Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι βασικοί παράγοντες που συντέλεσαν στη Μικρασιατική Καταστροφή

Γρά­φει ο Ανα­στά­σης Γκί­κας* //

Τέτοιες μέρες, έναν αιώ­να πριν, ο τουρ­κι­κός στρα­τός κατά­φερ­νε να δια­σπά­σει τις γραμ­μές του ελλη­νι­κού, προ­ε­λαύ­νο­ντας ταχύ­τα­τα προς τη Σμύρ­νη. Ο ιμπε­ρια­λι­στι­κός πόλε­μος στη Μικρά Ασία έφτα­νε σύντο­μα στο τέλος του, αφή­νο­ντας πίσω χιλιά­δες νεκρούς, τραυ­μα­τί­ες, αγνο­ού­με­νους και πολύ περισ­σό­τε­ρους ξερι­ζω­μέ­νους. Πώς φτά­σα­με όμως εκεί; Ποιοι ήταν οι παρά­γο­ντες που συντέ­λε­σαν σε αυτήν την ανεί­πω­τη ανθρώ­πι­νη καταστροφή;

Οι επιδιώξεις της τουρκικής αστικής τάξης

15/3/1919: Από­βα­ση των ελλη­νι­κών στρα­τευ­μά­των στη Σμύρνη

Αρχι­κά θα πρέ­πει να ανα­τρέ­ξου­με στο πώς και για­τί οι ελλη­νι­κοί πλη­θυ­σμοί της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας (όπως και οι αρμέ­νι­κοι) μπή­καν στο στό­χα­στρο της τουρ­κι­κής αστι­κής επι­θε­τι­κό­τη­τας παρα­μο­νές του Α’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου. Αλλω­στε, όπως ανα­φέ­ρει ο μητρο­πο­λί­της Σμύρ­νης Χρυ­σό­στο­μος σε σχε­τι­κή του έκθε­ση το 1914, έως τότε «οι ελλη­νορ­θό­δο­ξοι μικρα­σια­τι­κοί πλη­θυ­σμοί δεν διέ­τρε­χαν κάποιον άμε­σο κίν­δυ­νο από αντί­πα­λους εθνι­κι­σμούς (…) ή από τις οθω­μα­νι­κές αρχές». Τι συνέ­βη λοι­πόν; Τι άλλαξε;

Πράγ­μα­τι, από τις 5.000 και πλέ­ον μαρ­τυ­ρί­ες προ­σφύ­γων της Μικράς Ασί­ας και του Πόντου, που εμπε­ριέ­χο­νται στο Κέντρο Μικρα­σια­τι­κών Σπου­δών, προ­κύ­πτει ότι η συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των απλών, εργα­ζό­με­νων ανθρώ­πων, χρι­στια­νών και μου­σουλ­μά­νων, ζού­σε αρμο­νι­κά ο ένας δίπλα στον άλλο: Μοι­ρά­ζο­νταν τις γιορ­τές και τις λύπες τους, τις ελπί­δες για το μέλ­λον των παι­διών τους, τις αγω­νί­ες της επι­βί­ω­σης κ.ο.κ. Δεν είναι λίγες μάλι­στα οι μαρ­τυ­ρί­ες των προ­σφύ­γων του ’22 που περι­γρά­φουν τους Τούρ­κους μέχρι πρό­τι­νος γεί­το­νές τους να τους παρα­κα­λούν κλαί­γο­ντας να μη φύγουν με την ανταλ­λα­γή των πληθυσμών.

Το πρό­βλη­μα όμως δεν γεν­νή­θη­κε στις γραμ­μές των ανθρώ­πων του μόχθου (που, επί της ουσί­ας, δεν είχαν — ούτε έχουν ποτέ — να χωρί­σουν κάτι μετα­ξύ τους). Το πρό­βλη­μα με άλλα λόγια δεν ξεκί­νη­σε από τους «κάτω» της οθω­μα­νι­κής κοι­νω­νί­ας, αλλά από τους «πάνω».

Στις αρχές του περα­σμέ­νου αιώ­να οι Έλλη­νες έμπο­ροι, βιο­μή­χα­νοι και τρα­πε­ζί­τες (με άλλα λόγια η ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη), καθώς και οι Αρμέ­νιοι ομό­λο­γοί τους, έκα­ναν «χρυ­σές δου­λειές» στην Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία. Πράγ­μα­τι, 8 στα 10 εργο­στά­σια με πάνω από 10 εργά­τες ανή­καν σε χρι­στια­νούς κεφα­λαιού­χους, ενώ Έλλη­νες και Αρμέ­νιοι τρα­πε­ζί­τες δάνει­ζαν ακό­μη και τον ίδιο τον σουλτάνο.

Ηρθε όμως η ώρα που η τουρ­κι­κή αστι­κή τάξη, ανα­τρέ­πο­ντας τον σουλ­τά­νο το 1908 (με το κίνη­μα των Νεό­τουρ­κων), άρχι­σε να διεκ­δι­κεί την πρω­το­κα­θε­δρία, βεβαί­ως όχι μόνο στο επί­πε­δο της πολι­τι­κής εξου­σί­ας αλλά και της οικο­νο­μι­κής. Βασι­κό εμπό­διο σε αυτήν της την επι­δί­ω­ξη στέ­κο­νταν οι Ελλη­νες και Αρμέ­νιοι κεφα­λαιού­χοι, που κατεί­χαν τη μερί­δα του λέο­ντος στο εμπό­ριο, στη βιο­μη­χα­νία, στις τρά­πε­ζες και στη ναυτιλία.

Έτσι, ξεκί­νη­σε μια σύγκρου­ση που αρχι­κά εκδη­λώ­θη­κε ως οικο­νο­μι­κός πόλε­μος (με καμπά­νιες και μποϊ­κο­τάζ ενα­ντί­ον επι­χει­ρή­σε­ων ελλη­νι­κών και αρμε­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων), σύντο­μα όμως έλα­βε και οξύ­τε­ρες, πιο βίαιες μορ­φές, διευ­ρυ­νό­με­νη πέρα από τις οικο­νο­μι­κές ελίτ των μειο­νο­τή­των, στο σύνο­λό τους.

Σε αυτό συντέ­λε­σαν κατα­λυ­τι­κά δύο παράγοντες:

Πρώ­τον, οι Βαλ­κα­νι­κοί Πόλε­μοι του ’12 — ’13. Η απί­στευ­τη αγριό­τη­τα των πολέ­μων αυτών, η κατα­στρο­φή ολό­κλη­ρων χωριών, οι σφα­γές, οι βίαιες εκτο­πί­σεις πλη­θυ­σμών κ.ο.κ. κατέ­δει­ξαν τον τρό­πο υλο­ποί­η­σης των αλλη­λο­ε­φα­πτό­με­νων βαλ­κα­νι­κών μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμών σε μια περιο­χή του κόσμου που — τότε — απο­τε­λού­σε ένα πραγ­μα­τι­κό μωσαϊ­κό λαών.

Ο τρό­πος δια­μόρ­φω­σης και επέ­κτα­σης των βαλ­κα­νι­κών αστι­κών εθνών — κρα­τών, αλλά και ο τρό­πος αξιο­ποί­η­σης των μειο­νο­τή­των (άλλο­τε ως ευκαι­ρία και άλλο­τε ως εμπό­διο) στις εκα­τέ­ρω­θεν επι­διώ­ξεις, καθό­ρι­σαν σε μεγά­λο βαθ­μό και τη στά­ση της τουρ­κι­κής αστι­κής τάξης ένα­ντι των μειο­νο­τι­κών πλη­θυ­σμών της αυτοκρατορίας.

Ο δεύ­τε­ρος παρά­γο­ντας που επέ­δρα­σε κατα­λυ­τι­κά στις εξε­λί­ξεις δεν ήταν άλλος από τον Α’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, όπου οι αντι­θέ­σεις μετα­ξύ της ελλη­νι­κής και της τουρ­κι­κής αστι­κής τάξης περι­πλέ­χτη­καν με τις γενι­κό­τε­ρες ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κές αντι­θέ­σεις και συγκρούσεις.

Ο Α’ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος
και οι ανταγωνισμοί στην περιοχή

Ο Α’ Παγκό­σμιος Πόλε­μος υπήρ­ξε κορύ­φω­ση των σφο­δρό­τα­των αντι­θέ­σε­ων και αντα­γω­νι­σμών που εξε­λίσ­σο­νταν ήδη σε μια σει­ρά περιο­χές του κόσμου γύρω από τον έλεγ­χο — και, φυσι­κά, την εκμε­τάλ­λευ­ση — των πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κών πηγών και αγο­ρών τους. Με άλλα λόγια ήταν ένας γενι­κευ­μέ­νος ιμπε­ρια­λι­στι­κός πόλε­μος, στον οποίο η αστι­κή τάξη κάθε κρά­τους εισήλ­θε (συμ­μα­χώ­ντας με τον έναν ή τον άλλο αντί­πα­λο συνα­σπι­σμό, της Αντάντ ή των Κεντρι­κών Δυνά­με­ων) προ­κει­μέ­νου να απο­σπά­σει τα μεγα­λύ­τε­ρα δυνα­τά οφέ­λη από την πολε­μι­κή λεία.

Όντας πεδίο σύγκρου­σης σημα­ντι­κών συμ­φε­ρό­ντων και πριν τον πόλε­μο, η Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία δεν άργη­σε να εντα­χθεί σε αυτόν, συντασ­σό­με­νη με τις Κεντρι­κές Δυνά­μεις (Γερ­μα­νία, Αυστρο­ουγ­γα­ρία, Βουλγαρία).

Ταυ­τό­χρο­να όμως μπή­κε και στο στό­χα­στρο του αντί­πα­λου στρα­το­πέ­δου, της Αντάντ, ως αντι­κεί­με­νο πολε­μι­κής λεί­ας. Πράγ­μα­τι, Βρε­τα­νία, Γαλ­λία, Ιτα­λία και τσα­ρι­κή Ρωσία θα μοί­ρα­ζαν ξανά και ξανά τα εδά­φη της ανα­με­τα­ξύ τους, με αλλε­πάλ­λη­λα παζά­ρια πάνω και κάτω από το τρα­πέ­ζι, με μυστι­κές συμ­φω­νί­ες και πρω­τό­κολ­λα, προ­σπα­θώ­ντας διαρ­κώς να «ρίξουν» ο ένας τον άλλο στη μοιρασιά.

Την ίδια στιγ­μή δε που απο­φά­σι­ζαν μετα­ξύ τους για το ποιος θα πάρει τι, υπό­σχο­νταν στους λαούς της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας «ελευ­θε­ρία» και «ανε­ξαρ­τη­σία». Και πράγ­μα­τι, οι αρα­βι­κοί λαοί τούς πίστε­ψαν και ξεση­κώ­θη­καν ενα­ντί­ον των Οθω­μα­νών στο πλευ­ρό της Αντάντ. Απο­τέ­λε­σμα; Μετά τον πόλε­μο οι περιο­χές τους περι­ήλ­θαν υπό τον έλεγ­χο της Βρε­τα­νί­ας και της Γαλ­λί­ας, ενώ οι όποιες δια­μαρ­τυ­ρί­ες τους πνί­γη­καν στο αίμα.

Η περί­πτω­ση των Αρά­βων δεν είναι άσχε­τη με την περί­πτω­ση των χρι­στια­νι­κών λαών της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας. Κατα­δει­κνύ­ει το πώς πραγ­μα­τι­κά εννο­ούν οι ιμπε­ρια­λι­στές την «αυτο­διά­θε­ση των εθνών», πώς αξιο­ποιούν τους μειο­νο­τι­κούς ή κατα­πιε­ζό­με­νους λαούς μιας περιο­χής για την προ­ώ­θη­ση — πρώ­τα και κύρια — των δικών τους συμ­φε­ρό­ντων σε αυτή, πώς ξεδιά­ντρο­πα πατά­νε στις ελπί­δες τους για απαλ­λα­γή από την εθνι­κή κατα­πί­ε­ση και μια καλύ­τε­ρη ζωή προ­κει­μέ­νου να τους εντά­ξουν στους σχε­δια­σμούς τους, και τι αξία έχουν οι όποιες υπο­σχέ­σεις — δεσμεύ­σεις τους.

Ολα αυτά έχουν ιδιαί­τε­ρη σημα­σία για τους δοκι­μα­ζό­με­νους χρι­στια­νι­κούς λαούς της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, στους οποί­ους την ίδια περί­ο­δο καλ­λιερ­γού­νταν πλα­τιά η αυτα­πά­τη μιας «έξω­θεν» σωτηρίας.Μικρασιατική Καταστροφή

Οι επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης

Μέσα σ’ αυτό το κου­βά­ρι λοι­πόν των αδυ­σώ­πη­των ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κών αντα­γω­νι­σμών και συγκρού­σε­ων, ήρθαν να προ­στε­θούν και οι επι­διώ­ξεις της ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης. Βασι­κό­τε­ρη εξ αυτών υπήρ­ξε αναμ­φί­βο­λα η επέ­κτα­ση στη Μικρά Ασία, της οποί­ας ο πλού­τος τότε — σύμ­φω­να με τον Βενι­ζέ­λο — αντι­στοι­χού­σε σε μία ακό­μα Ελλάδα.

Αρχι­κά η προ­ο­πτι­κή αυτή τέθη­κε ως δέλε­αρ για την είσο­δο της Ελλά­δας στον Α’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο στο πλευ­ρό της Αντάντ. Ηταν δε τόσο δελε­α­στι­κή, που ο Βενι­ζέ­λος δεν δίστα­σε να συναι­νέ­σει ακό­μα και στην παρα­χώ­ρη­ση της Καβά­λας και της Δρά­μας στη Βουλ­γα­ρία, προ­κει­μέ­νου να ανοί­ξει ο δρό­μος. Τι κι αν δύο μόλις χρό­νια πριν ο ίδιος είχε δηλώ­σει πως θεω­ρού­σε ένα τέτοιο ενδε­χό­με­νο αδια­νό­η­το, αφού θα σήμαι­νε όχι μόνο «την παρα­χώ­ρη­ση ελλη­νι­κο­τά­των πλη­θυ­σμών» σε ένα άλλο κρά­τος, αλλά και «έκθε­ση της ασφα­λεί­ας της (σ.σ. της χώρας) προς την Θεσ­σα­λο­νί­κην»; Ολα μπο­ρούν να γίνουν αντι­κεί­με­νο παζα­ριού για την αστι­κή τάξη, εφό­σον προ­κύ­ψει το ανά­λο­γο αντίτιμο.

Εισερ­χό­με­νη βέβαια στους αντα­γω­νι­σμούς για τη νομή της πολε­μι­κής λεί­ας επί της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, η ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη ήρθε αντι­μέ­τω­πη με τα συμ­φέ­ρο­ντα και τις επι­διώ­ξεις άλλων διεκ­δι­κη­τών. Οπως η Ιτα­λία, στην οποία μάλι­στα οι «σύμ­μα­χοι» είχαν υπο­σχε­θεί τη Σμύρ­νη ήδη από το 1916 (για να την υπο­μο­νεύ­σουν στη συνέ­χεια). Αλλά και η Γαλ­λία, που συν τοις άλλοις αντι­με­τώ­πι­ζε τα συμ­φέ­ρο­ντα της ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης ως προ­έ­κτα­ση των αντί­στοι­χων βρε­τα­νι­κών, με τα οποία βρι­σκό­ταν σε μόνι­μη αντι­πα­λό­τη­τα, τόσο στην περιο­χή της Μέσης Ανα­το­λής όσο και αλλού.

Ετσι, οι Ιτα­λοί θα αρχί­σουν να προ­μη­θεύ­ουν τις κεμα­λι­κές δυνά­μεις με οπλι­σμό ήδη από την επο­μέ­νη της από­βα­σης ελλη­νι­κών στρα­τευ­μά­των στη Σμύρ­νη, ενώ στις 12/3/1921 θα συνυ­πο­γρά­ψουν και Σύμ­φω­νο ανα­γνώ­ρι­σης των ιτα­λι­κών συμ­φε­ρό­ντων στην Αττά­λεια, με αντάλ­λαγ­μα την ιτα­λι­κή υπο­στή­ρι­ξη για την επι­στρο­φή της Σμύρ­νης και της Θρά­κης στην Τουρ­κία. Μία μέρα νωρί­τε­ρα είχε υπο­γρα­φεί αντί­στοι­χο γαλ­λο­τουρ­κι­κό Σύμ­φω­νο, ενώ την ίδια χρο­νιά ο Βρε­τα­νός διπλω­μά­της Χ. Νίκολ­σον παρα­τη­ρού­σε πως «ο ελλη­νι­κός στρα­τός στην Ανα­το­λή βομ­βαρ­δι­ζό­ταν με κανό­νια (…) και αερο­πλά­να που παρεί­χαν στον Κεμάλ γαλ­λι­κές πηγές».

Βεβαί­ως, και η ταύ­τι­ση ελλη­νι­κών και βρε­τα­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων θα απο­δει­κνυό­ταν σύντο­μα πρό­σκαι­ρη, αφού σε έναν κόσμο διαρ­κώς μετα­βαλ­λό­με­νων ισορ­ρο­πιών και συσχε­τι­σμών τα συμ­φέ­ρο­ντα και οι συμ­μα­χί­ες, οι φιλί­ες και οι έχθρες μετα­ξύ εκεί­νων που απο­φα­σί­ζουν για τις μοί­ρες των ανθρώ­πων με γνώ­μο­να τα κέρ­δη τους είναι πολύ σχε­τι­κές, αλλά­ζουν κατά το δοκούν.Καταστροφή mikrasiatiki katastrofi 5

Ο χαρακτήρας της Μικρασιατικής Εκστρατείας

Πώς φτά­σα­με όμως στη Μικρα­σια­τι­κή Εκστρα­τεία; Για­τί έγινε;

Σύμ­φω­να με την επί­ση­μη — την αστι­κή — αφή­γη­ση των γεγο­νό­των, η εκστρα­τεία πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε για την προ­στα­σία των ελλη­νι­κών πλη­θυ­σμών της Μικράς Ασίας.

Κι όμως, στα πρα­κτι­κά του Ανώ­τα­του Συμ­μα­χι­κού Συμ­βου­λί­ου της 20/4/1920, όπου συζη­τή­θη­κε το όλο θέμα, κατα­γρά­φη­κε ξεκά­θα­ρα το για­τί έγι­νε η Μικρα­σια­τι­κή Εκστρα­τεία, δίνο­ντας μια δια­με­τρι­κά αντί­θε­τη εικό­να από εκεί­νη που προ­σπα­θεί να επι­βά­λει δια­χρο­νι­κά η αστι­κή τάξη στις λαϊ­κές συνειδήσεις.

Αντι­κεί­με­νο της εν λόγω συνε­δρί­α­σης του Ανώ­τα­του Συμ­μα­χι­κού Συμ­βου­λί­ου (στο οποίο μετεί­χαν οι ηγέ­τες των κρα­τών της Αντάντ) υπήρ­ξε το εξής πρό­βλη­μα που είχε προ­κύ­ψει: Η ολο­έ­να ανα­πτυσ­σό­με­νη ένο­πλη τουρ­κι­κή αντί­δρα­ση στον επι­διω­κό­με­νο ιμπε­ρια­λι­στι­κό δια­με­λι­σμό της πρώ­ην Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας σήμαι­νε ότι οι Σύμ­μα­χοι έπρε­πε να επι­λέ­ξουν μετα­ξύ δύο πιθα­νών σενα­ρί­ων: Είτε να προ­βούν σε κάποιο συμ­βι­βα­σμό (δηλα­δή να περιο­ρί­σουν την πολε­μι­κή τους λεία), είτε να επι­διώ­ξουν την επι­βο­λή του μάξι­μουμ των διεκ­δι­κή­σε­ών τους διά των όπλων.

Οπως ήταν μάλ­λον φυσι­κό και ανα­με­νό­με­νο, επε­λέ­γη το δεύ­τε­ρο. Στο πλαί­σιο του δια­μορ­φού­με­νου συσχε­τι­σμού δυνά­με­ων και των ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κών αντι­θέ­σε­ων, ωστό­σο, κανείς δεν ήταν δια­τε­θει­μέ­νος να δια­θέ­σει τις τερά­στιες στρα­τιω­τι­κές δυνά­μεις που απαι­τού­νταν. Κανείς, εκτός του Ελλη­να πρω­θυ­πουρ­γού Ελ. Βενι­ζέ­λου, ο οποί­ος «είδε» σε αυτό μια πρώ­της τάξης ευκαι­ρία για την ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη προ­κει­μέ­νου να αυξή­σει το δικό της κομ­μά­τι από τη λεία του πολέμου.

Υπήρ­χε βεβαί­ως ένα πρό­βλη­μα σε όλο αυτό. Σύμ­φω­να με τον στρα­τιω­τι­κό ειση­γη­τή του θέμα­τος, στρα­τάρ­χη Φος, οι στρα­τιω­τι­κές δυνά­μεις των συμ­μά­χων (ακό­μα και με τις πρό­σθε­τες που υπο­σχό­ταν ο Βενι­ζέ­λος) απλά δεν επαρ­κού­σαν για την ταυ­τό­χρο­νη δια­σφά­λι­ση των ζωτι­κών τους συμ­φε­ρό­ντων στην περιο­χή, την πάτα­ξη των δυνά­με­ων του Κεμάλ και την προ­στα­σία των μειο­νο­τή­των (συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του υπό σύστα­ση κρά­τους της Αρμενίας).

Ετσι, έπει­τα από πρό­τα­ση του Βρε­τα­νού πρω­θυ­πουρ­γού Λόιντ Τζορτζ και με την κατα­γε­γραμ­μέ­νη σύμ­φω­νη γνώ­μη του Βενι­ζέ­λου, συμ­φω­νή­θη­κε ότι οι στρα­τιω­τι­κές δυνά­μεις των συμ­μά­χων επαρ­κού­σαν μια χαρά για τα δύο πρώ­τα (δηλα­δή για τη δια­σφά­λι­ση των συμ­φε­ρό­ντων των συμ­μά­χων και την πάτα­ξη των κεμα­λι­κών δυνάμεων).

Και οι μειο­νό­τη­τες; Η προ­στα­σία τους παρα­πέμ­φθη­κε στην κυβέρ­νη­ση του σουλ­τά­νου, που όμως εκεί­νη την επο­χή δεν ήταν παρά μια μαριο­νέ­τα, μην έχο­ντας πρα­κτι­κά την οποια­δή­πο­τε δύνα­μη να επι­βά­λει το οτι­δή­πο­τε. Γεγο­νός που γνώ­ρι­ζαν όλοι τους, αφή­νο­ντας συνει­δη­τά τους άμα­χους πλη­θυ­σμούς στην τύχη τους, προ­κει­μέ­νου να προ­στα­τεύ­σουν τα συμ­φέ­ρο­ντά τους.

Ετσι, με τη σύμ­φω­νη γνώ­μη του Βενι­ζέ­λου, οι ελλη­νι­κοί πλη­θυ­σμοί βρέ­θη­καν εκτε­θει­μέ­νοι και απρο­στά­τευ­τοι, και μάλι­στα την ίδια στιγ­μή που η ανα­γω­γή του ιμπε­ρια­λι­στι­κού δια­με­λι­σμού της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας σε έναν ελλη­νο­τουρ­κι­κό πόλε­μο, ουσια­στι­κά, τους έθε­σε όσο τίπο­τε άλλο στο στό­χα­στρο της τουρ­κι­κής αστι­κής επιθετικότητας.

Το κατά πόσο εκεί­νοι που απο­φά­σι­ζαν για τις τύχες των πλη­θυ­σμών της Μικράς Ασί­ας και του Πόντου υπο­λό­γι­ζαν ή νοιά­ζο­νταν πραγ­μα­τι­κά για τους ανθρώ­πους αυτούς, στο πλαί­σιο των όλων σχε­δια­σμών τους, μπο­ρού­με να το εντο­πί­σου­με και σε πλη­θώ­ρα άλλων ντοκουμέντων:

Οπως π.χ. στην επι­στο­λή του πρί­γκι­πα Ανδρέα (που είχε δια­τε­λέ­σει διοι­κη­τής του Β’ Σώμα­τος Στρα­τού της Στρα­τιάς Μικράς Ασί­ας) προς τον φίλο του Ι. Μετα­ξά τον Δεκέμ­βρη του 1921, στην οποία έγρα­φε μετα­ξύ άλλων: «Απαί­σιοι πραγ­μα­τι­κώς είναι οι εδώ Ελλη­νες, εκτός ελα­χί­στων (…) Θα άξι­ζε πράγ­μα­τι να παρα­δώ­σου­με τη Σμύρ­νη εις τον Κεμάλ διά να τους πετσο­κό­ψει όλους αυτούς τους αχρείους».

Ακό­μα πιο ανα­τρι­χια­στι­κά είναι τα τηλε­γρα­φή­μα­τα των ελλη­νι­κών αρχών παρα­μο­νές της Κατα­στρο­φής: «Καθη­συ­χά­σα­τε κατοί­κους και απα­γο­ρεύ­σα­τε ομα­δι­κήν τυχόν ανα­χώ­ρη­σίν των». «Χρι­στια­νι­κός πλη­θυ­σμός κατε­λή­φθη (υπό) πανι­κού (και) ζητεί (να) ανα­χω­ρή­ση (…). Τον συγκρα­τού­μεν και εμπο­δί­ζο­μεν αναχώρησιν».

Οταν ο ύπα­τος αρμο­στής της Σμύρ­νης — και προ­σω­πι­κός φίλος του Βενι­ζέ­λου — Αρ. Στερ­γιά­δης ρωτή­θη­κε για­τί δεν φρό­ντι­σε για την έγκαι­ρη εκκέ­νω­ση των δοκι­μα­ζό­με­νων ελλη­νι­κών πλη­θυ­σμών προς την ασφά­λεια τις κρί­σι­μες εκεί­νες μέρες, απά­ντη­σε: «Καλύ­τε­ρα να μεί­νουν εδώ να τους σφά­ξει ο Κεμάλ, για­τί αν πάνε στην Αθή­να θα ανα­τρέ­ψουν τα πάντα».

Σε δια­με­τρι­κή αντί­θε­ση, η αστι­κή τάξη των Μικρα­σια­τών και των Ποντί­ων είχε ήδη φύγει, φυγα­δεύ­ο­ντας μαζί της μεγά­λα κεφά­λαια. Οπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά ανα­φέ­ρει ο διοι­κη­τής της Ελλη­νι­κής Μεραρ­χί­ας του Καυ­κά­σου, Ι. Καλ­τσί­δης, όταν διε­φά­νη ο κίν­δυ­νος για τους ελλη­νι­κούς πλη­θυ­σμούς του Πόντου, εκεί­νοι θέλη­σαν να φύγουν, ωστό­σο «δεν είχαν τα μέσα και έφευ­γαν μόνο όσοι ήταν οικο­νο­μι­κά ισχυ­ροί». Ετσι, οι έχο­ντες και κατέ­χο­ντες, καθώς και η πολι­τι­κή ηγε­σία του Πόντου («οι Ελλη­νες αρχη­γοί της πρω­τεύ­ου­σας») εγκα­τέ­λει­ψαν την περιο­χή «και ο λαός έμει­νε (…) εκτε­θει­μέ­νος στην τουρ­κι­κή προ­έ­λα­ση, δίχως οδη­γί­ες, δίχως αρχη­γούς και πρό­γραμ­μα ενεργειών».

Ο πόλε­μος στη Μικρά Ασία υπήρ­ξε ένας πόλε­μος απί­στευ­της αγριό­τη­τας. Από τη μια οι ελλη­νι­κοί άμα­χοι πλη­θυ­σμοί, αξιο­ποιού­με­νοι ως το βασι­κό επι­χεί­ρη­μα για την προ­έ­λα­ση του ελλη­νι­κού στρα­τού, τέθη­καν στο στό­χα­στρο των κεμα­λι­κών δυνά­με­ων ως ένα «επι­χεί­ρη­μα» που έπρε­πε να εκλεί­ψει (με μαζι­κές σφα­γές, λεη­λα­σί­ες, εκτο­πί­σεις αμά­χων κ.ο.κ.). Από την άλλη, οι βαναυ­σό­τη­τες του προ­ε­λαύ­νο­ντος ελλη­νι­κού στρα­τού (κατα­στρο­φές τουρ­κι­κών χωριών, δολο­φο­νί­ες κ.λπ.) απο­τέ­λε­σαν τον καλύ­τε­ρο στρα­το­λό­γο του Κεμάλ, ενώ έδω­σαν και «πάτη­μα» στις ωμό­τη­τες της άλλης πλευράς.

Στον χαρα­κτή­ρα και την αγριό­τη­τα του πολέ­μου ανα­φέρ­θη­κε στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του — κατά απρό­σμε­νο ίσως τρό­πο — ο Ι. Μετα­ξάς. Πράγ­μα­τι, απευ­θυ­νό­με­νος το 1921 σε στε­λέ­χη της κυβέρ­νη­σης που τον επι­σκέ­φτη­καν, προ­κει­μέ­νου να τον πεί­σουν να ανα­λά­βει την αρχη­γεία της Στρα­τιάς Μικράς Ασί­ας, θα πει (κατα­γρά­φο­ντας στο ημε­ρο­λό­γιό του):

«Έχο­μεν να κάμω­μεν με (…) ένα λαόν αγω­νι­ζό­με­νον υπέρ της υπάρ­ξε­ώς του. (…) Διό­τι πράγ­μα­τι ζητεί­τε την κατά­κτη­σιν εν Μ. Ασία (…). Ακό­μη και εις την Σμύρ­νην χώραν είμε­θα εθνο­λο­γι­κώς μειο­νό­της. Εις δε το εσω­τε­ρι­κόν της Μ. Ασί­ας ολί­γι­στον πλη­θυ­σμόν ιδι­κόν μας έχο­μεν (…) Μας σφά­ζουν (…) εφ’ όσον εθέ­σα­μεν ως πρό­γραμ­μά μας την κατά­κτη­σίν των εν Μ. Ασία. (…) Αλλά δεν σφά­ζω­μεν και ημείς; “Σφά­ζο­μεν”, μου λέγει ο Εξα­δά­κτυ­λος (αρχη­γός τότε του ΓΕΣ). “Βέβαια, θέλο­μεν και πρέ­πει να τους εξο­ντώ­σω­μεν”». «Βλέ­πε­τε λοι­πόν», κατέ­λη­ξε ο Μετα­ξάς, «πού μας άγει η πολι­τι­κή σας. Είναι πολι­τι­κή κατα­κτή­σε­ως λαού μη εννο­ού­ντος να υπο­στή την κατάκτησιν».

Βεβαί­ως, οι ενστά­σεις του Μετα­ξά δεν εκκι­νού­σαν από κάποια ανθρω­πι­στι­κή αφε­τη­ρία, αλλά από την εκτί­μη­σή του ότι η όλη Μικρα­σια­τι­κή Εκστρα­τεία ως εγχεί­ρη­μα ήταν πέρα από τις στρα­τιω­τι­κές δυνα­τό­τη­τες του ελλη­νι­κού κρά­τους, γι’ αυτό και ήταν κατα­δι­κα­σμέ­νη σε απο­τυ­χία. Πρό­κει­ται άλλω­στε για μια εκτί­μη­ση που είχε δια­τυ­πω­θεί από πλή­θος άλλων στρα­τιω­τι­κών και διπλω­μα­τι­κών εμπει­ρο­γνω­μό­νων της επο­χής, ντό­πιων και ξένων.

Η ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη, όμως, δεν είχε άγνοια κιν­δύ­νου. Γνώ­ρι­ζε πολύ καλά τα ρίσκα του πολέ­μου. Αλλά τα επι­διω­κό­με­να οφέ­λη ήταν τόσο μεγά­λα, που ήταν δια­τε­θει­μέ­νη για κάθε θυσία.

«Η Ελλάς», επαι­ρό­ταν από το βήμα της Βου­λής ο τότε πρω­θυ­πουρ­γός Δ. Γού­να­ρης, «διά των δυνά­με­ων του στρα­τού της δεν έχει μόνον ό,τι η Συν­θή­κη (σ.σ. των Σεβρών) νομι­μο­ποιεί», αλλά «αντί των 16 χιλιά­δων χιλιο­μέ­τρων κατέ­χει εκα­τόν. Αντί του ενός εκα­τομ­μυ­ρί­ου κατοί­κων, έχει 3 εκα­τομ­μύ­ρια»! Πόσοι όμως από αυτά τα 3 εκα­τομ­μύ­ρια ήταν Ελλη­νες; Πόσο ακό­μα πιο βαθιά στην Ανα­το­λία έφτα­ναν οι επι­διώ­ξεις της αστι­κής τάξης και σε πόσες ακό­μα θυσί­ες από τον ελλη­νι­κό λαό θα εξαρ­γυ­ρώ­νο­νταν αυτές της οι επιδιώξεις;

Ο μικρα­σια­τι­κός πόλε­μος, λοι­πόν, δεν είχε καμία ανθρω­πι­στι­κή ή απε­λευ­θε­ρω­τι­κή αφε­τη­ρία. Εγι­νε προ­κει­μέ­νου να επι­βλη­θεί το μάξι­μουμ των διεκ­δι­κή­σε­ων των νικη­τών του Α’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου από τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό δια­με­λι­σμό της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας. Η «προ­σφο­ρά» και χρή­ση των όπλων του ελλη­νι­κού στρα­τού προς αυτόν τον σκο­πό έγι­νε προ­κει­μέ­νου να διευ­ρυν­θούν τα αντί­στοι­χα πολε­μι­κά κέρ­δη της ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης. Ηταν ένας άδι­κος, ιμπε­ρια­λι­στι­κός πόλε­μος, του οποί­ου το τίμη­μα πλή­ρω­σαν — για μια ακό­μα φορά — με το αίμα τους εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες εργα­τό­παι­δα και αγρο­τό­παι­δα, Ελλη­νες, Αρμέ­νιοι, Τούρ­κοι κ.ά.Καταστροφή mikrasiatiki katastrofi 2

Το τέλος του μικρασιατικού πολέμου

Τέλη Αυγού­στου — αρχές Σεπτέμ­βρη του 1922 το στρα­τιω­τι­κό σκέ­λος του μικρα­σια­τι­κού ιμπε­ρια­λι­στι­κού πολέ­μου ήρθε στο τέλος του. Η τελευ­ταία πρά­ξη του όμως θα λάμ­βα­νε χώρα στη Λοζά­νη, όπου επί 8 περί­που μήνες οι «σύμ­μα­χοι» της Αντάντ διε­ξή­γα­γαν σκλη­ρό­τα­τες δια­πραγ­μα­τεύ­σεις προ­κει­μέ­νου να περι­σώ­σουν όσα το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρα από την πολε­μι­κή λεία των Σεβρών.

Πράγ­μα­τι — και σε αντί­θε­ση ίσως με την πλέ­ον δια­δε­δο­μέ­νη εντύ­πω­ση — η Λοζά­νη δεν είχε να κάνει κυρί­ως με τις ελλη­νο­τουρ­κι­κές δια­φο­ρές, αλλά με το κατά πόσο Βρε­τα­νία και Γαλ­λία θα δια­τη­ρού­σαν και τι από τα κεκτη­μέ­να τους στη Μέση Ανα­το­λή. Και εν τέλει τα κρά­τη­σαν, με ελά­χι­στες απώ­λειες για τις ίδιες. Το αντί­θε­το συνέ­βη με τα «κεκτη­μέ­να» του μικρό­τε­ρου συμ­μά­χου τους, της Ελλά­δας. Οι πραγ­μα­τι­κοί χαμέ­νοι βεβαί­ως της μοι­ρα­σιάς (και ξανα­μοι­ρα­σιάς) της πρώ­ην Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας δεν ήταν άλλοι — όπως προ­εί­πα­με — από τους λαούς της περιοχής.

Οσο για τις αστι­κές τάξεις Ελλά­δας και Τουρ­κί­ας, αυτές βρή­καν τη «λύση» στο μειο­νο­τι­κό τους πρό­βλη­μα ανταλ­λάσ­σο­ντας τους «ανε­πι­θύ­μη­τους» πλη­θυ­σμούς τους με μια μονο­κον­δυ­λιά, σαν να μην επρό­κει­το για ανθρώ­πους αλλά για άψυ­χα αντι­κεί­με­να, μηδα­μι­νής αξί­ας. Σύντο­μα, άλλω­στε, οι αστι­κές τάξεις Ελλά­δας και Τουρ­κί­ας θα τα «ξανά­βρι­σκαν» μετα­ξύ τους. Μόλις μία δεκα­ε­τία μετά τη Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή και την ανταλ­λα­γή των πλη­θυ­σμών, ο Βενι­ζέ­λος θα πρό­τει­νε τον Κεμάλ ακό­μα και για το Νόμπελ Ειρήνης!

Οι δε εξα­θλιω­μέ­νοι πρό­σφυ­γες θα ρίχνο­νταν σε ένα διαρ­κές κυνη­γη­τό ζωής και θανά­του για το μερο­κά­μα­το, γενό­με­νοι αντι­κεί­με­νο της πιο σκλη­ρής ταξι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης, συχνά από τους ίδιους τους συντο­πί­τες τους κεφα­λαιού­χους, που πολύ γρή­γο­ρα ενσω­μα­τώ­θη­καν και πήραν τη θέση τους στην ντό­πια αστι­κή τάξη.

Και η προ­σφυ­γι­κή φτω­χο­λο­γιά όμως βρή­κε προ­ο­δευ­τι­κά την ταξι­κή της θέση πλάι στους ντό­πιους εργά­τες και αγρό­τες, εντασ­σό­με­νη στους λαϊ­κούς αγώ­νες και πρω­το­στα­τώ­ντας σε αυτούς, δίπλα και μέσα από τις γραμ­μές του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Ελλάδας.

Εν κατα­κλεί­δι, συνο­ψί­ζο­ντας, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι η Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή υπήρ­ξε συνέ­πεια τριών βασι­κών — πολ­λα­πλά αλλη­λέν­δε­των και πολ­λά­κις αλλη­λο­τρο­φο­δο­τού­με­νων — παραγόντων:

1ο: Των επι­διώ­ξε­ων της τουρ­κι­κής αστι­κής τάξης για οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή κυριαρ­χία επί των εδα­φών της πρώ­ην Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, τα οποία και θεω­ρού­σε δικά της, προ­κει­μέ­νου να χτί­σει το έθνος — κρά­τος της.

2ο: Των επι­διώ­ξε­ων της ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης για επέ­κτα­ση στην πλού­σια Μικρά Ασία, με οποιο­δή­πο­τε κόστος.

3ο: Της δια­πλο­κής των παρα­πά­νω επι­διώ­ξε­ων με τη γενι­κό­τε­ρη ιμπε­ρια­λι­στι­κή σύγκρου­ση του Α’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, κατά τον οποίο ολό­κλη­ρες χώρες και λαοί κατέ­στη­σαν λεία προς νομή και ανα­δια­νο­μή ανά­με­σα στα αντι­μα­χό­με­να στρατόπεδα.

Και αν αυτό το μοί­ρα­σμα και ξανα­μοί­ρα­σμα του κόσμου μάς φαί­νε­ται οικείο, είναι για­τί οι ίδιοι αδυ­σώ­πη­τοι αντα­γω­νι­σμοί για πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κές πηγές, αγο­ρές και σφαί­ρες επιρ­ρο­ής συνε­χί­ζο­νται έως και τις μέρες μας, γεν­νώ­ντας διαρ­κώς νέους πολέ­μους και νέα καρα­βά­νια ξερι­ζω­μέ­νων. Εως πότε; Ωσό­του οι λαοί «μάθουν» από την Ιστο­ρία τους και φρο­ντί­σουν οι ίδιοι ώστε να μπει τέλος σε αυτόν τον απάν­θρω­πο νόμο του κέρ­δους, που δεν λογα­ριά­ζει τις ζωές τους, το βιος τους, το παρόν και το μέλ­λον τους.

* Μέλος του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ.

Όλα τα στοι­χεία του άρθρου — και ακό­μα περισ­σό­τε­ρα — εμπεριέχονται
στην ειδι­κή έκδο­ση που επι­με­λή­θη­κε το Τμή­μα Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο
«1922 — Ιμπε­ρια­λι­στι­κή Εκστρα­τεία και Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή»,
εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 2022

Πηγή Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο