Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι εκλογές, οι γαμπροί και η νύφη!!!

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

«Ξύπνα περ­δι­κο­μά­τα μου κι ήρθα στο μαχα­λά σου.
Χρυ­σά πλε­ξού­δια σού ‘φερα να βάλεις στα μαλ­λιά σου.
-Κι αν ήρθες καλω­σό­ρι­σες, κι ας έκα­νες και κόπο,
Ήρθες και μας ομόρ­φυ­νες τον άσχη­μό μας τόπο.
Κι αυτόν τον κόπο που ‘καμες διπλά θα στον πληρώσω…»

Πέρα­σαν επτά και πλέ­ον μήνες από την ημέ­ρα των εκλο­γών. Σχη­μα­τί­στη­κε η κυβέρ­νη­ση, ορί­στη­καν και διο­ρί­στη­καν οι υπουρ­γού και οι υφυ­πουρ­γοί, εγώ, εσύ κι αυτός, ο άλλος κι ο παρά­λος … Κι άρχι­σε η δ’λειά… Αδή­ρι­τη η ανά­γκη να στε­λε­χω­θούν οι υπη­ρε­σί­ες, τα νοσο­κο­μεία, οι οργα­νι­σμοί. Πολ­λοί οι υπο­ψή­φιοι… Άσχε­το. Δεν έχει σχέ­ση η ηλι­κία. Και ογδό­ντα κάνει. Και ο ογδο­ντά­ρης τη νύφη – διοί­κη­ση ή όπως άλλιώς να το πού­με τη βλέ­πει όπως ο γαμπρός την περ­δι­κο­μά­τα. «Περ­δι­κό­στη­θη Tσιγγάνα,/ω μαγεύ­τρα, που μιλείς/τα μεσά­νυ­χτα προς τ’ άστρα/γλώσσα προ­στα­γής». Και η προ­στα­γή έγρα­φε για τη νύφη. Πολύ­φερ­νη νύφη. Ενώ κανέ­νας γαμπρός δεν ήθε­λε τη νύφη,-έτσι έλε­γαν- κρυ­φά και φανε­ρά τρέ­χουν ξοπί­σω της ξελιγωμένοι.

Και εφαρ­μό­ζο­ντας τη λαϊ­κή θυμο­σο­φία: «Δεν παχαίν’ το σκ’λί στον γάμο, όσο και να φάει» ίσως μερι­κοί να «υπε­ρέ­βα­λαν εαυ­τούς», όχι δεν έτα­ξαν, αλλά «ετά­χθη­σαν» προ­βάλ­λο­ντας τη μονα­δι­κό­τη­τά τους και τονί­ζο­ντας «στε­ντο­ρεία τη φωνή», «πάρε σκύ­λα από κοπάδ’ και γ’ναίκα από σόι». Αλλά πρέ­πει να το πού­με. «Γάμος χωρίς κριάσ’ δε γίνε­ται». Γι’ αυτό απα­ραί­τη­τα είναι τα κοψί­δια. Και τα κοψί­δια μετα­τρέ­πο­νται σε βόλε­μα παντοιο­τρό­πως. «Πίστη ιερά!» Ένθεν κακεί­θεν. Όλοι στην τακτο­ποί­η­ση. Κανείς δεν θα πει: «Από το γάμο έρχο­μαι, και μα την πεί­να πού ‘χω». Και πολ­λοί τρώ­νε το κόκο­ρα και στον άλλον ούτε λαρύγγι.

Αυτά μού εκτρέ­πουν τη σκέ­ψη και μού την πηγαί­νουν στη μάνα και τον πατέ­ρα του Κώστα.

Ο πατέ­ρας του βρι­σκό­ταν οκτώ μήνες την ξενι­τιά. Η μάνα του μεγά­λω­νε δυο παι­διά μόνη της. Τον Κώστα και τον Δημη­τρά­κη. Έφτα­σαν οι άγιες μέρες των Χρι­στου­γέν­νων και της Πρω­το­χρο­νιάς. Το σπί­τι κατα­κυ­ρί­ευ­σε μια ανεί­πω­τη προ­σμο­νή. Ακό­μα και ο μικρός σαν κάτι να κατα­λά­βαι­νε… «Θα ‘ρθει ο πατέ­ρας». Παρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων. Πατέ­ρας πουθενά.

Έπε­σαν για ύπνο. «Αύριο θα έρθ’ ο πατέ­ρας σας», είπε η μάνα.

Στο τζά­κι, δίπλα εκεί στην παρα­στιά κούρ­νια­σε και ο Κώστας μαζί με τον Δημη­τρά­κη και κοι­μή­θη­κε. Ο πατέ­ρας είχε έρθει το βρά­δυ. Ξαφ­νι­κά χαρά­μα­τα ξύπνη­σε ο Κώστας κι άκου­σε τον εξής διά­λο­γο του πατέ­ρα και της μάνας του:

-Να σ’ πω, γυναί­κα, να σ’ πω.

-Τι, είναι Γιωρ­γή μ’;

-Εχτές, το βράδ’, μόλις ήρθα…

-Σι κατά­λα­βα, σι κατάλαβα.

-Κάτσε, ορέ, γυναί­κα, ν’ ακούσεις.
‑Καλά, ακούω…

-Να, χτες βράδ’, μόλις ήρθα.

-Χτες βράδ’ , μόλις ήρθες… Τι έγι­νε Γιωρ­γή μ’;

-Να, μ’ έπια­σε μια αγκού­σα, μού ‘ρθε σαν αχα­μνά κι είπα να χαλέ­ψω λίγο.

-Και δε χάλευ­ες; Δεν τόξε­ρες πού ήταν;

-Άει χαλα­σιά σ’. Για σαλα­φό μ’ έχ’ς Βασί­λω; Τόξε­ρα και παρα­τό­ξε­ρα. Αλλά σκέ­φτη­κα ότι σήμε­ρα είναι μεγά­λη γιορ­τή. Θυμήθ’κα τον παπα- Σπύ­ρο που μού είχε πει: Γιώρ­γη, τέκνον μου, να έχεις εγκρά­τεια τις εορ­τές. Έχει τόσες μέρες ο χρό­νος, τέκνον μου. Πίστε­ψα πως και ο ξενι­τε­μέ­νος δεν εξαιρείται.

- Αν σ’ χάλε­βα, τι θάλεγες;

-Ο παπάς να κοι­τάξ’ τα δ’κά τ’. Τι θα ‘λεγα; Κάνε τ’ν δου­λειά σ’ τώρα και μετά θάρθ’ και η γιορτή.

-Να, θα πας σήμε­ρα στην εκκλησιά.

-Σήμε­ρα, όταν θα φέξ’ για τα καλά. Όχι τα χαράματα.

-Τώρα τι λες; Να τ’φυκίσουμε λίγο το γ’ρούν’ για να μη σκούζ’, για νάναι όλα γαλά­τα και μαλάτα;

-Να κάτσεις στ’ αβγά σ’. Αυτό μας έλ’πει τώρα. Θα ξυπνήσ’ το παι­δί και μεις θα είμα­στε ανα­σκλιω­μέν’; Ντρο­πής πράγματα.

-Αμ, Βασί­λω. Μία το παι­δί, μία λαλά­ει το πλι, μία η γιορ­τή νηστ’κός ο Γιώρ­γος. Λες και είμ’ καραβοκύρ’ς. Κάπο­τε να τρώ­με και μεις. Στη χασ’ και στη φέξ’.

-Ας είχες μυα­λό το βράδ’.

Αυτά έπα­θε ο Γιωρ­γής. Το θυμή­θη­κα το περι­στα­τι­κό, τώρα που γέμι­σε ο τόπος υπο­ψη­φί­ους. Έχου­με πολ­λούς, μα πάρα πολ­λούς που επε­θύ­μη­σαν να ντ’φεκίσουν το γ’ρούν’, να γευ­θούν και να καλω­σκε­ρί­σουν «εξου­σί­ας», να «χαλέ­ψουν» στις εκλο­γές, μα το «ανά­σκλιω­μα» δεν το πέτυχαν…

Του­τέ­στιν, «πήραν την μπού­τσκα με τον κύπρο». Ούτε μια θεσού­λα… Αδικία!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο