Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λιουμπόβ Τ. Κοσμοντεμιάνσκαγια Η Ζόγια και ο Σούρα

Γρά­φει η Κυρια­κή Καμα­ρι­νού //

Λιουμπόβ Τ. Κοσμοντεμιάνσκαγια

Η Ζόγια και ο Σούρα

(εκδ. Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 2017, σελ.334)

Η παρού­σα έκδο­ση, στο πλαί­σιο του εκδο­τι­κού αφιε­ρώ­μα­τος της “Σύγ­χρο­νης Επο­χής” για την επέ­τειο της Οχτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης και τα επι­τεύγ­μα­τα του σοσια­λι­σμού, απο­τε­λεί  επα­νέκ­δο­ση ενός βιβλί­ου με ιδιαί­τε­ρη ιστο­ρι­κή βαρύ­τη­τα. Το διή­γη­μα “Η Ζόγια και ο Σού­ρα” πρω­το­κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1952 από τις εκδό­σεις “Νέα Ελλά­δα” και ήταν από τα πρώ­τα βιβλία που απευ­θύ­νο­νταν κυρί­ως στους μαχη­τές του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας στην πολι­τι­κή προ­σφυ­γιά. Ο λιτός τίτλος του βιβλί­ου, με τα παρά­ξε­να για τους Έλλη­νες ανα­γνώ­στες ρωσι­κά ονό­μα­τα δυο αδερ­φιών, της Ζόγιας (από το ελλη­νι­κό Ζωή) και του Σού­ρα (Shoura: χαϊ­δευ­τι­κό του Αλέ­ξαν­δρου), καθώς και το δυσκο­λο­διά­βα­στο επώ­νυ­μο της συγ­γρα­φέα και μητέ­ρας τους, που προ­έρ­χε­ται κι αυτό από τα ελλη­νι­κά ονό­μα­τα Κοσμάς και Δαμια­νός, ίσως δεν προϊ­δε­ά­ζουν πως πρό­κει­ται για την πιο πολυ­δια­βα­σμέ­νη, πιο πονε­μέ­νη, πιο τρα­γι­κή, μα ταυ­τό­χρο­να και πιο φωτει­νή, επι­κή ιστο­ρία δυο νέων ανθρώ­πων, που έζη­σαν και, όταν χρειά­στη­κε, υπε­ρα­σπί­στη­καν με τη ζωή τους την πρώ­τη σοσια­λι­στι­κή πατρίδα.

Ιδιαί­τε­ρα τρα­γι­κός και ταυ­τό­χρο­να απα­ρά­μιλ­λα ηρω­ι­κός ήταν ο θάνα­τος της Ζόγιας. Λίγους μόλις μήνες μετά την κήρυ­ξη του πολέ­μου της φασι­στι­κής Γερ­μα­νί­ας κατά της ΕΣΣΔ η δεκα­ο­χτά­χρο­νη κομ­σο­μό­λα Ζόγια, που βρέ­θη­κε στην πρώ­τη γραμ­μή του νεα­νι­κού τάγ­μα­τος των σαμπο­τέρ, πιά­στη­κε, βασα­νί­στη­κε απάν­θρω­πα από τους Γερ­μα­νούς και απαγ­χο­νί­στη­κε στις 29 Νοέμ­βρη του 1941, στο χωριό Πετρί­σε­βο, έξω από τη Μόσχα. Η ηρω­ι­κή στά­ση της και τα φλο­γε­ρά της λόγια, λίγο πριν την κρε­μά­λα, συγκλό­νι­σαν το σοβιε­τι­κό λαό. Το όνο­μά της έγι­νε σύμ­βο­λο αντί­στα­σης κατά της φασι­στι­κής βαρ­βα­ρό­τη­τας. στο όνο­μά της έδι­ναν όρκο εκδί­κη­σης οι μαχη­τές του Κόκ­κι­νου Στρα­τού. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο αδερ­φός της, κομ­σο­μό­λος κι αυτός, Σού­ρας, που ζήτη­σε να πάει στην πρώ­τη γραμ­μή του μετώ­που, στα τεθω­ρα­κι­σμέ­να, και τον Απρί­λη του ‘45, ενώ ουσια­στι­κά τελεί­ω­νε ο πόλε­μος, διέ­κο­ψε την ολι­γο­ή­με­ρη στρα­τιω­τι­κή του άδεια και σκο­τώ­θη­κε επι­τε­λώ­ντας το διε­θνι­στι­κό του καθή­κον στην Αυστρία. Τα δύο αδέλ­φια τιμή­θη­καν με τη διά­κρι­ση του “Ήρωα της Σοβιε­τι­κής Ένωσης”.

Ο μετα­φρα­στής του βιβλί­ου δυστυ­χώς δεν είναι γνω­στός, κάτι που ίσως έχει να κάνει με την τήρη­ση των συνω­μο­τι­κών όρων της δύσκο­λης μετεμ­φυ­λια­κής περιό­δου.[1] Η πιστό­τη­τα της μετά­φρα­σης κατα­φέρ­νει να μας μετα­φέ­ρει τον ιδιαί­τε­ρα συγκι­νη­τι­κό και γλα­φυ­ρό τόνο της συγ­γρα­φέα, η οποία με τη διεισ­δυ­τι­κή ματιά της δασκά­λας, που ήταν το επάγ­γελ­μά της, κατα­φέρ­νει να σκια­γρα­φή­σει την προ­σω­πι­κό­τη­τα των παι­διών της χωρίς καμιά προ­σπά­θεια επι­τή­δευ­σης και υπερ­βο­λής. Μέσα από μια πολύ προ­σε­χτι­κά δομη­μέ­νη περι­γρα­φή και ξεκά­θα­ρη στο­χο­θε­σία, που υπη­ρε­τεί­ται με συνέ­πεια, η ζωή μιας τυπι­κής σοβιε­τι­κής οικο­γέ­νειας ξετυ­λί­γει μπρο­στά μας το νήμα της δια­παι­δα­γω­γι­κής επί­δρα­σης της νέας σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας, που απο­τε­λού­σε τη βάση όλου του συστή­μα­τος αγωγής.

Η Λιου­μπόβ Κοσμο­ντε­μιάν­σκα­για στον πρό­λο­γο μετα­γε­νέ­στε­ρων εκδό­σε­ων απο­κα­λύ­πτει πως αφορ­μή για τη συγ­γρα­φή του βιβλί­ου στά­θη­κε το ερώ­τη­μα που έθε­σε ο Α. Μερέ­σιεφ[2] στη Σύνο­δο Ειρή­νης του Παρι­σιού, το 1949, σχε­τι­κά με το χρέ­ος του κάθε ανθρώ­που για την επί­τευ­ξη της Ειρή­νης: «Τον ακούω και ανα­ρω­τιέ­μαι: Τι είναι αυτό που μπο­ρώ να κάνω εγώ σήμε­ρα για την ειρή­νη; Και απα­ντώ στον εαυ­τό μου: μάλι­στα, μπο­ρώ να συμ­βά­λω με το δικό μου μερί­διο στη σπου­δαία αυτή υπό­θε­ση. Θα τους πω για τα παι­διά μου. Για τα παι­διά που γεν­νή­θη­καν και μεγά­λω­ναν για την ευτυ­χία, τη χαρά, την τίμια εργα­σία – και σκο­τώ­θη­καν στον αγώ­να κατά του φασι­σμού, υπε­ρα­σπι­ζό­με­να το δικαί­ω­μα στη δου­λειά, την ευτυ­χία, την ελευ­θε­ρία και ανε­ξαρ­τη­σία του λαού τους. Ναι, θα μιλή­σω γι’ αυτά…».

Το νήμα της εξι­στό­ρη­σης αρχί­ζει πριν από τη γέν­νη­ση των παι­διών, από τα νεα­νι­κά προ­ε­πα­να­στα­τι­κά χρό­νια της Λιου­μπόβ Τιμο­φέ­εβ­νας, τη γνω­ρι­μία της με τον πατέ­ρα των παι­διών της, τον Ανα­τό­λι Π. Κοσμο­ντε­μιάν­σκι, και τη δημιουρ­γία στις αρχές του ‘20 μιας οικο­γέ­νειας που στη­ρι­ζό­ταν σε νέα, πρω­τό­γνω­ρα πρό­τυ­πα αμοι­βαιό­τη­τας και σεβα­σμού των μελών της, με κρι­σι­μό­τε­ρο κύτ­τα­ρο τη προ­σω­πι­κό παρά­δειγ­μα και τη συμπε­ρι­φο­ρά του γονέα. Στα κεφά­λαια που ανα­φέ­ρο­νταν στις ιδιαί­τε­ρες στιγ­μές της οικο­γέ­νειας, δια­βά­ζου­με: « Ο Ανα­τό­λι Πετρό­βιτς μ’ έμα­θε να κατα­λα­βαί­νω ότι η δια­παι­δα­γώ­γη­ση έχει σχέ­ση με την κάθε λεπτο­μέ­ρεια, με την κάθε σου πρά­ξη, με το κάθε σου βλέμ­μα, με την κάθε λέξη σου. Όλα το δια­πλά­θουν το παι­δί σου: και το πώς δου­λεύ­εις και το πώς ανα­παύ­ε­σαι, πώς μιλάς με φίλιους και με μη φίλους, πώς φέρε­σαι όταν είσαι καλά και πώς όταν είσαι άρρω­στος, στη λύπη και στη χαρά-όλα τα προ­σέ­χει το παι­δί σου και σε όλα αρχί­ζει να σε μιμεί­ται. [….] Όταν το παι­δί μεγα­λώ­νει δίπλα σου χορ­τά­το, ντυ­μέ­νο, φορά­ει παπού­τσια, αλλά είναι απο­μο­νω­μέ­νο, τότε τίπο­τα δε θα σε βοη­θή­σει να το δια­παι­δα­γω­γή­σεις. Ούτε τα ακρι­βά παι­χνί­δια, ούτε οι δια­σκε­δα­στι­κοί περί­πα­τοι που κάνεις μαζί του, ούτε οι αυστη­ρές και λογι­κές συμ­βου­λές. Πρέ­πει το παι­δί σου να νιώ­θει την παρου­σία σου, πρέ­πει παντού να νιώ­θει τη στορ­γή σου και ποτέ να μην αμφι­βάλ­λει γι’ αυτήν…».

Ο πρό­ω­ρος θάνα­τος του πατέ­ρα των παι­διών συγκλό­νι­σε την οικο­γέ­νεια και είχε απο­φα­σι­στι­κό αντί­χτυ­πο στο χαρα­χτή­ρα τους, ιδιαί­τε­ρα της Ζόγιας, η οποία με ιδιαί­τε­ρη υπευ­θυ­νό­τη­τα αντα­πο­κρι­νό­ταν στα επι­βε­βλη­μέ­να νέα καθή­κο­ντα του οικο­γε­νεια­κού κατα­με­ρι­σμού. Τα παι­διά έμε­ναν πολ­λές ώρες μόνα στο σπί­τι, για­τί η μητέ­ρα τους μετά τη δου­λειά συνέ­χι­ζε τις σπου­δές της. Η καθα­ριό­τη­τα του σπι­τιού, η συνέ­πεια στην τήρη­ση ενός άτυ­που ημε­ρή­σιου προ­γράμ­μα­τος για το ζέστα­μα του φαγη­τού και της μελέ­της των μαθη­μά­των έπε­φταν στους τρυ­φε­ρούς ώμους της “μεγά­λης”, της δεκά­χρο­νης Ζόγιας. Αρω­γός ζωής για την οικο­γέ­νεια στά­θη­κε το νέο σοβιε­τι­κό κρά­τος, με τις νέες δομές και παρο­χές του. Όπως μονο­λο­γεί η Λιου­μπόβ Τιμο­φέ­εβ­να: «… Τώρα πια δεν τα ανα­θρέ­φω μόνη εγώ, η μητέ­ρα.  τα ανα­τρέ­φουν το σχο­λείο και οι ομά­δες των Πιο­νέ­ρων, τα ανα­τρέ­φουν όλα όσα βλέ­πουν γύρω τους».

Οι σελί­δες που ανα­φέ­ρο­ντα στα παι­δι­κά και εφη­βι­κά χρό­νια της Ζόγιας και του Σού­ρα απο­πνέ­ουν αβί­α­στα τη φρε­σκά­δα και τον ενθου­σια­σμό της εκκο­λα­πτό­με­νης νέας γενιάς «χτι­στών της νέας κοι­νω­νί­ας». Ενερ­γά μέλη των πιο­νιέ­ρι­κων ομά­δων, παθιά­ζο­νται ακού­γο­ντας την προ­σω­πι­κή μαρ­τυ­ρία του μπολ­σε­βί­κου, που στο 3ο συνέ­δριο της Κομ­σο­μόλ, το 1920, άκου­σε τη γνω­στή προ­τρο­πή του Λένιν:«Να μαθαί­νε­τε, να μαθαί­νε­τε και πάλι να μαθαίνετε!».

Η Ζόγια δια­βά­ζο­ντας για τις ηρω­ι­κές μορ­φές της επα­νά­στα­σης συγκι­νεί­ται από το μεγα­λείο της μπολ­σε­βί­κας Τάνιας Σολο­μά­χα, που δολο­φο­νή­θη­κε άγρια από τους λευ­κο­φρου­ρούς-αντε­πα­να­στά­τες στη διάρ­κεια του εμφυ­λί­ου. Το όνο­μα “Τάνια” θα δια­λέ­ξει αργό­τε­ρα ως συνω­μο­τι­κό ψευ­δώ­νυ­μο και θα τηρή­σει την ίδια μπολ­σε­βί­κι­κη στά­ση απέ­να­ντι στους φασί­στες δημί­ους της. Τα δυο παι­διά με αγω­νία παρα­κο­λου­θού­σαν τις εξε­λί­ξεις στην Ισπα­νία, συγκέ­ντρω­ναν υλι­κό και κατέ­θε­ταν το χαρ­τζι­λί­κι τους για την ενί­σχυ­ση των αγω­νι­ζό­με­νων, αγω­νιού­σαν για την τύχη των προ­σφυ­γό­που­λων του εμφυ­λί­ου κατά τη μετα­φο­ρά τους στη Σοβιε­τι­κή Ένωση.

Ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι της πλού­σιας σχο­λι­κής ζωής και δρά­σης των παι­διών ήταν η σχέ­ση και ο σεβα­σμός που έτρε­φαν για τους δασκά­λους τους, η παρω­θη­τι­κή δύνα­μη των οποί­ων ενέ­πνεε τους μαθη­τές τους. Στο πρό­σω­πο της φιλο­λό­γου Βέρας Σερ­γκέ­γιεβ­νας, μέσα από τα λόγια της Ζόγιας, η συγ­γρα­φέ­ας βρί­σκει την ευκαι­ρία να δώσει το στίγ­μα της προ­σω­πι­κό­τη­τας των εκπαι­δευ­τι­κών των νέων παι­δα­γω­γι­κών αρχών και μεθό­δων: «Μπαί­νει στην αίθου­σα, αρχί­ζει να μιλά­ει και εμείς όλοι κατα­λα­βαί­νου­με πως δεν παρα­δί­δει απλώς το μάθη­μα για­τί έτσι είναι το πρό­γραμ­μα. Όχι, θεω­ρεί πιο σπου­δαίο και ενδια­φέ­ρον αυτό που διη­γεί­ται […], θέλει να μαθαί­νου­με, να σκε­φτό­μα­στε και να κατα­λα­βαί­νου­με. […] σου γεν­νιέ­ται η επι­θυ­μία να δια­βά­σεις για όσα σου μίλη­σε. Όταν την ακού­σεις, μ’ εντε­λώς νέο τρό­πο δια­βά­ζεις το βιβλίο. Δια­κρί­νεις εκεί­νο που πριν καθό­λου δεν είχες προσέξει…».

zogia

Στα 15 της η Ζόγια (κοντά και ο αδερ­φός της, που μοι­ρα­ζό­ταν ως ακρο­α­τής τις ιστο­ρι­κές ανα­ζη­τή­σεις της) είχε εκπο­νή­σει πλή­θος εργα­σιών πάνω στα θέμα­τα της Γαλ­λι­κής Κομ­μού­νας, των Γάλ­λων επα­να­στα­τών ποι­η­τών, τον πόλε­μο του 1812. Ήξε­ρε απ’ έξω ολό­κλη­ρες σελί­δες από το Πόλε­μος και Ειρή­νη, απάγ­γελ­νε όλο το έργο του Μαγια­κόβ­σκι, αλλά και Γερ­μα­νούς ποι­η­τές, όπως τον Γκαί­τε. Η εργα­σία όμως όπου δόθη­κε ολό­ψυ­χα και που απέ­σπα­σε την από­λυ­τη επι­δο­κι­μα­σία της τάξης της ήταν πάνω στο έργο του Ν. Γκ. Τσερ­νι­σέφ­σκι.[3]

Η έντα­ξη στην Κομ­σο­μόλ αρχι­κά της Ζόγιας και στη συνέ­χεια του Σού­ρα απο­τέ­λε­σαν σταθ­μό στη ζωή τους. Η προ­ε­τοι­μα­σία απαι­τού­σε σοβα­ρή μελέ­τη, γνώ­ση και συνεί­δη­ση του καθή­κο­ντος που επω­μι­ζό­ταν το νέο μέλος. Τα λόγια της Ζόγιας στη μητέ­ρα της είναι χαρα­χτη­ρι­στι­κά: «Μου φαί­νε­ται πως κάπως άλλα­ξα τώρα, σα νά ‘γινα  αλλιώ­τι­κη…». Χαρα­χτη­ρι­στι­κή όμως είναι και η στι­χο­μυ­θία τους, όταν η μητέ­ρα της θέλο­ντας να την πει­ρά­ξει είπε: «Τότε λοι­πόν έλα να γνω­ρι­στού­με». Τα μάτια της Ζόγιας όμως δεν άφη­ναν τέτοια περι­θώ­ρια και η Λιου­μπόβ Τιμο­φέ­εβ­να απά­ντη­σε: «Κατα­λα­βαί­νω, Ζόγια».

Η Ζόγια δεν άργη­σε να ανα­δει­χτεί και να ανα­λά­βει οργα­νω­τι­κά καθή­κο­ντα στο σοβιέτ των κομ­σο­μό­λων της τάξης της. Με αυστη­ρό­τη­τα πρώ­τα προς τον εαυ­τό της και μετά προς τους άλλους έλεγ­χε τις δρα­στη­ριό­τη­τες της κολε­κτί­βας. Η ίδια ανά­λα­βε να μάθει γράμ­μα­τα σε αμόρ­φω­τη ηλι­κιω­μέ­νη γυναί­κα και, παρά τον βαρύ χει­μώ­να του΄39, δια­νύ­ο­ντας μεγά­λες απο­στά­σεις, τελι­κά τα κατά­φε­ρε, ενώ άλλα μέλη της ομά­δας είχαν εγκα­τα­λεί­ψει. Χωρίς να φαί­νε­ται καθα­ρά μέσα στο βιβλίο, μα παρα­κο­λου­θώ­ντας τη ροή των γεγο­νό­των, η υπερ­προ­σπά­θεια αυτή της Ζόγιας είχε αντί­χτυ­πο στην υγεία της. Λίγους μόλις μήνες αργό­τε­ρα αρρω­σταί­νει σοβα­ρά από μηνιγ­γί­τι­δα και θα χρεια­στεί κυριο­λε­χτι­κά να δοθεί μάχη για να κρα­τη­θεί στη ζωή. Στη διάρ­κεια της πολύ­μη­νης ανάρ­ρω­σής της, στο σανα­τό­ριο Σοκόλ­νι­κι, η Ζόγια συνα­ντιέ­ται με το μεγά­λο Ρώσο παι­δι­κό συγ­γρα­φέα Αρκά­ντι Γκαϊ­ντάρ. Ο Γκαϊ­ντάρ εντυ­πω­σιά­ζε­ται από την ευρυ­μά­θεια και την πρώ­ι­μα ώρι­μη προ­σω­πι­κό­τη­τά της. Από την αφιέ­ρω­ση που της κάνει χρη­σι­μο­ποιώ­ντας λόγια του βιβλί­ου του Ο Τσουκ και ο Γκεκ, μπο­ρεί να αντι­λη­φθεί κανείς το βάθος των συζη­τή­σε­ών τους. Δια­βά­ζου­με: «Τι είναι ευτυ­χία- αυτό το κατα­λα­βαί­νει ο καθέ­νας με τον δικό του τρό­πο. Αλλά όλοι μαζί οι άνθρω­ποι ήξε­ραν και κατα­λά­βαι­ναν ότι πρέ­πει να ζουν τίμια, να εργά­ζο­νται πολύ, ν’ αγα­πούν πολύ και να υπε­ρα­σπί­ζο­νται αυτήν την απέ­ρα­ντη και ευτυ­χι­σμέ­νη γη, που λέγε­ται σοβιε­τι­κή χώρα.»

Το πραγ­μα­τι­κό περιε­χό­με­νο του προ­λε­τα­ρια­κού πατριω­τι­σμού κυριαρ­χεί στις συζη­τή­σεις και ανα­ζη­τή­σεις των συνο­μή­λι­κων φίλων των δυο αδερ­φών. Η πένα της μητέ­ρας τους μας μετα­φέ­ρει την αγω­νία της πρώ­της αυτής φουρ­νιάς της επα­νά­στα­σης να παρα­κο­λου­θεί με κομ­μέ­νη ανά­σα τη φασι­στι­κή επέ­λα­ση στην Ευρώ­πη και να αντι­τεί­νει το μεγα­λείο του ανθρω­πι­σμού της δικής της κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας: «Όλα όσα βλέ­πα­νε τα παι­διά γύρω τους, όλα όσα τους μάθαι­ναν στο σχο­λείο, τα δια­παι­δα­γω­γού­σαν σε αυτόν τον γνή­σιο ανθρω­πι­σμό, τη θερ­μή θέλη­ση να οικο­δο­μούν και όχι να κατα­στρέ­φουν, να δημιουρ­γούν και όχι ν’ αφα­νί­ζουν. Κι εγώ πίστευα ότι όλοι τους θα γίνουν ευτυ­χι­σμέ­νοι και η ζωή τους θα είναι ωραία και λαμπρή.».

Η κήρυ­ξη του πολέ­μου βρί­σκει τα δυο αδέλ­φια στην 10η , την τελευ­ταία τάξη του σχο­λεί­ου. Ανα­λαμ­βά­νουν αμέ­σως τις χρε­ώ­σεις της Κομ­μα­τι­κής τους Οργά­νω­σης για τη βοή­θεια στα μετό­πι­σθεν, είτε δου­λεύ­ο­ντας ως τορ­να­δό­ροι, είτε βοη­θώ­ντας στη συγκο­μι­δή των κηπευ­τι­κών, στο “Μέτω­πο Εργα­σί­ας”. Οι πρώ­τοι βομ­βαρ­δι­σμοί της Μόσχας σφυ­ρο­κο­πούν την καρ­διά και τη συνεί­δη­ση της Ζόγιας, που ασφυ­χτιά και δεν ικα­νο­ποιεί­ται από τη μέχρι τώρα συμ­με­το­χή της. Υπο­βάλ­λει αίτη­μα να γίνει μάχι­μη και με πεί­σμα κατα­φέρ­νει να γίνει μέλος της επί­λε­κτης ομά­δας χιλί­ων κομ­σο­μό­λων σαμποτέρ.

Από το σημείο αυτό η διή­γη­ση της μητέ­ρας χάνει το νοσταλ­γι­κό της οίστρο, η οδύ­νη την οδη­γεί σε μια ιδιό­τυ­πη μορ­φή “απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νης” γρα­φής, σα να παρα­κο­λου­θεί την ανα­πό­δρα­στη ηρω­ι­κή πορεία του σπλά­χνου της. Ζώντας στιγ­μές τρα­γι­κής ειρω­νεί­ας, μαθαί­νει καθυ­στε­ρη­μέ­να πως η ηρω­ι­κή κομ­σο­μό­λα “Τάνια”, για την οποία έγρα­ψε συντα­ρα­κτι­κό άρθρο στην Πράβ­ντα ο πολε­μι­κός αντα­πο­κρι­τής Λίντοφ και μιλού­σε το ραδιό­φω­νο, το πρό­σω­πο της κοπέ­λας με τη θηλιά στο λαι­μό που συγκλό­νι­σε το σοβιε­τι­κό λαό, ήταν το κορι­τσά­κι της. Την παρα­δί­νει στην ιστο­ρία και απο­τρα­βιέ­ται σεμνά αφή­νο­ντας τον ανα­γνώ­στη να ψηλα­φί­σει νοε­ρά τα τρα­γι­κά ντο­κου­μέ­ντα, να θαυ­μά­σει το μεγα­λείο της ψυχής της Ζόγιας στα απα­νω­τά «Όχι, δε λέω» κατά την ανά­κρι­ση, να πονέ­σει από τη βαρ­βα­ρό­τη­τα των ανεί­πω­των μαρ­τυ­ρί­ων που υπο­βλή­θη­κε το νεα­ρό της κορ­μί όσο ζού­σε, αλλά και μετά το θάνα­τό της, να θρη­νή­σει και ταυ­τό­χρο­να να μισή­σει το φασι­σμό. Ένα χρό­νο αργό­τε­ρα, τον Οχτώ­βρη του ΄42, δημο­σιεύ­τη­καν στην Πράβ­ντα πέντε φωτο­γρα­φί­ες, που βρέ­θη­καν στο πτώ­μα ενός χιτλε­ρι­κού αξιω­μα­τι­κού. Ήταν από τις τελευ­ταί­ες στιγ­μές της Ζόγιας… Η συγ­γρα­φέ­ας-μάνα αφή­νει να της ξεφύ­γει για λίγο, δικαιο­λο­γη­μέ­να, ο λυγ­μός: «Αυτός που θα δια­βά­σει αυτό το βιβλίο ας προ­σέ­ξει σε αυτήν την απαί­σια γερ­μα­νι­κή φωτο­γρα­φία το πρό­σω­πο της Ζόγιας. Και θα ιδεί πως νικη­τής είναι η Ζόγια. Οι φονιά­δες είναι πτώ­μα­τα μπρο­στά της. Με το μέρος της είναι ό,τι πιο ανώ­τε­ρο, υπέ­ρο­χο, ιερό, ανθρω­πι­στι­κό, όλη η αλή­θεια και η καθα­ρό­τη­τα του κόσμου. Αυτά δεν πεθαί­νουν. Ενώ αυτοί, αυτοί δεν έχουν τίπο­τα το ανθρώ­πι­νο. Αυτοί δεν είναι άνθρω­ποι, ούτε θηρία, είναι φασί­στες…».

Ο ηρω­ι­σμός της 18χρονης Κομ­σο­μό­λας ξεπέ­ρα­σε σε σύντο­μο διά­στη­μα τα όρια της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης. Δια­πέ­ρα­σε ακό­μα και τα κελιά των κρα­τού­με­νων αγω­νι­στών, όπως του Ναζίμ Χικ­μέτ, στην Τουρ­κία. Το 1945, δια­βά­ζο­ντας μετα­φρα­σμέ­νο άρθρο γαλ­λι­κής εφη­με­ρί­δας, ο ποι­η­τής συγκλο­νί­ζε­ται και την ίδια μέρα γρά­φει ποί­η­μα για την “Τάνια”, τρα­γου­δώ­ντας στo έργο του Ανθρώ­πι­να τοπία τη γυναί­κα, αδερ­φή, συντρό­φισ­σα, που κόσμη­σε το “τοπίο” της ανθρω­πό­τη­τας με το μεγα­λείο της ψυχι­κής και σωμα­τι­κής της αντο­χής.[4]

Στις μέρες μας, μετά τις ανα­τρο­πές, οι ρωσι­κές κυβερ­νή­σεις προ­σπά­θη­σαν αρχι­κά ν’ απο­δο­μή­σουν το ηθι­κό εκτό­πι­σμα της ηρω­ι­κής στά­σης της κομ­σο­μό­λας Ζόγιας, να την παρου­σιά­σουν ως «τίμια πατριώ­τισ­σα», ως μια νέα Ζαν ντ’ Αρκ, σύμ­φω­να με τη γενι­κευ­μέ­νη πλέ­ον ταχτι­κή της οικειο­ποί­η­σης των σοβιε­τι­κών επι­τευγ­μά­των από την καπι­τα­λι­στι­κή εξου­σία. Να αμβλύ­νουν και να μειώ­σουν την αίγλη, την κινη­τή­ρια δύνα­μη των κομ­μου­νι­στι­κών ιδε­ών, απο­κα­θη­λώ­νο­ντας μνη­μεία δόξας και τιμής. Στο 201ο σχο­λείο της Μόσχας, όπου φοί­τη­σαν τα αδέλ­φια Κοσμο­ντε­μιάν­σκι, οι τέσ­σε­ρις αίθου­σες, που απο­τε­λού­σαν το μου­σείο προς τιμή τους, συρ­ρι­κνώ­θη­καν σε μία. Του­λά­χι­στον τρεις φορές έχει μετα­φερ­θεί στην οθό­νη η ιστο­ρία της Ζόγιας. Η σύγ­χρο­νη εκδο­χή έχει απα­λεί­ψει την ξεκά­θα­ρη ιδε­ο­λο­γι­κή-πολι­τι­κή στρά­τευ­ση των αδερφιών.

Στο σημείο αυτό αξί­ζει να επι­ση­μαν­θεί πώς η απο­κα­θή­λω­ση ξεκί­νη­σε πολύ νωρί­τε­ρα, αμέ­σως μετά το θάνα­το του Στά­λιν. Το παρόν βιβλίο απο­τε­λεί μια αδιά­ψευ­στη μαρ­τυ­ρία για τη στα­δια­κή αποϊ­δε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση που συντε­λού­νταν στην ΕΣΣΔ, στη δεκα­ε­τία του ‘60. Στα χρό­νια της πρώ­της, αυτού­σιας μετά­φρα­σης του βιβλί­ου, που έχου­με στα χέρια μας, δεν έχουν “λογο­κρι­θεί” τα τρία κεφά­λαια που ανα­φέ­ρο­νται στο Στά­λιν, την απο­δο­χή που είχε στον κόσμο και τον λόγο του στις 7/10/41, στην επέ­τειο της Οxτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Κάτι που έγι­νε στις μετα­γε­νέ­στε­ρες εκδό­σεις. και επο­μέ­νως η παρού­σα έκδο­ση έχει και ιστο­ρι­κή βαρύ­τη­τα. Η συνει­δη­τή  αυτή “επέμ­βα­ση” στέ­ρη­σε από το έργο την ουσία της λυσ­σα­λέ­ας και απάν­θρω­πης συμπε­ρι­φο­ράς των ναζι­στών. Ήξε­ραν πως έχουν να κάνουν με συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νο πολι­τι­κό τους εχθρό. Δεν είναι τυχαία τα ερω­τή­μα­τα που της έκα­ναν για το πού βρί­σκε­ται ο Στά­λιν, αν δηλα­δή βρί­σκε­ται ακό­μα στη Μόσχα ή σε άλλη πόλη — μια πλη­ρο­φο­ρία που μόνο από κομ­μα­τι­κά στε­λέ­χη και μέλη μπο­ρού­σαν να περι­μέ­νουν ότι θα το γνώ­ρι­ζαν. Η σθε­να­ρή απά­ντη­ση της Ζόγιας ( — Ο Στά­λιν είναι στη θέση του!) και τα τελευ­ταία θαρ­ρα­λέα λόγια της την ώρα του απαγ­χο­νι­σμού: (- Γειά σας σύντρο­φοι! Πολε­μά­τε τους, μη φοβά­στε. Μαζί μας είναι ο Στά­λιν!), δεν μπό­ρε­σε να τα λεκιά­σει τελι­κά όμως καμιά “επέμ­βα­ση”.

Το βιβλίο αυτό απο­τε­λεί αδιά­ψευ­στο μάρ­τυ­ρα της τιτά­νιας δύνα­μης της ανθρώ­πι­νης ψυχής, όταν την εμπνέ­ουν υψη­λά ιδα­νι­κά. Κοντά στη Ζόγια, μας έρχο­νται στο νου οι απα­ντή­σεις της Ηλέ­κτρας Απο­στό­λου στους βασα­νι­στές της Ελλη­νι­κής Γκε­στά­πο, τα πύρι­να λόγια πριν την εκτέ­λε­ση της Βαγ­γε­λί­τσας Κου­σιάν­τζα, της Αθη­νάς Μπε­νέ­κου και αμέ­τρη­των ηρω­ί­δων και ηρώ­ων που κόσμη­σαν και κοσμούν το παναν­θρώ­πι­νο  τοπίο. Οι φλό­γες της αλή­θειας των λόγων τους ειπω­μέ­νες σε δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες ηχούν το ίδιο όμορ­φα και δονούν τη σκέ­ψη και την ψυχή. Τα λόγια του σαιξ­πη­ρι­κού Άμλετ (- «Γεια σου , γεια σου και να μη με ξεχνάς»), με τα οποία τελεί­ω­νε το νεα­νι­κό ημε­ρο­λό­γιο της Ζόγιας, έρχο­νται κοντά μας μέσα από το γνώ­ρι­μο, οικείο και τρυ­φε­ρό θρόι­σμα των στί­χων του Γιάν­νη Ρίτσου: «Να με θυμάστε»…

Προ­δη­μο­σί­ευ­ση από το περιο­δι­κό Θέμα­τα Παι­δεί­ας, τεύ­χος 65–68

_______________________________________________________________________

[1] Στη διάρ­κεια του αγώ­να του ΔΣΕ, από τις εκδό­σεις “Στα­λι­νι­κή Γενιά” (Νοέμ­βρης 1948), στη θεμα­τι­κή ενό­τη­τα “Ήρω­ες Κομ­σο­μό­λοι κατά το Β΄ Παγκό­σμιο Πόλε­μο”, κυκλο­φό­ρη­σαν για τη Ζόγια Κ. δύο διη­γή­μα­τα των Π. Σκό­σι­ρεβ και Κ. Φιν αντί­στοι­χα. Την ίδια χρο­νιά κυκλο­φό­ρη­σε το βιβλίο Το μίσος, σε μετά­φρα­ση Χ. Δημη­τρί­ου, που ανα­φε­ρό­ταν στη Ζόγια.

[2] Ο πιλό­τος Αλε­ξέι Μερέ­σιεφ (1916–2001) τιμή­θη­κε με τη διά­κρι­ση του Ήρωα της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης κατά το Β΄Παγκόσμιο Πόλε­μο. Από τις πρώ­τες μέρες του πολέ­μου με το κατα­διω­χτι­κό αερο­πλά­νο του κατά­φε­ρε μεγά­λες απώ­λειες στους Γερ­μα­νούς. Το 1942 στη διάρ­κεια αερο­μα­χί­ας τραυ­μα­τί­στη­κε βαριά. έπα­θε γάγ­γραι­να και οι για­τροί έκο­ψαν και τα δυο πόδια του κάτω από το γόνα­το. Με απί­στευ­το πεί­σμα και θέλη­ση όχι μόνο ξανα­περ­πά­τη­σε, αλλά ξανα­μπή­κε σε κατα­διω­χτι­κό συνε­χί­ζο­ντας τη μαχη­τι­κή του δράση.

[3]Νικο­λάι Γκ. Τσερ­νι­σέφ­σκι (1828–1889): σημα­ντι­κή προ­ε­πα­να­στα­τι­κή μορ­φή του ουτο­πι­κού και επι­στη­μο­νι­κού σοσια­λι­σμού. Πολέ­μιος της απο­λυ­ταρ­χί­ας ο Τσερ­νι­σέφ­σκι εξο­ρί­στη­κε και φυλα­κί­στη­κε εξαι­τί­ας των ριζο­σπα­στι­κών του ιδε­ών. Το πιο γνω­στό και πολυ­δια­βα­σμέ­νο του μυθι­στό­ρη­μα ήταν το Τι να κάνου­με, όπου μέσα από τη στά­ση ζωής ενός νέου ζευ­γα­ριού, που ζού­σε από την εργα­σία του και οργά­νω­νε σε νέες βάσεις τη ζωή του, με τρό­πο απλό και κατα­νοη­τό προ­πα­γαν­δί­ζο­νταν οι σοσια­λι­στι­κές ιδέες.

[4] To ποί­η­μα δημο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φορά μετα­φρα­σμέ­νο στα ελλη­νι­κά στο περιο­δι­κό μας Θέμα­τα Παι­δεί­ας, τεύχ.53–56, σσ.295–301.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο