Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ούτε η πρώτη στο Παρίσι, ούτε η τελευταία στον κόσμο…

 Μικρές ιστορίες γυναικών

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Doris

Βύθι­ζε το βλέμ­μα στη μονα­ξιά, δεν την ενοχλούσε
ήταν επι­λο­γή της, καθώς άκου­γε το θρόι­σμα των φύλλων
ψιθύ­ρι­ζε ως να απα­ντού­σε, — σε ποιον αλή­θεια, δεν ήξερε –
ναι, υπήρ­ξε αυταρ­χι­κός, σίγου­ρος για το αλάνθαστο
της συνεί­δη­σης, της γνώ­μης, των απο­φά­σε­ων του,
σίγου­ρος για τον δικό του θεό,
υπήρ­ξε, σε μια επο­χή που εκεί­νη προ­τι­μού­σε να πιστεύει,
παρά να αμφιβάλλει,
σ’ ένα κόσμο που αγνο­ού­σε τα θέλω της,
έτσι πορεύ­τη­κε μαζί του, από αδιέ­ξο­δο σε αδιέξοδο,
με άσκο­πες φιλο­νι­κί­ες και φόβο.

Τώρα έχο­ντας φτά­σει στην ηλι­κία που είχαν οι σκέ­ψεις της,
εκεί­νος σε δευ­τε­ρεύ­ο­ντα ρόλο πια, με τα χέρια άπρα­γα, σταυρωμένα,
σπα­τα­λη­μέ­νος από εγω­ι­σμό και αλαζονεία,
κυριευ­μέ­νος από το μέγι­στο κίνη­τρο του συμφέροντος
συνό­ψι­ζε με μια υπο­ψία τρυ­φε­ρό­τη­τας το ανα­γκαίο της αγάπης,
ήταν και τα χρό­νια που είχαν περάσει
έχο­ντας αφή­σει βαρύ­τε­ρο φορ­τίο στους ώμους του.

Ξαφ­νιά­στη­κε όταν προ­σφέ­ρο­ντάς της ένα κου­τί σοκολατάκια
άκου­σε στο παρα­μι­λη­τό του,
«η αυταρ­χι­κό­τη­τα είναι ένδει­ξη σοβα­ρής δυστυχίας»,
απροσ­δό­κη­τα λόγια όταν έχουν πάρει να ξεβά­φουν τα μάτια
και ξυπνούν στην έρη­μη πόλη τα πιο παρά­τολ­μα όνειρα.
Έκα­νε μια παύ­ση, μετά ακο­λου­θώ­ντας στο χαμή­λω­μα του ουρανού
σ’ ένα βλε­φά­ρι­σμα της αιω­νιό­τη­τας κάτι κορι­τσί­στι­κες φούστες,
θυμή­θη­κε από τη νιό­τη της σκόρ­πιες ξεχα­σμέ­νες στιγμές,
γελώ­ντας συνέ­χι­σε να τρώ­ει σοκολατάκια
σίγου­ρη η Doris, πως
η αγά­πη δεν είναι παρα­μύ­θι με μετα­μορ­φω­μέ­να νοήματα.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγά­πης \ Ζωή Δικταίου
Hotel Bellevue et du Chariot d’Or, Ιού­νιος 2022

Seraphine

Είχε και αυτή τον προ­σω­πι­κό της δήμιο, η Seraphine,
όταν δεν την έσπα­γε στο ξύλο,
την πετού­σε με λύσ­σα όπου έβρι­σκε, στο ξύλι­νο πάτωμα,
στο σαλό­νι, στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας, στο κρεββάτι,
στα κάγκε­λα, στις λάσπες κάποια φορά που θυμήθηκε
πως την είχε πιά­σει επ’ αυτο­φό­ρω, να χαμο­γε­λά­ει στον καθρέφτη
έχο­ντας ανοι­κτό το παρά­θυ­ρο, και το ραδιό­φω­νο μόνιμα
για να καλύ­πτει η μου­σι­κή τις φωνές της.

Ο δικός της δήμιος δεν έψα­χνε ποτέ αιτία,
ήταν όλα χωρίς λόγο, και μόνο η ύπαρ­ξή της έφταιγε,
ο δικός της δυνά­στης, ένας άντρας ντυ­μέ­νος καθώς πρέπει,
που και μόνο η γρα­βά­τα του την επη­ρέ­α­ζε, σαρά­ντα χρό­νια μετά,
σαν μηχα­νή που γυρί­ζει πίσω τον χρόνο,

ο … , αυτός που τώρα,
στε­κό­ταν μπρο­στά στο ξύλι­νο αλο­γά­κι του carousel
μεταμ­φιε­σμέ­νος σε αρλε­κί­νο με ριγέ κοστούμι
και ίσως να θυμόταν
το χαρι­τω­μέ­νο κορι­τσά­κι με τα σγου­ρά μαλ­λιά στο σιντριβάνι
αυτό που ντυ­νό­ταν με χρω­μα­τι­στά ρετάλια
ραμ­μέ­να στη ραπτομηχανή,
στην παλιά mercedes της μητέ­ρας του…

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγά­πης, Ζωή Δικταίου
Μον­μάρ­τη, 13 Ιου­νί­ου 2022

Chaya

Έβγαι­νε περί­πα­το φορώ­ντας σαντά­λια με μαύ­ρα λουριά,
την περιφρονούσαν,
λίγο ο αδέ­ξιος τρό­πος που βάδι­ζε στη λεωφόρο,
ντε­μο­ντέ ρού­χα, ολό­λευ­κα μαλ­λιά, μεγά­λα μυω­πι­κά γυαλιά,
τα μακριά της χέρια
σε δια­μαρ­τύ­ρη­ση πριν ο χρό­νος την συντρίψει.

Μετρού­σε κάθε φορά τις γυναι­κεί­ες μορ­φές των αγαλμάτων
ως να έπαιρ­νε παρουσίες,
μετά στα­μα­τού­σε σ’ ένα κιό­σκι στο βάθος του άλσους
άνοι­γε τα μάτια διάπλατα,
από κάπου έβγαι­ναν τρο­μα­κτι­κοί ήχοι, αλλόκοτοι,
κάτι σαν ανθρώ­πι­νες φωνές, βρισιές
ανα­κα­τε­μέ­νες με χλι­μι­ντρί­σμα­τα αλόγων,
μόνο εκεί­νη μπο­ρού­σε να ακού­σει, ίσως επει­δή ήταν η μόνη
που πλη­σί­α­ζε να κλεί­σει έναν αιώ­να ζωής.

Τότε μέστω­νε ο παλιός φόβος ο πάντα παρών,
θυμό­ταν που της έλε­γαν πως έπρε­πε να προ­σεύ­χε­ται για να ξεχάσει,
και το είχε προ­σπα­θή­σει μερι­κές φορές
μα καμιά προ­σπά­θεια δεν έπια­σε τόπο, βυθι­ζό­ταν στην αλήθεια,
το στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης στο μυαλό,
οι καπνοί, εξου­σί­α­ζαν βασα­νι­στι­κά τις αναμνήσεις,
έσκυ­βε τους ώμους θλιβερά,
δακρυ­σμέ­νη ανα­ζη­τού­σε στην κρή­νη των Μεδίκων
στον παφλα­σμό του νερού λύτρωση.

Έτσι και χτες, μέσα Ιου­νί­ου στους κήπους του Λουξεμβούργου,
κατέ­λη­ξε να πιά­σει κου­βέ­ντα με μιαν άγνωστη,
σ’ ένα δημό­σιο παγκά­κι, με μεγά­λη ευχαρίστηση,
αυτή η μικρο­κα­μω­μέ­νη γυναίκα,
διη­γή­θη­κε πως ευτυ­χώς είχε προ­λά­βει να ζήσει
την άκρα αρε­τή του έρω­τα, πριν τον πόλεμο,
«σε μια επο­χή που τα περισ­σό­τε­ρα κορίτσια
δεν είχαν δικαί­ω­μα να δια­σχί­σουν το πάρκο,
εγώ, παγί­δευα ένα χαμό­γε­λο σαν περι­σπω­μέ­νη στα χείλη,
σίγου­ρη πως αυτός ήταν ο τρό­πος για να με προ­σέ­ξει ο Μοντάν,
τώρα αγο­ρά­ζω ένα μπου­κέ­το λου­λού­δια, δώρο στον εαυ­τό μου,
για­τί είναι ωραίο να ζεις
και θαύ­μα να έχεις επι­ζή­σει από εκεί­νη την κόλαση».

Μπο­ρεί να της έκλε­ψαν τη ζωή, της Chaya,
μα κανέ­να κρεματόριο
δεν κατά­φε­ρε να σκορ­πί­σει στά­χτη στη μνή­μη της…

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κήποι του Λου­ξεμ­βούρ­γου, Ιού­νιος 2022

Zoe

Σαρά­ντα χρό­νια, μια σχέ­ση που πολ­λές φορές τη διέ­κο­ψαν διαφωνίες,
μπό­ρες άγριες, αμφι­βο­λία, κι όμως,
συμ­βαί­νει να είναι ακό­μη μαζί, χωρίς ανά­γκη απο­λο­γι­σμών, χωρίς τύψεις,
πότε μεγα­λό­ψυ­χοι και πότε αστεί­οι, τώρα δεν τους έμε­νε καιρός
να δικαιο­λο­γη­θούν, να αντιπαρατεθούν,
να χωρί­σουν έστω προσωρινά,
τώρα συμ­με­ρί­ζο­νται τις ίδιες απο­λαύ­σεις, μια βόλ­τα στο πάρκο,
ένα καφέ, ένα βιβλίο, το πέταγ­μα των περιστεριών,
μια σοκο­λά­τα, ένα ρεσι­τάλ, ένα παγω­τό χωνάκι,
το φευ­γιό μιας πεταλούδας,
για πρώ­τη φορά στη ζωή τους τόσο κοντά, τόσο μονιασμένοι,
αφη­μέ­νοι να τους κυκλώ­νουν οι εφή­με­ροι ανθοί
της μανό­λιας, του για­σε­μιού, του νυχτολούλουδου,
ευχα­ρι­στη­μέ­νοι, χωρίς παι­χνί­δια νοσταλγίας
λυπό­ταν μόνο που είχαν αρνη­θεί κάποια από τα δώρα του έρωτα
στη νιό­τη τους,
τότε, που την εγκα­τέ­λει­πε άπρα­γη από φιλιά στα ραντεβού
κάνο­ντάς την να μελαγχολεί,
τότε, που αγκι­στρω­μέ­νος σε άλλες θύμησες,
— εμπει­ρία που της χάρα­ξε νωρίς τις πρώ­τες ρυτί­δες στο πρόσωπο
και που με αυτές τώρα περ­νού­σε ελευ­θέ­ρας τα διό­δια του γάμου –
γέλα­σε, εκεί­νη περισ­σό­τε­ρο βλέ­πο­ντάς τον να την κορτάρει,
δίχως θύμη­σες πια,
όσο δια­βά­ζο­ντας κάτι σκο­ρο­φα­γω­μέ­νες γραμμές
στο κιτρι­νι­σμέ­νο σημειωματάριο
άνοι­γε μια χαρα­μά­δα στις ραγι­σμέ­νες στιγμές,
κι εκεί­νος σφύ­ρι­ζε τρα­γού­δια μιας άλλης επο­χής, όχι και τόσο μακρινής,
«έρη­μη πόλη, τι μου ζητάς, δεν ήταν όνει­ρο, μέρες που φύγαν,
κλεί­σε τις πόρ­τες… » , όλα τρα­γού­δια του Γιώρ­γου Σταυριανού,
πάντως ήξε­ρε τι της άρε­σε, κι αυτά που της άρεσαν
ένιω­θε να παλιώ­νουν και να ξανα­γεν­νιού­νται μαζί
κάτω από τα βαριά της βλέφαρα
καθώς έσβη­νε τις εικό­νες της μέρας
ψιθυ­ρί­ζο­ντας αύριο…, στη Μονμάρτη,

«Le mur des Je t’aime»,
«το πιο μεγά­λο ψέμα», Zoe.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Μον­μάρ­τη, Ιού­νιος 2022

Lou

Ανά­με­σα στο γέλιο και στο δάκρυ είχε αφή­σει να της κλέψουν
τόσες και τόσες στιγμές,
μια ολό­κλη­ρη ζωή σαν κάλ­πι­κο νόμι­σμα της φαινόταν,
πάντως παρέ­με­νε αμε­τα­νό­η­τη, η Lou,
τα πιο ακρι­βά της ενθύ­μια τα είχε χαρί­σει στη μέθη του έρωτα,
τώρα, ακου­μπι­σμέ­νη στη γέφυ­ρα, στην αρι­στε­ρή όχθη του Σηκουάνα
με βλέμ­μα τόσο θολό που ούτε τα νερά μπο­ρού­σε να ξεχωρίσει,
τρα­γου­δού­σε το περί­φη­μο «Milord», του Ζωρζ Μουστακί.

Στα χεί­λη της άνα­βε μια μικρή πυρ­κα­γιά, και νόμιζε
πως με λίγη πρό­κλη­ση, ένα αρω­μα­τι­σμέ­νο μαντήλι
και μια στρώ­ση κόκ­κι­νο κραγιόν
ήταν ικα­νή να πυρ­πο­λή­σει τον θάνατο.

Στα­μα­τού­σε το τρα­γού­δι, έπαιρ­νε ανάσα,
ξεχώ­ρι­ζε κάποιες λέξεις, και ονόματα,
συλ­λα­βι­στά τα άφη­νε ελεύ­θε­ρα στο αίθριο φως,
«στο Παρί­σι οι λέξεις έχουν άλλη εξου­σία», μ’ αυτή τη σκέψη
κατά­φερ­νε να ξεθο­λώ­σει το βλέμ­μα, καθά­ρι­ζε ο νους στα ξαφνικά,
έσκυ­βε ξανά πάνω από το νερό,
το ποτά­μι γινό­ταν καθρέ­φτης, ξεχώ­ρι­ζε τη σιλου­έ­τα της,
το μάλ­λι­νο βελού­δι­νο μπε­ρέ με το εθνόσημο,
μόνο το πώς είχε γερά­σει διέ­φευ­γε από τις αντανακλάσεις,
έσκυ­βε ακό­μη πιο πολύ, να τώρα μιλού­σε στον εαυ­τό της
μια συνή­θεια πια, πιο οικεία από την εξαπάτηση,
πιο προ­σι­τή από την προ­δο­σία και τόσο δια­φο­ρε­τι­κή κάθε μέρα.

Στο κεφά­λι της οι ανει­ρή­νευ­τες μέρες σε στρόβιλο,
τα χέρια πάντα σε απο­στα­σία από το σώμα,
ιδιαί­τε­ρα το δεξί,
που είχε πέσει σε δυσμέ­νεια μετά από ένα εγκε­φα­λι­κό επεισόδιο,
μα τόσο έτοι­μα να δωρο­δο­κή­σουν τον πρώ­το τυχαίο
για ένα τελευ­ταίο άγγιγμα…
Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης

Ζωή Δικταί­ου
Παγκά­κι, Σηκουά­νας, Ιού­νιος 2022

Καλλιστώ

 Άνοι­ξε τη μικρή πάνι­νη τσάντα,
έβγα­λε προ­σε­χτι­κά το αση­μέ­νιο καθρε­φτά­κι, ακρι­βό ενθύμιο,
βυθί­ζο­ντάς το στο νερό, — τέχνη μαντική –
είδε δια­φο­ρε­τι­κό το πρό­σω­πό της,
εκεί­νη τη μέρα το ρολόι της έδει­χνε 21 Ιουνίου,
κρύ­βο­ντας δάκρυα και συγκί­νη­ση από τους περαστικούς,
με το βλέμ­μα ακο­λού­θη­σε την αντρι­κή φιγού­ρα στο βάθος του κήπου,
ίσα­με εκεί που σκού­ραι­νε το πρά­σι­νο της καστανιάς.

Ένιω­σε ακα­τα­νί­κη­τη την επι­θυ­μία να αφε­θεί, να αγα­πη­θεί ξανά,
όχι αει­φα­νής όπως ήταν μέχρι τώρα, αλλά μυστικά,
ξανα­κοί­τα­ξε το κάτοπτρο,
παρα­τή­ρη­σε ξαφ­νια­σμέ­νη τη σκο­τει­νή πια βελού­δι­νη επιφάνεια
διά­στι­κτη από μικρές τρυ­πί­τσες στο χρώ­μα της σκουριάς.

Ταρά­χτη­κε βάζο­ντας τον κρυ­φό πόθο πλάι στην ηλι­κία της,
αυτά που διά­βα­ζε έφταιγαν,
εκεί­νες οι κιτρι­νι­σμέ­νες σελί­δες των βιβλί­ων που ξεφύλλιζε,
από αυτές είχαν ξεπη­δή­σει όλα, μαζί με τα πλοία, τα λιμά­νια, τις θάλασσες,
τους φανο­στά­τες της προ­κυ­μαί­ας και την αλι­σά­χνη στα βλέφαρα,
είχαν βρει τρόπο,
ο έρω­τας, τα ξεχα­σμέ­να φιλιά, οι κοφτές ανάσες,
τα κεντη­μέ­να φύλ­λα της μυρ­τιάς κάποιου Νοέμβρη.

Συνέ­χι­σε να κοι­τά­ζει το βυθι­σμέ­νο καθρε­φτά­κι η Καλλιστώ,
τώρα αλλό­κο­τα τοπία,
περ­νού­σαν μαζί με τις κάθε­τες αχτί­δες του μεσημεριού
άφη­σε τους ήχους μιας γλώσ­σας που δεν ήταν η μητρι­κή της
να την κυριεύ­ουν, αδυ­να­τού­σε να καταλάβει
κι όμως πόσο παρά­ξε­νο της φάνη­κε αλήθεια,
ένιω­θε δικές της τις λέξεις, τόσο δικές της που χαμογέλασε.

Τρά­βη­ξε από­το­μα τα χέρια από το νερό,
τινά­ζο­ντας τα μακριά δάχτυ­λα η βέρα χάθη­κε στο σιντριβάνι,
«αγο­ραία απώ­λεια» , συλ­λο­γί­στη­κε σηκώ­νο­ντας το αρι­στε­ρό φρύδι,
«ε και…» ,
δίπλα της, τιμώ­ντας την επι­θυ­μία της, εκεί­νος ο ανώ­νυ­μος άγνωστος
μα τόσο γνώ­ρι­μος στην καρ­διά της:

«Μέσα σε κεί­νη τη βρο­χή που σ’ άφη­σα κάποιο πρωί
κι έχα­σα τη ζωή μου.
Θα ’ρθω ξανά απ’ τα παλιά σαν το που­λί απ’ το νοτιά
την πόρ­τα να χτυπήσω…»

Σιντρι­βά­νι, κήποι του Λου­ξεμ­βούρ­γου, Ιού­νιος 2022
Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγά­πης \ Ζωή Δικταίου

Ninette

Με το αγιά­ζι του δει­λι­νού περι­πλα­νιό­ταν στην αγορά,
της άρε­σε να ρεμ­βά­ζει τις σοφίτες,
ψηλά παρά­θυ­ρα, πήλι­νες καμι­νά­δες, γκρι στέ­γες, μικρά παρτέρια,
μετά χαμή­λω­νε τα μάτια στους πλα­νό­διους μικροπωλητές,
αγό­ρα­ζε λου­λού­δια ανταλ­λάσ­σο­ντας λίγα λόγια.

Την γοή­τευε να στα­μα­τά με νοσταλγία,
κι ας μελαγχολούσε,
μπρο­στά στις επι­βλη­τι­κά ψηλές, ξύλι­νες πόρτες,
ν’ αγγί­ζει το ρόπτρο,
να κάνει πως χτυ­πά περι­μέ­νο­ντας να της ανοίξουν,
η αφή στο μπρού­τζο θαρ­ρείς ξυπνού­σε φαντάσματα,
κάνο­ντας να περ­νά από τα πιο μικρά κελιά του μυα­λού της,
φευ­γα­λέα, πρώ­τα η ανά­μνη­ση τής μητέ­ρας της, κομμουνίστριας,
μετά τής αδελ­φής της, ανυ­πο­ψί­α­στη και αθώα
με μια κού­κλα στην αγκα­λιά και μια τρύ­πα στο μέτωπο,
έτσι τη θυμόταν,
τελευ­ταία, αυτή τής γιαγιάς
με τα ωχρά χεί­λη, τα βασι­λε­μέ­να μάτια, τα γκρί­ζα μαλλιά
όλες τους μ’ έναν αριθ­μό στον αρι­στε­ρό καρπό.

Τρί­ζουν οι στιγ­μές φορ­τω­μέ­νες αγκυ­λω­τούς σταυρούς,
απελ­πι­σία, πεί­να, φόβο,
κι ας περ­πα­τού­σε ελεύ­θε­ρη στο Παρίσι.

Ninette, έτσι την έλε­γαν, μα η ίδια δεν ήταν σίγου­ρη πια,
«φοράω τόσο άρω­μα, έχω ξεχά­σει σχε­δόν τα πάντα» , συλλογιζόταν
«κρα­τιέ­μαι ζωντα­νή, κι όμως δεν κατα­φέρ­νω να ξεχάσω
εκεί­νη τη βαριά μυρω­διά του θανά­του στη χιονοθύελλα… »

Ένα βιο­λί στο περιστύλιο
διέ­κο­ψε τις λίγες σκέ­ψεις που της είχαν απομείνει,
έφε­ρε το χέρι στο τρι­γω­νι­κό της πηγού­νι, το κράτησε,
παλιά συνή­θεια, από το στρα­τό­πε­δο συγκέντρωσης,
τότε που χτυ­πού­σαν τα δόντια της σαν σφυριά,
ταυ­τό­χρο­να ο βιο­λι­στής έστρε­ψε αρι­στε­ρά το κεφάλι,
στρογ­γυ­λε­μέ­νο πρό­σω­πο, σκού­ρο δέρμα,
ένιω­σε το βλέμ­μα του να ορμά­ει άτακτα,
κοί­τα­ζε ερω­τη­μα­τι­κά κάνο­ντας μεγά­λο κόπο να κρύ­ψει την ταρα­χή της,
σε μια απελ­πι­σμέ­νη προ­σπά­θεια να βρει στήριγμα
στον παλιό πόθο, να ξεθά­ψει από τη λήθη ένα πρό­σω­πο ακόμη.

Τρε­μό­παι­ξε με νευ­ρι­κό­τη­τα τα βλέφαρα,
ένα «φλε­γό­με­νο βιο­λί» , ογδό­ντα χρό­νια μετά,
της γύρι­ζε πίσω την χαμέ­νη εικόνα
κάποιου άλλου,
που είχε συνα­ντή­σει τότε, στο τραί­νο το δίχως παράθυρα,
από το Άου­σβιτς για το Μπέρ­γκεν Μπέλζεν.

Για ένα άγγιγ­μα λοι­πόν, για ένα άγγιγ­μα και ένα όνομα,
«Dance me to the end of love…»
Κατά­πιε με δυσκο­λία τον κόμπο που είχε στα­θεί στο λαιμό,
ο λευ­κός της κότσος λύθη­κε πάνω στο μετα­ξω­τό πουκάμισο,σωριάστηκε στα μάρμαρα,
ένα κέρ­μα κύλη­σε από την τσέ­πη της κάνο­ντας αβέ­βαιους κύκλους,
το ίδιο όπως και η ζωή της,
έτσι είχε κυλή­σει μετά τον πόλε­μο, κάνο­ντας αβέ­βαιους κύκλους,
μ’ εκεί­νη τη μυρω­διά του θανάτου
που όσο άρω­μα κι αν φορού­σε, δεν θα μπο­ρού­σε ποτέ να ξεχάσει,
η Ninette…
«ως το τέλος της αγά­πης, Leonard…»
πρό­λα­βε να ψιθυρίσει.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγά­πης \ Ζωή Δικταίου
Παρί­σι, Ιού­νιος 2022

Ιάκω­βος Στρούμ­σα, ο Θεσσαλονικιός
Ο βιο­λι­στής των Μπιρ­κε­νά­ου – Άου­σβιτς, η ζωή του και πως επιβίωσε

Yolande

 Στο κιό­σκι, πολύ κοντά στην περί­φη­μη κρή­νη των Μεδίκων
κάτω από τις πυκνές φυλλωσιές
μια ορχή­στρα νέων έπαι­ζε ένα κον­τσέρ­το για βιο­λί και βιολοντσέλο.

Στα­μά­τη­σε, το πρό­σω­πό της πρό­δι­δε απε­ρί­γρα­πτο θαυμασμό,
έμει­νε ακί­νη­τη, προ­ση­λώ­θη­κε στη μουσική,
άφη­σε ένα δάκρυ να κυλή­σει αδια­φο­ρώ­ντας για την λεπτή της πούδρα,
μετά χει­ρο­κρό­τη­σε κυριαρ­χη­μέ­νη από συγκίνηση.

Ο αέρας πλημ­μύ­ρι­σε μυρω­διές, όλες γνώριμες,
βήμα­τα ελα­φρά, κάποιος την πλησίασε,
βλέμ­μα σκού­ρο κεχρι­μπά­ρι, παλιό ρολόι στο δεξί χέρι,
ψάθι­νο καπέ­λο, γυα­λιά στρογ­γυ­λά με αση­μί λεπτό σκελετό.

Άγγι­ξε τα βελού­δι­να κου­μπιά στο μαύ­ρο της φόρεμα,
ένα περί­ερ­γο κοκ­κί­νι­σμα που δεν ήξε­ρε αν ερχό­ταν από μέσα της,
ή από τα έγκα­τα της γης, έβα­ψε τα μάγουλα,
ανε­παί­σθη­τα κάπως φάνη­κε και στη άκρη της μύτης,
δάγκω­σε απα­λά τα χεί­λη, χαμο­γέ­λα­σε με αθωότητα
έτσι όπως συμ­βαί­νει σε κάθε ελεύ­θε­ρη ψυχή,
δεν ήταν στην πρώ­τη νιό­τη, δεν το έκρυβε.

Εκεί­νος, με το πινέ­λο βου­τηγ­μέ­νο στην ώχρα
σχε­δί­α­σε πολύ γρή­γο­ρα τη μορ­φή της,
την ελι­κοει­δή κίνη­ση της φού­στας, το σφι­χτό μπούστο,
τα μακριά δάχτυ­λα, μια υγρή τού­φα που έπε­φτε στον κρόταφο,
το μαντί­λι στο λαι­μό, την τσά­ντα και το βιβλίο της.

Στα τρυ­φε­ρά, σχε­δόν ταραγ­μέ­να της μάτια,
φάνη­κε η έντα­ση, η οδύ­νη της ανά­μνη­σης που την εξαντλούσε.
Με τη φαντα­σία της, ανα­βί­ω­νε μόνο στο μυαλό,
όλα όσα είχε κάνει και όλα όσα είχε δεχτεί κάποτε,
ακρι­βά δώρα του έρωτα.

Ο μόνος τρό­πος για να δια­πι­στώ­σει την πραγματικότητα
ήταν να ρισκά­ρει να αφε­θεί, να ριχτεί στην αγκα­λιά του.

Ένα άγγιγ­μα στον ώμο την τάρα­ξε σαν κλα­δά­κι στον άνεμο,
μια πετα­λού­δα φτε­ρού­γι­σε μπρο­στά της,
και η καρ­διά της, το ίδιο πετάρισε,
φώνα­ξε δυνα­τά η Yolande,
εκεί­νος την αγκά­λια­σε απελπισμένα,
κάθε αντί­στα­ση είχε πάει περίπατο,
εκεί στους ανθι­σμέ­νους κήπους του Λουξεμβούργου,
επι­τέ­λους ζούσε
στο θέλω της αγά­πης διεκ­δι­κώ­ντας ειρή­νη και λύτρωση,
Yolande, η δική μου δασκάλα.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγά­πης \ Ζωή Δικταίου
Κήποι του Λου­ξεμ­βούρ­γου, Ιού­νιος 2022


Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι την δια­κρι­τι­κή του παρου­σία, ιδιαί­τε­ρα όταν φωτί­ζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποίηση.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία:

Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020

Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020

Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019

Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018

Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018

Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017

Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015

Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα

Προ­σω­πι­κές ποι­η­τι­κές συλλογές:

Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Σεπτέμ­βρης 2018

Αύριο, αφή αλμύ­ρας, Νοέμ­βρης 2020 

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα:

«Γράμ­μα­τα της ποί­η­σης», Ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία – 2020, Αθή­να Εκδό­σεις: Ατέχνως

«Μονό­λο­γοι», Ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία, Εκδό­σεις “το βιβλίο” – 2017, Αθήνα


facebook logo click

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο