗΠΑ, με τις Συμ­φω­νί­ες Σινά Ι και ΙΙ (που υπο­γρά­φτη­καν στις 18.1.1974 και 4.9.1975 αντί­στοι­χα). Η εν λόγω εξέ­λι­ξη επι­διώ­χθη­κε από τις ΗΠΑ και έγι­νε δεκτή από το Ισρα­ήλ στο πλαί­σιο της άμβλυν­σης των αντι­θέ­σε­ων που δημιουρ­γού­σαν πολε­μι­κές ανα­τα­ρά­ξεις στην περιο­χή (άμβλυν­ση που στη δοσμέ­νη συγκυ­ρία επι­δί­ω­καν και οι δύο καθώς εξυ­πη­ρε­τού­σε καλύ­τε­ρα τα συμ­φέ­ρο­ντά τους), της υπο­νό­μευ­σης ενός εν δυνά­μει «ενιαί­ου» μετώ­που των αρα­βι­κών κρα­τών και βεβαί­ως της κατα­πο­λέ­μη­σης της σοβιε­τι­κής επιρ­ρο­ής στη Μέση Ανα­το­λή (η μονο­με­ρής ακύ­ρω­ση από την Αίγυ­πτο του Συμ­φώ­νου Φιλί­ας με την ΕΣΣΔ, τον Μάρ­τη του 1976, υπήρ­ξε π.χ. ένα από τα πιο άμε­σα απο­τε­λέ­σμα­τα αυτής της πολι­τι­κής)30.

Την ίδια περί­που περί­ο­δο — με τη δια­με­σο­λά­βη­ση και πάλι των ΗΠΑ — επε­τεύ­χθη επί­σης συμ­φω­νία ανά­με­σα σε Ισρα­ήλ και Συρία για την επι­στρο­φή των Υψι­πέ­δων του Γκο­λάν (Συμ­φω­νία του Γκο­λάν, 31.5.1974). Η εν λόγω Συμ­φω­νία επι­ση­μο­ποιού­σε την παύ­ση των εχθρο­πρα­ξιών μετα­ξύ των δύο κρα­τών και όρι­ζε τη δημιουρ­γία δια­συ­νο­ρια­κά ουδέ­τε­ρης ζώνης επι­τη­ρού­με­νης από διε­θνή δύνα­μη του ΟΗΕ.

Το 1977 — 1979 το Ισρα­ήλ, η Αίγυ­πτος και οι ΗΠΑ κατέ­λη­ξαν στις Συμ­φω­νί­ες του Καμπ Ντέι­βιντ (17.9.1978) και στη Συν­θή­κη Ειρή­νης Αιγύ­πτου — Ισρα­ήλ (26.3.1979). Ετσι η Αίγυ­πτος έγι­νε το πρώ­το αρα­βι­κό κρά­τος που ανα­γνώ­ρι­ζε το Ισρα­ήλ και σύνα­πτε ειρή­νη μαζί του, γεγο­νός που κατα­δι­κά­στη­κε από τα υπό­λοι­πα κρά­τη της Μέσης Ανα­το­λής31.

Οι Συμ­φω­νί­ες του Καμπ Ντέι­βιντ αφο­ρού­σαν όμως και το Παλαι­στι­νια­κό ζήτη­μα, προ­βλέ­πο­ντας μετα­ξύ άλλων την παρα­χώ­ρη­ση καθε­στώ­τος αυτο­νο­μί­ας στη Δυτι­κή Οχθη (πλην της Ιερου­σα­λήμ) και τη Γάζα. Οι σχε­τι­κές δια­τά­ξεις απορ­ρί­φθη­καν από τη Γενι­κή Συνέ­λευ­ση του ΟΗΕ, καθώς, όπως τονι­ζό­ταν στη σχε­τι­κή της Από­φα­ση (30/74) της 6.12.1979, κατα­λή­χθη­καν δίχως τη συμ­με­το­χή και σύμ­φω­νη γνώ­μη ούτε του ΟΗΕ ούτε βεβαί­ως των εκπρο­σώ­πων των ίδιων των Παλαι­στι­νί­ων. Επι­πλέ­ον κρί­θη­κε ότι οι σχε­τι­κές δια­τά­ξεις «παρα­βί­α­ζαν τα ανα­γνω­ρι­σμέ­να δικαιώ­μα­τα του Παλαι­στι­νια­κού λαού, βαί­νο­ντας αντί­θε­τα στις αρχές μιας δίκαι­ης και συνο­λι­κό­τε­ρης λύσης του Μεσα­να­το­λι­κού ζητή­μα­τος για τη δια­σφά­λι­ση μιας δίκαι­ης ειρή­νης στην περιο­χή». Η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση του ΟΗΕ κάλε­σε, «μια ακό­μη φορά», για την «από­συρ­ση του Ισρα­ήλ από τα κατε­χό­με­να αρα­βι­κά και παλαι­στι­νια­κά εδά­φη, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της Ιερου­σα­λήμ»32.

Οπως εκτι­μά­ται σε σχε­τι­κή μελέ­τη, «από εκεί­νη τη στιγ­μή (σ.σ. από την υπο­γρα­φή των Συμ­φω­νιών του 1978 — 1979) η Αίγυ­πτος έπα­ψε πλέ­ον να απο­τε­λεί τη φωνή των αρα­βι­κών πλη­θυ­σμών και να ηγεί­ται της αρα­βι­κής ενό­τη­τας»33. Πρό­κει­ται βεβαί­ως για ένα γεγο­νός με σαφώς περισ­σό­τε­ρες αιτί­ες, αλλά και συνέ­πειες (όπως θα δού­με στη συνέ­χεια): Ολες αλλη­λέν­δε­τες μετα­ξύ τους.

Η παρακμή παναραβισμού __
“αραβικού σοσιαλισμού”
και η άνοδος του ισλαμικού 
φονταμενταλισμού

Από το 1974, η αιγυ­πτια­κή κυβέρ­νη­ση άρχι­σε πλέ­ον να επι­διώ­κει πιο ενερ­γά τη μετά­βα­ση από το έως τότε ακο­λου­θού­με­νο σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό μοντέ­λο δια­χεί­ρι­σης του καπι­τα­λι­σμού (με διευ­ρυ­μέ­νο κρα­τι­κό παρα­γω­γι­κό τομέα και εκτε­τα­μέ­νες κοι­νω­νι­κές παρο­χές), σε μια «Πολι­τι­κή Ανοι­χτών Θυρών» στην οικο­νο­μία της, με την αθρόα προ­σέλ­κυ­ση ξένων κεφα­λαί­ων (επεν­δύ­σε­ων και δανεί­ων), ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις, περι­κο­πές κοι­νω­νι­κών δαπα­νών, κ.ο.κ. Παράλ­λη­λα, στρά­φη­κε στο ΔΝΤ και την Παγκό­σμια Τρά­πε­ζα, των οποί­ων βεβαί­ως τα δανει­ζό­με­να κεφά­λαια συνο­δεύ­ο­νταν με όρους για περαι­τέ­ρω καπι­τα­λι­στι­κές ανα­διαρ­θρώ­σεις και αντι­λαϊ­κά μέτρα. Μέσα σε λίγα μόλις χρό­νια (έως το 1978) το εξω­τε­ρι­κό χρέ­ος της Αιγύ­πτου διπλα­σιά­στη­κε. Η δε εξάρ­τη­σή της από την αμε­ρι­κα­νι­κή «βοή­θεια» πολ­λα­πλα­σιά­στη­κε (από 1,5 εκα­τομ­μύ­ριο δολά­ρια το 1972 σε 2,58 δισε­κα­τομ­μύ­ρια το 1979)34.

Ολα τα παρα­πά­νω είχαν ως απο­τέ­λε­σμα τη δρα­στι­κή περι­κο­πή των δαπα­νών σε Παι­δεία και Υγεία, την κατάρ­γη­ση των επι­δο­τή­σε­ων στα τρό­φι­μα και στον ρου­χι­σμό, την απε­λευ­θέ­ρω­ση των ενοι­κί­ων, κι άλλα πολ­λά που οδή­γη­σαν σε περαι­τέ­ρω εξα­θλί­ω­ση των εργα­τι­κών — λαϊ­κών μαζών και όξυν­ση των ταξι­κών αντιθέσεων.

Η χρε­ο­κο­πία της αρα­βι­κής σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας άφη­σε πίσω της σημα­ντι­κά «κενά» στα υπάρ­χο­ντα (έστω και υπο­τυ­πώ­δη) δίκτυα κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας και προ­στα­σί­ας (καθώς και ενσω­μά­τω­σης) του καπι­τα­λι­στι­κού κρά­τους, σπέρ­νο­ντας ταυ­τό­χρο­να απο­γο­ή­τευ­ση και σύγ­χυ­ση στις λαϊ­κές συνει­δή­σεις. Τα «κενά» αυτά «καλύ­φθη­καν» σύντο­μα με άλλους τρό­πους και από άλλες δυνά­μεις: Τους «Αδερ­φούς Μουσουλμάνους».

Το 1974 η κυβέρ­νη­ση του Σαντάτ απε­λευ­θέ­ρω­σε τα μέλη και τα στε­λέ­χη της έως τότε παρά­νο­μης ισλα­μι­κής οργά­νω­σης των «Αδερ­φών Μου­σουλ­μά­νων» και ήρε τους περιο­ρι­σμούς στη δρά­ση της. Οι «Αδερ­φοί Μου­σουλ­μά­νοι», έχο­ντας την οικο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη τμή­μα­τος της αιγυ­πτια­κής αστι­κής τάξης και εκμε­ταλ­λευό­με­νοι τις δυνα­τό­τη­τες που τους έδι­ναν οι καπι­τα­λι­στι­κές ανα­διαρ­θρώ­σεις στη χώρα, ίδρυ­σαν τρά­πε­ζες που παρεί­χαν άτο­κα δάνεια, επέν­δυ­σαν στη συγκρό­τη­ση επι­χει­ρή­σε­ων, κ.ο.κ. Ταυ­τό­χρο­να άρχι­σαν να χτί­ζουν ένα ολό­κλη­ρο δίκτυο κοι­νω­νι­κών υπη­ρε­σιών, Υγεί­ας, Παι­δεί­ας, κ.ο.κ., αλλά και προ­σφο­ράς — εν είδει αγα­θο­ερ­γί­ας — τρο­φί­μων, ρου­χι­σμού κι άλλων αγα­θών που πλέ­ον δεν επι­δο­τού­νταν από το κρά­τος. Μέσα σε λίγα χρό­νια, ο αριθ­μός των Αιγυ­πτί­ων που φοι­τού­σαν στα ισλα­μι­κά σχο­λεία των «Αδερ­φών Μου­σουλ­μά­νων» και νοση­λεύ­ο­νταν στα νοσο­κο­μεία τους μετριό­ταν σε εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες. Ολα τα παρα­πά­νω είχαν ως απο­τέ­λε­σμα τη ραγδαία ανά­πτυ­ξη της οργά­νω­σης και στα­δια­κά «τη μετα­στρο­φή της λαϊ­κής υπο­στή­ρι­ξης από την ιδε­ο­λο­γία του πανα­ρα­βι­σμού προς την ιδε­ο­λο­γία του Ισλάμ»35.

Η στρο­φή αυτή δεν αφο­ρού­σε βεβαί­ως μόνο την Αίγυ­πτο. Η υπο­χώ­ρη­ση του πανα­ρα­βι­σμού στο μέχρι πρό­τι­νος βασι­κό του κρα­τι­κό εκπρό­σω­πο ήταν λογι­κό και ανα­με­νό­με­νο να έχει ευρύ­τε­ρο αντί­κτυ­πο στη Μέση Ανα­το­λή. Κατά δεύ­τε­ρον, οι «Αδερ­φοί Μου­σουλ­μά­νοι» δεν δρα­στη­ριο­ποιού­νταν μόνο στην Αίγυ­πτο, αλλά και σε άλλες περιο­χές της Μέσης Ανα­το­λής (όπως π.χ. στη Λωρί­δα της Γάζας, γεγο­νός ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κό για τις μετέ­πει­τα εξε­λί­ξεις καθώς συν­δέ­ε­ται με «τις ιδε­ο­λο­γι­κές και οργα­νω­τι­κές ρίζες της Χαμάς»)36.

Η εν λόγω στρο­φή συν­δε­ό­ταν επί­σης με την αύξη­ση της οικο­νο­μι­κής και πολι­τι­κής βαρύ­τη­τας της Σαου­δι­κής Αρα­βί­ας στην περιο­χή την ίδια περί­ο­δο. Όπως είδα­με στο 7ο μέρος του αφιε­ρώ­μα­τός μας, η ανά­δει­ξη της Σαου­δι­κής Αρα­βί­ας σε ηγε­τι­κό κρά­τος του αρα­βι­κού κόσμου (λόγω του συντη­ρη­τι­σμού του καθε­στώ­τος και των στε­νών του σχέ­σε­ων με τις ΗΠΑ) υπήρ­ξε προ­τε­ραιό­τη­τα της αμε­ρι­κα­νι­κής πολι­τι­κής στη Μέση Ανα­το­λή από τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1950.

Τη δεκα­ε­τία του 1970 η ψαλί­δα της οικο­νο­μι­κής ισχύ­ος ανά­με­σα στα πλού­σια σε πετρέ­λαιο και μη κρά­τη της Μέσης Ανα­το­λής άνοι­ξε σημα­ντι­κά. Εως το 1980 η Αίγυ­πτος και η Συρία, παρό­τι διέ­θε­ταν το 50% του πλη­θυ­σμού στο σύνο­λο των 10 κρα­τών που συγκρο­τού­σαν τότε τον Οργα­νι­σμό Αρα­βι­κών Πετρε­λαιο­ε­ξα­γω­γι­κών Χωρών (OAPEC), αντι­προ­σώ­πευαν μόλις το 11,5% του συν­δυα­σμέ­νου ΑΕΠ τους (ένα­ντι 69% των κρα­τών του Κόλ­που). Στο διά­στη­μα 1970 — 1980 το ΑΕΠ της Σαου­δι­κής Αρα­βί­ας αυξή­θη­κε 30 φορές37.

Βασι­κός στρα­τη­γι­κός στό­χος της σαου­δα­ρα­βι­κής αστι­κής τάξης υπήρ­ξε βεβαί­ως η μεί­ω­ση της επιρ­ρο­ής της ΕΣΣΔ στη Μέση Ανα­το­λή, καθώς αυτή αντα­να­κλού­σε στην ισχύ των κάθε μορ­φής ριζο­σπα­στι­κών κοι­νω­νι­κών και εθνι­κών κινη­μά­των στην περιο­χή, υπο­νο­μεύ­ο­ντας τόσο την εξου­σία της ίδιας στο εσω­τε­ρι­κό, όσο και τις επι­διώ­ξεις της για πρω­το­κα­θε­δρία ευρύ­τε­ρα στον αρα­βι­κό κόσμο. Κύρια «όπλα» της Σαου­δι­κής Αρα­βί­ας σε αυτήν τη μάχη υπήρ­ξαν: α) Στον μεν οικο­νο­μι­κο­πο­λι­τι­κό τομέα, τα τερά­στια κεφά­λαια που ήταν σε θέση να δια­θέ­σει (με τη μορ­φή «βοή­θειας», επεν­δύ­σε­ων, κ.ο.κ.), β) στον δε ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό, το Ισλάμ.

Ετσι, μετά τον πόλε­μο του 1967, η Σαου­δι­κή Αρα­βία αξιο­ποί­η­σε τα πακέ­τα οικο­νο­μι­κής βοή­θειας προς την Αίγυ­πτο προ­κει­μέ­νου να ενι­σχύ­σει τη μετα­στρο­φή της αιγυ­πτια­κής αστι­κής τάξης σε σχέ­ση με την εσω­τε­ρι­κή της πολι­τι­κή και τις διε­θνείς της συμ­μα­χί­ες (σημα­ντι­κός κρί­κος σε αυτό υπήρ­ξαν οι Αιγύ­πτιοι καπι­τα­λι­στές που δρα­στη­ριο­ποιού­νταν στα κρά­τη του Κόλ­που και σχε­τί­ζο­νταν με τους «Αδερ­φούς Μου­σουλ­μά­νους»). Ο ρόλος της Σαου­δι­κής Αρα­βί­ας στη στα­δια­κή αντι­κα­τά­στα­ση του κοσμι­κού πανα­ρα­βι­σμού από τον σαφώς πιο συντη­ρη­τι­κό πανι­σλα­μι­σμό, τόσο στην Αίγυ­πτο όσο και γενι­κό­τε­ρα υπήρ­ξε πράγ­μα­τι κατα­λυ­τι­κός. Σε αυτό βοη­θή­θη­κε και από την πολι­τι­κή του Ισρα­ήλ, καθώς η κατο­χή της Ιερου­σα­λήμ και του τρί­του πιο σημα­ντι­κού ιερού τόπου για τους μου­σουλ­μά­νους (του τεμέ­νους Αλ Ακσα), έδω­σε τη δυνα­τό­τη­τα στη Σαου­δι­κή Αρα­βία, ως «προ­στά­τι­δα των Ιερών Τόπων του Ισλάμ», να βγει στο προ­σκή­νιο ως ηγε­τι­κός παρά­γο­ντας του αρα­βι­κού κόσμου (ιδιαί­τε­ρα μετα­ξύ των πιο θρη­σκευό­με­νων — όσο και πολυά­ριθ­μων — αγρο­τι­κών μαζών)38.

Μια φωτιά που ξέσπα­σε στο τέμε­νος Αλ Ακσα στις 21.8.1969 (και απο­δό­θη­κε στο Ισρα­ήλ) απο­τέ­λε­σε το έναυ­σμα για τη σύγκλη­ση Ισλα­μι­κού Συνε­δρί­ου στο Ραμπάτ του Μαρό­κου τον Σεπτέμ­βρη του ίδιου έτους και εντέ­λει την ίδρυ­ση του Οργα­νι­σμού Ισλα­μι­κής Συνερ­γα­σί­ας (1972)39. Επρό­κει­το για ένα ακό­μα δείγ­μα μιας πορεί­ας κατά την οποία η κοι­νό­τη­τα της θρη­σκεί­ας άρχι­ζε στα­δια­κά να αντι­κα­θι­στά (ως ο κεντρι­κός συνε­κτι­κός — ενο­ποι­η­τι­κός κρί­κος ανά­με­σα στους λαούς μιας σει­ράς κρα­τών), την κοι­νό­τη­τα του έθνους / φυλής, του ιστο­ρι­κού παρελ­θό­ντος, του πολι­τι­σμού, της γλώσ­σας, κ.ο.κ., που ήταν βασι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά του παναραβισμού.

Τα Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα του αρα­βι­κού κόσμου, παρό­τι μετεί­χαν — και πολ­λά­κις πρω­το­στά­τη­σαν — στις μαζι­κές λαϊ­κές κινη­το­ποι­ή­σεις που άρχι­σαν να ξεσπούν από τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1970 και μετά (βλ. «δια­μαρ­τυ­ρί­ες για το ψωμί» το 1977 στην Αίγυ­πτο και κατό­πιν στο Μαρό­κο, στην Αλγε­ρία, κ.α.), δεν μπό­ρε­σαν να αξιο­ποι­ή­σουν την όξυν­ση των ταξι­κών αντι­θέ­σε­ων που προ­έ­κυ­ψε από τις καπι­τα­λι­στι­κές ανα­διαρ­θρώ­σεις και τις επι­πτώ­σεις τους στα λαϊ­κά στρώ­μα­τα, προ­κει­μέ­νου να προ­βά­λουν και να «δου­λέ­ψουν» σε αυτά τη σοσια­λι­στι­κή προοπτική.

Βασι­κός λόγος γι’ αυτό, πέραν των ανη­λε­ών διώ­ξε­ων στις οποί­ες υπέ­κει­ντο διαρ­κώς (σε αντί­θε­ση με τις ισλα­μι­κές οργα­νώ­σεις που δρού­σαν ελεύ­θε­ρα), υπήρ­ξε η στή­ρι­ξη που είχαν παρά­σχει το προη­γού­με­νο διά­στη­μα στα διά­φο­ρα σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά — πανα­ρα­βι­κά κόμ­μα­τα. Η πολι­τι­κή χρε­ο­κο­πία των τελευ­ταί­ων, καθώς και της αστι­κής δια­χεί­ρι­σης που ανέ­λα­βαν όπου σχη­μά­τι­σαν κυβέρ­νη­ση, είχε αντί­κτυ­πο και στα Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα (τα οποία, επη­ρε­α­ζό­με­να και από τις συν­θή­κες που επι­κρα­τού­σαν στο Διε­θνές Κομ­μου­νι­στι­κό Κίνη­μα, δεν προ­χώ­ρη­σαν σε διόρ­θω­ση της στρα­τη­γι­κής τους σε επα­να­στα­τι­κή κατεύθυνση).

Σε κάθε περί­πτω­ση, όπου το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα διέ­θε­τε δυνά­μεις (όπως π.χ. σε μαζι­κούς χώρους δου­λειάς, στα πανε­πι­στή­μια, κ.α.) οι συγκρού­σεις με τις ισλα­μι­κές οργα­νώ­σεις ήταν πολ­λές και συχνά βίαιες40.

(Συνε­χί­ζε­ται)

Παρα­πο­μπές

  1. http://unscr.com/en/resolutions/237
  2. UNGA, Official Records, Fifth Emergency Special Session, 19.6.1967, σελ. 2–3
  3. UNGA, Official Records, Fifth Emergency Special Session, 19.6.1967 και 4.7.1967
  4. Laura Feliu & Ferran Izquierdo-Brichs, Communist Parties in the Middle East, εκδ. Routledge, London & NY, 2019, σελ. 27
  5. Basic political documents of the armed Palestinian resistance movement, εκδ. PLO Research Center, Beirut, 1969, σελ. 97
  6. CIA, Memorandum. Special assessments in the Middle East situation. Main issues in a Middle East Settlement, 13.7.1967, σελ. 3 (CIA-RPD79T00826A002300470001‑4)
  7. CIA, Arab solidarity in the next few months, 23.6.1967, σελ. 1–2 (CIA-RPD79T00826A002200080001‑3) King Husayn’s current position, 27.6.1967, σελ. 2 (CIA-RPD79T00826A002200260001‑3) και Arab-Israeli Situation Report, 18.6.1967, σελ. 3 (CIA-RPD79T00826A002100010045‑3)
  8. United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1947–1977 (Part ΙΙ), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-ii-1947–1977/ (από δω και πέρα ΟΗΕβ)
  9. https://digitallibrary.un.org/record/645799?v=pdf
  10. Thomas Mallison & Sally Mallison, «The national rights of the people of Palestine», στο Journal of Palestine Studies, vol. 4, no. 4, 1980, σελ. 125
  11. https://digitallibrary.un.org/record/191219?v=pdf
  12. ΟΗΕβ, ό.π.
  13. Yoram Meital, «The Khartoum Conference and Egyptian policy after the 1967 war», στο Middle East Journal, vol. 54, no.1, Winter 2000, σελ.69 και CIA, Memorandum, ό.π., σελ. 5–6 και Arab-Israeli Situation Report, 18.6.1967, σελ. 2 (CIA-RPD79T00826A002100010045‑3)
  14. Yoram Meital, ό.π., σελ. 64
  15. Yoram Meital, ό.π., σελ. 72
  16. Basic political documents of the armed Palestinian resistance movement, ό.π., σελ. 176
  17. Yoram Meital, ό.π., σελ. 76–77
  18. New York Times, 23.12.1970
  19. ΟΗΕβ, ό.π.
  20. CIA, Memorandum. Special assessments in the Middle East situation. Postwar Leadership of the Arab bloc, 1.8.1967, σελ. 1 (CIA-RPD79T00826A002400470001‑8)
  21. Robert Eugene Danielson, Nasser and Pan-Arabism explaining Egypt’s rise in power, Thesis, Naval Postgraduate School, Monterey, 2007, σελ. 44–45
  22. Ewan Stein, Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy: 1952–1981, PhD, LSE, London, 2007, σελ. 161, 167
  23. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 54
  24. Uri Bar-Joseph, «Last chance to avoid war», στο Journal of Contemporary History, vol. 4, no. 3, July 2006, σελ. 548–549.
  25. Uri Bar-Joseph, ό.π., σελ. 550–551
  26. Ofer Aderet, «Jordan and Israel cooperated during Yom Kippur War. Documents reveal», στην Haaretz, 12.9.2013
  27. Abraham Rabinovich, «The war that nearly was», στο Jerusalem Post, 2.10.2012
  28. William Quandt, Soviet policy in the October 1973 war: A Report prepared for the Office of the Assistant Secretary of Defense / International Security Affairs, εκδ. Rand, Santa Monica, 1976, σελ. 31–33
  29. Charles Liebman, «The myth of defeat: The memory of the Yom Kippur War in Israeli society», στο Middle Eastern Studies, vol. 29, no. 3, July 1993, σελ. 400–401 και 409
  30. Elias Sam’o, «The Sinai Agreement and beyond», στο World Affairs, vol. 139, no.1, Summer 1976, σελ. 40–52
  31. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 56
  32. https://documents.un.org/doc/resolution/gen/nr0/376/97/pdf/nr037697.pdf?token=irYsvcOGeDKuFFZa77&fe=true
  33. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 57
  34. Davut Ates, «Economic liberalization and changes in fundamentalism: The case of Egypt», στο Middle East Policy, vol.12, no. 4, Winter 2005, σελ. 133–144 και Jeremy Sharp, Egypt: Background and US relations, εκδ. Congressional Research Service (https://sgp.fas.org/crs/mideast/RL33003.pdf), σελ. 33
  35. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 51–52
  36. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948–2005», στο Journal of Palestine Studies, vol.34, no4, Summer 2055, σελ. 37
  37. Atef Kurbursi, Arab economic prospects in the 1980s, εκδ. Institute for Palestine Studies, Beirut, 1980, σελ. 18–20 και https://www.macrotrends.net/global-metrics/countries/SAU/saudi-arabia/gdp-gross-domestic-product
  38. Ewan Stein, ό.π., σελ. 110, 188
  39. James Ciment, Encyclopedia of conflicts since World War II, vol.1, εκδ. Routlefge, London, 2012, σελ. 185–186
  40. Laura Feliu & Ferran Izquierdo-Brichs, ό.π., σελ. 11, 13, 28

 

Ανα­στά­σης ΓΚΙΚΑΣ
Copyright © 1997–2024 ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο