Του τηλεφώνησα τελευταία φορά το πρωί της ημέρας του βανδαλισμού στο δημαρχείο (τέλη Φλεβάρη). Ήταν καθ’ οδόν για Καλογρέζα, είχαν μάζωξη μια επιτροπή επαγγελματιών. Πήγαινε για ρεπορτάζ.
Για πολλούς επαγγελματίες δημοσιογράφους (και σε μεγάλα Μέσα) ήταν μια άσκοπη μετακίνηση, ιδιαίτερα σε συνθήκες καραντίνας. Θα μπορούσε, όταν τέλειωνε η σύσκεψη να κάνει δύο τηλεφωνήματα σε δύο ανθρώπους που ήξερε (ο Βασίλης τους ήξερε όλους, όπως και όλοι τον ξέρανε) και να μάθει τα καθέκαστα. Θα είχε μια πλήρη εικόνα για όσα διημείφθησαν.
Κι όμως, ο Βασίλης ήθελε να είναι εκεί, γιατί ως δημοσιογράφος ήξερε ότι όσα θα νιώσεις, θα μάθεις, θα καταλάβεις στο χώρο του ρεπορτάζ δε θα σου τα δώσει καμιά ενημέρωση από τους παριστάμενους. Ήταν εκεί όταν συνέβαινε κάτι, και γι’ αυτό έβγαζε θέματα και αποκάλυπτε, φέρνοντας κάποιες φορές σε δύσκολη θέση τους τοπικούς άρχοντες.
Ο Βασίλης ήταν εκεί που η πόλη ανασαίνει, ήταν εκεί που η πόλη συζητά και λειτουργεί πολιτικά.
Μάχιμος και ακούραστος. Ευγενικός και πολιτικός. Ευαίσθητος και ανήσυχος. Μα πάνω απ’ όλα με πηγαίο ενδιαφέρον για την πόλη και τους κατοίκους της.
Ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πόσο σημαντικός είναι ο τοπικός Τύπος. Η πληροφορία, η ενημέρωση που μας πρόσφερε ο Βασίλης, ενεργοποιούσε τα αντανακλαστικά μας. Ξέραμε τι γίνεται στην πόλη μας. Η επόμενη ημέρα δυστυχώς δε θα είναι η ίδια. Δυσαναπλήρωτο το κενό του στην ενημέρωση για τα τοπικά μας. Στην έγκυρη ενημέρωση.
Βασίλη, επίτρεψέ μου να σταθώ για λίγο νοερά τιμητική φρουρά σε αυτό το τελευταίο ταξίδι σου
Στους οικείους σου, μαζί με τα συλλυπητήρια μου, εκφράζω το σεβασμό και την εκτίμησή μου, για το πρόσωπό σου και τη δουλειά σου
Καλό σου ταξίδι