Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστα Ευαγγελάτου, Εγκάρσια πτήση (εκδ. Απόπειρα)

Γρά­φει ο Θεο­δό­σης Πυλα­ρι­νός //
Αν. Καθη­γη­τής νεο­ελ­λη­νι­κής φιλο­λο­γί­ας και της ιστο­ρί­ας του γλωσ­σι­κού ζητή­μα­τος στο Ιόνιο Πανε­πι­στή­μιο (Κέρ­κυ­ρα)

Είναι συνή­θης πρα­κτι­κή να βαφτί­ζε­ται μία ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με την αξιο­ποί­η­ση ενός χαρα­κη­ρι­στι­κού ποι­ή­μα­τός της ή ενός ιδιαί­τε­ρου στί­χου της ή και κάποιας μικρής φρά­σης ή ομά­δας λέξε­ών της. Άλλο­τε προ­κρί­νε­ται η πρα­κτι­κή αυτή για το εύη­χο ή το προ­βλη­τι­κό του περιε­χο­μέ­νου της, άλλο­τε για­τί λει­τουρ­γεί ως σλό­γκαν και άλλο­τε, το ουσια­στι­κό­τε­ρο αυτό, επει­δή οι λέξεις του τίτλου απο­τε­λούν ή σχη­μα­τί­ζουν ως λεκτι­κά κλει­διά βασι­κές έννοιες, με ιδιαί­τε­ρη εννοιο­δό­τη­ση και ιδε­ο­λο­γι­κό βάθος. Και η «πτή­ση» και η «εγκάρ­σια» κίνη­ση συνι­στούν κρί­σι­μες έννοιες για τον Κώστα Ευαγ­γε­λά­το: ίπτα­ται ο ποι­η­τι­κός λόγος του, όπως υπε­ρί­πτα­ται η ζωγρα­φι­κή του, και κινεί­ται εγκάρ­σια, οδη­γώ­ντας μας στο κάθε­το ύψος αλλά και στο κάθε­το βάθος με την αδή­ρι­τη πτώ­ση του ιπτα­μέ­νου, καί­ρια γνω­ρί­σμα­τα της ιδιο­συ­στα­σί­ας του ποι­η­τή, της ψυχής και του σώμα­τός του, μεγε­θών που λει­τουρ­γούν στο όλο έργο του, εικα­στι­κό και λογο­τε­χνι­κό, με ξεχω­ρι­στό πάθος τόσο κατά μόνας όσο και ως αγα­πη­τι­κή ενό­τη­τα, ως ερω­τι­κό σύνο­λο ή σύμπλεγμα:

Εκτέ­λε­ση ψυχρής ζωής.
Βου­λιά­ζεις στον πυθμένα
με κρο­κο­δεί­λια δάκρυα.

ή

Στε­ρεό ή υγρό
το έδε­σμα
δεν κάνει για αερικά.

egkarsia ptisi2Η Εγκάρ­σια πτή­ση, συλ­λο­γή που έρχε­ται ως σύνο­ψη και απο­τί­μη­ση, θα λέγα­με, της έως τώρα ποι­η­τι­κής, ορθό­τε­ρα σύνο­λης της καλ­λι­τε­χνι­κής, πορεί­ας του Ευαγ­γε­λά­του απο­τε­λεί σύν­θε­ση πολυ­θε­μα­τι­κών ψυχο­γρα­φιών, βιω­μα­τι­κών εμπει­ριών, ερω­τι­κού πάθους και εξι­δα­νί­κευ­σης του ερω­μέ­νου προ­σώ­που. Είναι ένας απο­κα­λυ­πτι­κός καθρέ­φτης σε σκο­τει­νό θάλα­μο, αν μας επι­τρέ­πε­ται το οξύ­μω­ρο, με την έννοια ότι η συνή­θως κρυ­πτι­κή γρα­φή του ή τα ξέφω­τά της, οσά­κις ο ίδιος ο ποι­η­τής αφή­νε­ται ενδί­δο­ντας να τα δεί­ξει, δεν είναι εύκο­λα ανα­γνώ­σι­μα και ανα­γνω­ρί­σι­μα. Πρέ­πει να εθι­στεί στο σκό­τος ο ανα­γνώ­στης για να δει μυστη­ριω­δώς παρα­μορ­φω­μέ­να μέσα στον βυθό του καθρέ­φτη δίπλα στο πρό­σω­πό του πτυ­χές και σκη­νές από τις περι­πε­τειώ­δεις ανό­δους και τις κατα­βα­ρα­θρώ­σεις που κολ­πώ­νουν την εξε­λι­κτι­κή δια­δρο­μή του ανθρώ­που, του καλ­λι­τέ­χνη και ποι­η­τή Ευαγ­γε­λά­του, ο οποί­ος «απο­θη­κεύ­ει» τις εμπει­ρί­ες του, δεν απο­σιω­πά τις οδύ­νες ούτε και τις ηδο­νές από τα τραύ­μα­τά του. Αφή­νει μόνο τον ανα­γνώ­στη του να τα δια­γνώ­σει, πρα­κτι­κή που καθο­δη­γεί τον τελευ­ταίο στην αξιο­λό­γη­ση με τρό­πο ομοιο­πα­θη­τι­κό και των δικών του τραυ­μα­τι­κών εμπει­ριών, πλη­γών ερω­τι­κών ως επί το πλεί­στον ή παρε­νέρ­γειές τους στιγ­μα­τι­κές στην ψυχο­σύν­θε­σή μας:

Εγκάρ­σια πτήση
στο απύθ­με­νο του «είναι»
φορ­τί­ζει κύτταρα
του σύμπα­ντος της γνώσης
με καλ­πα­σμό αγά­πης κυβικής.

[…]

Ο κόσμος που ταξί­δε­ψες Υπάρχει.
Κάθε ψυχή που ταξι­δεύ­ει Ζει.

Το πολυ­θε­μα­τι­κό τού βιβλί­ου δεν συνι­στά αδυ­να­μία ενό­τη­τας. Είναι τμή­μα­τα ερα­τει­νά και εμπα­θή της ζωής και του έργου του ποι­η­τή, που συναρ­μο­λο­γού­με­να συνα­πο­τε­λούν την εικό­να του. Το πρώ­το μέρος απο­τε­λεί­ται από ολι­γό­στι­χα δίστι­χα (και ενί­ο­τε δύστυ­χα), τρί­στι­χα και τετρά­στι­χα συν­θέ­μα­τα, με ιδιό­τυ­πη ρίμα ή ρυθ­μι­κά πεζό­μορ­φα, που απο­τυ­πώ­νουν αντι­φα­τι­κά, ψαύ­ο­ντας, με πόνο ή με πάθος, τους τύπους των ήλων και εκφρά­ζο­ντας τους δύο κόσμους του ποι­η­τή, τον αισθη­σια­κό και τον πνευ­μα­τι­κό με τις αμοι­βαί­ες επι­δρά­σεις τους. Ο θάνα­τος και η μνή­μη ως ελι­ξή­ριό του, η μνη­μο­νι­κή ανά­κλη­ση του ερω­τι­κού προ­σώ­που, η αβελ­τη­ρία και η υπο­κρι­σία των πολ­λών, η αγνω­μο­σύ­νη, η εγκα­τά­λει­ψη, η στέ­ρη­ση, η μονα­ξιά, η απι­στία, οι ενο­χές αλλά και η επι­στρο­φή στο έθος της αμαρ­τί­ας, ένα παρά­πο­νο διά­χυ­το για όλα αυτά, παρά­πο­νο είτε για το ατε­λέ­σφο­ρο είτε για το ατυ­χώς ή ανά­ξια τελε­σθέν, όλα παρα­πέ­μπουν στην παντο­κρα­το­ρία του έρω­τα, που κυριαρ­χεί χωρίς συμ­βά­σεις, ανε­λέ­η­τα, με τη λέξη να απο­κτά μέση σημα­σία, ανε­λέ­η­τα προς την απο­θέ­ω­ση και το αγα­θό, και ανε­λέ­η­τα προς την ισο­πέ­δω­ση ή την εκμηδένιση:

Των από­λι­δων είμ’ ο θυρεός
κι ο τρα­γι­κός της νύχτας σκύλος.
Της μέρας είμ’ ο ίσκιος ο χλωμός
και της αρχαί­ας γυμνό­τη­τας ο φίλος.

egkarsia ptisi3Στο δεύ­τε­ρο μέρος τα ποι­ή­μα­τα είναι έντι­τλα, πολύ­στι­χα ή ολι­γό­στι­χα αδια­κρί­τως, που ως ενό­τη­τες αυτή τη φορά και όχι ως γνω­μι­κά ή απο­φθέγ­μα­τα, όπως στο πρώ­το μέρος, απο­δί­δουν παρεμ­φε­ρείς με τα πρώ­τα έννοιες, όπου η αφή και η γεύ­ση ανα­δει­κνύ­ουν την εγκαρ­σιό­τη­τα, με αυθι­στο­ρι­κό και αυτο­βιο­γρα­φι­κό υλι­κό εν είδει εξο­μο­λό­γη­σης, μετά­νοιας ή ανα­τρο­πής, υλι­κό τραυ­μα­τι­κό, έντο­να και πάλι αντι­φα­τι­κό και δια­πο­ρη­τι­κό μπρο­στά στις τεχνι­κές κοι­νω­νι­κές επι­τα­γές ενός διπό­λου, ενός διχα­ζό­με­νου δρό­μου, όπως εκεί­νου του αρχαί­ου της αρε­τής και της κακί­ας, που ο ποι­η­τής όμως τους χαρά­ζει σε ανα­πό­φευ­κτα παράλ­λη­λες ζώνες και όχι αντι­θε­τι­κά τεμνό­με­νες ηθι­κές οδούς. Στο τμή­μα αυτό συγκε­κρι­μέ­να ποι­ή­μα­τα με ζωντα­νά, και συχνά ασπαί­ρο­ντα, χρώ­μα­τα συν­δυά­ζο­νται με τόπους, σε συνειρ­μούς τέτοιους, στους οποί­ους η τέλε­ση της όποιας πρά­ξης, συνά­πτε­ται με την ερω­τι­κή διά­στα­ση του τόπου ή της πόλης, όπως στο ακό­λου­θο ποί­η­μα για τον Αίνο, το μυστι­κο­πα­θές για τα τελού­με­να επά­νω του όρος Κεφα­λο­νιάς, ένας άλλος εξ ίσου μυστι­κο­πα­θής Υμητ­τός, ποί­η­μα της εναλ­λα­γής του ύψους με το τέλμα:

Βου­λιά­ζει η πόλη
με ρυθ­μούς παλιάς μαντολινάτας.
Στην κορυ­φή του Αίνου
ανα­τέλ­λουν αετοί
ίρι­δες αναγέννησης.

egkarsia ptisi1

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο