Τέσσερα ποιήματα του Ιωάννη Στεφανουδάκη, ποιητή που ζει κι εργάζεται στα Χανιά, παρουσιάζουμε σήμερα στο περιοδικό Ατέχνως. Έχει εκδώσει ιδιωτικά διάφορες ποιητικές συλλογές, αναφέρουμε ορισμένες από αυτές (Άνθρωποι περιμένουν Α’, Β’ και Γ’, Με αφετηρία το καλοκαίρι, Ο χειμώνας της μοναξιάς κ.α).
Τα ποιήματα που ακολουθούν είναι χαρακτηριστικά μιας αρκετά μελαγχολικής έκφρασης που διέπει σε μεγάλο βαθμό την ποιητική του Ιωάννη Στεφανουδάκη. Εδώ η ψυχολογική – ίσως και ψυχαναλυτική σε κάποιες περιπτώσεις – ματιά του ποιητή συνδυάζεται με κάποια καίρια κοινωνικά ή και πολιτικά σχόλια που δεν φωνάζουν για να κάνουν περισσότερο φασαρία από όσο τους πρέπει αλλά όπου παράλληλα καταφέρνουν να περιγράψουν διάφορες εικόνες, όψεις και απόψεις της καθημερινότητας όπως την αντιλαμβάνεται ο ποιητής και όπως είναι στην πραγματικότητα, ως ένα σημείο τουλάχιστον. Εκτός όμως από την διακριτή (και διακριτική) μελαγχολική έκφραση που χαρακτηρίζει τα ποιήματα που ακολουθούν αλλά και γενικότερα την ποίηση του Ιωάννη Στεφανουδάκη, είναι επίσης το στοιχείο της νοσταλγίας για ένα παρελθόν όχι ιδιαίτερα αθώο αλλά οπωσδήποτε διαφορετικό και ελπιδοφόρο σε σχέση με την σύγχρονη ηθική και την καθημερινότητα, που κυριαρχεί.
Η ζωή στο χωριό και η ζωή στην πόλη, τα παιγνίδια μιας εφηβείας σκοτεινής όσο και οι προηγούμενες δεκαετίες, η πολιτιστική και ηθική επιρροή του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης, ο θάνατος – ο μικρός καθημερινός θάνατος – των απλών, όμορφων πραγμάτων και των μοναχικών ανθρώπων, η προσμονή της άνοιξης και η κατανόηση ότι όλα έχουν ημερομηνία λήξεως αλλά και ότι όλα αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα στον χώρο και στον χρόνο, είναι επίσης στοιχεία αυτών των ποιητικών καταθέσεων. Ακόμα, η ζωή που χάνεται μέσα σε αρνητικά πρότυπα και σε επιλογές που δεν μπορούν να βοηθήσουν τον απλό, καθημερινό άνθρωπο, μας παρουσιάζουν ένα ποιητή όχι απλά ευαίσθητο στην κίνηση των εποχών αλλά ένα ποιητή φιλοσοφημένο, υπαρξιακό, απόλυτα γήινο και βιωματικό.
Όλα τα παραπάνω όμως, ίσως να μην είχαν και ιδιαίτερη σημασία εάν η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής (μια γλώσσα καθημερινή, χωρίς αδιάφορους υπερρεαλισμούς και με στίχους χωρίς στόμφο) δεν οδηγούσε στην πλέρια ανάδειξη μιας γλυκόπικρης καθημερινότητας, βυθισμένης σε όνειρα που δεν έγιναν πραγματικότητα και σε μια νοσταλγία που πληγώνει τον ποιητή και τον αναγνώστη και που ο ίδιος ο ποιητής έχει επιλέξει να πληγώνει μεταφέροντας στο χαρτί την βίαιη, σκοτεινή αλλά και τόσο φωτεινή παράλληλα πραγματικότητα.
Κλείνοντας, μπορούμε να πούμε ότι η ποίηση του Ιωάννη Στεφανουδάκη, δεν διδάσκει, ούτε κάνει πολιτική, ούτε όμως προτείνει και κάποιο – έστω έμμεσα – τρόπο για να αντικρούσουμε την υπαρξιακή και κοινωνική αλλοτρίωση (ίσως να είναι και καλύτερα έτσι), χωρίς όμως αυτό να την κάνει λιγότερο ενδιαφέρουσα.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Η ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΣΤΟ ΑΡΝΗΤΙΚΟ
Χρωστάμε στους ασθενέστερους
και πληρώνουμε τους ισχυρότερους.
Πάνε οι κόποι μας…
Πάνε στην αντίθετη ακριβώς μεριά.
Η λογιστική στο αρνητικό.
Η ζωή στο αρνητικό.
ΕΦ’ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ
Ακούω για πολεμικές συγκρούσεις, για διαγωνισμούς τραγουδιού, για πολιτικές συμπλοκές,
για ποδοσφαιρικούς αγώνες ή ακόμα για λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Και ειλικρινά αισθάνομαι μια πίκρα να με καταλαμβάνει.
Όταν ακούω, για εξειδικευμένες συγκρούσεις η ανταγωνισμούς.
Και θυμάμαι και εγώ τις αποτυχίες μου, πάμπολλες αδικαιολόγητες,
σε θέματα εργασίας, σχέσεων ή διαγωνισμών πάσης μορφής.
Γιατί δεν είχα καταλάβει κάτι πολύ απλό.
Ότι όλες οι συγκρούσεις, μα όλες, ήταν εφ όλης της ύλης…
Όλες…
ΤΟ ΨΩΜΙ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Σ’ ένα θάλαμο νοσοκομείοy,
σε μια κλινική του δηλαδή,
είδα στο κρεβάτι
εβδομηντάρη μόνο,
να πονά και να υποφέρει.
και να εκλιπαρεί λέγοντας
[μάνα μου ‚που είσαι;]
Στην άλλη γωνιά του θαλάμου
σε μια γωνιά,
τον κοίταζα με δέος και αισθάνθηκα
να είμαι ένα τίποτα.
Γιατί τίποτα δεν μπορούσα να κάνω για αυτόν.
Βγήκα από το θάλαμο,
προχωρούσα στο διάδρομο της κλινικής
και στο μυαλό μου ήλθε
μια εικόνα από το σπίτι στο χωριό.
Κάποιας Κυριακής.
Κάποια Κυριακή,
μεσημέρι,
το τραπέζι να είναι γεμάτο
απο τα ελέη του Θεού,
και να μας περιμένει..
Μια Κυριακή της Άνοιξης…
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΕΩΣ
Και ο πόνος έχει ημερομηνία λήξεως.
Κάποτε λήγει και ο πόνος.
Παύεις να πονάς…
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Η παρέα όλη στο καφενεδάκι.
Στη πλατεία του λιμανιού.
Τους χαιρέτησε όλους.
Έναν – έναν..
Συζητήσανε χαρούμενα..
Είπανε και αστεία.
Καλαμπούρια..
Γελάγανε.
Σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Απολύτως τίποτα.
Σηκώθηκε να φύγει.
Πήρε την βαλίτσα της.
Τους χαιρέτησε για τελευταία φορά.
Της είπαν..
[να σε πάμε, ως το πλοίο;]
[Όχι] απάντησε γελώντας..
Και ένας φίλος της, πήρε θάρρος και της είπε
[DEAD MAN WALKING?]
Και αυτή πάντα με το γνωστό της χιούμορ..
[WALKING…..JUST WALKING…]
_______________________________________________________________________________________________________
Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.