Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νόμπελ στον Αλ. Καμύ:  «Βραβεύτηκε η πιο μαύρη ψυχή, η πιο απελπισμένη σκέψη του αιώνα μας, ο φιλόσοφος της αυτοκτονίας»

Η κύρια αντίρ­ρη­ση που μπο­ρεί να έχει κανείς στην εκλο­γή του Αλμπέρ Καμύ για το φετι­νό Νόμπελ της Λογο­τε­χνί­ας είναι το «άκαι­ρο» της βρά­βευ­σής του. Την επο­χή που με τον τεχνη­τό δορυ­φό­ρο και τα δια­στη­μό­πλοια πλα­ταί­νει η δύνα­μη του ανθρώ­που, θριαμ­βεύ­ει το λογι­κό του στον προ­αιώ­νιο αγώ­να του με τη φύση, τα αρτιο­σκλη­ρω­μέ­να γερο­ντά­κια της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας έρχο­νται να βρα­βεύ­σουν την πιο μαύ­ρη ψυχή, την πιο απελ­πι­σμέ­νη σκέ­ψη του αιώ­να μας, τον κήρυ­κα του «παρα­λό­γου» της ανθρώ­πι­νης ζωής, τον φιλό­σο­φο της αυτοκτονίας.

Στο αιτιο­λο­γι­κό της από­φα­σής τους τα γερο­ντά­κια λένε: «Βρα­βεύ­ε­ται για­τί εκφρά­ζει αρι­στο­τε­χνι­κά τη συνει­δη­σια­κή αγω­νία του σύγ­χρο­νου ανθρώ­που». Η φρά­ση είναι και σωστή και δεν είναι. Το μοτί­βο της αγω­νί­ας σίγου­ρα βρί­σκε­ται στο κέντρο του αιώ­να μας. Όμως υπάρ­χει αγω­νία και αγω­νία. Υπάρ­χει εκεί­νη του ακο­λου­θεί τη γέν­νη­ση και την ανά­πτυ­ξη ενός και­νού­ριου κόσμου και που βρί­σκε­ται ίσως στο τέλος της. Ο και­νού­ριος κόσμος έκα­νε το δρό­μο του, πάτη­σε γερά στη Γη, και αγνα­ντεύ­ει κιό­λας «το αύριο με τα τραγούδια».

Υπάρ­χει και η άλλη, η επι­θα­νά­τια αγω­νία του παλιού κόσμου, που χτυ­πιέ­ται απελ­πι­σμέ­να με το κύμα που ανε­βαί­νει, που δεν διστά­ζει να πνί­ξει τον συναυα­γό του για να πιά­σει μια σανί­δα, να σωθεί λίγο ακό­μα. Αυτή την τελευ­ταία μονά­χα εκφρά­ζει ο Καμύ και – έχουν δίκαιο οι Σου­η­δοί ακα­δη­μαϊ­κοί – με τρό­πο αρι­στο­τε­χνι­κό. Γι’ αυτόν τον τρό­πο, το ύφος του, το ταλέ­ντο του, βρα­βεύ­τη­κε. Για­τί ο Καμύ δεν έχει το ογκώ­δες έργο ενός Χέμιν­γου­έι, ή ενός Φόκνερ, ούτε και τα πενή­ντα χρό­νια στην υπη­ρε­σία της λογο­τε­χνί­ας, όπως συνέ­βαι­νε στην περί­πτω­ση π.χ. ενός Αντρέ Ζιντ. Όλο κι όλο το έργο του χωρά­ει άνε­τα σε λιγό­τε­ρο από μισό μέτρο ράφι μιας βιβλιο­θή­κης και μόλις συμπλη­ρώ­θη­καν δέκα χρό­νια απ’ την ουσια­στι­κή του αφιέ­ρω­ση στα γράμματα.

Κώστας Στα­μα­τί­ου «Αυγή», 20/10/1957

***

Ο Αλμπέρ Καμύ γεν­νή­θη­κε στις 7 Νοεμ­βρί­ου 1913 και στις 4 Ιανουα­ρί­ου 1960 σκο­τώ­θη­κε σε αυτο­κι­νη­τι­κό δυστύ­χη­μα. Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας, δημο­σιο­γρά­φος και φιλό­σο­φος. Μετά την ολο­κλή­ρω­ση των σπου­δών του ασχο­λή­θη­κε με το θέα­τρο, ενώ εργά­στη­κε και σε αρι­στε­ρά έντυ­πα. Το 1934 έγι­νε μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Γαλ­λί­ας. Πήρε μέρος στην αντί­στα­ση κατά των Γερ­μα­νών και έγι­νε διευ­θυ­ντής της εφη­με­ρί­δα «Μάχη». Στη συνέ­χεια, ακο­λου­θώ­ντας τον Σαρτρ και τον υπαρ­ξι­σμό, απο­μα­κρύν­θη­κε από το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα. Ο Καμί έγι­νε ένας από τους «πνευ­μα­τι­κούς ηγέ­τες» της μικρο­α­στι­κής δια­νό­η­σης της Δύσης, που στην περί­ο­δο του Ψυχρού Πολέ­μου συνέ­βα­λε και καλ­λιέρ­γη­σε την ιδέα του «τρί­του δρό­μου». Οι βασα­νι­στι­κές προ­σπά­θειές του να παρα­μεί­νει «ελεύ­θε­ρος σκο­πευ­τής», να ζήσει την κοι­νω­νι­κο-ιδε­ο­λο­γι­κή πάλη χωρίς να προ­σχω­ρή­σει σε κανέ­να από τα αντι­μα­χό­με­να στρα­τό­πε­δα εκφρά­ζο­νται σε αρκε­τά μυθι­στο­ρή­μα­τά του. Ορι­σμέ­να από τα πιο γνω­στά του έργα είναι: «Ο Ξένος», «Ο Καλι­γού­λας», «Ο Μύθος του Σίσυ­φου», «Η πανού­κλα» κ.ά. (Πηγή: Ριζοσπάστης)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο