Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εδώ, στους Φιλιάτες τ’ απόκοσμα νήματα

 Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Μέρα μεση­μέ­ρι, το φως στα χαλάσματα
οι νεκροί ζητούν τα παρά­ση­μά τους,
οι ζωντα­νοί τρα­γού­δια, να σωπά­σει το μέσα μοιρολόι,
φέγ­γουν οι πελε­κη­μέ­νες πέτρες,
στρα­φτα­λί­ζει η ασπαρ­γά­νω­τη μνή­μη πάνω στον ασβέστη
και πάνω στο λιω­μέ­νο ασπρο­κέ­ντι του νυφικού,
ό,τι είχε απομείνει
κρε­μα­σμέ­νο ακό­μη στο καρ­φί, από εκεί­νες τις μαύ­ρες μέρες,
στον τοί­χο, έτοι­μο να γίνει σκό­νη στο πρώ­το άγγιγμα
ή να ζωντα­νέ­ψει σύντο­μες στιγ­μές της προ­δο­μέ­νης χαράς.

Γάμος ήταν, που δεν έγινε,
πόλε­μος ήταν, αδερ­φός τον αδερφό,
αυτοί και οι άλλοι, εμείς,
όλοι στο ίδιο δάσος μέτρη­σαν αντο­χές, μετα­νιω­μούς, σφαίρες,
εκεί­νη, στη νυφι­κή παστά­δα την ατσα­λά­κω­τη αρετή.

Κρέ­με­ται στο σκου­ρια­σμέ­νο καρφί,
όταν το φυσά ο αέρας θαρ­ρείς απο­κτά κορ­μο­στα­σιά, ψηλώνει,
μακραί­νουν τα μανί­κια, τα άδεια από χέρια,
φεύ­γουν κυνη­γώ­ντας τους κίτρι­νους ίσκιους, από τα ερεί­πια, στις οξιές,
μα γίνο­νται οι φυλ­λω­σιές φτερούγες
παίρ­νουν τους ίσκιους κατά τον ουρανό,
αφή­νουν τη γονα­τι­σμέ­νη από τόσα θανα­τι­κά αυλή
ξανα­ρί­χνο­νται στη μάχη, πάλη βου­βή, σώμα με σώμα
στα σύννεφα,
ώσπου μια λόγ­χη τρυ­πά­ει το ύφα­σμα στο μέρος της καρδιάς
τρυα­ντα­φυλ­λά­κι κόκκινο
και τότε κολ­λά­ει ασά­λευ­το στον τοίχο,
λιτα­νεύ­ει η μνή­μη τον πρω­τό­γο­νο φόβο στο αίμα
στο πατρι­κό ερει­πω­μέ­νο σπί­τι στο Φατήρι
δόξα στο πρό­στε­γο το μόνο που έμει­νε όρθιο.

Στοι­χειώ­νει τον τόπο,
τρα­γι­κό όνο­μα χαραγ­μέ­νο στην πέτρα, Κάλλιω
το κοι­τά­ζουν, το δια­βά­ζουν συλ­λα­βι­στά στο πανηγύρι,
για να μην ξεχάσουν,
πλα­ταί­νουν οι λέξεις, θεριεύ­ουν οι λέξεις,
ύστε­ρα όταν αρχί­ζει το κλα­ρί­νο μερεύουν,
μέλισ­σες γίνο­νται και μπαί­νουν μια – μια, σαν σε κυψέλη,
στο κιβού­ρι τού άντρα που δεν έγι­νε δικός της.

Πετούν χαμη­λά τα πετροχελίδονα
στο έρη­μο σκο­λειό, στ’ αγκω­νά­ρια στο μονό­το­ξο γεφύρι,
κάτω στην ποταμιά
μαντεύ­ουν τα κρί­μα­τα χωρίς να ξέρουν,
πιο πέρα στο σύνο­ρο σκου­ριά­ζουν τ’ αγκα­θω­τά συρματοπλέγματα,
χορ­τα­ρια­σμέ­να έρη­μα φυλάκια,
σιω­πη­λά πολυ­βο­λεία, χαρακώματα,
στο λόγ­γο ξεθαμ­μέ­νες οι αρβύ­λες των σκοτωμένων,
φυτρώ­νει ρίγα­νη κι αγριο­λού­λου­δα μέσα τους,
κατε­βαί­νει ο αέρας από τη Μουρ­γκά­να περ­νά από πάνω τους,
φτά­νει στην ψυχή, λεπί­δι η σκέψη,
μοι­ρο­λο­γά η ρεμα­τιά, φωνά­ζει το ποτάμι,
κελαη­δούν τ’ αηδόνια,
πέτρω­σε το κου­λού­ρι του γάμου να μην το πάρει το νερό
να μην το λιώ­σει χιόνι…

Αμί­λη­τη, τώρα που φωνά­ζουν οι κάργιες
στ’ αλύ­χτι­σμα του λύκου και στο λάκτι­σμα της πέρδικας,
με το πικρα­μύ­γδα­λο στα χείλη
και το δικό της λαχά­νια­σμα, τής Κάλλιως,
παλεύ­ο­ντας με την απελ­πι­σία της στιγμής,
εδώ, στους Φιλιά­τες τ’ από­κο­σμα νήματα
αυτά που δίχως αφορ­μή κινούν την ψυχή,
τα μπερ­δε­μέ­να και μπλάβα,
κλαις την ανά­γνω­ση του έρω­τα στο ραγι­σμέ­νο σοβά,
τις μαρ­τυ­ρί­ες της ξασπρι­σμέ­νης πέτρας,
τ’ αφιο­νι­σμέ­να χάσματα,
κλαις για το χαμέ­νο νυφο­στό­λι, το ξεφτι­σμέ­νο ρούχο
τώρα οι απο­σω­σμέ­νες ώρες όλες πέρασαν,
δια­βαί­νει ο Καλα­μάς, δια­βαί­νουν κι οι άνθρωποι
τσα­κί­ζο­νται οι ψυχές, ανθί­ζουν οι μολό­χες στη Βελούνα,
ψηλώ­νουν οι κορ­φές στο Μαλούνι,
μύρι­σε φασκό­μη­λο η Ταβέρα,
φωλιά­ζει η σιτα­ρή­θρα στο Φαρμακοβούνι,
κι από τα χαλά­σμα­τα το τραγούδι…

«Αν λάμ­ψεις ήλιε μια φορά, τρια­ντα­φυλ­λά­κι μ’ κόκκινο.
Καί­γο­νται τα χορ­τά­ρια, νεράν­τζι και λεμόνι.
Κι αν λάμ­ψω ήλιε μου κι εγώ, τρια­ντα­φυλ­λά­κι μ’ κόκκινο.
Καί­γο­νται παλι­κά­ρια, νεράν­τζι και λεμόνι…»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα 13 Απρί­λη 2021

Από την υπό έκδο­ση ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Αύριο, ασύ­νο­ρη βρο­χή οι λέξεις»


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία

  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή – Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα – Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα


facebook logo click

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο