Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ: Ερωτεύτηκε τον άνθρωπο και τους αγώνες του

Ο Κωστής Μοσκώφ ‚ο κομ­μου­νι­στής δια­νο­ού­με­νος, ο δια­κε­κρι­μέ­νος ιστο­ρι­κός, ο αισθα­ντι­κός στο­χα­στής, ο ποι­η­τής, ο μετα­φρα­στής, ο δημο­σιο­λό­γος, ο συνερ­γά­της για αρκε­τό διά­στη­μα του “Ριζο­σπά­στη”, πέρα­σε στην ιστο­ρία. Μα, από όσους τον γνώ­ρι­σαν και αγω­νί­στη­καν μαζί του για όσα ποθού­σε, θα λεί­ψει πολύ. Θα λεί­ψουν τα μεγά­λα, στο­χα­στι­κά μάτια του. Το γλυ­κό, μελαγ­χο­λι­κό χαμό­γε­λό του. Η πρα­ό­τη­τα της ομι­λί­ας του. Η έμφυ­τη ευγέ­νεια των τρό­πων και της συμπε­ρι­φο­ράς του. Ο ανή­συ­χος, μέχρι τέλους, συντρο­φι­κός “έρω­τας” του ιδε­ο­λο­γι­κού λόγου του. Η μεγά­λη ιστο­ρι­κή γνώ­ση του. Η τερά­στια κουλ­τού­ρα του. Ο πόθος του για την οικο­δό­μη­ση του πολι­τι­σμού της φιλί­ας των λαών. Η αγά­πη του για τη Θεσ­σα­λο­νί­κη των αγώ­νων. Το πάθος του για την ποί­η­ση και την ομορ­φιά. Η συμ­βο­λή του στην ανά­πτυ­ξη της πολι­τι­στι­κής συνερ­γα­σί­ας της Ελλά­δας με τους λαούς της Μέσης Ανα­το­λής. Θα λεί­ψει και το “μάθη­μα” σθέ­νους που έδι­νε, αντι­με­τω­πί­ζο­ντας λεβέ­ντι­κα, με αξιο­πρέ­πεια και αδιά­κο­πη δημιουρ­γία, την τρια­ντά­χρο­νη, ανί­α­τη αρρώ­στια του. Η λεβε­ντιά και η αξιο­πρέ­πεια υπε­ρί­σχυε πάντα, όπο­τε σαν βαριά πάσχων άνθρω­πος, κατα­δι­κα­σμέ­νος από τη νόσο, κλυ­δω­νι­ζό­ταν ψυχολογικά.

Η νόσος του δε λύγι­σε ούτε τις ιδέ­ες του. Δε λύγι­σε ούτε τους δεσμούς του και την επα­φή του μέχρι τέλους με το κόμ­μα του, το ΚΚΕ, όσο κι αν η πίκρα των ανα­τρο­πών του ’89, η ζωτι­κή ανά­γκη να βγά­λει το ψωμί του και να αντι­με­τω­πί­ζει την πανά­κρι­βη αρρώ­στια του, οδή­γη­σαν τον μεγα­λο­α­στι­κής γενιάς Κ. Μοσκώφ , που γύρι­σε από νέος την πλά­τη στο χρή­μα, “κυνη­γη­μέ­νος από τα απο­τρό­παια όρια του έρω­τα και της ιστο­ρί­ας”, όπως ποι­η­τι­κά έλε­γε σε μια συνέ­ντευ­ξή του, να “κατα­φύ­γει” στο Κάι­ρο, ανα­λαμ­βά­νο­ντας τη θέση του μορ­φω­τι­κού συμ­βού­λου της Ελλά­δας στην Αίγυ­πτο. Ο Κ. Μοσκώφ συνει­δη­τά, αμε­τά­κλη­τα, έμπρα­κτα, λόγω και έργω, “στρα­τεύ­τη­κε” στις ιδέ­ες του σοσια­λι­σμού για την “ποί­η­ση” ενός κόσμου όλων των ανθρώ­πων, της ειρή­νης, της φιλί­ας, της συνερ­γα­σί­ας, του πολι­τι­σμού των λαών.

Αρνητής της τάξης του

Ο Κ. Μοσκώφ γεν­νή­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, στις 15 Νοέμ­βρη του 1939, από μεγα­λο­α­στι­κή οικο­γέ­νεια καπνε­μπό­ρων. Μαθη­τής ακό­μα του Κολε­γί­ου, δια­βά­ζει πολύ, καθώς “η άρχου­σα τάξη δίνει καλή παι­δεία στα παι­διά της”, αφού “αυτή έχει τα ακρι­βά σχο­λεία, στα οποία δεν μπο­ρεί να πάει ο καθέ­νας και τα οποία, όμως, σου μαθαί­νουν καλά πράγ­μα­τα”. Δια­βά­ζει το βιβλίο του Μπέρ­ναρντ Σο “Οδη­γός για το σοσια­λι­σμό” και επη­ρε­α­σμέ­νος και από αυτό εντάσ­σε­ται το 1956 στη Νεο­λαία της ΕΔΑ. Το 1959, διώ­κε­ται για την υπε­ρά­σπι­σή του στην Αλγε­ρι­νή Επα­νά­στα­ση. Σπου­δά­ζει, αρχι­κά, στο Αρι­στο­τέ­λειο Πανε­πι­στή­μιο Νομι­κά και στη συνέ­χεια, από το 1965, Ιστο­ρία, Κοι­νω­νιο­λο­γία και Φιλο­σο­φία στο Πανε­πι­στή­μιο του Παρι­σιού, από το οποίο με εξαι­ρε­τι­κή επι­τυ­χία απο­κτά διδα­κτο­ρι­κό στην Ιστο­ρία και στην Ιστο­ρία της Ανθρώ­πι­νης Σκέ­ψης. Γλωσ­σο­μα­θέ­στα­τος (γνώ­ρι­ζε πέντε γλώσ­σες και στην Αίγυ­πτο έμα­θε αρα­βι­κά), ζώντας στο Παρί­σι, όπου παντρεύ­τη­κε τη συντρό­φισ­σα της ζωής του Πόπη (απέ­κτη­σε μαζί της δύο παι­διά), ενταγ­μέ­νος στην εκεί οργά­νω­ση της ΕΔΑ, ανα­γνω­ρί­ζε­ται από τους προ­ο­δευ­τι­κούς κύκλους των Γάλ­λων ιστο­ρι­κών σαν ένας από τους πιο δυνα­μι­κούς, βαθιάς γνώ­σης, ελπι­δο­φό­ρους για την ουσια­στι­κή πρό­ο­δο της ιστο­ριο­γρα­φί­ας μαρ­ξι­στής επιστήμονας.

Καινοτόμος ιστορικός

Το 1969 επι­στρέ­φει στην Ελλά­δα. Την ίδια χρο­νιά, εκδη­λώ­νε­ται η αρρώ­στια του. Καρ­κί­νος των λεμ­φα­δέ­νων. Δεν παύ­ει όμως, παρά τις αλλε­πάλ­λη­λες κρί­σεις, υπο­τρο­πές και οδυ­νη­ρές θερα­πεί­ες, να γρά­φει και να προ­σφέ­ρει στον πολι­τι­σμό. Το 1972, η έκδο­ση του πρώ­του βιβλί­ου του, “Η εθνι­κή και κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση στην Ελλά­δα — Ιδε­ο­λο­γία του μετα­πρα­τι­κού χώρου” προ­κα­λεί μεγά­λο ενδια­φέ­ρον, καθώς αυτό, για πρώ­τη φορά, εισά­γο­ντας την ιστο­ρι­κή έννοια που πρό­τει­νε ο Μπρο­ντέλ για τη “δια­χρο­νία”, δηλα­δή τη “μακρά διάρ­κεια της Ιστο­ρί­ας”, τολ­μά να κάνει μια τομή στην ελλη­νι­κή ιστο­ριο­γρα­φία, “ανα­το­μώ­ντας” απο­κα­λυ­πτι­κά τη μετα­πρα­τι­κή ιδε­ο­λο­γία, τον εξαρ­τη­μέ­νο χαρα­κτή­ρα της ελλη­νι­κής οικο­νο­μί­ας και τις ιστο­ρι­κές συν­θή­κες που εξέ­θρε­ψαν το ελλη­νι­κό μετα­πρα­τι­σμό, αλλά και προ­βάλ­λο­ντας την ανά­γκη της συνέ­χειας της κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης του ελλη­νι­κού λαού.

Το 1974 εκδί­δε­ται ένα άλλο πρω­τό­τυ­πο, απο­κα­λυ­πτι­κό, μαρ­ξι­στι­κής ανά­λυ­σης ιστο­ρι­κό βιβλίο του. Το “Θεσ­σα­λο­νί­κη, τομή της μετα­πρα­τι­κής πόλης”,το οποίο για πρώ­τη φορά στα χρο­νι­κά της ελλη­νι­κής ιστο­ριο­γρα­φί­ας ανα­φέ­ρε­ται στη “Φεντε­ρα­σιόν”, την Εργα­τι­κή Σοσια­λι­στι­κή Ομο­σπον­δία που ιδρύ­θη­κε το 1909 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και τους αγώ­νες της για καλύ­τε­ρη ζωή της εργα­τιάς και, ταυ­τό­χρο­να, παρου­σιά­ζει απο­δει­κτι­κά την πολυ­πο­λι­τι­σμι­κή σύν­θε­ση της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Επε­ξερ­γα­σμέ­νη περαι­τέ­ρω και με πρό­σθε­τα στοι­χεία σύν­θε­ση των δύο παρα­πά­νω βιβλί­ων του είναι το πολ­λών εκδό­σε­ων, από το 1985 που πρω­το­κυ­κλο­φό­ρη­σε, βιβλίο του “Εισα­γω­γι­κά στην ιστο­ρία του κινή­μα­τος της εργα­τι­κής τάξης — Η δια­μόρ­φω­ση της εθνι­κής και κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης στην Ελλά­δα”. Στον πρό­λο­γο αυτού του ιστο­ρι­κού βιβλί­ου του, ο Κ. Μοσκώφ απο­τύ­πω­σε τον ιδε­ο­λο­γι­κό ρομα­ντι­σμό, τη βαθιά ποι­η­τι­κή φύση του, ως ανθρώ­που, αλλά και ιστο­ρι­κού: “Ο γενι­κό­τε­ρος προ­βλη­μα­τι­σμός” (σ.σ. εννο­ού­σε της μελέ­της του) “ψάχνει τις αιτί­ες, ακο­λου­θεί την πορεία του “καη­μού” — μέσα από την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα των επο­χών — προ­σπα­θεί να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει την “ανά­γνω­ση, της πλη­γω­μέ­νης μαζι­κής αίσθη­σης του γένους”. Ρομα­ντι­κή και ποι­η­τι­κή φύση, που εκδη­λώ­νε­ται και με το περ­σι­νό, αυτο­βιο­γρα­φι­κού χαρα­κτή­ρα, βιβλίο του“Στα όρια του έρω­τα και της ιστο­ρί­ας”. Της ερω­τι­κής σχέ­σης του με την ιστο­ρία του αγω­νι­ζό­με­νου λαϊ­κού αρι­στε­ρού κινή­μα­τος, σχέ­ση που την επι­βε­βαί­ω­σε με την έντα­ξή του, μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση, στο ΚΚΕ, από το οποίο υπο­στη­ρι­ζό­με­νος από το 1975 και για τρεις τετρα­ε­τί­ες υπήρ­ξε δημο­τι­κός σύμ­βου­λος στο Δήμο Θεσ­σα­λο­νί­κης, ενώ δια­τέ­λε­σε για τρεις μήνες και δήμαρ­χος Θεσ­σα­λο­νί­κης και στέ­λε­χος του Κέντρου Μαρ­ξι­στι­κών Ερευ­νών, συμ­με­τέ­χο­ντας ενερ­γά ως ειση­γη­τής σε συνέ­δρια, ημε­ρί­δες και ερευ­νη­τι­κές εργα­σί­ες του Κέντρου.

Ο Κ. Μοσκώφ , προ­λο­γί­ζο­ντας το βιβλίο του δημο­σιο­γρά­φου Σπύ­ρου Κου­ζι­νό­που­λου ““Ελευ­θε­ρία” — Η ιστο­ρία της άγνω­στης οργά­νω­σης και εφη­με­ρί­δας της κατο­χής”, έγρα­φε μετα­ξύ άλλων πως ο πρω­το­πό­ρος ρόλος του ΚΚΕ είναι αλλη­λέν­δε­τος με την “εθνι­κή και κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θε­ρω­τι­κή πάλη”. Πως “μόνο γύρω από αυτήν την ηρω­ι­κή πρω­το­πο­ρία, τη “μαγιά” αυτή της νεό­τε­ρης ιστο­ρί­ας μας, είναι δυνα­τό να συσπει­ρω­θούν δρα­στι­κά τα πλα­τύ­τε­ρα δημο­κρα­τι­κά στρώ­μα­τα”. Και βλέ­πο­ντας μακριά τόνι­ζε: “Ιστο­ρι­κό καθή­κον της “μαγιάς” αυτής είναι να βρί­σκε­ται πάντα έτοι­μη, πάντα σε θέση να είναι οδη­γός, τόσο της κοι­νω­νι­κής, όσο και της εθνι­κής πάλης, για τη λαϊ­κή κυριαρ­χία και την εθνι­κή ανεξαρτησία (…)”.

Αυτόν τον “ερω­τά” του τον έλε­γε και με άλλον, πιο ποι­η­τι­κό τρόπο:“Είχα στοι­βαγ­μέ­νη μέσα μου αυτή την ερω­τι­κή διά­θε­ση για τους άλλους ανθρώ­πους. Αισθα­νό­μουν την ανά­γκη να την ενσαρ­κώ­σω, να την κάνω πιο συγκε­κρι­μέ­νη. Το συγκε­κρι­μέ­νο ήταν ο άνθρω­πος, ήταν το κίνη­μα, το εργα­λείο που έκα­νε τη ζωή πιο ανθρώπινη”,έγραφε στο αυτο­βιο­γρα­φι­κό του βιβλίο “Στα όρια του έρω­τα και της ιστο­ρί­ας”. Αυτή η ανά­γκη του τον έκα­νε να αισθά­νε­ται, και ως προς την αρρώ­στια του, “μια άγρια χαρά ότι απο­δι­δό­ταν δικαιο­σύ­νη. Ενας υπερ­προ­νο­μιού­χος άνθρω­πος γνω­ρί­ζει δυσκο­λί­ες στο βίο του. Αυτή η καθη­με­ρι­νή αντι­με­τώ­πι­ση του θανά­του είναι μεγά­λο προ­νό­μιο. Σε κάνει να σκέ­φτε­σαι και να βιώ­νεις τη ζωή σου πιο βαθιά, απο­φεύ­γεις τις προ­χει­ρό­τη­τες, ψάχνεις τα μεγάλα (…)”.

Πλούσιο έργο

Ο Κ. Μοσκώφ , από τη φύση του πλα­σμέ­νος “ερα­στής” της ποί­η­σης, δεν περιο­ρί­ζε­ται στην πολι­τι­κή θεμα­το­λο­γία της ιστο­ριο­γρα­φί­ας και στη δημο­σιο­γρα­φία. Το 1978 εκδί­δει τη μελέ­τη του “Η κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση στην ποί­η­ση της Θεσσαλονίκης”.Ακολουθούν: “Η πρά­ξη και σιω­πή — Τα όρια του έρω­τα και της ιστο­ρί­ας (Δοκί­μια)” (1983). “Ποι­ή­μα­τα” (1987). “Για τον έρω­τα και την επα­νά­στα­ση” (ποι­ή­μα­τα, 1989), “Αρα­βι­κή Ποί­η­ση” και “Εβραϊ­κή Ποί­η­ση” (επι­λο­γή, μετά­φρα­ση, εισα­γω­γή). Τα βιβλία αυτά είναι καρ­πός της “συμ­βί­ω­σής” του με τον αρα­βι­κό πολι­τι­σμό, στον οποίο πρό­σφε­ρε τη γνω­ρι­μία με την ποί­η­ση του Καβά­φη, του Σεφέ­ρη, του Ρίτσου και του Τσίρ­κα, προ­ω­θώ­ντας μετα­φρά­σεις έργων τους από Αρα­βες ελληνιστές.

Ο Μοσκώφ πρό­σφε­ρε πολ­λά στον πολι­τι­σμό μας και σαν δημο­τι­κός σύμ­βου­λος Θεσ­σα­λο­νί­κης και ιδιαί­τε­ρα σαν μορ­φω­τι­κός σύμ­βου­λος — κρί­κος με τον αρα­βι­κό κόσμο. Εργο του ήταν τα “Καβά­φεια”, τα βρα­βεία “Καβά­φης” και το Μου­σείο Καβά­φη στην Αλε­ξάν­δρεια. Ονει­ρό του, που το πάλευε, αλλά σκό­ντα­φτε στην έλλει­ψη χρη­μά­των και έμπρα­κτης στή­ρι­ξης από την ελλη­νι­κή πολι­τεία και το οποίο ίσως κατόρ­θω­νε, αν δεν τον χτυ­πού­σε αυτή τη φορά θανά­σι­μα η επά­ρα­τος, να το κάνει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ήταν η δημιουρ­γία Κέντρου Μετα­πτυ­χια­κών Σπου­δών για Ελλη­νες φοι­τη­τές στην Αλε­ξάν­δρεια και η επέ­κτα­ση των προ­γραμ­μά­των του Ιδρύ­μα­τος Ελλη­νι­κού Πολι­τι­σμού, μέσω ενός παραρ­τή­μα­τός του στη Μέση Ανα­το­λή, με δια­λέ­ξεις και σεμι­νά­ρια από Ελλη­νες πανε­πι­στη­μια­κούς καθηγητές.

Για όλα όσα έπρα­ξε, έγρα­ψε, ονει­ρεύ­τη­κε και “ερω­τεύ­τη­κε”, θα μεί­νει αλη­σμό­νη­τος ο Κωστής . Καλό του κατευόδιο…

Α. Ε. / Ριζο­σπά­στης (Κυρια­κή 5 Ιού­λη 1998) 

Ο Κωστής Μοσκώφ έφυ­γε από τη ζωή στις 27 Ιου­νί­ου 1998 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο