Με συμμετοχή πλήθος κόσμου πραγματοποιήθηκε η πρώτη παρουσίαση του νέου βιβλίου του Βεροιώτη Δημοσιογράφου – Συγγραφέα και συνεργάτη του atexnos.gr Αλέκου Χατζηκώστα με τίτλο «Μικρές ιστορίας μεγάλα όνειρα» την Κυριακή 21 Ιανουαρίου, στον πολυχώρο «ΕΛΙΑ» της Βέροιας. Μεταξύ των παρευρισκόμενων ήταν οι: Χρήστος Αντωνίου βουλευτής Ημαθίας του ΣΥΡΙΖΑ, ο αντιδήμαρχος Γιώργος Σοφιανίδης, οι δημοτικοί σύμβουλοι, Τ. Χατζηαθανασίου, Ν. Μπέκης, Σ. Αποστολόπουλος, ο πρόεδρος της Δ.Κ. Κλειδίου Χ. Τσολάκης, η Ι. Σοφρόνωφ από την Τ.Ε Ημαθίας του ΚΚΕ, ο Φ. Καραβασίλης πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας, ο Κ. Μίζας Επιμελητής Ανηλίκων, εκπρόσωποι του Δ.Σ της ΕΛΜΕ κ.α.
Την εκδήλωση άνοιξε ο Γιάννης Κρανιάς από τις εκδόσεις «ΕΝΤΥΠΟΙΣ», ο οποίος μίλησε για την συνεργασία του με τον συγγραφέα, καθώς επίσης και για τη νέα του συλλογή διηγημάτων.
Ακολούθησε ο Παντελής Τσαλουχίδης, Φιλόλογος – κριτικός Λογοτεχνίας, μέλος του Δ.Σ Συνδέσμου Φιλολόγων Ημαθίας. Ο κος Τσαλουχίδης αναφέρθηκε στο συγγραφικό έργο του Αλέκου Χατζηκώστα και στάθηκε στην 3η συλλογή διηγημάτων που περιλαμβάνει 15 διηγήματα. Σύμφωνα με τον ίδιο το βιβλίο χωρίζεται σε 4 ενότητες δίνοντας ένα μότο ανάλογα με το περιεχόμενο. «Ερωτικοί στίχοι» για τα 4 πρώτα διηγήματα. Ένα σχόλιο πάνω στην αστυνομική λογοτεχνία του Ντάνσελ Χάμετ για τα επόμενα 3. Στίχοι από την πρώτη ποιητική εποχή εκείνης της επανάστασης του Τάσου Λειβαδίτη για τα επόμενα 4. Κι ένα ποίημα για τον πατέρα του Γιάννη Βαρβέρη «ο Πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς» για τα 4 τελευταία. Τις 4 ενότητες τις ονόμασε: Δύσκολοι έρωτες, Αθώοι, Τίποτα δεν πάει χαμένο και ο Πατέρας ανεβαίνει στο κάδρο. «Η ποικιλία διηγημάτων χαρακτηρίζεται από μεγάλη θεματολογία, τιμιότητα, σοβαρότητα και χιούμορ, ενώ δεν κουράζει τον αναγνώστη», είπε κλείνοντας.
Η παρέμβαση του Δημήτρη Μπατζιάκα
Πριν κάποια χρόνια, Κυριακή απόγευμα, διέσχιζα την πλατεία Δικαστηρίων.
Ξαφνικά άκουσα την Στρατιωτική μπάντα να παιανίζει κάποιο εμβατήριο και μετά τον Εθνικό ύμνο για την υποστολή της σημαίας από κάποιους συντεταγμένους φαντάρους.
«Μηχανικά» στάθηκα σε στάση προσοχής(συνήθεια εξάλλου που μου είχε μείνει απ το στρατό)και σκεφτόμουν έναν Λοχία που κάθε φορά που ξεκινούσαμε να τρώμε το μεσημεριανό μας φαγητό, ξαφνικά έμπαινε μέσα στην τραπεζαρία, φωνάζοντας… «στραβάδια κάνατε την μεσημεριανή σας προσευχή στην πατρίδα? Όρθιοι όρθιοι.!!!»
Έτσι, βίαια διακόπταμε το γεύμα μας, σηκωνόμασταν απ το τραπέζι σε στάση προσοχής, λέγαμε τον Εθνικό Ύμνο και μετά συνεχίζαμε να τρώμε.
Όπως καθόμουν λοιπόν σε στάση προσοχής λίγα μέτρα πιο κει διέκρινα ένα ηλικιωμένο κύριο ο οποίος καθόταν κι αυτός σε στάση προσοχής, σαν στρατιώτης και με πάθος σιγοψιθύριζε τον Εθνικό μας ύμνο.
Εντύπωση δε μου έκανε ότι τα μάτια του ήταν υγρά και τραγουδούσε με ιδιαίτερη συγκίνηση το εν λόγω εμβατήριο.
Από τότε κάθε Κυριακή που τύχαινε να βρίσκομαι εκεί ή να χαζεύω την όλη διαδικασία απ το μπαλκόνι του γραφείου μου, που «βλέπει» στην συγκεκριμένη πλατεία, εκείνος ο ηλικιωμένος κύριος, ήταν πάντα εκεί, νωρίτερα μάλιστα και από την άφιξη του στρατού και της μπάντας.
Κάποια μέρα δεν άντεξε η περιέργεια μου, του έστησα καρτέρι και τον πλησίασα προσπαθώντας να μάθω τον λόγο αυτής του της Κυριακάτικης συνήθειας. Εκείνος σκουπίζοντας ξανά τα υγρά του μάτια με ένα μαντιλάκι, μου πρότεινε να με κεράσει έναν καφέ.
Πράγματι καθίσαμε σε μια καφετερία, λίγα μέτρα πιο κει και μου είπε, σε εξομολογητικό τόνο, ότι είχε πολεμήσει στο μέτωπο της Αλβανίας το 1940 και ότι μετά είχε βιώσει και προσωπικά, όλη την εξαθλίωση που προκάλεσε στον τόπο μας η φασιστική Γερμανική κατοχή, δηλαδή, την πείνα, τα συσσίτια, τους νεκρούς στους δρόμους, την σωματική βία του κατακτητή, αλλά και την μεγάλη μέρα της απελευθέρωσης.
Έτσι, όταν ακούω τα διάφορα εμβατήρια και κυρίως τον Εθνικό μας ύμνο… αναστατώνεται το είναι μου… κλαίω.
Σε είδα που κάθισες προσοχή την άλλη φορά και σε εκτίμησα..να ένα καλό παιδί είπα, ένας πατριώτης.. Τρελαίνομαι και κάποιες φορές έχω βρίσει και άτομα που εκείνη την ώρα που γίνεται η υποστολή ή η έπαρση της σημαίας δεν στέκονται προσοχή… το ελάχιστο που έχουν να κάνουν γι αυτή την ρημαδοπατρίδα!!!
Άρχισε στην συνέχεια να μου μιλάει με πάθος για τα ιδανικά της πατρίδας, για την Μακεδονία μας ‚για την αδιαφορία της νεολαίας για την πατρίδα κ.λ.π
Κατάλαβα ότι είχα μπροστά μου έναν ήρωα για μένα …κάποιοι, που λέγαν ότι τον γνώριζαν καλά τον κύριο Γιάννη(έτσι ήταν τα όνομα του)έσπευσαν να «γνωμοδοτήσουν» ότι είναι σαλεμένος..τρελός, ότι όταν κλαίει με τον Εθνικό ύμνο τον κάνουμε χάζι..σιγά τώρα …ε όχι και ήρωας..παίρνει και καλή σύνταξη …ποιον πόλεμο μωρέ… στα μετόπισθεν ήταν!!!
Εμμονές έχει..εκεί κολλημένος με την πατρίδα… ποια πατρίδα μωρέ!!!
Πάντα αγαπούσα τους ανθρώπους που έχουν εμμονές.
Η αμετακίνητη στάση τους με έλκυε αφάνταστα.
Ίσως γιατί τολμούσαν, ειδικά στην σύγχρονη επιτήδεια και πολλές φορές σκόπιμη, ουδετερότητα, να εκθέτουν του εαυτούς τους, λέγοντας δυνατά τα πιστεύω τους και απογυμνώνοντας το είναι τους, απέναντι σε περιχαρακωμένους και οριοθετημένους δήθεν ιδεολόγους που όμως μετακινούνται ανά πάσα στιγμή, όπου φυσάει ο άνεμος…
Ο Αλέκος Χατζηκώστας, λοιπόν για μένα, είναι ένας εμμονικός ιδεολόγος… έχει, από γενετής, σταθερή πολιτική και κομματική άποψη και μάχεται με την δική του αλήθεια γι αυτήν.
Ακόμα και στην μουσική που ακούει έχει και κει τον έναν και μοναδικό Θεό του… τον Στελλάρα!!
Στο καινούργιο του βιβλίο που κυκλοφορεί με τον τίτλο «μικρές ιστορίες μεγάλα όνειρα» παραμένει σταθερός και αυθεντικός στις αγάπες του, δηλαδή στο αγαπημένο συνδυασμό του, δημοσιογραφικής, πολιτικής και αστυνομικής περιπέτειας.
Όμως, σ αυτό το βιβλίο του, μας επεφύλαξε και μια μεγάλη έκπληξη..γράφει αποκλειστικά χωρίς άλλες προσμίξεις , καθαρά ερωτικές διηγήσεις, τόσο γλαφυρές, που νομίζεις ότι είναι αυτοβιογραφία… ίσως και να είναι …
Στο σημείο αυτό Θα έκανα έναν υπαινιγμό λίγο για να σας χαλαρώσω… «Αλέκο τις διάβασε και η γυναίκα σου;»
O Αλέκος, σ αυτό του το βιβλίο , συγκεντρώνει ένα «λεύκωμα» συναισθημάτων. Μοιάζει σαν ένα κολάζ με ετερόκλιτα υλικά που ενώθηκαν όλα μαζί για να παρουσιάσουν σε ένα εντελώς προσωπικό και εξομολογητικό ύφος, ανθρώπινα, καθημερινά βιώματα.
Έτσι εγώ,ο διπλανός σας, ο Φώτης, ο Κώστας, η Ελένη, η Ευαγελία, η Αντωνία, σ αυτό το βιβλίο, πιανόμαστε χέρι χέρι και σέρνουμε όλοι μαζί έναν κυκλωτικό χορό συναισθημάτων, σαν αρχαία τραγωδία, σαν σε ένα γλέντι χαρμολύπης.
Το σπουδαιότερο δε σ αυτή την πανδαισία ανθρωπίνων συναναστροφών, είναι, ότι μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου, απουσιάζουν χωρίς όμως να είναι ερήμην, τα ονόματα, διότι η μοναξιά, η εγκατάλειψη, τα όνειρα, οι ανομολόγητοι έρωτες, τα πάθη, δεν έχουν όνομα ‚είναι συναισθήματα, είναι οι μικρές μας ιστορίες που κρύβουν πάντα μεγάλα όνειρα.
Διότι το όνειρο δεν μπορεί να είναι μικρό, δεν περιορίζεται μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο που το γεννά…
Ξεφεύγει, καταλαμβάνει όλη την ανθρώπινη ύπαρξη και μέσα από την ματαιότητα της πιστεύει σ αυτή, την κάνει όμορφη, της δίνει φωνή, υπότιτλους και έτσι ο άνθρωπος ζει και καταργεί τον θάνατο.
Ο Αλέκος, επίσης, δεν ξεχνά ποτέ, ως γνήσιος Δημοσιογράφος, το σήμερα. Έτσι απ τα διηγήματα του δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν και οι σύγχρονοι όροι επικοινωνίας, Π.Χ SMS.
Κι όμως, ποτέ στην ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης οι σύγχρονες τεχνικές ανθρώπινης επικοινωνίας δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένες, αλλά οι καρδιές των ανθρώπων τόσο μόνες… παραφράζοντας τα λόγια του Σαμαράκη.
Σκεφτείτε για λίγο αγαπητοί μου φίλοι, πόσες νέες, Αγγλικές λέξεις επικοινωνίας, έχουν εισβάλει, ξαφνικά, σαν…. Αμερικάνικη βοήθεια(όπως θα έλεγε και ο Αλέκος)στην ζωή μας.
Σαν να έχει συμφωνηθεί και αναπτυχθεί ένα σχέδιο Μάρσαλ «συναισθηματικής βοήθειας» από τους «καλούς» συμμάχους μας, προς εμάς, γιατί χωλαίναμε στην γρήγορη επικοινωνία.
Λες και το πρόβλημα στην ανθρώπινη επικοινωνία …ήταν η ταχύτητα.
Έτσι όλοι αναγκαστικά και γρήγορα μάθαμε να χρησιμοποιούμε τα χέρια μας και λιγότερο το μυαλό μας, στέλνοντας τυποποιημένα,SMS,MMS… Κάνοντας πολλούς φίλους στο FACEBOOK, πηγαίνοντας ακόμη και στο χωριό μας με GPS.
Επικοινωνούμε με άνεση φορώντας τις πιζάμες μας, στο SKYPE,στο TWITTER,στο INSTAGRAM,στο VAIPER…στις γιορτές δεν πηγαίνουμε επίσκεψη, ούτε θέλουμε να ακούσουμε την φωνή του άλλου στο τηλέφωνο, αλλά λες και κάποιος μας πιέζει χρονικά, στέλνουμε SMS ή ένα χαρούμενο μήνυμα ΜΜS ή ευχόμαστε μέσω facebook.
Θυμόμαστε ηλεκτρονικά (πάντα μας το θυμίζει το μηχάνημα μας) ακόμα και τα γενέθλια του ΧΨΩ και κείνος, ο αποδέκτης, … απορεί πως τον θυμήθηκες αφού έχεις να μιλήσεις μαζί του από Φαντάρος και δεν χαίρεται τόσο, γιατί ξέρει, ότι δεν είναι τα χρόνια πολλά από καρδιάς ή από μνήμης και μετά αναγκάζεται, επειδή θυμήθηκες τα γενέθλιά του, να σου κάνει και κείνος ένα like από υποχρέωση, σε μια selfi που ανέβασες, για να πρωτοτυπήσεις, σ ένα σταύλο με γουρούνια, που επεδίωξες να βρεθείς, σ ένα ταξίδι σου στην Καρδίτσα, γιατί νόμιζες ότι κανείς δεν είχε ξαναδεί..γουρουνάκι, αλλά μόνο σε μπριζόλα!!!
Γι όλ΄ αυτά ο Αλέκος, μιλάει πολλές φορές υπαινιχτικά ή ξεκάθαρα, διότι τον απασχολεί, εκτός από την ανθρώπινη μοναξιά και τον έρωτα και γενικά όλη η παράσταση του ανθρώπινου παραλογισμού πάνω στο σανίδι της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής ζωής.
Έτσι, όταν αναφέρεται στο Βεράνι, που σημαίνει το ερειπωμένο σπίτι και το συγκεκριμένο, παραδομένο στις φλόγες, το παραλληλίζει νοηματικά με τον ιδιοκτήτη του, έναν υπάνθρωπο, αρχικά χωρίς ορατό πρόσωπο αλλά στην συνέχεια αποκαλύπτει την προσωπική του ιστορία, που είναι, σαν Βεράνι, δηλαδή «ερειπωμένη», γεμάτη από προδοσίες, καταδόσεις, ατιμίες και υπηρεσίες στους κατακτητές εξουσιών και πατρίδων…
Τελειώνοντας θέλω να σας κάνω μια αποκάλυψη…
Στο διήγημα του Αλέκου… ο μπογιατζής ήξερε πολλά.. υπήρξα εγώ προσωπικά ο εμπνευστής του, όταν σε συζήτηση που είχαμε μεταξύ μας, του αποκάλυψα ένα συγκλονιστικό περιστατικό που εκτυλίχτηκε στις δικαστικές αίθουσες της Βέροιας, πριν πάρα πολλά χρόνια και που απασχόλησε κοινή γνώμη και έντυπο τύπο και που μου το διηγήθηκε ο πατέρας μου, όταν υπηρετούσε στην πόλη μας σαν Εισαγγελέας, σχετικά με κάποια «κομπίνα» που είχε στηθεί με συμμετοχή… «επιφανών ανδρών» και που «ξεσκέπασε» ο ίδιος ο πατέρας μου, ο οποίος και φυσικά πρωταγωνιστεί σ αυτό το διήγημα(φυσικά με αλλαγμένα κάποια γεγονότα σκόπιμα, αλλά με την ουσία αναλλοίωτη)
Και μια και αναφέρθηκα στον πατέρα μου, για τον οποίο είμαι υπερήφανος γιατί, όπως θα διαβάσετε σ αυτό το διήγημα και κείνος, σαν τον Αλέκο, είχε τις δικές του εμμονές, διότι πάντα «πάσχιζε» να βρεί την αλήθεια και κάθε υπόθεση που αναλάμβανε και μελετούσε, πρώτα την περνούσε από μέσα του, με πολλά ξενύχτια πάνω απ την δικογραφία του ‚σαν «μοιρολογίστρα» του ανθρώπινου πόνου και μετά με γνώμονα το δίκαιο και την ισότητα, την δίκαζε. Γι αυτό και ήταν, όταν έπρεπε, επιεικής.
Στο τελευταίο μέρος των Διηγημάτων του Αλέκου θα συναντήσετε κάποιες ιστορίες της ζωής του πατέρα του. Ιστορίες ασπρόμαυρες, γλυκές, με μίγμα φτώχειας και καλοσύνης, σαν τότε που όλη η οικογένεια μαζευόταν και έβλεπε την ελληνική ταινία του Σαββάτου, με τον Παντελή Ζερβό και τον Λαυρέντη Διανέλλο στον ρόλο του πατέρα.
Μιας εποχής που βέβαια έφυγε, αλλά πάντα ζωντανεύει μέσα μας, σαν «μπούσουλας» στην σημερινή εποχή της ηλεκτρονικής ταχύτητας που δεν λείπουν, ούτε οι μοναχικοί άνθρωποι, ούτε οι αυτοκτονίες… και γενάτε το ερώτημα …γιατί ενώ η επικοινωνία είναι δωρεάν και γρήγορη, υπάρχει ακόμη ανθρώπινη μοναξιά!!!
Θα το μάθετε μέσα απ τις σελίδες του βιβλίου του Αλέκου, σε έντυπη μορφή, για να έχει οσμή, αφή και αμεσότητα το διάβασμα σας και να μην σας χωρίζει απ όλα ένα τζάμι!!!
Η παρέμβαση του Αλέκου Χατζηκώστα
«Φίλες και φίλοι σας ευχαριστώ για την παρουσία σας. Για όσους/ες εδώ και 14 χρόνια με συντροφεύουν στο συγγραφικό μου ταξίδι, από τα πρώτα μου βήματα, δίνοντας μου κουράγιο να συνεχίσω .Για όσους/ες με συνάντησαν τα επόμενα χρόνια και με ακολουθούν δίνοντας μία ανείπωτη χαρά ότι «το έχω και θα πρέπει να συνεχίσω».
Ευχαριστίες για το πανελ, τους συντελεστές του καλλιτεχνικού προγράμματος, τον δημιουργό του εξωφύλλου Δημήτρη Γκέκα.
Η εκδήλωση είναι αφιερωμένη στη μητέρα μου, που λόγοι υγείας την εμπόδισαν «να καμαρώσει το γιό της» όπως μου είπε. Νάσαι καλά μάνα, περαστικά σου.
Μοιράζοντας τις προσκλήσεις αρκετοί φίλοι/ες μου είπαν: «δεν κουράστηκες Αλέκο;»
Τους απαντώ δημόσια. ΟΧΙ. Όπως δεν κουράζεται κανείς να ζει, άσχετα αν η ζωή του δεν είναι όπως την ήθελε. Όπως δεν πρέπει κουράζεται αυτός που με τις μικρές του δυνάμεις προσπαθεί από τα εφηβικά του χρόνια «ν’ ανθρωπέψει τον άνθρωπο». Όπως δεν πρέπει να κουράζεται αυτός που έχει στόχο να προσφέρει στην κοινωνία χαμόγελα, αισθητική απόλαυση.
Προφανώς και η γραφή είναι κουραστική δουλειά. Με θυσίες στα «κοινά καθημερινά και τετριμμένα». Όπως έγραφε και ο Γ. Ρίτσος στη «Σονάτα του σεληνόφωτος», «…Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο…».
Όμως είναι και χαρά και απόλαυση για τον ίδιο τον δημιουργό της, όταν βλέπει το έργο του στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, στις βιβλιοθήκες φίλων, όταν βλέπει χαρούμενος και ταυτόχρονα προβληματισμένους αναγνώστες.
Άλλοι πάλι γνωρίζοντας μας καλύτερα με ρώτησαν: «Και πότε θα σταματήσεις;»
Να ανακοινώσω σήμερα ότι μέχρι το Πάσχα θα κυκλοφορήσει το νέο μου ιστορικό βιβλίο «Η Ημαθία στον 2ο αιώνα. Στιγμές από την ιστορία της»,ενώ στα σκαριά υπάρχουν και άλλα και σε λογοτεχνικά είδη που δεν με είχατε συνηθίσει…
Δύσκολα να σταματήσω όμως, όσο βιολογικά είμαι εντάξει.
Όσο μπορώ και διαβάζω ως κλασσικός «βιβλιοφάγος»
Όσο ζω έντονη κοινωνική ζωή, συμμετέχοντας ενεργά στα «κοινά», μια και κατά τον Μαρξ ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που με εμπνέουν ή μου δίνουν ιδέες με τη στάση τους, τη γνώμη τους, τα ψυχικά τους χαρίσματα ή και την…ομορφιά τους.
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Πρόκειται για διηγήματα που έγραψα κυρίως την τελευταία 3ετία έχοντας πολλές αφορμές…Αρκετά από αυτά δημοσιεύτηκαν, (έχουν υποστεί όμως βελτιώσεις) ενώ άλλα βγαίνουν για πρώτη φορά στην επιφάνεια. Δοκίμασα κάποια νέα πράγματα σ’αυτά, που τα εντόπισαν οι προηγούμενοι ομιλητές.
-Ο Αριθμός από 9 (όσες και οι μούσες) πήγαν στα 15
-Η έκταση ποικίλει
-Το περιεχόμενο από ερωτικό μέχρι αστυνομικό, πολιτικό –ιστορικό αλλά και με πολλές αναμνήσεις.
Φυσικά οι καλύτεροι κριτές μου είστε όλοι εσείς.»
Ακολούθησαν ερωτήσεις και συζήτηση με το κοινό.
Ανάμεσα στους ομιλητές αποσπάσματα διάβασε ο Δημήτρης Τζιμογιάννης, μέλος της Πειραματικής Σκηνής του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, με τη μουσική συνοδεία του Βασίλη Βαλαβάνη, Καθηγητή κιθάρας στο Μουσικό Σχολείο Βέροιας και στο Δημοτικό Ωδείο Βέροιας.