Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι δύο αγαπημένες κλασικές ταινίες των Χριστουγέννων. Τι τις συνδέει;

Υπάρ­χουν δύο ται­νί­ες, που χαρα­κτη­ρί­ζο­νται, όχι άδι­κα, χρι­στου­γεν­νιά­τι­κες, αν και το θέμα τους είναι η κάλ­πι­κη αξία του χρή­μα­τος στη ζωή των ανθρώ­πων, και αγα­πή­θη­καν τόσο πολύ από τους Έλλη­νες, για τους οποί­ους δεν νοού­νται Χρι­στού­γεν­να χωρίς την προ­βο­λή τους στη μικρή οθόνη.

Είναι απα­ραί­τη­τες όσο ο στο­λι­σμός του σπι­τιού ή το οικο­γε­νεια­κό γιορ­τι­νό τρα­πέ­ζι. Πρό­κει­ται για τα αθά­να­τα κλα­σι­κά φιλμ “Μια Υπέ­ρο­χη Ζωή” που γύρι­σε ο μεγά­λος μάστο­ρας του Χόλι­γουντ Φρανκ Κάπρα το 1946, μια ται­νία που έχει τερά­στια απή­χη­ση σε όλο τον κόσμο, και η δημιουρ­γία του Γιώρ­γου Τζα­βέλ­λα “Η Κάλ­πι­κη Λίρα” (1955), μία από τις ελά­χι­στες σπον­δυ­λω­τές ελλη­νι­κές ται­νί­ες και σίγου­ρα μια από τις καλύ­τε­ρες της εγχώ­ριας παραγωγής.

      Κάλπικο είναι το χρήμα

Τις δυο ται­νί­ες τις συν­δέ­ουν η βασι­κή ιδέα και φυσι­κά το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο πνεύ­μα που τις δια­κα­τέ­χει, παρό­τι τις χωρί­ζουν δέκα χρό­νια και φυσι­κά το κόστος παρα­γω­γής, αφού η ελλη­νι­κή κινη­μα­το­γρα­φι­κή βιο­τε­χνία δεν μπο­ρεί να συγκρι­θεί με την βιο­μη­χα­νία του Χόλι­γουντ. Για τον Κάπρα απο­τε­λεί μία ευκαι­ρία για να καταγ­γεί­λει τη μόδα της αθε­ΐ­ας στις ΗΠΑ και την επι­κρά­τη­ση της νέας θρη­σκεί­ας, του χρή­μα­τος, αλλά και η απλη­στία των πλού­σιων. Μάλι­στα στο πρό­σω­πο του εξαι­ρε­τι­κού Λάιο­νελ Μπά­ρι­μορ, θα βρει τον από­λυ­το κακό, έναν αδη­φά­γο μεγα­λο­καρ­χα­ρία, που θα προ­κα­λέ­σει μεγά­λη ταρα­χή στην οικο­νο­μι­κή ελίτ των ΗΠΑ, φτά­νο­ντας στο σημείο το FBI να την χαρα­κτη­ρί­σει ως ται­νία με κομ­μου­νι­στι­κά μηνύ­μα­τα, παρό­τι ο Κάπρα ήταν ένας συντη­ρη­τι­κός δημο­κρά­της, που λάτρευε, όπως οι περισ­σό­τε­ροι μετα­νά­στες, το “αμε­ρι­κα­νι­κό όνει­ρο” πριν απο­κα­λυ­φθεί ότι στη­ρί­ζε­ται στην αρπα­γή του δημό­σιου πλού­του και στην εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο. Απ’ την άλλη, στην ται­νία του Τζα­βέλ­λα, εκτός από το σαφές νόη­μα των τεσ­σά­ρων αυτο­τε­λών ιστο­ριών, που συν­δέ­ο­νται μέσω της κάλ­πι­κης λίρας, υπάρ­χουν και τα τελευ­ταία λόγια του αφη­γη­τή Δημή­τρη Μυράτ που λέει «δεν είναι κάλ­πι­κη η λίρα, κάλ­πι­κο είναι το χρήμα…»

Υπάρ­χουν όμως και οι δια­φο­ρές, κυρί­ως σε τεχνι­κό επί­πε­δο, καθώς στην ται­νία του Κάπρα η κάμε­ρα επι­κε­ντρώ­νε­ται στο πρό­σω­πο του πρω­τα­γω­νι­στή Τζέιμς Στιού­αρτ, ενώ στο φιλμ του Τζα­βέλ­λα οι πρω­τα­γω­νι­στές είναι πολ­λοί περισ­σό­τε­ροι, λόγω και της σπον­δυ­λω­τής δομής της ταινίας.

      Ο μεγάλος μάστορας Φρανκ Κάπρα

Η ται­νία του Ιτα­λο­α­με­ρι­κα­νού Φρανκ Κάπρα, αν και βρι­σκό­ταν στην ακμή του, αντι­με­τώ­πι­σε τη χλια­ρή κρι­τι­κή της επο­χής, λόγω «της υπερ­βο­λι­κής της συναι­σθη­μα­τι­κό­τη­τας και των απλοϊ­κών μηνυ­μά­των της», ενώ αγνο­ή­θη­κε και στα Όσκαρ, αφού από τις πέντε προ­τά­σεις, δεν κέρ­δι­σε καμία. Ωστό­σο, μετά το 1970, από ένα γρα­φειο­κρα­τι­κό λάθος πέρα­σε στην κατη­γο­ρία “ελεύ­θε­ρων πνευ­μα­τι­κών δικαιω­μά­των” και η προ­βο­λή της από τα αμε­ρι­κά­νι­κα κανά­λια την έκα­νε μία από τις πιο αγα­πη­μέ­νες ται­νί­ες όλων των επο­χών και ανα­γνω­ρί­στη­κε η αξία της. Γνή­σιος λαϊ­κός κινη­μα­το­γρά­φος, με μονα­δι­κή αφη­γη­μα­τι­κή άνε­ση και απλό­τη­τα- τα μεγα­λύ­τε­ρα προ­τε­ρή­μα­τα του Κάπρα. Ένας από τους ξεχω­ρι­στούς μάστο­ρες του Χόλι­γουντ, που έκα­νε μερι­κές από τις καλύ­τε­ρες ται­νί­ες καταγ­γέλ­λο­ντας τις μαύ­ρες σελί­δες του καπι­τα­λι­σμού και την απλη­στία και τα πολι­τι­κά παι­χνί­δια εις βάρος του λαού, όπως “Ο Κύριος Σμιθ Πάει στην Ουά­σινγ­κτον”, “Mr. Deeds Goes to Town”, “Δεν θα τα Πάρεις Μαζί Σου”, “Ο Λαός Προ­στά­ζει”, αλλά και πολ­λές πνευ­μα­τώ­δεις ρομα­ντι­κές κωμω­δί­ες (σκρού­μπολ) με πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κές “Αρσε­νι­κό και Παλιά Δαντέ­λα”, “Συνέ­βη μια Νύχτα”, “Η Κόμισ­σα και ο Γκάνγκστερ”.

      Ο αυτοδίδακτος και πρωτοπόρος Τζαβέλλας

Ο Γιώρ­γος Τζα­βέλ­λας, σε δικό του σενά­ριο, φτιά­χνει μία από τις αρτιό­τε­ρες ελλη­νι­κές ται­νί­ες, σε παρα­γω­γή της ΑΝΖΕΡΒΟΣ, μετά την άρνη­ση της Φίνος Φιλμ να τη χρη­μα­το­δο­τή­σει. Με όχη­μα μία κάλ­πι­κη λίρα, ο εμπνευ­σμέ­νος και αυτο­δί­δα­κτος σκη­νο­θέ­της θα δια­πε­ρά­σει την ελλη­νι­κή κοι­νω­νία της επο­χής. Τον μικρο­με­σαίο χρυ­σο­χόο (Βασί­λης Λογο­θε­τί­δης), που θαμπώ­νε­ται μπρο­στά στην ομορ­φιά μιας γυναί­κας (Ίλια Λιβυ­κού) και φτιά­χνει την περί­φη­μη “ωχρή”, τον απα­τε­ώ­να ζητιά­νο (Μίμη Φωτό­που­λο) και την κόντρα του με την πόρ­νη (Σπε­ράν­τζα Βρα­νά) διεκ­δι­κώ­ντας το ίδιο στέ­κι κάπου στο κέντρο της Αθή­νας, την αντι­πα­ρά­θε­ση μετα­ξύ ενός εισο­δη­μα­τία (ο τερά­στιος Ορέ­στης Μακρής) κι ενός φτω­χού μπο­για­τζή (Λαυ­ρέ­ντης Δια­νέλ­λος) για το ενοί­κιο, τον πρό­ω­ρο θάνα­το του δεύ­τε­ρου, την ορφά­νια της μικρής του κόρης και τη συμπό­νια που θα δεί­ξει ο πρώ­τος στο δρά­μα μια νύχτα την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων και βεβαί­ως του μεγά­λου έρω­τα του φτω­χού μπο­έμ ζωγρά­φου (Δημή­τρης Χορν) και της πλού­σιας κόρης ενός βιο­μη­χά­νου (Έλλη Λαμπέ­τη), που θα λήξει άδο­ξα, αλλά δεν θα πεθά­νει ποτέ.

Ο Γιώρ­γος Τζα­βέλ­λας κι αυτός με τη σει­ρά του θα φτιά­ξει μια λαϊ­κή δρα­μα­τι­κή κωμω­δία, μία ηθο­γρα­φία, με κοι­νω­νι­κά μηνύ­μα­τα, που για την επο­χή της θα μπο­ρού­σαν να θεω­ρη­θούν πρω­το­πό­ρα. Άλλω­στε, ο Τζα­βέλ­λας ήταν ένας πρω­το­πό­ρος του ελλη­νι­κού σινε­μά αν και αυτο­δί­δα­κτος, γυρί­ζο­ντας λίγες αλλά πάντα καλές ή εξαι­ρε­τι­κές ται­νί­ες, ανε­βά­ζο­ντας τον πήχη ιδιαί­τε­ρα ψηλά για τα ελλη­νι­κά δεδο­μέ­να. Ένας γλυ­κός άνθρω­πος, με υψη­λή αισθη­τι­κή και βαθιά σκέ­ψη, που έκα­νε μερι­κές από τις καλύ­τε­ρες ελλη­νι­κές ται­νί­ες (“Ο Μεθύ­στα­κας”, “Το Σοφε­ρά­κι”, “Μια Ζωή την Έχου­με”, “Ο Γρου­σού­ζης”, “Ο Ζηλια­ρό­γα­τος”, “Η Δε Γυνή να Φοβεί­ται τον Άνδρα” κ.ά.) και αδί­κως δεν έχει την ανα­γνώ­ρι­ση που του πρέ­πει, αφού εύκο­λα θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί από τους κορυ­φαί­ους Έλλη­νες κινηματογραφιστές.

Δεν είναι άλλω­στε τυχαίο ότι τις ται­νί­ες του Φρανκ Κάπρα και του Γιώρ­γου Τζα­βέλ­λα μπο­ρού­με να τις βλέ­που­με, συνε­χώς, να τις απο­λαμ­βά­νου­με, να μας εντυ­πω­σιά­ζουν σαν πρώ­τη προ­βο­λή, και κυρί­ως να μας συγκι­νούν, γλυ­καί­νο­ντας την ψυχή μας, καθα­ρί­ζο­ντας το μυα­λό από τις σκο­τού­ρες της καθη­με­ρι­νό­τη­τας. Αυτό είναι και το μεγα­λείο τους, αυτό που συν­δέ­ει δυο πραγ­μα­τι­κά σημα­ντι­κούς του κινηματογράφου.

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

«Ο πικρός βίος του Μαξ Χάβε­λα­αρ, Μια ιστο­ρία εκμε­τάλ­λευ­σης στις αποι­κί­ες καφέ»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο