Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λουί Αραγκόν

Σαν σήμε­ρα 3 Οκτω­βρί­ου 1897 Γεν­νιέ­ται ο μεγά­λος Γάλ­λος κομ­μου­νι­στής ποι­η­τής και πεζο­γρά­φος Λουί Αρα­γκόν, ο οποί­ος είχε στα­θεί ενερ­γά στο πλευ­ρό των Ελλή­νων πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων την περί­ο­δο μετά τον πόλεμο.

Όταν το 1980 επι­σκέ­φτη­κε την Αθή­να ο Αρα­γκόν είχε δηλώ­σει σχε­τι­κά: «Νιώ­θω μεγά­λη συγκί­νη­ση για­τί αυτή τη στιγ­μή είμαι μαζί σας. Οταν επι­σκέ­πτο­μαι τις διά­φο­ρες χώρες δέχο­μαι εθι­μο­τυ­πι­κές επι­σκέ­ψεις. Η δική σας όμως δεν είναι τέτοια. Ημουν και θα είμαι πάντα στο πλευ­ρό του ΚΚΕ». Και όταν η αντι­προ­σω­πεία της ΚΕ τον ευχα­ρί­στη­σε γι’ αυτή τη συμπα­ρά­στα­ση στους εξό­ρι­στους αγω­νι­στές, ο Αρα­γκόν απά­ντη­σε: «Είστε οι σύντρο­φοί μου. Αυτό ήταν το ελά­χι­στο που μπο­ρού­σα να κάνω απέ­να­ντί σας. Ήταν χρέ­ος τιμής».

Μετα­ξύ των αγω­νι­στών υπέρ των οποί­ων πρω­το­στά­τη­σε για την απε­λευ­θέ­ρω­σή τους ο Αρα­γκόν, ήταν και ο Γιάν­νης Ρίτσος. «Ο Ρίτσος είναι ο άνθρω­πος με τον οποίο συν­δε­ό­μουν μέσα από τα ποι­ή­μα­τά του χωρίς ακό­μα να τον έχω γνω­ρί­σει προ­σω­πι­κά, την επο­χή που τον κατα­δί­ω­καν. Ο Ρίτσος είναι αναμ­φι­σβή­τη­τα ένας μεγά­λος Ελληνας».

Πρω­το­πό­ρος, τόσο στην αισθη­τι­κή, όσο και στην πολι­τι­κή του επι­λο­γή, ένας από τους σπου­δαιό­τε­ρους λογο­τέ­χνες του περα­σμέ­νου αιώ­να που έθε­σε το ζήτη­μα της στρά­τευ­σης στην Τέχνη, ο μεγά­λος Γάλ­λος κομ­μου­νι­στής λογο­τέ­χνης, Λουί Αρα­γκόν , άφη­σε στις επό­με­νες γενιές μια βαριά πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά και ένα έργο, πάντα επί­και­ρο και ζωντανό.

Μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος της Γαλ­λί­ας από τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1920 και αργό­τε­ρα μέλος της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής του, στά­θη­κε στην πρώ­τη γραμ­μή των αγώ­νων των Γάλλων.

Ο Αρα­γκόν ενο­χλού­σε και φόβι­ζε στη ζωή και εξα­κο­λου­θεί να ενο­χλεί και να φοβί­ζει μετά το θάνα­το, με το έργο του, όσους πραγ­μα­τι­κά πρέ­πει να φοβού­νται. Τη ημέ­ρα που ανα­κοι­νώ­θη­κε ο θάνα­τός του, μια γαλ­λι­κή νεο­φα­σι­στι­κή οργά­νω­ση έβγα­λε την εξής ανα­κοί­νω­ση: «Οι λέξεις μάς λεί­πουν σήμε­ρα για να δια­δη­λώ­σου­με τη χαρά μας. Δεν είμα­στε απ’ εκεί­νους τους φιλε­λεύ­θε­ρους, που θα χύσουν κρο­κο­δεί­λια δάκρυα για το θάνα­το ενός αντι­γάλ­λου. Μετά από τον θάνα­το του Μέντες Φρανς και του Μπρέζ­νιεφ, προ­α­ναγ­γέλ­λε­ται πράγ­μα­τι ένας ωραί­ος χει­μώ­νας για τους εθνι­κό­φρο­νες»! Το σίγου­ρο είναι και πως τα κόμ­μα­τα της γαλ­λι­κής αστι­κής τάξης — και όχι μόνο της γαλ­λι­κής — έτρε­φαν τα ίδια αισθή­μα­τα για τον ποι­η­τή, έστω και αν το μέγε­θος της προ­σφο­ράς του στη λογο­τε­χνία της πατρί­δας του επέ­βαλ­λε το στοι­χειώ­δη σεβα­σμό και την αναγνώριση.

Όταν ο Λουί Αρα­γκόν επι­σκέ­φτη­κε την Ελλά­δα (Με αφορ­μή την επέ­τειο θανά­του του, 24/12/1982)

 

Όταν ο Αρα­γκόν υμνού­σε τον ποι­η­τή της Ρωμιοσύνης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο