Μικρές ιστορίες γυναικών
Doris
Βύθιζε το βλέμμα στη μοναξιά, δεν την ενοχλούσε
ήταν επιλογή της, καθώς άκουγε το θρόισμα των φύλλων
ψιθύριζε ως να απαντούσε, — σε ποιον αλήθεια, δεν ήξερε –
ναι, υπήρξε αυταρχικός, σίγουρος για το αλάνθαστο
της συνείδησης, της γνώμης, των αποφάσεων του,
σίγουρος για τον δικό του θεό,
υπήρξε, σε μια εποχή που εκείνη προτιμούσε να πιστεύει,
παρά να αμφιβάλλει,
σ’ ένα κόσμο που αγνοούσε τα θέλω της,
έτσι πορεύτηκε μαζί του, από αδιέξοδο σε αδιέξοδο,
με άσκοπες φιλονικίες και φόβο.
Τώρα έχοντας φτάσει στην ηλικία που είχαν οι σκέψεις της,
εκείνος σε δευτερεύοντα ρόλο πια, με τα χέρια άπραγα, σταυρωμένα,
σπαταλημένος από εγωισμό και αλαζονεία,
κυριευμένος από το μέγιστο κίνητρο του συμφέροντος
συνόψιζε με μια υποψία τρυφερότητας το αναγκαίο της αγάπης,
ήταν και τα χρόνια που είχαν περάσει
έχοντας αφήσει βαρύτερο φορτίο στους ώμους του.
Ξαφνιάστηκε όταν προσφέροντάς της ένα κουτί σοκολατάκια
άκουσε στο παραμιλητό του,
«η αυταρχικότητα είναι ένδειξη σοβαρής δυστυχίας»,
απροσδόκητα λόγια όταν έχουν πάρει να ξεβάφουν τα μάτια
και ξυπνούν στην έρημη πόλη τα πιο παράτολμα όνειρα.
Έκανε μια παύση, μετά ακολουθώντας στο χαμήλωμα του ουρανού
σ’ ένα βλεφάρισμα της αιωνιότητας κάτι κοριτσίστικες φούστες,
θυμήθηκε από τη νιότη της σκόρπιες ξεχασμένες στιγμές,
γελώντας συνέχισε να τρώει σοκολατάκια
σίγουρη η Doris, πως
η αγάπη δεν είναι παραμύθι με μεταμορφωμένα νοήματα.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης \ Ζωή Δικταίου
Hotel Bellevue et du Chariot d’Or, Ιούνιος 2022
Seraphine
Είχε και αυτή τον προσωπικό της δήμιο, η Seraphine,
όταν δεν την έσπαγε στο ξύλο,
την πετούσε με λύσσα όπου έβρισκε, στο ξύλινο πάτωμα,
στο σαλόνι, στο τραπέζι της κουζίνας, στο κρεββάτι,
στα κάγκελα, στις λάσπες κάποια φορά που θυμήθηκε
πως την είχε πιάσει επ’ αυτοφόρω, να χαμογελάει στον καθρέφτη
έχοντας ανοικτό το παράθυρο, και το ραδιόφωνο μόνιμα
για να καλύπτει η μουσική τις φωνές της.
Ο δικός της δήμιος δεν έψαχνε ποτέ αιτία,
ήταν όλα χωρίς λόγο, και μόνο η ύπαρξή της έφταιγε,
ο δικός της δυνάστης, ένας άντρας ντυμένος καθώς πρέπει,
που και μόνο η γραβάτα του την επηρέαζε, σαράντα χρόνια μετά,
σαν μηχανή που γυρίζει πίσω τον χρόνο,
ο … , αυτός που τώρα,
στεκόταν μπροστά στο ξύλινο αλογάκι του carousel
μεταμφιεσμένος σε αρλεκίνο με ριγέ κοστούμι
και ίσως να θυμόταν
το χαριτωμένο κοριτσάκι με τα σγουρά μαλλιά στο σιντριβάνι
αυτό που ντυνόταν με χρωματιστά ρετάλια
ραμμένα στη ραπτομηχανή,
στην παλιά mercedes της μητέρας του…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης, Ζωή Δικταίου
Μονμάρτη, 13 Ιουνίου 2022
Chaya
Έβγαινε περίπατο φορώντας σαντάλια με μαύρα λουριά,
την περιφρονούσαν,
λίγο ο αδέξιος τρόπος που βάδιζε στη λεωφόρο,
ντεμοντέ ρούχα, ολόλευκα μαλλιά, μεγάλα μυωπικά γυαλιά,
τα μακριά της χέρια
σε διαμαρτύρηση πριν ο χρόνος την συντρίψει.
Μετρούσε κάθε φορά τις γυναικείες μορφές των αγαλμάτων
ως να έπαιρνε παρουσίες,
μετά σταματούσε σ’ ένα κιόσκι στο βάθος του άλσους
άνοιγε τα μάτια διάπλατα,
από κάπου έβγαιναν τρομακτικοί ήχοι, αλλόκοτοι,
κάτι σαν ανθρώπινες φωνές, βρισιές
ανακατεμένες με χλιμιντρίσματα αλόγων,
μόνο εκείνη μπορούσε να ακούσει, ίσως επειδή ήταν η μόνη
που πλησίαζε να κλείσει έναν αιώνα ζωής.
Τότε μέστωνε ο παλιός φόβος ο πάντα παρών,
θυμόταν που της έλεγαν πως έπρεπε να προσεύχεται για να ξεχάσει,
και το είχε προσπαθήσει μερικές φορές
μα καμιά προσπάθεια δεν έπιασε τόπο, βυθιζόταν στην αλήθεια,
το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο μυαλό,
οι καπνοί, εξουσίαζαν βασανιστικά τις αναμνήσεις,
έσκυβε τους ώμους θλιβερά,
δακρυσμένη αναζητούσε στην κρήνη των Μεδίκων
στον παφλασμό του νερού λύτρωση.
Έτσι και χτες, μέσα Ιουνίου στους κήπους του Λουξεμβούργου,
κατέληξε να πιάσει κουβέντα με μιαν άγνωστη,
σ’ ένα δημόσιο παγκάκι, με μεγάλη ευχαρίστηση,
αυτή η μικροκαμωμένη γυναίκα,
διηγήθηκε πως ευτυχώς είχε προλάβει να ζήσει
την άκρα αρετή του έρωτα, πριν τον πόλεμο,
«σε μια εποχή που τα περισσότερα κορίτσια
δεν είχαν δικαίωμα να διασχίσουν το πάρκο,
εγώ, παγίδευα ένα χαμόγελο σαν περισπωμένη στα χείλη,
σίγουρη πως αυτός ήταν ο τρόπος για να με προσέξει ο Μοντάν,
τώρα αγοράζω ένα μπουκέτο λουλούδια, δώρο στον εαυτό μου,
γιατί είναι ωραίο να ζεις
και θαύμα να έχεις επιζήσει από εκείνη την κόλαση».
Μπορεί να της έκλεψαν τη ζωή, της Chaya,
μα κανένα κρεματόριο
δεν κατάφερε να σκορπίσει στάχτη στη μνήμη της…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κήποι του Λουξεμβούργου, Ιούνιος 2022
Zoe
Σαράντα χρόνια, μια σχέση που πολλές φορές τη διέκοψαν διαφωνίες,
μπόρες άγριες, αμφιβολία, κι όμως,
συμβαίνει να είναι ακόμη μαζί, χωρίς ανάγκη απολογισμών, χωρίς τύψεις,
πότε μεγαλόψυχοι και πότε αστείοι, τώρα δεν τους έμενε καιρός
να δικαιολογηθούν, να αντιπαρατεθούν,
να χωρίσουν έστω προσωρινά,
τώρα συμμερίζονται τις ίδιες απολαύσεις, μια βόλτα στο πάρκο,
ένα καφέ, ένα βιβλίο, το πέταγμα των περιστεριών,
μια σοκολάτα, ένα ρεσιτάλ, ένα παγωτό χωνάκι,
το φευγιό μιας πεταλούδας,
για πρώτη φορά στη ζωή τους τόσο κοντά, τόσο μονιασμένοι,
αφημένοι να τους κυκλώνουν οι εφήμεροι ανθοί
της μανόλιας, του γιασεμιού, του νυχτολούλουδου,
ευχαριστημένοι, χωρίς παιχνίδια νοσταλγίας
λυπόταν μόνο που είχαν αρνηθεί κάποια από τα δώρα του έρωτα
στη νιότη τους,
τότε, που την εγκατέλειπε άπραγη από φιλιά στα ραντεβού
κάνοντάς την να μελαγχολεί,
τότε, που αγκιστρωμένος σε άλλες θύμησες,
— εμπειρία που της χάραξε νωρίς τις πρώτες ρυτίδες στο πρόσωπο
και που με αυτές τώρα περνούσε ελευθέρας τα διόδια του γάμου –
γέλασε, εκείνη περισσότερο βλέποντάς τον να την κορτάρει,
δίχως θύμησες πια,
όσο διαβάζοντας κάτι σκοροφαγωμένες γραμμές
στο κιτρινισμένο σημειωματάριο
άνοιγε μια χαραμάδα στις ραγισμένες στιγμές,
κι εκείνος σφύριζε τραγούδια μιας άλλης εποχής, όχι και τόσο μακρινής,
«έρημη πόλη, τι μου ζητάς, δεν ήταν όνειρο, μέρες που φύγαν,
κλείσε τις πόρτες… » , όλα τραγούδια του Γιώργου Σταυριανού,
πάντως ήξερε τι της άρεσε, κι αυτά που της άρεσαν
ένιωθε να παλιώνουν και να ξαναγεννιούνται μαζί
κάτω από τα βαριά της βλέφαρα
καθώς έσβηνε τις εικόνες της μέρας
ψιθυρίζοντας αύριο…, στη Μονμάρτη,
«Le mur des Je t’aime»,
«το πιο μεγάλο ψέμα», Zoe.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Μονμάρτη, Ιούνιος 2022
Lou
Ανάμεσα στο γέλιο και στο δάκρυ είχε αφήσει να της κλέψουν
τόσες και τόσες στιγμές,
μια ολόκληρη ζωή σαν κάλπικο νόμισμα της φαινόταν,
πάντως παρέμενε αμετανόητη, η Lou,
τα πιο ακριβά της ενθύμια τα είχε χαρίσει στη μέθη του έρωτα,
τώρα, ακουμπισμένη στη γέφυρα, στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα
με βλέμμα τόσο θολό που ούτε τα νερά μπορούσε να ξεχωρίσει,
τραγουδούσε το περίφημο «Milord», του Ζωρζ Μουστακί.
Στα χείλη της άναβε μια μικρή πυρκαγιά, και νόμιζε
πως με λίγη πρόκληση, ένα αρωματισμένο μαντήλι
και μια στρώση κόκκινο κραγιόν
ήταν ικανή να πυρπολήσει τον θάνατο.
Σταματούσε το τραγούδι, έπαιρνε ανάσα,
ξεχώριζε κάποιες λέξεις, και ονόματα,
συλλαβιστά τα άφηνε ελεύθερα στο αίθριο φως,
«στο Παρίσι οι λέξεις έχουν άλλη εξουσία», μ’ αυτή τη σκέψη
κατάφερνε να ξεθολώσει το βλέμμα, καθάριζε ο νους στα ξαφνικά,
έσκυβε ξανά πάνω από το νερό,
το ποτάμι γινόταν καθρέφτης, ξεχώριζε τη σιλουέτα της,
το μάλλινο βελούδινο μπερέ με το εθνόσημο,
μόνο το πώς είχε γεράσει διέφευγε από τις αντανακλάσεις,
έσκυβε ακόμη πιο πολύ, να τώρα μιλούσε στον εαυτό της
μια συνήθεια πια, πιο οικεία από την εξαπάτηση,
πιο προσιτή από την προδοσία και τόσο διαφορετική κάθε μέρα.
Στο κεφάλι της οι ανειρήνευτες μέρες σε στρόβιλο,
τα χέρια πάντα σε αποστασία από το σώμα,
ιδιαίτερα το δεξί,
που είχε πέσει σε δυσμένεια μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο,
μα τόσο έτοιμα να δωροδοκήσουν τον πρώτο τυχαίο
για ένα τελευταίο άγγιγμα…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Παγκάκι, Σηκουάνας, Ιούνιος 2022
Καλλιστώ
Άνοιξε τη μικρή πάνινη τσάντα,
έβγαλε προσεχτικά το ασημένιο καθρεφτάκι, ακριβό ενθύμιο,
βυθίζοντάς το στο νερό, — τέχνη μαντική –
είδε διαφορετικό το πρόσωπό της,
εκείνη τη μέρα το ρολόι της έδειχνε 21 Ιουνίου,
κρύβοντας δάκρυα και συγκίνηση από τους περαστικούς,
με το βλέμμα ακολούθησε την αντρική φιγούρα στο βάθος του κήπου,
ίσαμε εκεί που σκούραινε το πράσινο της καστανιάς.
Ένιωσε ακατανίκητη την επιθυμία να αφεθεί, να αγαπηθεί ξανά,
όχι αειφανής όπως ήταν μέχρι τώρα, αλλά μυστικά,
ξανακοίταξε το κάτοπτρο,
παρατήρησε ξαφνιασμένη τη σκοτεινή πια βελούδινη επιφάνεια
διάστικτη από μικρές τρυπίτσες στο χρώμα της σκουριάς.
Ταράχτηκε βάζοντας τον κρυφό πόθο πλάι στην ηλικία της,
αυτά που διάβαζε έφταιγαν,
εκείνες οι κιτρινισμένες σελίδες των βιβλίων που ξεφύλλιζε,
από αυτές είχαν ξεπηδήσει όλα, μαζί με τα πλοία, τα λιμάνια, τις θάλασσες,
τους φανοστάτες της προκυμαίας και την αλισάχνη στα βλέφαρα,
είχαν βρει τρόπο,
ο έρωτας, τα ξεχασμένα φιλιά, οι κοφτές ανάσες,
τα κεντημένα φύλλα της μυρτιάς κάποιου Νοέμβρη.
Συνέχισε να κοιτάζει το βυθισμένο καθρεφτάκι η Καλλιστώ,
τώρα αλλόκοτα τοπία,
περνούσαν μαζί με τις κάθετες αχτίδες του μεσημεριού
άφησε τους ήχους μιας γλώσσας που δεν ήταν η μητρική της
να την κυριεύουν, αδυνατούσε να καταλάβει
κι όμως πόσο παράξενο της φάνηκε αλήθεια,
ένιωθε δικές της τις λέξεις, τόσο δικές της που χαμογέλασε.
Τράβηξε απότομα τα χέρια από το νερό,
τινάζοντας τα μακριά δάχτυλα η βέρα χάθηκε στο σιντριβάνι,
«αγοραία απώλεια» , συλλογίστηκε σηκώνοντας το αριστερό φρύδι,
«ε και…» ,
δίπλα της, τιμώντας την επιθυμία της, εκείνος ο ανώνυμος άγνωστος
μα τόσο γνώριμος στην καρδιά της:
«Μέσα σε κείνη τη βροχή που σ’ άφησα κάποιο πρωί
κι έχασα τη ζωή μου.
Θα ’ρθω ξανά απ’ τα παλιά σαν το πουλί απ’ το νοτιά
την πόρτα να χτυπήσω…»
Σιντριβάνι, κήποι του Λουξεμβούργου, Ιούνιος 2022
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης \ Ζωή Δικταίου
Ninette
Με το αγιάζι του δειλινού περιπλανιόταν στην αγορά,
της άρεσε να ρεμβάζει τις σοφίτες,
ψηλά παράθυρα, πήλινες καμινάδες, γκρι στέγες, μικρά παρτέρια,
μετά χαμήλωνε τα μάτια στους πλανόδιους μικροπωλητές,
αγόραζε λουλούδια ανταλλάσσοντας λίγα λόγια.
Την γοήτευε να σταματά με νοσταλγία,
κι ας μελαγχολούσε,
μπροστά στις επιβλητικά ψηλές, ξύλινες πόρτες,
ν’ αγγίζει το ρόπτρο,
να κάνει πως χτυπά περιμένοντας να της ανοίξουν,
η αφή στο μπρούτζο θαρρείς ξυπνούσε φαντάσματα,
κάνοντας να περνά από τα πιο μικρά κελιά του μυαλού της,
φευγαλέα, πρώτα η ανάμνηση τής μητέρας της, κομμουνίστριας,
μετά τής αδελφής της, ανυποψίαστη και αθώα
με μια κούκλα στην αγκαλιά και μια τρύπα στο μέτωπο,
έτσι τη θυμόταν,
τελευταία, αυτή τής γιαγιάς
με τα ωχρά χείλη, τα βασιλεμένα μάτια, τα γκρίζα μαλλιά
όλες τους μ’ έναν αριθμό στον αριστερό καρπό.
Τρίζουν οι στιγμές φορτωμένες αγκυλωτούς σταυρούς,
απελπισία, πείνα, φόβο,
κι ας περπατούσε ελεύθερη στο Παρίσι.
Ninette, έτσι την έλεγαν, μα η ίδια δεν ήταν σίγουρη πια,
«φοράω τόσο άρωμα, έχω ξεχάσει σχεδόν τα πάντα» , συλλογιζόταν
«κρατιέμαι ζωντανή, κι όμως δεν καταφέρνω να ξεχάσω
εκείνη τη βαριά μυρωδιά του θανάτου στη χιονοθύελλα… »
Ένα βιολί στο περιστύλιο
διέκοψε τις λίγες σκέψεις που της είχαν απομείνει,
έφερε το χέρι στο τριγωνικό της πηγούνι, το κράτησε,
παλιά συνήθεια, από το στρατόπεδο συγκέντρωσης,
τότε που χτυπούσαν τα δόντια της σαν σφυριά,
ταυτόχρονα ο βιολιστής έστρεψε αριστερά το κεφάλι,
στρογγυλεμένο πρόσωπο, σκούρο δέρμα,
ένιωσε το βλέμμα του να ορμάει άτακτα,
κοίταζε ερωτηματικά κάνοντας μεγάλο κόπο να κρύψει την ταραχή της,
σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βρει στήριγμα
στον παλιό πόθο, να ξεθάψει από τη λήθη ένα πρόσωπο ακόμη.
Τρεμόπαιξε με νευρικότητα τα βλέφαρα,
ένα «φλεγόμενο βιολί» , ογδόντα χρόνια μετά,
της γύριζε πίσω την χαμένη εικόνα
κάποιου άλλου,
που είχε συναντήσει τότε, στο τραίνο το δίχως παράθυρα,
από το Άουσβιτς για το Μπέργκεν Μπέλζεν.
Για ένα άγγιγμα λοιπόν, για ένα άγγιγμα και ένα όνομα,
«Dance me to the end of love…»
Κατάπιε με δυσκολία τον κόμπο που είχε σταθεί στο λαιμό,
ο λευκός της κότσος λύθηκε πάνω στο μεταξωτό πουκάμισο,σωριάστηκε στα μάρμαρα,
ένα κέρμα κύλησε από την τσέπη της κάνοντας αβέβαιους κύκλους,
το ίδιο όπως και η ζωή της,
έτσι είχε κυλήσει μετά τον πόλεμο, κάνοντας αβέβαιους κύκλους,
μ’ εκείνη τη μυρωδιά του θανάτου
που όσο άρωμα κι αν φορούσε, δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει,
η Ninette…
«ως το τέλος της αγάπης, Leonard…»
πρόλαβε να ψιθυρίσει.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης \ Ζωή Δικταίου
Παρίσι, Ιούνιος 2022
Ιάκωβος Στρούμσα, ο Θεσσαλονικιός
Ο βιολιστής των Μπιρκενάου – Άουσβιτς, η ζωή του και πως επιβίωσε
Yolande
Στο κιόσκι, πολύ κοντά στην περίφημη κρήνη των Μεδίκων
κάτω από τις πυκνές φυλλωσιές
μια ορχήστρα νέων έπαιζε ένα κοντσέρτο για βιολί και βιολοντσέλο.
Σταμάτησε, το πρόσωπό της πρόδιδε απερίγραπτο θαυμασμό,
έμεινε ακίνητη, προσηλώθηκε στη μουσική,
άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει αδιαφορώντας για την λεπτή της πούδρα,
μετά χειροκρότησε κυριαρχημένη από συγκίνηση.
Ο αέρας πλημμύρισε μυρωδιές, όλες γνώριμες,
βήματα ελαφρά, κάποιος την πλησίασε,
βλέμμα σκούρο κεχριμπάρι, παλιό ρολόι στο δεξί χέρι,
ψάθινο καπέλο, γυαλιά στρογγυλά με ασημί λεπτό σκελετό.
Άγγιξε τα βελούδινα κουμπιά στο μαύρο της φόρεμα,
ένα περίεργο κοκκίνισμα που δεν ήξερε αν ερχόταν από μέσα της,
ή από τα έγκατα της γης, έβαψε τα μάγουλα,
ανεπαίσθητα κάπως φάνηκε και στη άκρη της μύτης,
δάγκωσε απαλά τα χείλη, χαμογέλασε με αθωότητα
έτσι όπως συμβαίνει σε κάθε ελεύθερη ψυχή,
δεν ήταν στην πρώτη νιότη, δεν το έκρυβε.
Εκείνος, με το πινέλο βουτηγμένο στην ώχρα
σχεδίασε πολύ γρήγορα τη μορφή της,
την ελικοειδή κίνηση της φούστας, το σφιχτό μπούστο,
τα μακριά δάχτυλα, μια υγρή τούφα που έπεφτε στον κρόταφο,
το μαντίλι στο λαιμό, την τσάντα και το βιβλίο της.
Στα τρυφερά, σχεδόν ταραγμένα της μάτια,
φάνηκε η ένταση, η οδύνη της ανάμνησης που την εξαντλούσε.
Με τη φαντασία της, αναβίωνε μόνο στο μυαλό,
όλα όσα είχε κάνει και όλα όσα είχε δεχτεί κάποτε,
ακριβά δώρα του έρωτα.
Ο μόνος τρόπος για να διαπιστώσει την πραγματικότητα
ήταν να ρισκάρει να αφεθεί, να ριχτεί στην αγκαλιά του.
Ένα άγγιγμα στον ώμο την τάραξε σαν κλαδάκι στον άνεμο,
μια πεταλούδα φτερούγισε μπροστά της,
και η καρδιά της, το ίδιο πετάρισε,
φώναξε δυνατά η Yolande,
εκείνος την αγκάλιασε απελπισμένα,
κάθε αντίσταση είχε πάει περίπατο,
εκεί στους ανθισμένους κήπους του Λουξεμβούργου,
επιτέλους ζούσε
στο θέλω της αγάπης διεκδικώντας ειρήνη και λύτρωση,
Yolande, η δική μου δασκάλα.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης \ Ζωή Δικταίου
Κήποι του Λουξεμβούργου, Ιούνιος 2022
Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.
Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.
Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου…
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως. Αντιλαμβάνομαι την διακριτική του παρουσία, ιδιαίτερα όταν φωτίζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.
Εργογραφία:
Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Προσωπικές ποιητικές συλλογές:
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία – 2020, Αθήνα Εκδόσεις: Ατέχνως
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις “το βιβλίο” – 2017, Αθήνα