Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Η κλιμάκωση της κρατικής καταστολής τις τελευταίες εβδομάδες, τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη, το ΑΠΘ και αλλού, επανέφερε στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης την δράση και το ρόλο της Αστυνομίας.
Στο πλαίσιο του δόγματος «νόμος και τάξη», η κυβέρνηση της ΝΔ και τα προσκείμενα σε αυτήν ΜΜΕ, επιχειρούν να δικαιολογήσουν την αστυνομική βία και αυθαιρεσία κάνοντας λόγο για «μεμονωμένα περιστατικά» και ρίχνοντας ταυτόχρονα το φταίξιμο στην αντιπολίτευση που «υποκινεί διαδηλώσεις». Από την άλλη έχουμε τον ΣΥΡΙΖΑ που, κατά πάγια τακτική του, προσπαθεί να προσεταιριστεί την λαϊκή αγανάκτηση, καταγγέλοντας την κυβέρνηση ότι καλύπτει την ατιμωρησία στα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας και προωθεί κλίμα καταστολής. Αμφότερα τα δύο κόμματα, βέβαια, συσκοτίζουν σκόπιμα το ρόλο της καταστολής ως «μακρύ χέρι» και συμπλήρωμα της αντιλαϊκής πολιτικής.
Το έργο το ‘χουμε ξαναδεί πολλές φορές. Το ζήτημα του ρόλου της Αστυνομίας, ως κατασταλτικού βραχίονα του αστικού κράτους, είναι βαθιά πολιτικό. Η αστυνομική βία δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο του ενός ή του άλλου αστικού κόμματος (γνωστά τα «έργα και οι ημέρες» της ΕΛ.ΑΣ. επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, παλαιότερα επί ΠΑΣΟΚ), δεν διαχωρίζεται σε «αριστερή» και «δεξιά», αλλά έχει σταθερά ταξικό πρόσημο: Υπάρχει για να υπερασπίζεται την εξουσία του κεφαλαίου, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την δικτατορία της άρχουσας τάξης.
Εδώ είναι που τίθενται τα εξής, αλληλένδετα μεταξύ τους, ερωτήματα: Πως απαντά το εργατικό-λαϊκό κίνημα στην αστυνομική βία και καταστολή; Ποια στάση οφείλει να κρατήσει η εργατική τάξη απέναντι στην κλιμακούμενη βία των αστικών κατασταλτικών μηχανισμών; Σε τελική ανάλυση, προς τα που πρέπει να διοχετευθεί η δίκαιη οργή του λαού απέναντι σε περιστατικά αστυνομικής βαρβαρότητας όπως αυτά που είδαμε πρόσφατα στη Νέα Σμύρνη; Δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που η εργατική τάξη και η νεολαία έρχεται αντιμέτωπη με αυτά τα ερωτήματα.
Πρόκειται για ερωτήματα που δεν μπορούν – και δεν πρέπει — να απαντηθούν με μικροαστικά φληναφήματα, γηπεδικού τύπου συνθήματα όπως το γνωστό «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» ή αναγάγοντας τις μολότοφ και τις πέτρες σε… επαναστατικό υποκείμενο. Το λέμε αυτό καθώς σε περιόδους κλιμάκωσης της αστυνομικής καταστολής ξεδιπλώνεται ταυτόχρονα (και ουδόλως τυχαία) μια προσπάθεια εκτροπής της λαϊκής αγανάκτησης σε ανώδυνους για το σύστημα δρόμους.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα τυφλά χτυπήματα, τα «μπάχαλα» και οι προβοκατόρικες ενέργειες κουκουλοφόρων βαφτίζονται «εξέγερση» και «αντίσταση», ενώ στην πραγματικότητα λειτουργούν ως ανατροφοδοτικός μηχανισμός εντατικοποίησης της κρατικής καταστολής και τρομοκρατίας. Το είδαμε στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, τον Οκτώβρη του 2011 με τη δολοφονική επίθεση στο Σύνταγμα ενάντια στη διαδήλωση του ΠΑΜΕ, αλλά και πρόσφατα στη Νέα Σμύρνη με την προβοκατόρικη δράση χουλιγκάνων και άλλων «στοιχείων» που έστησαν σκηνικό διάλυσης της μεγαλειώδους συγκέντρωσης των συνδικάτων, συλλόγων, φορεών και κατοίκων.
Για την αστική τάξη και τις κυβερνήσεις της είναι πολύ βολικός ο εγκλωβισμός της νεολαίας και του λαού σε ένα παιχνίδι αντιπαράθεσης και αντιποίνων με τις δυνάμεις καταστολής στη βάση του «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Εάν στο στόχαστρο της λαϊκής πάλης μπαίνει ο – κακός, βάρβαρος, βίαιος — «ΜΑΤατζής» και όχι το σύστημα που αυτός υπερασπίζεται και υπηρετεί, τότε στοχεύουμε το δέντρο χάνοντας το δάσος. Το ζήτημα αυτό αναδείκνυε με εξαιρετικά εύστοχο τρόπο ο αείμνηστος συν/φος Μάκης Μαϊλης, πριν 11 χρόνια σε άρθρο του στον «Ριζοσπάστη»:
«Το σύνθημα «μπάτσοι — γουρούνια — δολοφόνοι» ταιριάζει στην ανώριμη πολιτική σκέψη, αλλά βολεύει και το σύστημα. Κι αυτά, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι κάθε αστυνομικός γίνεται έξαλλος στο άκουσμά του, ανεξάρτητα και από το γεγονός ότι οι της αστικής εξουσίας θέλουν αυτό το σύνθημα να μην υπήρχε. Το προτιμούν, όμως, χίλιες φορές, ακόμα και το αξιοποιούν ως αντίβαρο στο σύνθημα που λέει ότι το αστικό κράτος πρέπει να τσακιστεί και στη θέση του να μπει το κράτος της εργατικής τάξης. Που σημαίνει ότι και τότε η Πολιτοφυλακή θα αναλάβει άλλον ταξικό ρόλο από τον σημερινό της Αστυνομίας. Εδώ βρίσκεται η ουσία του ζητήματος. Αν έτσι δει κανείς το όλο θέμα, τότε αντιλαμβάνεται και ότι οι μηχανισμοί καταστολής δε συντρίβονται ούτε με τα τούβλα, ούτε με τις μολότοφ, ούτε με το να φάνε της χρονιάς τους κάποιοι αστυνομικοί. Συντρίβονται μόνο με την ανατροπή της αστικής εξουσίας, που προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Σε αυτό το δρόμο πρέπει να κατευθύνεται το εργατικό — λαϊκό κίνημα, μέσα από μικρές και μεγάλες ταξικές συγκρούσεις κατά της πλουτοκρατίας και των στηριγμάτων της, μέχρι να νικήσει. Σε αυτή τη βάση πρέπει να διαπαιδαγωγούνται η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Και μόνο προχωρώντας σε αυτή τη γραμμή θα μπορούν να αντιμετωπίζουν την πάσης φύσεως αστική καταστολή επί της ουσίας».
«Ριζοσπάστης», 8 Γενάρη 2009.
Είναι, επομένως, κομβικής σημασίας ζήτημα, στις σημερινές συνθήκες κλιμάκωσης της αστυνομικής καταστολής και αυθαιρεσίας, οι μορφές πάλης του εργατικού-λαϊκού κινήματος, της αγωνιζόμενης νεολαίας, να στοχεύουν τον πραγματικό αντίπαλο.
Υπάρχει μπόλικη συσσωρευμένη πείρα ώστε να αποφευχθούν οι παγίδες που στήνει η κυβέρνηση και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί της με σκοπό να αποπροσανατολίσουν το λαό από την πηγή όλων των δεινών. Που δεν είναι άλλη από την εξουσία των μονοπωλίων, το ίδιο το βάρβαρο καπιταλιστικό σύστημα.