Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λάμπα λαδιού (Κουβανικό αφήγημα)

Η σκη­νή είναι η εξής

Πίσω από την πόρ­τα υπάρ­χει ένα πολύ μικρό παι­δί . Σχε­δόν φυμα­τι­κό . Ξυπό­λη­το, με σκού­ρα μαλ­λιά να καλύ­πτουν το κεφά­λι. Κάθε­ται πάνω σε μια μεταλ­λι­κή — πλα­στι­κή καρέ­κλα και τα πόδια δεν δε φτά­νουν να αγγί­ξουν το έδα­φος …όσο κι αν τα τεντώ­σει. Στο έδα­φος ένα συνον­θύ­λευ­μα από κατα­κά­θια και υπο­λείμ­μα­τα που άφη­σε το πέρα­σμα του χρό­νου …απο­τυ­πώ­μα­τα ανθρώ­πων αλλά και ζώων, από τη συνε­χή ενα­πό­θε­ση αντι­κει­μέ­νων, ανορ­θό­γρα­φα πίσω από την πόρτα.

Πίσω από την πόρ­τα και πίσω από το παι­δί και πίσω από μια άλλη καρέ­κλα, μια ακό­μη καρέ­κλα, με μια χοντρή γυναί­κα να ξεφλου­δί­ζει μια πατά­τα. Είναι στην κου­ζί­να. Το χώρι­σμα μετα­ξύ του καθι­στι­κού και κου­ζί­νας είναι μια κουρ­τί­να που κρα­τιέ­ται σε ένα δοκά­ρι που στη­ρί­ζει και τη στέ­γη. Η κουρ­τί­να δεν κλεί­νει, είναι αγκι­στρω­μέ­νη στη δοκό όπου κρέ­με­ται επί­σης μια εικό­να της Παναγίας.

Η κυρία κοι­τά­ει τη λεκά­νη που είναι ανά­με­σα στα πόδια της. Καθα­ρί­ζει τις φλού­δες με το μαχαί­ρι και στη συνέ­χεια τις ρίχνει σε μια γωνιά, ενώ στην άλλη είναι οι καθα­ρι­σμέ­νες πατά­τες και δίπλα οι αξεφλούδιστες.

Το σύνο­λο δεν είναι παρα­πά­νω από τρεις.

Πίσω της, πάνω σε ένα αυτο­σχέ­διο ράφι, που δεν είναι τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από μια προ­ε­ξο­χή του τοί­χου με ένα ζευ­γά­ρι κυλιν­δρι­κές σφή­νες, μια μικρή κου­ζί­να ‑μερι­κά πιά­τα, μαχαι­ρο­πί­ρου­να και πατσαβούρια.

Πιο κάτω, μια πόρ­τα που οδη­γεί σε μια βρώ­μι­κη φραγ­μέ­νη αυλή με δύο κοτόπουλα.

Η όλη κατα­σκευή του σπι­τιού είναι από ξύλο, η στέ­γη με αετώ­μα­τα και τίπο­τε δεν είναι στα σέστα του.

Στην αντί­θε­τη κατεύ­θυν­ση στην πλά­τη του παι­διού, μια ακό­μη κουρ­τί­να και η κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Έχει ακρι­βώς το χώρο που κατα­λαμ­βά­νουν δύο όχι μεγά­λες καρέ­κλες (ένας κανα­πές και ένα μονό κρε­βά­τι), μια λάμπα πετρε­λαί­ου σε ένα ράφι και έναν καθρέ­φτη. Ρού­χα κρέ­μο­νται ομοιό­μορ­φα από συρ­μά­τι­νες κρε­μά­στρες που κρέ­μο­νται από ένα παχύ καλώ­διο από τοί­χο σε τοί­χο από τη μία πλευ­ρά στην άλλη με δύο σφιγ­κτή­ρες , ένας σε κάθε μεριά.

Το υπνο­δω­μά­τιο δεν φαί­νε­ται από την πόρ­τα. Φαί­νε­ται όμως, κάπου πίσω η Sara, πρώ­τη ξαδέλ­φη του φυμα­τι­κού αγο­ριού και παρα­δί­πλα ‑λίγα μέτρα πιο κει, τέσ­σε­ρα ακό­μη χτι­κιά­ρι­κα αγό­ρια που μοι­ρά­ζο­νται το σπί­τι. Αυτή ‑η Sara είναι η ανι­ψιά της κυρί­ας που καθα­ρί­ζει τις πατά­τες, εννέα ετών. Είναι στην πόρτα.

Κοντά στη Sara, στέ­κε­ται, η δασκά­λα της: η κυρία μόλις τη βλέ­πει αφή­νει τα συμπρά­γκα­λα, την υπο­δέ­χε­ται και την καλεί να καθί­σει και αμέ­σως με ένα νεύ­μα στέλ­νει το παι­δί να τεντώ­σει τα άστρω­τα σεντό­νια στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα, να ελέγ­ξει ότι το μπά­νιο είναι καθα­ρό και αν η «κου­ζί­να» είναι σε τάξη.

Ετοι­μά­ζει καφέ. Συζη­τά ευγε­νι­κά με τη δασκά­λα, βολεύ­ει τις προ­μή­θειες, που είναι ελά­χι­στες ‑τις χωρίζει

Μια τέτοια επί­σκε­ψη ήταν ένα ιερό πράγ­μα, λέει η Sara, 60 χρό­νια αργό­τε­ρα, οφει­λό­ταν σεβα­σμός ‑στη δασκά­λα, γι’ αυτό που ήταν, σεβα­σμός με αυτό που μπο­ρού­σα­με να δώσου­με …είμα­στε φτω­χοί αλλά πάντα με αξιοπρέπεια

Η Sara κλώ­θει αυτές τις σκη­νές στο μυα­λό της, τις επι­και­ρο­ποιεί καθημερινά …
Και σκέ­φτο­μαι ‑λέει σήμερα,
«πόσα πράγ­μα­τα έχουν αλλά­ξει για τα καλά σε αυτές τις έξι δεκα­ε­τί­ες. Και συνεχίζουμε… »

Μετά­φρα­ση: Ομά­δα ¡H.lV.S!

Η «Λάμπα λαδιού» είναι ένα κου­βα­νι­κό αφή­γη­μα με αφη­γη­μα­τι­κή μαστο­ριά και πρω­το­τυ­πία. Μιλώ­ντας για τη δασκά­λα (τέτοια επί­σκε­ψη ήταν ένα ιερό πράγ­μα ‑λέει) και την ανά­γκη να καθω­σπρε­πί­σει το σπί­τι (να τεντώ­σει τα άστρω­τα σεντό­νια στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα, να ελέγ­ξει ότι το μπά­νιο είναι καθα­ρό αν η «κου­ζί­να» είναι σε τάξη κλπ) «ζωγρα­φί­ζει» τις άσχη­μες συν­θή­κες μέσα στις οποί­ες ζού­σαν οι Κου­βα­νοί αγρό­τες, το αίσθη­μα αξιο­πρέ­πειας του λαού και τις αλλα­γές που έγι­ναν στην Κού­βα  από τη νίκη της Επανάστασης.

Η φιγού­ρα της δασκά­λας (η Επα­νά­στα­ση) που θα φέρει τις νέες αξί­ες, η γυναί­κα που καθα­ρί­ζει πατά­τες (ο λαός) σε ένα άθλιο κατά­λυ­μα και η Σάρα, που έζη­σε όλες τις αλλα­γές που έφε­ρε η Επα­νά­στα­ση… «η Sara κλώ­θει αυτές τις σκη­νές στο μυα­λό της, τις επι­και­ρο­ποιεί καθη­με­ρι­νά …» και σκέ­φτε­ται πόσα πράγ­μα­τα έχουν αλλά­ξει για τα καλά σε αυτές τις έξι δεκα­ε­τί­ες με ένα «απλά» συνε­χί­ζου­με… (που είναι ρεα­λι­στι­κό με όλη την αγω­νία του τι μέλ­λει γενέσθαι)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο