Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιωάννης Στεφανουδάκης: Το ψωμί στο τραπέζι (5 ποιήματα)

Παρου­σιά­ζει ο  Ειρηναί­ος Μαρά­κης  //

Τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα του Ιωάν­νη Στε­φα­νου­δά­κη, ποι­η­τή που ζει κι εργά­ζε­ται στα Χανιά, παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα στο περιο­δι­κό Ατέ­χνως. Έχει εκδώ­σει ιδιω­τι­κά διά­φο­ρες ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, ανα­φέ­ρου­με ορι­σμέ­νες από αυτές (Άνθρω­ποι περι­μέ­νουν Α’, Β’ και Γ’, Με αφε­τη­ρία το καλο­καί­ρι, Ο χει­μώ­νας της μονα­ξιάς κ.α).

Τα ποι­ή­μα­τα που ακο­λου­θούν είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κά μιας αρκε­τά μελαγ­χο­λι­κής έκφρα­σης που διέ­πει σε μεγά­λο βαθ­μό την ποι­η­τι­κή του Ιωάν­νη Στε­φα­νου­δά­κη. Εδώ η ψυχο­λο­γι­κή – ίσως και ψυχα­να­λυ­τι­κή σε κάποιες περι­πτώ­σεις – ματιά του ποι­η­τή συν­δυά­ζε­ται με κάποια καί­ρια κοι­νω­νι­κά ή και πολι­τι­κά σχό­λια που δεν φωνά­ζουν για να κάνουν περισ­σό­τε­ρο φασα­ρία από όσο τους πρέ­πει αλλά όπου παράλ­λη­λα κατα­φέρ­νουν να περι­γρά­ψουν διά­φο­ρες εικό­νες, όψεις και από­ψεις της καθη­με­ρι­νό­τη­τας όπως την αντι­λαμ­βά­νε­ται ο ποι­η­τής και όπως είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ως ένα σημείο του­λά­χι­στον. Εκτός όμως από την δια­κρι­τή (και δια­κρι­τι­κή) μελαγ­χο­λι­κή έκφρα­ση που χαρα­κτη­ρί­ζει τα ποι­ή­μα­τα που ακο­λου­θούν αλλά και γενι­κό­τε­ρα την ποί­η­ση του Ιωάν­νη Στε­φα­νου­δά­κη, είναι επί­σης το στοι­χείο της νοσταλ­γί­ας για ένα παρελ­θόν όχι ιδιαί­τε­ρα αθώο αλλά οπωσ­δή­πο­τε δια­φο­ρε­τι­κό και ελπι­δο­φό­ρο σε σχέ­ση με την σύγ­χρο­νη ηθι­κή και την καθη­με­ρι­νό­τη­τα, που κυριαρχεί.

Η ζωή στο χωριό και η ζωή στην πόλη, τα παι­γνί­δια μιας εφη­βεί­ας σκο­τει­νής όσο και οι προη­γού­με­νες δεκα­ε­τί­ες, η πολι­τι­στι­κή και ηθι­κή επιρ­ροή του κινη­μα­το­γρά­φου, του θεά­τρου και της τηλε­ό­ρα­σης, ο θάνα­τος – ο μικρός καθη­με­ρι­νός θάνα­τος – των απλών, όμορ­φων πραγ­μά­των και των μονα­χι­κών ανθρώ­πων, η προ­σμο­νή της άνοι­ξης και η κατα­νό­η­ση ότι όλα έχουν ημε­ρο­μη­νία λήξε­ως αλλά και ότι όλα αφή­νουν το δικό τους απο­τύ­πω­μα στον χώρο και στον χρό­νο, είναι επί­σης στοι­χεία αυτών των ποι­η­τι­κών κατα­θέ­σε­ων. Ακό­μα, η ζωή που χάνε­ται μέσα σε αρνη­τι­κά πρό­τυ­πα και σε επι­λο­γές που δεν μπο­ρούν να βοη­θή­σουν τον απλό, καθη­με­ρι­νό άνθρω­πο, μας παρου­σιά­ζουν ένα ποι­η­τή όχι απλά ευαί­σθη­το στην κίνη­ση των επο­χών αλλά ένα ποι­η­τή φιλο­σο­φη­μέ­νο, υπαρ­ξια­κό, από­λυ­τα γήι­νο και βιωματικό.

Όλα τα παρα­πά­νω όμως, ίσως να μην είχαν και ιδιαί­τε­ρη σημα­σία εάν η γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιεί ο ποι­η­τής (μια γλώσ­σα καθη­με­ρι­νή, χωρίς αδιά­φο­ρους υπερ­ρε­α­λι­σμούς και με στί­χους χωρίς στόμ­φο) δεν οδη­γού­σε στην πλέ­ρια ανά­δει­ξη μιας γλυ­κό­πι­κρης καθη­με­ρι­νό­τη­τας, βυθι­σμέ­νης σε όνει­ρα που δεν έγι­ναν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και σε μια νοσταλ­γία που πλη­γώ­νει τον ποι­η­τή και τον ανα­γνώ­στη και που ο ίδιος ο ποι­η­τής έχει επι­λέ­ξει να πλη­γώ­νει μετα­φέ­ρο­ντας στο χαρ­τί την βίαιη, σκο­τει­νή αλλά και τόσο φωτει­νή παράλ­λη­λα πραγματικότητα.

Κλεί­νο­ντας, μπο­ρού­με να πού­με ότι η ποί­η­ση του Ιωάν­νη Στε­φα­νου­δά­κη, δεν διδά­σκει, ούτε κάνει πολι­τι­κή, ούτε όμως προ­τεί­νει και κάποιο – έστω έμμε­σα – τρό­πο για να αντι­κρού­σου­με την υπαρ­ξια­κή και κοι­νω­νι­κή αλλο­τρί­ω­ση (ίσως να είναι και καλύ­τε­ρα έτσι), χωρίς όμως αυτό να την κάνει λιγό­τε­ρο ενδιαφέρουσα.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΣΤΟ ΑΡΝΗΤΙΚΟ

Χρω­στά­με στους ασθενέστερους
και πλη­ρώ­νου­με τους ισχυρότερους.
Πάνε οι κόποι μας…
Πάνε στην αντί­θε­τη ακρι­βώς μεριά.
Η λογι­στι­κή στο αρνητικό.
Η ζωή στο αρνητικό.

ΕΦ’ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ

Ακούω για πολε­μι­κές συγκρού­σεις, για δια­γω­νι­σμούς τρα­γου­διού, για πολι­τι­κές συμπλοκές,
για ποδο­σφαι­ρι­κούς αγώ­νες ή ακό­μα για λογο­τε­χνι­κούς διαγωνισμούς.
Και ειλι­κρι­νά αισθά­νο­μαι μια πίκρα να με καταλαμβάνει.
Όταν ακούω, για εξει­δι­κευ­μέ­νες συγκρού­σεις η ανταγωνισμούς.
Και θυμά­μαι και εγώ τις απο­τυ­χί­ες μου, πάμπολ­λες αδικαιολόγητες,
σε θέμα­τα εργα­σί­ας, σχέ­σε­ων ή δια­γω­νι­σμών πάσης μορφής.
Για­τί δεν είχα κατα­λά­βει κάτι πολύ απλό.
Ότι όλες οι συγκρού­σεις, μα όλες, ήταν εφ όλης της ύλης…
Όλες…

ΤΟ ΨΩΜΙ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Σ’ ένα θάλα­μο νοσοκομείοy,
σε μια κλι­νι­κή του δηλαδή,
είδα στο κρεβάτι
εβδο­μη­ντά­ρη μόνο,
να πονά και να υποφέρει.
και να εκλι­πα­ρεί λέγοντας
[μάνα μου ‚που είσαι;] Στην άλλη γωνιά του θαλάμου
σε μια γωνιά,
τον κοί­τα­ζα με δέος και αισθάνθηκα
να είμαι ένα τίποτα.
Για­τί τίπο­τα δεν μπο­ρού­σα να κάνω για αυτόν.
Βγή­κα από το θάλαμο,
προ­χω­ρού­σα στο διά­δρο­μο της κλινικής
και στο μυα­λό μου ήλθε
μια εικό­να από το σπί­τι στο χωριό.
Κάποιας Κυριακής.
Κάποια Κυριακή,
μεσημέρι,
το τρα­πέ­ζι να είναι γεμάτο
απο τα ελέη του Θεού,
και να μας περιμένει..
Μια Κυρια­κή της Άνοιξης…

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΕΩΣ

Και ο πόνος έχει ημε­ρο­μη­νία λήξεως.
Κάπο­τε λήγει και ο πόνος.
Παύ­εις να πονάς…

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Η παρέα όλη στο καφενεδάκι.
Στη πλα­τεία του λιμανιού.
Τους χαι­ρέ­τη­σε όλους.
Έναν – έναν..
Συζη­τή­σα­νε χαρούμενα..
Είπα­νε και αστεία.
Καλαμπούρια..
Γελάγανε.
Σαν να μην συνέ­βαι­νε τίποτα.
Απο­λύ­τως τίποτα.
Σηκώ­θη­κε να φύγει.
Πήρε την βαλί­τσα της.
Τους χαι­ρέ­τη­σε για τελευ­ταία φορά.
Της είπαν..
[να σε πάμε, ως το πλοίο;] [Όχι] απά­ντη­σε γελώντας..
Και ένας φίλος της, πήρε θάρ­ρος και της είπε
[DEAD MAN WALKING?] Και αυτή πάντα με το γνω­στό της χιούμορ..
[WALKING…..JUST WALKING…] 

 

 _______________________________________________________________________________________________________

Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο