Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μικέλης Άμβλιχος, η μούσα του ήταν σοσιαλίστρια

Μικέ­λη Αβλι­χο (1844–1917), «ποι­η­τής της ειρή­νης και της επα­νά­στα­σης» από τους πρώ­τους ουτο­πι­στές σοσια­λι­στές της Κεφα­λο­νιάς, από το νησί που ξεκί­νη­σε το πιο σύγ­χρο­νο πολι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό κίνη­μα το σοσιαλιστικό.

Σάτι­ρα, με βαθιές και πολυ­φω­νι­κές «ρίζες» στα Επτά­νη­σα, μετα­ξύ των οποί­ων και του Δ. Σολωμού.

Ενας στην Αλε­ξάν­δρεια ξακουσμένος
που επλού­τι­σε στο τζό­γο με καρπιαίς
μας ήρθε κολο­νά­τα φορτωμένος
για βου­λευ­τής στις νέαις εκλογαίς.
Κι έξω ντε­λά­λη βγά­νει και φωνάζει
“Για πού­λη­μα ποιος είναι στα χωριά
ο Μαν­τζου­ρά­νης ψήφους αγοράζει
και τους πλη­ρώ­νει κι όλα στα γερά”

Χρεια­ζό­ταν «τρέ­λα» για να πολε­μά τον πόλε­μο: «Κατά­ρα νάχει ο πόλεμος/ που τους βλα­στούς θερίζει./ Κατά­ρα η Δόξα η μάταιη/ που σπέρ­νει συμφορές/ που αγα­πη­μέ­να αντρόγυνα/ αλύ­πη­τα χωρίζει/ οπού γονέ­ων απάν­θρω­πα σου­βλί­ζει τις καρδιές».

Eγρα­ψε πλή­θος σατι­ρι­κά ποι­ή­μα­τα, συχνό­τα­τα υπο­γρά­φο­ντας με κάποιο από τα είκο­σι πέντε, εύγλωτ­της υπο­νοη­μα­τι­κό­τη­τας, ψευ­δώ­νυ­μά του. Λ.χ. «Φιλα­λή­θης Ατσα­λέ­νιος», «Μονα­χός Ακά­κιος Παι­γνι­δο­γά­τσου­λος», «Ενας ειλι­κρι­νής Ριζο­σπά­στης», «Ιερε­μί­ας Περί­δρο­μος», «Σφογ­γα­ρά­κης», «Αμήν», «Χλω­ρο­κού­κης», «Τρελ­λά­κης» — καθώς χρεια­ζό­ταν και ήταν «τρέ­λα» για να λέει κανείς την αλήθεια.

***

Χαρεί­τε εσείς τα τάλα­ρα που τα ‘χετε πολλά
Εμείς το μερο­δού­λι μας μας δίνει το ψωμί μας
κι εμείς δε σας ζηλεύ­ου­με που ζού­με πιο καλά
με το γλυ­κό κρα­σά­κι μας και με τη μου­σι­κή μας
(Τρα­γού­δι του μεροδουλιού)

Ο Αμβλι­χος έζη­σε στη σκιά του πολυα­κου­σμέ­νου συμπα­τριώ­τη του Ανδρέα Λασκα­ρά­του. Και οι δύο τους Ληξου­ριώ­τες. Όμως ενώ ο Λασκα­ρά­τος κατά­χτη­σε την πανελ­λή­νια δόξα, έγι­νε δεκτός και στην Αθή­να, ο Άβλι­χος έμει­νε ριζω­μέ­νος στη γενέ­θλια γη και πέρα­σε τη ζωή του αθό­ρυ­βα, με συντρο­φιά τους μαθη­τά­δες, τους καλούς του φίλους, και «με το γλυ­κό κρα­σά­κι μας μας και με τη μου­σι­κή μας».

Άνθρω­πος του 19ου αιώ­να, της βιο­τε­χνι­κής, εμπο­ρι­κής πόλης, που δεν έχει απο­κο­πεί ακό­μη από την αγρο­τι­κή ενδο­χώ­ρα. Το ταβερ­νά­κι ήταν το κέντρο της πολι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής ζωής. Οι ιδε­ο­λό­γοι του ποτη­ριού απλοί, γνή­σιοι άνθρω­ποι, με μια κάποια προ­σω­πι­κό­τη­τα δεν είχαν ακό­μη επη­ρε­α­στεί από τα ψεύ­τι­κα στο­λί­δια, δεν είχαν ακό­μα σκλα­βω­θεί από τις μικρο­α­στι­κές μηχα­νι­κές συνήθειες.

Στα 1844 γεν­νή­θη­κε ο Άβλι­χο­ςκαι πέθα­νε το Νοέμ­βρη του 1917 — θύμα του «απο­κλει­σμού» κι αυτός. Ο Λασκα­ρά­τος είχε γεν­νη­θεί τριά­ντα τρία χρό­νια και πέθα­νε δεκα­έ­ξι χρό­νια νωρί­τε­ρα από τον Άβλι­χο. Η μακρο­ζω­ία του Λασκα­ρά­του — πέθα­νε το 1901 — τους κάνει σύγ­χρο­νους. Είναι και οι δύο ανα­θρεμ­μέ­νοι με το πνεύ­μα της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης μόνο που ο Άβλι­χος προ­χώ­ρη­σε και παρα­πέ­ρα. Η θαυ­μα­στή διαύ­γεια του νου του φαί­νε­ται να έπα­θλο των σπου­δών του στην Ευρώ­πη. Έβγα­λε το πανε­πι­στή­μιο της Βέρ­νης, όταν στην Ελβε­τία είχε το μετε­ρί­ζι του ο αρχη­γός του αναρ­χι­σμού Μπα­κού­νιν. Έμει­νε δέκα χρό­νια στην Ευρώ­πη: Παρί­σι, Ζυρί­χη, Βέρ­νη, Βενε­τία κλπ. Πρέ­πει να είχε δει και την Παρι­σι­νί Κομ­μού­να στα 1871.

Ευρω­παί­ος, λοι­πόν, ο Κεφα­λο­νί­της Μικέ­λης Άβλι­χος. Από τους πρώ­τους ουτο­πι­κούς σοσια­λι­στές μας. Δώδε­κα χρό­νια νεό­τε­ρος από τον άλλο συμπα­τριώ­τη του ουτο­πι­στή σοσια­λι­στή, τον Πανα­γιώ­τη Πανά, που μάλ­λον πρέ­πει να θεω­ρεί­ται  και ο πρώ­τος σοσια­λι­στής ποι­η­τής μας.

Λίγα έγρα­ψε ο Μικε­λά­κης Άβλι­χος, μα δε λεί­πει από καμιά ανθο­λο­γία. Κι ανή­κει σε εκεί­νους που πήραν τη σελί­δα ή τη σελί­δα τους στις ανθο­λο­γί­ες με το σπα­θί τους.

Αύριον άντρας, σαν ληστής κρεμάται
- Νέα του κόσμου θέλει οικοδομή -
Σταυ­ρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή,
πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται

(Τα Χρι­στού­γεν­να)

Το τετρά­στι­χο είναι από τα πιο γνω­στά σονέ­τα του Άβλι­χου. Η σάτι­ρα του Άβλι­χου είναι ό,τι καλύ­τε­ρο δια­θέ­τει η παρά­δο­ση του Γιου­βε­νά­λη στην Ελλά­δα: Λασκα­ρά­τος, Παλα­μάς, Βάρ­να­λης κλπ. Γι’ αυτό κι είναι ένας από τους «άθε­ους» της γραμ­μα­το­λο­γί­ας μας, από τους πρώ­τους σοσια­λι­στές ποι­η­τές μας.

Στις φλέ­βες σου φαρ­μά­κι και χολή
αντίς για αίμα ρέει, θεο­μπαί­χτη πλάνε,
κι ενώ το στό­μα για θρη­σκεία μιλεί,
λύσ­σας αφρούς τα χεί­λη σου σκορπάνε

Κεφα­λο­νιά και ράσο. Δύο ανει­ρή­νευ­τοι κόσμοι! Μάλ­λον οφεί­λε­ται πιο πολύ στην επο­χή, στους αντι­κλη­ρι­κούς 18ο και 19ο αιώ­νες. Αλλά, ας ξανα­ει­πω­θεί, ο Άβλι­χος δεν έμει­νε εκεί. Πήγε πιο­πέ­ρα από το Λασκα­ρά­το. Η μού­σα του ήταν σοσιαλίστρια.

Ο Παλα­μάς σε κάποιο ποί­η­μα της «Ασά­λευ­της ζωής» τον τίμη­σε απο­κα­λώ­ντας τον «συνά­δελ­φο ποι­η­τή» κι ο Άβλι­χος με τη σεμνό­τη­τα του ανθρώ­που που ξέρει και κρα­τά­ει το μέτρο του απά­ντη­σε «Συνά­δελ­φε με κράζεις»

Μα εγώ είμαι έρη­μου βρά­χου μια βρυσούλα
που έρη­μη ρέει σ’ έρη­μο γιαλό
και ρέει σαν να κλαί­ει την ερη­μιά της…
Κι ο Παλα­μάς απο­κρί­θη­κε με απλοχεριά
Ρεμα­τα­ριά, βρυ­σού­λα, ποταμός,
ζωής νάμα το νερό του τραγουδιού…

Ωραί­οι χρόνοι!

Μ.Μ. Παπαϊ­ω­άν­νου / Ριζοσπάστης

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο