Μια σειρά από σύντομες καθημερινές ιστορίες που προέκυψαν από κάποιες σκέψεις ή περιστατικά που έζησα ή/και μου διηγήθηκαν. Πρωταγωνιστής σε αυτές, είναι το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και οι διάφοροι δημιουργοί του από τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι τις μέρες μας. Με αυτή τη δημοσίευση κλείνει ένας άτυπος κύκλος αναρτήσεων σχετικά με το ερωτικό λαϊκό τραγούδι που δημοσιεύτηκαν στο Ατέχνως με αφορμή τον θάνατο του τραγουδιστή Βασίλη Καρρά (1953–2023).
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Πρώτη του Ιούνη και η βροχή έκανε μια δυνατή, τελευταία — ίσως και όχι — επίσκεψη στην πόλη μας. Είχα βραχεί μέχρι το σώβρακο, εντάξει μέχρι το μποξεράκι, και το χάρτινο ποτήρι του καφέ είχε παπαριάσει στα χέρια μου. Βρήκα πρόχειρο καταφύγιο κάτω από ένα υπόστεγο, σε κάποιο στενό πίσω από το ΚΤΕΛ. Δυο τρεις μετανάστες, μάλλον Πακιστανοί, πάνω σε κάτι ποδήλατα τσακώνονταν στη γλώσσα τους ενώ μια ντόπια κυρία ντυμένη στην πένα διαμαρτύρονταν στο τηλέφωνο γιατί η βροχή την εμπόδισε από τη βόλτα της. «Και πως θα φάω τώρα λουκουμάδες στου Κρόνου που τους πεθύμησα, ε;».
Σηκώθηκα κι έφυγα από το σημείο και λίγο πιο πέρα, στην μπροστινή είσοδο του ΚΤΕΛ πέτυχα δύο τουρίστριες δροσερές και άνετες, μια ψηλή ξανθιά και μια κοντή μελαχρινή, να χαζογελούν παίζοντας μέσα στη βροχή. Με εντόπισαν με τη σειρά τους και χαμογέλασαν προς εμένα αυτή τη φορά. Ένα ελαφρό μειδίαμα χαράκτηκε στο πρόσωπο μου, σαν σημάδι αηδίας και όχι χαιρετισμού. Οι κοπέλες με χαιρέτησαν κουνώντας τα χέρια τους και συνέχισαν το ηλίθιο παιγνίδι τους. Βαριόμουν, ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που αν κάπνιζα θα έκανα οπωσδήποτε ένα τσιγάρο. Σε μια γρήγορη παύση της βροχής και της κίνησης των αυτοκινήτων το αυτί μου έπιασε μια γνώριμη μελωδία. «Αυτό είναι Ζαμπέτας!» σκέφτηκα. Η στιβαρή, καθαρή, αντρική φωνή του Δημήτρη Παπαμιχαήλ ήρθε να με επιβεβαιώσει.
Έστειλα ένα περιστέρι
στην απάνω γειτονιά
ένα μήνυμα να φέρει
από μιαν ομορφονιά.
Πέρασε το καλοκαίρι
και με βρήκε χειμωνιά
κι έμεινε το περιστέρι
στην απάνω γειτονιά…
Η μουσική έρχονταν από κάπου ψηλά, από μια πολυκατοικία και συγκεκριμένα από ένα μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, με πεσμένους σωβάδες και βρώμικους τοίχους. Στο ανοιχτό παράθυρο στέκονταν ένας τύπος, κομμάτι ηλικιωμένος όπως υπολόγισα, με το κλασικό λευκό φανελάκι και παρατηρούσε τη βροχή. Μια βροντή εξαφάνισε τη γλυκιά πενιά του μπουζουκιού. Συνέχισα να τραγουδάω από μέσα μου. Ξέχασα και τη βροχή και τη φαγούρα στα πόδια μου. Βέβαια, όταν γύρισα στο σπίτι έριξα και δύο περιποιημένες χριστοπαναγίες για την κατάσταση μου. Θα πείτε «Εσύ και να βρίζεις; Ποτέ!» Και όμως… Στη συνέχεια, κοίταξα έξω από το παράθυρο. «Και η βρόχα έπεφτε, ράι θρου» σκέφτηκα και έβαλα να παίξει ολόκληρη η δισκογραφία του Ζαμπέτα κι εκείνο το «περιστέρι» που τόσο με αναστάτωσε.
* Το τραγούδι ακούγεται στην ταινία «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966) σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου, με τους Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Μουσική για το «Περιστέρι» έγραψε ο Γιώργος Ζαμπέτας σε στίχους του Σακελλάριου.
ΕΡΗΜΩΣΕ Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Έχω τόση ώρα στη γωνιά
μπρος το παραθύρι σου λιώνω
για χατίρι σου καλέ
θα με φάει τ’ αγιάζι η παγωνιά
από την δική σου απονιά
Είναι το κρύο είναι το κρύο τσουχτερό
να το αντέξω δεν μπορώ
Επιστρέφω, που λες, κατά τις έντεκα στο σπίτι. Φυσάει δυνατά, έχει βρέξει και στην πόλη ελάχιστοι κυκλοφορούν. Κάνει κρύο αλλά με λίγο γρήγορο περπάτημα εύκολα θα ζεσταθείς. Με μια τέτοια κίνηση που αν μη τι άλλο δείχνει σύνεση και οικονομική εγκράτεια, θα συμφωνούσε και ο Υπουργός των Οικονομικών. Βαδίζω γρήγορα λοιπόν, και στην είσοδο μιας πολυκατοικίας πετυχαίνω έναν τύπο με αθλητικό τζάκετ, κουκούλα και σακίδιο στην πλάτη. Το τσιγάρο έχει σβήσει στο δεξί χέρι του. Μιλάει γρήγορα και βιαστικά στο τηλέφωνο. «Έλα ρε μωρό, που είσαι τόση ώρα; Αργείς!» Συνεχίζω το δρόμο μου, δεν ακούω κάτι άλλο. Πίσω στην ασφάλεια του σπίτιου και μετά από ένα χορταστικό δείπνο βρίσκομαι σε δίλημμα. Θέλω να ακούσω μουσική αλλά τι; Στο τέλος, ο Χρηστάκης και ο Λευτέρης Μυτιληναίος θα επικρατήσουν στα σημεία επί του Λεό Φερέ. Και όχι μόνο. Στη μεγάλη λίστα που διατηρώ με τραγούδια για κάθε περίσταση βρίσκω τα πιο κατάλληλα (Να χαρείς τα μάτια σου καλέ, Να το θυμάσαι) για να ολοκληρώσουν την προηγούμενη εμπειρία. Σκέφτομαι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που μου τυχαίνει κάτι αντίστοιχο. Δεν ξέρω πως, δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα τέτοιες περιπτώσεις καταφέρνουν να με αιφνιδιάσουν ευχάριστα.
Ερήμωσε η γειτονιά
κι εγώ στημένος στην γωνιά
σε καρτερώ στ’ αγιάζι,
μα πιο πολύ απ’ την παγωνιά
είν’ η δική σου απονιά
που την καρδιά μου σφάζει […]
* Να χαρείς τα μάτια σου, σε μουσική του Γιάννη Γαβαλά και σε στίχους του Στέλιου Ζαφειρίου. Από τον δίσκο «Οι επιτυχίες μου» (1976).
Να το θυμάσαι, σε μουσική του Γ. Κατσαρού και στίχους του Κ. Ρουβέλα περιέχεται στον δίσκο «Ένα δάκρυ» (1977). Ακούγεται στην ταινία «Πέστα βρωμόστομε» (1983) του Ερρίκου Θαλασσινού με τον Στάθη Ψάλτη.
ΧΙΛΙΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Ήθελε να μάθει μπουζούκι. «Μπουζούκι είσαι από μόνος σου! Τι να το κάνεις το δεύτερο;» έλεγε ο πατέρας του. Από δίπλα η μητέρα του να σιγοντάρει. «Να τελειώσεις το σχολείο πρώτα αγόρι μου και βλέπουμε!» Αλλά αυτός εκεί. «Θέλω να μάθω μπουζούκι! Και θα μάθω τώρα!» Οι μέρες περνούσαν και αυτή η φαινομενικά απλοϊκή σύγκρουση μεταξύ της οικογένειας είχε εξελιχθεί σε πόλεμο χαρακωμάτων. Τρεις άνθρωποι στο σπίτι, δύο στρατόπεδα. Δεν άντεξε ο πατέρας και απευθύνθηκε στον παλιότερο φίλο του. «Μας έχει βάλει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι το κωλόπαιδο! Τι είδους καπρίτσιο είναι αυτό;» Ο φίλος, μουσικός ο ίδιος, απάντησε. «Δεν είναι καπρίτσιο, είναι επιθυμία. Κι εσύ άδικα την αρνείσαι. Πάρε του ένα μπουζούκι! Άφησε τον να πειραματιστεί, φέρτον εδώ, να σπάει τα μούτρα του στις νότες και αν τελικά συνεχίσει κανένας δε θα βγει χαμένος». «Αλλά τα μαθήματα του;» ρώτησε ο πατέρας. «Όλα γίνονται αν έχει όρεξη κάποιος. Και στο τέλος, μήπως θα προτιμούσες να ζητήσει μαθήματα μπαλέτου;» συμπλήρωσε. Ο άλλος τρόμαξε. «Τι; Και να γίνει σαν εκείνους τους πισωγλέντηδες που χορεύουν στην τηλεόραση; Ποτέ!» Κι έτσι ο Βασίλης, μαθητής της τρίτης γυμνασίου, κέρδισε το πρώτο του μπουζούκι. Χρόνια μετά, ακόμα θυμάται εκείνη τη χριστουγεννιάτικη, σχολική βραδιά για το λαϊκό τραγούδι όπου μαζί με το μπουζούκι του τραγούδησε Ζαμπέτα και το “Χίλια περιστέρια” έχοντας το βλέμμα καρφωμένο πάνω στο αγόρι που του άρεσε.
Πήρα λουλούδια κι έπλεξα
στεφάνι να σου κάνω
κι ένα άσπρο σύννεφο
κι ένα άσπρο σύννεφο
εκεί για να σε βάλω
Και χίλια περιστέρια
να σου φιλούν τα χέρια
κι εγώ να σ’ αγαπώ
κι εγώ να σ’ αγαπώ…
* Χίλια περιστέρια, ακόμα ένα τραγούδι του Γιώργου Ζαμπέτα (μουσική, ερμηνεία). Οι στίχοι είναι της Ιωάννας Κλειάσιου. (Δίσκος: Χίλια περιστέρια, 1991)
ΚΑΝΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ
Συνέβη φέτος το καλοκαίρι. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν πέρασε από τη γειτονιά μου ένας τύπος μισοτραγουδώντας Άντζελα Δημητρίου. Πρώτα άκουσα τη φωνή του και μετά, στα πεταχτά, πρόλαβα να δω κάτι από τη μορφή του. Βιάστηκα να διακόψω τα «Νυχτερινά» του Σοπέν και να σηκωθώ από την πολυθρόνα ώστε να παρατηρήσω μια εικόνα που σπάνια πια δίνουν οι νύχτες στην πόλη. Νέος σε ηλικία, λεπτός, με κόκκινη μπλούζα και το κινητό ανοιχτό στο ραδιόφωνο ή σε κάποια εφαρμογή, τραγουδούσε με παράφωνο πάθος το «Κάνε στην άκρη», το οποίο αποκάλυπτε ότι είχε πιει και κάτι παραπάνω από το συνηθισμένο.
Κι αυτό ήταν όλο. Δεν πέρασε ούτε λεπτό κι όπως ήρθε – ένα φάντασμα της καλοκαιρινής, χανιώτικης νύχτας – έτσι και χάθηκε. Αυτό αρκούσε για να με ξεσηκώσει από τη βραδινή μου χαλάρωση. Παράλληλα, μου θύμησε μια αντίστοιχη εικόνα, κι αυτή στα Χανιά, όπου ένας άλλος διαβάτης, ντυμένος στα λευκά, τραγουδούσε Γιάννη Πάριο. Όμως αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Κάνε στην άκρη να περάσω
απόψε θα σε ξεπεράσω,
κι άσ’ την καρδιά μου να επιμένει
πρέπει να γίνουμε δυο ξένοι
Κάνε στην άκρη για να φύγω
απόψε θέλω να ξεφύγω,
τα έχω όλα αποφασίσει
φτάνει η ματιά σου να μ’ αφήσει
Θα μιλήσω όταν θέλω να μιλήσω
κι όταν θέλω θα σου πω πως σ’ αγαπώ
τη ζωή μου όπως θέλω εγώ θα ζήσω
κάνε στην άκρη, σε παρακαλώ […]
* Κάνε στην άκρη, ένα τραγούδι του Γιώργου Θεοφάνους (μουσική) και της Εύης Δρούτσα (στίχοι). Από το ομώνυμο άλμπουμ (1999).
ΕΓΩΙΣΜΕ ΜΟΥ…
Τον συνάντησα στον δρόμο πίσω από το Δημαρχείο, εκεί που είναι τα κωλόμπαρα. Ήταν ντυμένος, όπως πάντα, στα λευκά. Με πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος, με τα μανίκια σηκωμένα μέχρι τον αγκώνα, με βερμούδα μέχρι το γόνατο, χωρίς κάλτσες, με πάνινο παπούτσι. Όλα λευκά, ακόμα και τα λιγοστά μαλλιά του. Μόνο η μωβ φανέλα κι η χρυσή καδένα στο λαιμό ξέφευγαν των λευκών επιλογών του χαρίζοντας έναν ενδιαφέροντα οπτικό συνδυασμό. Περπατήσαμε παράλληλα για λίγο. Τολμώ να πω ότι τον πήρα από πίσω. Το βήμα του, αργό, κουρασμένο, βήμα… μεθυσμένου πριν την κατάρρευση και όμως χορευτικό, έδινε το ρυθμό και τον επέστρεφε μαζί σε ολόκληρο το σώμα του. Τραγουδούσε. Με φωνή δυνατή, σαν πλανόδιος έμπορας που διαφημίζει την πραμάτεια του. Σαν κάτι να μου θύμιζαν ο στίχος κι ο ρυθμός. Κάτι ερωτικό, μιας περασμένης δεκαετίας. Από την ίδια δεκαετία, ίσως, που προέρχεται ο λευκοντυμένος φίλος μας. Με μία μικρή έρευνα βρήκα το τραγούδι και σας το μεταφέρω:
Εγωισμέ μου πόσο μίσος σου χρωστάω
εσύ την έδιωξες μα εγώ την αγαπάω…
* Εγωισμέ μου, ένα τραγούδι σε μουσική του Σπύρος Παπαβασιλείου (μουσική) και της Μάρως Μπιζάνη. Από τον δίσκο «Που θα πάει» (1974)
ΤΟ ΞΕΚΡΕΜΑΣΑ ΑΠΟΨΕ…
Πετάχτηκα για λίγη ώρα στο 24ωρο ψιλικατζίδικο να πάρω κανένα ξελιξίδι για τη βραδινή ταινία και τελικά, έκανα ένα γύρο στη γειτονιά και πιο πέρα ακόμα. Και όπως συνήθως μου συμβαίνει, από κάποιο σπίτι άκουσα να παίζει μουσική. Σπάνιο πια φαινόμενο, και αν ακούσεις μουσική θα είναι είτε τα σκουπίδια της τραπ (ναι, η ελληνική τραπ που φτάνει στα αυτιά μας είναι σκουπίδια, πως να το κάνουμε), είτε ο ήχος κάποιας τηλεόρασης σε υψηλή ένταση. Αλλά αυτό ήταν ένα τραγούδι του Μανώλη Χιώτη. Στάθηκα στη σκιά και το άκουσα μέχρι να τελειώσει. Η αλήθεια είναι ότι το… ψιλοδάγκωσα τώρα που πέφτει η θερμοκρασία αλλά δεν το μετάνιωσα. Μετά επέστρεψα στο σπίτι.
Το ξεκρέμασα απόψε
το παλιό μου μπουζουκάκι
για να σπάσουμε μεράκι
με μια αγάπη μου παλιά
Το ξεκρέμασα απόψε
στο δικό της το χατίρι
κι όπως πλάι μου θα γείρει
τραγουδάκι θα της πω
Θα της πω για την αγάπη
που ‘ναι τώρα πια χαμένη
μα θα είναι ριζωμένη
όσα χρόνια κι αν θα ζω
* Το ξεκρέμασα απόψε ( Το παλιό μου μπουζουκάκι) από το 1946. Τραγουδάει ο Στελλάκης Περπινιάδης σε μουσική του Μανώλη Χιώτης και σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη ή Τσάντας. Από το album 78 στροφών «Το ξεκρέμασα απόψε»
Διαβάστε
- Για τον Βασίλη Καρρά (25/12/2023)
- Για το ερωτικό λαϊκό τραγούδι (27/12/2023)