Γράφει η Ζωή Δικταίου //
Μέρα μεσημέρι, το φως στα χαλάσματα
οι νεκροί ζητούν τα παράσημά τους,
οι ζωντανοί τραγούδια, να σωπάσει το μέσα μοιρολόι,
φέγγουν οι πελεκημένες πέτρες,
στραφταλίζει η ασπαργάνωτη μνήμη πάνω στον ασβέστη
και πάνω στο λιωμένο ασπροκέντι του νυφικού,
ό,τι είχε απομείνει
κρεμασμένο ακόμη στο καρφί, από εκείνες τις μαύρες μέρες,
στον τοίχο, έτοιμο να γίνει σκόνη στο πρώτο άγγιγμα
ή να ζωντανέψει σύντομες στιγμές της προδομένης χαράς.
Γάμος ήταν, που δεν έγινε,
πόλεμος ήταν, αδερφός τον αδερφό,
αυτοί και οι άλλοι, εμείς,
όλοι στο ίδιο δάσος μέτρησαν αντοχές, μετανιωμούς, σφαίρες,
εκείνη, στη νυφική παστάδα την ατσαλάκωτη αρετή.
Κρέμεται στο σκουριασμένο καρφί,
όταν το φυσά ο αέρας θαρρείς αποκτά κορμοστασιά, ψηλώνει,
μακραίνουν τα μανίκια, τα άδεια από χέρια,
φεύγουν κυνηγώντας τους κίτρινους ίσκιους, από τα ερείπια, στις οξιές,
μα γίνονται οι φυλλωσιές φτερούγες
παίρνουν τους ίσκιους κατά τον ουρανό,
αφήνουν τη γονατισμένη από τόσα θανατικά αυλή
ξαναρίχνονται στη μάχη, πάλη βουβή, σώμα με σώμα
στα σύννεφα,
ώσπου μια λόγχη τρυπάει το ύφασμα στο μέρος της καρδιάς
τρυανταφυλλάκι κόκκινο
και τότε κολλάει ασάλευτο στον τοίχο,
λιτανεύει η μνήμη τον πρωτόγονο φόβο στο αίμα
στο πατρικό ερειπωμένο σπίτι στο Φατήρι
δόξα στο πρόστεγο το μόνο που έμεινε όρθιο.
Στοιχειώνει τον τόπο,
τραγικό όνομα χαραγμένο στην πέτρα, Κάλλιω
το κοιτάζουν, το διαβάζουν συλλαβιστά στο πανηγύρι,
για να μην ξεχάσουν,
πλαταίνουν οι λέξεις, θεριεύουν οι λέξεις,
ύστερα όταν αρχίζει το κλαρίνο μερεύουν,
μέλισσες γίνονται και μπαίνουν μια – μια, σαν σε κυψέλη,
στο κιβούρι τού άντρα που δεν έγινε δικός της.
Πετούν χαμηλά τα πετροχελίδονα
στο έρημο σκολειό, στ’ αγκωνάρια στο μονότοξο γεφύρι,
κάτω στην ποταμιά
μαντεύουν τα κρίματα χωρίς να ξέρουν,
πιο πέρα στο σύνορο σκουριάζουν τ’ αγκαθωτά συρματοπλέγματα,
χορταριασμένα έρημα φυλάκια,
σιωπηλά πολυβολεία, χαρακώματα,
στο λόγγο ξεθαμμένες οι αρβύλες των σκοτωμένων,
φυτρώνει ρίγανη κι αγριολούλουδα μέσα τους,
κατεβαίνει ο αέρας από τη Μουργκάνα περνά από πάνω τους,
φτάνει στην ψυχή, λεπίδι η σκέψη,
μοιρολογά η ρεματιά, φωνάζει το ποτάμι,
κελαηδούν τ’ αηδόνια,
πέτρωσε το κουλούρι του γάμου να μην το πάρει το νερό
να μην το λιώσει χιόνι…
Αμίλητη, τώρα που φωνάζουν οι κάργιες
στ’ αλύχτισμα του λύκου και στο λάκτισμα της πέρδικας,
με το πικραμύγδαλο στα χείλη
και το δικό της λαχάνιασμα, τής Κάλλιως,
παλεύοντας με την απελπισία της στιγμής,
εδώ, στους Φιλιάτες τ’ απόκοσμα νήματα
αυτά που δίχως αφορμή κινούν την ψυχή,
τα μπερδεμένα και μπλάβα,
κλαις την ανάγνωση του έρωτα στο ραγισμένο σοβά,
τις μαρτυρίες της ξασπρισμένης πέτρας,
τ’ αφιονισμένα χάσματα,
κλαις για το χαμένο νυφοστόλι, το ξεφτισμένο ρούχο
τώρα οι αποσωσμένες ώρες όλες πέρασαν,
διαβαίνει ο Καλαμάς, διαβαίνουν κι οι άνθρωποι
τσακίζονται οι ψυχές, ανθίζουν οι μολόχες στη Βελούνα,
ψηλώνουν οι κορφές στο Μαλούνι,
μύρισε φασκόμηλο η Ταβέρα,
φωλιάζει η σιταρήθρα στο Φαρμακοβούνι,
κι από τα χαλάσματα το τραγούδι…
«Αν λάμψεις ήλιε μια φορά, τριανταφυλλάκι μ’ κόκκινο.
Καίγονται τα χορτάρια, νεράντζι και λεμόνι.
Κι αν λάμψω ήλιε μου κι εγώ, τριανταφυλλάκι μ’ κόκκινο.
Καίγονται παλικάρια, νεράντζι και λεμόνι…»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 13 Απρίλη 2021
Από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή «Αύριο, ασύνορη βροχή οι λέξεις»
Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]
🔹 Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.
🔹 Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες το παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.
🔹 Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση. Ως «Χαρούλα Βερίγου» γοητεύομαι από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης. Ως «Ζωή Δικταίου» επιστρέφω την ευγνωμοσύνη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.
Εργογραφία
- Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
- Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή- Νοέμβριος 2020,
- Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα – Νοέμβριος 2019
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή – Σεπτέμβριος 2018
- Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα – Φεβρουάριος 2018
- Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα – Μάιος 2017
- Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα – Ιούνιος 2015
- Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
- Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία,
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
- «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία – 2020, Αθήνα
Εκδόσεις: Ατέχνως - «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα