Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο αντιφασιστικός αγώνας της Γιουγκοσλαβίας μέσα από 15 τραγούδια

Στα τέσ­σε­ρα χρό­νια της κατο­χής της Γιου­γκο­σλα­βί­ας από τον φασι­στι­κό Άξο­να, από το 1941 ως το 1945, ανα­πτύ­χθη­κε το μεγα­λύ­τε­ρο — σε έκτα­ση και σε ανθρώ­πι­νο δυνα­μι­κό — λαϊ­κό απε­λευ­θε­ρω­τι­κό κίνη­μα αντί­στα­σης στην Ευρώ­πη, οι Παρ­τι­ζά­νοι, που απε­λευ­θέ­ρω­σαν τη Γιου­γκο­σλα­βία χωρίς τη βοή­θεια ή την παρου­σία στο έδα­φος της χώρας κάποιου από τους τρεις μεγά­λους συμ­μα­χι­κούς στρα­τούς (ΗΠΑ-Αγγλία-ΕΣΣΔ). Το ένο­πλο κίνη­μα των Παρ­τι­ζά­νων κατόρ­θω­σε να καθη­λώ­σει 30 ως 40 γερ­μα­νι­κές μεραρ­χί­ες και συνέ­βα­λε σημα­ντι­κά στη νίκη των λαών για τη συντρι­βή του φασι­σμού, κι έγι­νε ο φορέ­ας της (χρο­νι­κά) δεύ­τε­ρης επι­τυ­χούς σοσια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης στην ιστο­ρία. Τον τιτά­νιο αγώ­να των λαών της Γιου­γκο­σλα­βί­ας για λευ­τε­ριά, ενό­τη­τα, ισό­τη­τα, αδελ­φό­τη­τα και ανε­ξαρ­τη­σία, τον τρα­γού­δη­σε και τον απα­θα­νά­τι­σε η λαϊ­κή μού­σα των εθνών αυτών σε άπει­ρα τρα­γού­δια, τόσο κατά τη διάρ­κεια του αντι­φα­σι­στι­κού πολέ­μου όσο και μετά, στη σοσια­λι­στι­κή Γιου­γκο­σλα­βία. Επι­λέ­ξα­με 15 από αυτά, τα πιο “σημα­δια­κά”, που απει­κο­νί­ζουν τις διά­φο­ρες στιγ­μές και στά­δια του μεγα­λειώ­δους αγώ­να των Παρ­τι­ζά­νων από το 1941 ως το 1945.

partizanoiΣτις 6 του Απρί­λη 1941, οι φασι­στι­κές δυνά­μεις του Άξο­να (Γερ­μα­νία, Ιτα­λία, Ουγ­γα­ρία και Βουλ­γα­ρία) εισβά­λουν, ταυ­τό­χρο­να, στην Γιου­γκο­σλα­βία και την Ελλά­δα. Ο γιου­γκο­σλα­βι­κός στρα­τός, απο­διορ­γα­νω­μέ­νος, συντρί­φτη­κε και παρα­δό­θη­κε άνευ όρων στις 17 Απρί­λη του 1941. Η Γιου­γκο­σλα­βία κατα­κερ­μα­τί­στη­κε. Το Γ΄ Ράιχ απέ­σπα­σε μέρη της χώρας, το ίδιο και η φασι­στι­κή Ιτα­λία, η Βουλ­γα­ρία και η Ουγ­γα­ρία. Τον Απρί­λη του 1941 δημιουρ­γή­θη­καν: το «Ανε­ξάρ­τη­το Κρά­τος της Κρο­α­τί­ας» διοι­κού­με­νο από τους στυ­γνούς φασί­στες δολο­φό­νους Ουστά­σι, το «Ανε­ξάρ­τη­το Βασί­λειο του Μαυ­ρο­βου­νί­ου», η λεγό­με­νη «Συμ­βου­λευ­τι­κή της Σλο­βε­νί­ας», και στις 30 Απρί­λη εγκα­θί­στα­ται η κυβέρ­νη­ση του δωσί­λο­γου Μίλαν Ατσί­μο­βιτς «κομι­σά­ριου της Σερ­βί­ας», κλπ.

Στις 27 Ιού­νη 1941 ιδρύ­ε­ται το Γενι­κό Στρα­τη­γείο των εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κών παρ­τι­ζά­νι­κων σωμά­των της Γιου­γκο­σλα­βί­ας με επι­κε­φα­λής τον Γιό­σιπ Μπροζ Τίτο. Στις 4 Ιού­λη 1941 το ΠΓ του ΚΚΓ απο­φά­σι­σε την έναρ­ξη της ένο­πλης πάλης ενά­ντια στους κατα­κτη­τές και τους συνερ­γά­τες τους. Η πρώ­τη αυθόρ­μη­τη ένο­πλη εξέ­γερ­ση ξεκί­νη­σε εκεί­νο τον Ιού­λη στην περιο­χή Κόρ­ντουν (Kordun) της Κρο­α­τί­ας, όπου το φασι­στι­κό καθε­στώς των Ουστά­σι είχε αρχί­σει τις μαζι­κές δολο­φο­νί­ες Σέρ­βων (που απο­τε­λού­σαν την πλειο­νό­τη­τα των κατοί­κων) αλλά και όλων των αντι­φα­σι­στών. Τότε γρά­φτη­κε και το πρώ­το παρ­τι­ζά­νι­κο τρα­γού­δι, το “Na Kordunu grob do groba” (Στο Κόρ­ντουν από μνή­μα σε μνή­μα) από την Desanka Ćuić-Kačar, που περι­γρά­φει τον πόνο μιας μάνας που γυρί­ζει από μνή­μα σε μνή­μα στο Κόρ­ντουν για να βρει πού έχουν θάψει τον εκτε­λε­σμέ­νο παρ­τι­ζά­νο γιο της:

Η γενι­κευ­μέ­νη εξέ­γερ­ση, όμως, ξεκί­νη­σε από το Μαυ­ρο­βού­νιο τον Αύγου­στο του 1941, υπό την καθο­δή­γη­ση του ΚΚΓ, σε συνερ­γα­σία και με τμή­μα­τα των Τσέτ­νικ (αρχι­κά αντι­στα­σια­κή μοναρ­χι­κή ένο­πλη οργά­νω­ση του Ντρά­ζα Μιχα­ή­λο­βιτς που μετά τον πρώ­το χρό­νο του πολέ­μου έγι­νε δοσι­λο­γι­κή). Η εξέ­γερ­ση αυτή είχε απο­τέ­λε­σμα να απε­λευ­θε­ρω­θεί ένα σημα­ντι­κό μέρος του Μαυ­ρο­βου­νί­ου και της νοτιο­δυ­τι­κής Σερ­βί­ας, η πρώ­τη περιο­χή που απε­λευ­θε­ρω­νό­ταν από τον Άξο­να στην κατε­χό­με­νη Ευρώ­πη. Στις απε­λευ­θε­ρω­μέ­νες περιο­χές ιδρύ­θη­κε η “Δημο­κρα­τία του Ούζι­τσε” που διήρ­κε­σε για 3 περί­που μήνες, και συγκρο­τή­θη­καν νέα δημο­κρα­τι­κά όργα­να εξου­σί­ας – οι Λαϊ­κές Απε­λευ­θε­ρω­τι­κές Επι­τρο­πές. Τότε ήταν που γρά­φτη­κε το “Sa Ovčara i Kablara” που ήταν ο ύμνος της πρώ­της εκεί­νης απε­λευ­θε­ρω­μέ­νης παρ­τι­ζά­νι­κης δημοκρατίας:

To Σεπτέμ­βρη του 1941 η εξέ­γερ­ση επε­κτά­θη­κε και στη Βοσ­νία και την Ερζε­γο­βί­νη, με τον ξεση­κω­μό στο Ντρ­βαρ και τη Μπό­σαν­σκα Κράι­να. Το φθι­νό­πω­ρο του 1941 οι Γιου­γκο­σλά­βοι παρ­τι­ζά­νοι είχαν κιό­λας απε­λευ­θε­ρώ­σει πάνω από 40 πόλεις και σημα­ντι­κές περιο­χές της Σερ­βί­ας και της Βοσ­νί­ας και Ερζε­γο­βί­νης, και είχαν ενώ­σει στην απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη ζώνη τις περιο­χές Κόρ­ντουν, Βοσ­νί­ας, Μπά­νια και Λίκα (“Kordun, Bosna, Banija i Lika” όπως μαρ­τυ­ρούν οι στί­χοι του τρί­του τρα­γου­διού). Οι δυνα­μι­κές αυτές εξε­γέρ­σεις ανά­γκα­σαν τους Κρο­ά­τες φασί­στες να παρα­δώ­σουν στους Ιτα­λούς τη διοί­κη­ση των περιο­χών της Λίκα και της Μπό­σαν­σκα Κράι­να (δυτι­κή Βοσ­νία και Ερζε­γο­βί­νη). Τον αγώ­να των παρ­τι­ζά­νων του Ντρ­βαρ περι­γρά­φει το τρα­γού­δι της 6ης Προ­λε­τα­ρια­κής Μεραρ­χί­ας Λίκα “Kad je bila borba kod Drvara” (η μεραρ­χία Λίκα έπαι­ξε απο­φα­σι­στι­κό ρόλο τρία χρό­νια αργό­τε­ρα στην υπε­ρά­σπι­ση του αρχη­γεί­ου του Τίτο στο Ντρ­βαρ ενά­ντια στην έβδο­μη και τελευ­ταία κατά σει­ρά οργα­νω­μέ­νη επί­θε­ση των Γερμανών):

Τον ίδιο εκεί­νο Σεπτέμ­βρη ιδρύ­θη­κε στην Ανα­το­λι­κή Βοσ­νία το “Κοι­νό Γενι­κό Επι­τε­λείο των παρ­τι­ζά­νι­κων και στρα­τιω­τι­κών απο­σπα­σμά­των της Βοσ­νί­ας” για το συντο­νι­σμό των επι­χει­ρή­σε­ων των Παρ­τι­ζά­νων και των Τσέτ­νικ. Τη διοί­κη­ση είχαν από κοι­νού 3 Παρ­τι­ζά­νοι και 3 Τσέτ­νικ (οι Παρ­τι­ζά­νοι ήταν ο γνω­στός και από τις επα­φές του με τον ΕΛΑΣ Σβέ­το­ζαρ Βουκ­μά­νο­βιτς “Τέμπο”, ο Ρόντο­λιουμπ Τσο­λά­κο­βιτς και ο Σλό­μπο­νταν Πρίν­τσιπ “Σέλιο”, ενώ οι Τσέτ­νικ ήταν οι Γ. Ντάν­γκιτς, Π. Τζου­κά­νο­βιτς και Σ. Μιχα­ή­λο­βιτς). Το επι­τε­λείο αυτό είχε έδρα το βου­νό Ρομά­νια κοντά στο Σαρά­γε­βο. Σύμ­φω­να με όλες τις πηγές, το τρα­γού­δι “Na sred gore Romanije” τρα­γου­διό­ταν τότε και από τις δυο αντι­στα­σια­κές ομά­δες, με μόνη δια­φο­ρά στους στί­χους το ότι οι Παρ­τι­ζά­νοι τρα­γου­δού­σαν “crveni se barjak vije” (η κόκ­κι­νη σημαία κυμα­τί­ζει) ενώ οι Τσέτ­νικ “četnički se barjak vije” και αντί­στοι­χα οι Παρ­τι­ζά­νοι ευχα­ρι­στού­σαν τον Τίτο ενώ οι Τσέτ­νικ τον Ντρά­ζα. Δυστυ­χώς, η παρ­τι­ζά­νι­κη εκδο­χή δεν υπάρ­χει στο Youtube κι έτσι βάζου­με αυτή των Τσέτνικ:

Με το που έφυ­γε όμως το 1941, οι ουσια­στι­κές δια­φο­ρές μετα­ξύ Τσέτ­νικ και Παρ­τι­ζά­νων έγι­ναν εμφα­νείς. Οι μοναρ­χι­κοί αντι­κομ­μου­νι­στές και Σέρ­βοι εθνι­κι­στές Τσέτ­νικ δε δέχο­νταν στις μονά­δες τους μη-Σέρ­βους μαχη­τές, δε δέχο­νταν πολι­τι­κή καθο­δή­γη­ση, προ­χω­ρού­σαν σε εκτε­λέ­σεις αμά­χων μη-Σέρ­βων (αλλά και Σέρ­βων αντι­φα­σι­στών) στα χωριά και τις πόλεις που κατα­λάμ­βα­ναν, και από ένα σημείο και μετά δεν έδει­χναν καμιά διά­θε­ση να πολε­μή­σουν τους Γερ­μα­νούς και τους Ιτα­λούς, αντί­θε­τα έδει­χναν όλο και πιο εχθρι­κή διά­θε­ση προς τους Παρ­τι­ζά­νους. Η ορι­στι­κή ρήξη ήρθε την άνοι­ξη του 1942, όταν οι Τσέτ­νικ του Ράντε Ράντιτς δολο­φό­νη­σαν τον παρ­τι­ζά­νο καπε­τά­νιο Μλά­ντεν Στο­γιά­νο­βιτς. Ο Μλά­ντεν, ένας υπέ­ρο­χος άνθρω­πος όπως παρα­δέ­χο­νταν και αντί­πα­λοί του, ήταν για­τρός, και στην προ­πο­λε­μι­κή Γιου­γκο­σλα­βία είχε απο­κτή­σει τη φήμη ότι θερά­πευε χωρίς πλη­ρω­μή τους φτω­χούς και άπο­ρους. Μέλος του ΚΚΓ, το 1941 κατα­τά­χτη­κε εθε­λο­ντι­κά στους Παρ­τι­ζά­νους και έγι­νε καπε­τά­νιος στο βου­νό Κοζά­ρα της δυτι­κής Βοσ­νί­ας. Η αγά­πη του λαού στο πρό­σω­πό του απο­τυ­πώ­θη­κε και στο τρα­γού­δι “Ide Mladen vodi partizane” (Να, ο Μλά­ντεν οδη­γεί τους παρ­τι­ζά­νους) του 1942:

Από τα μέσα του 1942, οι δυνά­μεις των Τσέτ­νικ πέρα­σαν ανοι­χτά και σχε­δόν ολο­κλη­ρω­τι­κά στις τάξεις του ένο­πλου δοσι­λο­γι­σμού και συνερ­γα­σί­ας με τους φασί­στες κατα­κτη­τές — τους Γερ­μα­νούς, τους Ιτα­λούς και τους Κρο­ά­τες Ουστά­σι. Βάζο­ντας τον αντι­κομ­μου­νι­σμό και τον οπορ­του­νι­σμό πάνω από τον αντι­φα­σι­σμό, οι ηγέ­τες τους προ­σχώ­ρη­σαν στο στρα­τό­πε­δο εκεί­νων που αγω­νί­ζο­νταν ενά­ντια στην απε­λευ­θέ­ρω­ση των λαών της Γιου­γκο­σλα­βί­ας. Το γεγο­νός αυτό έκα­νε πολ­λούς αντάρ­τες που αρχι­κά πολε­μού­σαν στο πλευ­ρό των Τσέτ­νικ να περά­σουν στις τάξεις των Παρ­τι­ζά­νων, μιας και αυτοί ήταν πλέ­ον η μόνη δύνα­μη που μαχό­ταν ενερ­γά κατά του φασι­σμού. Μερι­κοί μεμο­νω­μέ­νοι Τσέτ­νικ διοι­κη­τές, όπως ο Μαυ­ρο­βού­νιος Πάβλε Τζού­ρι­σιτς (για τον οποίο είναι γραμ­μέ­νο το τρα­γού­δι “Đurišiću mlad majore”) δια­τή­ρη­σαν μεν εκε­χει­ρία με Γερ­μα­νούς και Ιτα­λούς κατα­κτη­τές, αλλά συνέ­χι­σαν να πολε­μούν τους Κρο­ά­τες φασί­στες, σε μια μάχη με τους οποί­ους σκο­τώ­θη­κε και ο Τζούρισιτς:

Έτσι, στα τέλη του 1942 οι Παρ­τι­ζά­νοι ήταν ουσια­στι­κά η μόνη πανε­θνι­κή δύνα­μη στη Γιου­γκο­σλα­βία που μαχό­ταν για τη λευ­τε­ριά απέ­να­ντι σε όλους: απέ­να­ντι σε Γερ­μα­νούς, Ιτα­λούς, Βουλ­γά­ρους και Ούγ­γρους κατα­κτη­τές και σε Κρο­ά­τες, Σλο­βέ­νους και Σέρ­βους φασί­στες συνερ­γά­τες τους. Στο τέλος του 1942 ο Λαϊ­κός Απε­λευ­θε­ρω­τι­κός Στρα­τός έφτα­νε στις 150.000 άνδρες. Οι κατα­κτη­τές και οι συνερ­γά­τες τους (οι «Ουστά­σι» του Πάβε­λιτς, η «Μιλί­τσια» του Νέντιτς, και οι «Τσέτ­νικ» του Μιχα­ή­λο­βιτς), διέ­θε­ταν 830.000 άνδρες. Τότε είναι που γρά­φτη­κε το θρυ­λι­κό “Po šumama i gorama” (Μέσα από βου­νά και δάση), το τρα­γού­δι-σήμα κατα­τε­θέν του γιου­γκο­σλα­βι­κού αντάρ­τι­κου, που είναι για τους Γιου­γκο­σλά­βους κομ­μου­νι­στές ό,τι ο Ύμνος του ΕΑΜ για τους Έλλη­νες. Η μελω­δία είναι βασι­σμέ­νη σε τρα­γού­δι του Ρώσι­κου Εμφυ­λί­ου, και την ίδια μελω­δία έχει το δικό μας ΕΛΑ­Σί­τι­κο τρα­γού­δι “Από Κάμπους και Λαγκάδια”:

Στις αρχές του 1943 οι Γερ­μα­νοί και Ιτα­λοί κατα­κτη­τές, υπο­στη­ρι­ζό­με­νοι από ισχυ­ρές δυνά­μεις Κρο­α­τών Ουστά­σι και Σέρ­βων Τσέτ­νικ, όλοι με βαρύ γερ­μα­νι­κό οπλι­σμό, εξα­πο­λύ­ουν ολο­μέ­τω­πη επί­θε­ση με σκο­πό τη διά­λυ­ση των Παρ­τι­ζά­νων. Με τις εχθρι­κές δυνά­μεις να έχουν αριθ­μη­τι­κή υπε­ρο­χή 6 ενα­ντί­ον 1 των Παρ­τι­ζά­νων, το κίνη­μα του Τίτο αντι­με­τω­πί­ζει τον πιο μεγά­λο κίν­δυ­νο για την ύπαρ­ξή του. Οι ενω­μέ­νες αξο­νι­κές δυνά­μεις κατα­φέρ­νουν σημα­ντι­κά πλήγ­μα­τα στους αντάρ­τες, δεν πετυ­χαί­νουν όμως τον αντι­κει­με­νι­κό τους στό­χο που είναι η διά­λυ­ση των Παρ­τι­ζά­νων, καθώς στην κορύ­φω­ση των επι­χει­ρή­σε­ων, στον ποτα­μό Νερέτ­βα, ο Τίτο ξεδι­πλώ­νει όλη τη στρα­τιω­τι­κή του ιδιο­φυία, κατα­φέρ­νο­ντας να παρα­πλα­νή­σει τους Γερ­μα­νούς και να περά­σει τη γέφυ­ρα του ποτα­μού συντρί­βο­ντας τους Τσέτ­νικ στην άλλη πλευ­ρά. Η μάχη αυτή είναι διπλής σημα­σί­ας, καθώς με τιτά­νια αυτα­πάρ­νη­ση οι Παρ­τι­ζά­νοι κατα­φέρ­νουν και να σώσουν τους τραυ­μα­τί­ες τους, που είχαν μεί­νει στην απέ­να­ντι πλευ­ρά της γέφυ­ρας, από τη σύλ­λη­ψη και το βέβαιο θάνα­το στα χέρια των Γερ­μα­νών ναζί. Γι’ αυτό και η μάχη αυτή είναι γνω­στή και ως “μάχη για τους τραυ­μα­τί­ες”. Εδώ είναι η συγκλο­νι­στι­κή σκη­νή από την επι­κή γιου­γκο­σλα­βι­κή ται­νία του 1969 “Η Μάχη του Νερέτ­βα” με το τρα­γού­δι “Padaj silo i nepravdo”:

Παρ’ όλα αυτά, δυο μόλις μήνες μετά τη μάχη στον ποτα­μό Νερέτ­βα και ενώ οι Παρ­τι­ζά­νοι μόλις είχαν προ­λά­βει να ανα­συ­ντα­χθούν στο Μαυ­ρο­βού­νιο, οι Γερ­μα­νοί και Ιτα­λοί εξα­πο­λύ­ουν νέα μεγά­λη επί­θε­ση το Μάη του 1943. Στό­χος των κατα­κτη­τών είναι να κυκλώ­σουν τους Παρ­τι­ζά­νους στις άγο­νες εκτά­σεις του ορο­πε­δί­ου Ντουρ­μί­τορ και να τους ανα­γκά­σουν σε συμ­βα­τι­κή μάχη για να τους συντρί­ψουν. Ο κίν­δυ­νος είναι και πάλι τερά­στιος, αλλά και πάλι χάρη στην ιδιο­φυία του Τίτο και τη σθε­να­ρή τους αντί­στα­ση, οι αντάρ­τες κατα­φέρ­νουν να ξεγλι­στρή­σουν από τον κλοιό και να ανα­συ­ντά­ξουν τις δυνά­μεις τους βόρεια, στις όχθες του ποτα­μού Σου­τιέ­σκα στην ανα­το­λι­κή Βοσ­νία. Οι δυνά­μεις του Άξο­να και πάλι απο­τυγ­χά­νουν στο σκο­πό τους να δια­λύ­σουν τους παρ­τι­ζά­νους. Η νίκη αυτή του γιου­γκο­σλα­βι­κού απε­λευ­θε­ρω­τι­κού κινή­μα­τος σημα­το­δο­τεί σημείο καμπής στην ιστο­ρία του πολέ­μου, αφού αφ’ ενός οι κατο­χι­κές δυνά­μεις στη Γιου­γκο­σλα­βία — μετά και την πτώ­ση του Μου­σο­λί­νι το καλο­καί­ρι του 1943 — δεν έχουν πια τη δυνα­τό­τη­τα για μεγά­λες αντι-ανταρ­τι­κές επι­χει­ρή­σεις, και αφ’ ετέ­ρου οι δυτι­κοί σύμ­μα­χοι, αντι­λαμ­βα­νό­με­νοι το δοσι­λο­γι­σμό των Τσέτ­νικ, απο­σύ­ρουν τη διπλω­μα­τι­κή τους βοή­θεια από το κίνη­μα του Μιχα­ή­λο­βιτς και ανα­γνω­ρί­ζουν ως συμ­μα­χι­κή δύνα­μη το αντάρ­τι­κο του Τίτο. Για τη μάχη στον ποτα­μό Σου­τιέ­σκα (που κι αυτή έγι­νε ται­νία το 1973) γρά­φτη­κε το τρα­γού­δι “Kraj Sutjeske hladne vode”:

Στην άμυ­να των ανταρ­τών ενα­ντί­ον αυτής της επί­θε­σης, στον ποτα­μό Σου­τιέ­σκα στην ανα­το­λι­κή Βοσ­νία, σκο­τώ­νε­ται ο ηρω­ι­κός Μαυ­ρο­βού­νιος καπε­τά­νιος Σάβα Κοβά­σε­βιτς και τραυ­μα­τί­ζε­ται ο ίδιος ο Τίτο — ο μόνος πολι­τι­κός ηγέ­της του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου που τραυ­μα­τί­στη­κε σε μάχη. Για τον γεν­ναίο Κομα­ντάντ Σάβα, που αγα­πή­θη­κε όσο κανείς άλλος πλην του Τίτο από τους λαούς της Γιου­γκο­σλα­βί­ας, και για τον ηρω­ι­κό του θάνα­το στον ποτα­μό Σου­τιέ­σκα, γρά­φτη­καν πολ­λά τρα­γού­δια, κι εμείς επι­λε­ξα­με τα δύο δημο­φι­λέ­στε­ρα. Το ένα είναι το “Komandant Sava”, που δανεί­στη­κε τη μελω­δία του από το τρα­γού­δι του ρωσι­κού εμφυ­λί­ου για τον καπε­τά­νιο Σορς του Κόκ­κι­νου Στρατού:

Το δεύ­τε­ρο είναι το συγκλο­νι­στι­κό “Sivi Sokole” που τελειω­νει με τους στί­χους “Δου­λέ­ψα­με, δου­λεύ­ου­με και θα δου­λέ­ψου­με, σύντρο­φε Τίτο σου ορκι­ζό­μα­στε πως θα νική­σου­με!”. Εδώ και με αγγλι­κούς υπότιτλους:

Στις 29 του Νοέμ­βρη του 1943, την ίδια μέρα που στην Τεχε­ρά­νη οι ηγέ­τες των Συμ­μά­χων συσκέ­πτο­νταν για το μέλ­λον του πολέ­μου, στο Γιάι­τσε της Βοσ­νί­ας το Αντι­φα­σι­στι­κό Εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό Συμ­βού­λιο της Γιου­γκο­σλα­βί­ας ανα­κή­ρυσ­σε την ίδρυ­ση της Δημο­κρα­τι­κής Ομο­σπον­δια­κής Γιου­γκο­σλα­βί­ας (DFJ) που ακρι­βώς δύο χρό­νια μετά θα μετο­νο­μα­στεί σε Σοσια­λι­στι­κή Ομο­σπον­δια­κή Δημο­κρα­τία της Γιου­γκο­σλα­βί­ας (SFRJ). Ο εθνι­κός ύμνος του νέου κρά­τους επι­λέ­χθη­κε να είναι ο ύμνος του παν­σλα­βι­κού κινή­μα­τος από τις επα­να­στά­σεις του 1848, το “Hej, Slaveni”:

Την ίδια εκεί­νη μέρα, το Αντι­φα­σι­στι­κό Εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό Συμ­βού­λιο ανα­κοι­νώ­νει την προ­α­γω­γή του αρχη­γού των Παρ­τι­ζά­νων, Γιό­σιπ Μπροζ Τίτο, στο βαθ­μό του Στρα­τάρ­χη, σαν δείγ­μα ευγνω­μο­σύ­νης των λαών της Γιου­γκο­σλα­βί­ας για τη συμ­βο­λή του στις στρα­τιω­τι­κές νίκες του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού κινή­μα­τος. Το τρα­γού­δι “Uz Maršala Tita” (Με τον Στρα­τάρ­χη Τίτο) που γρά­φτη­κε το 1944 από τους Βλά­ντι­μιρ Νάζορ και Όσκαρ Ντά­νον, είναι ένα μόνο δείγ­μα αυτής της λαϊ­κής ευγνωμοσύνης:

Τον Αύγου­στο του 1944 η δύνα­μη του Λαϊ­κού Απε­λευ­θε­ρω­τι­κού Στρα­τού, είχε φτά­σει σε 15 σώμα­τα με 50 μεραρ­χί­ες, 30 ανε­ξάρ­τη­τες ταξιαρ­χί­ες και 130 μονά­δες ανταρ­τών. Σύνο­λο 500.000 άνδρες. Με την απο­χώ­ρη­ση των Γερ­μα­νών και την απε­λευ­θέ­ρω­ση του Βελι­γρα­δί­ου τον Οκτώ­βρη, ο Λαϊ­κός Απε­λευ­θε­ρω­τι­κός Στρα­τός, που είναι πια ένας τακτι­κός στρα­τός, ξεκι­νά­ει τις μεγά­λες του επι­θε­τι­κές επι­χει­ρή­σεις για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των εδα­φών εκεί­νων που κατεί­χαν οι Κρο­ά­τες φασί­στες. Πρώ­τα απε­λευ­θε­ρώ­νε­ται το Σαρά­γε­βο και στη συνέ­χεια οι Παρ­τι­ζά­νοι περ­νούν μέσα από την ορο­σει­ρά Βέλε­μπιτ, την καρ­διά της Κρο­α­τί­ας, για την κατά­λη­ψη του Ζάγκρεμπ. Το Μάη του 1945, μαζί με το τέλος του πολέ­μου στην Ευρώ­πη, όλη η αχα­νής έκτα­ση από τα βόρεια ελλη­νι­κά σύνο­ρα μέχρι το νότιο άκρο της Αυστρί­ας κι από τα δυτι­κά σύνο­ρα της Βουλ­γα­ρί­ας και της Ρου­μα­νί­ας ως την Αδρια­τι­κή, βρί­σκε­ται υπό τον έλεγ­χο της λαϊ­κά απε­λευ­θε­ρω­μέ­νης σοσια­λι­στι­κής Γιου­γκο­σλα­βί­ας. Σύγ­χρο­νο με τη φάση αυτή του πολέ­μου είναι το τρα­γού­δι “Razvila se jedna jela vita”:

Η θυσία που πρό­σφε­ραν στον μεγά­λο αντι­φα­σι­στι­κό αγώ­να οι λαοί της Γιου­γκο­σλα­βί­ας ήταν εξαι­ρε­τι­κά μεγά­λη. Στη διάρ­κεια του πολέ­μου έπε­σαν στο μέτω­πο και τα μετό­πι­σθεν πάνω από 50.000 μέλη του ΚΚ Γιου­γκο­σλα­βί­ας, (ανά­με­σά τους και 10 μέλη της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής του) και πολύ περισ­σό­τε­ρα μέλη της Ένω­σης της Κομ­μου­νι­στι­κής Νεο­λαί­ας της Γιου­γκο­σλα­βί­ας. Έδω­σαν τη ζωή τους 305.000 αντι­φα­σί­στες αγω­νι­στές. Πάνω από 425.000 στρα­τιώ­τες και αξιω­μα­τι­κοί τραυ­μα­τί­στη­καν. Ακό­μα περισ­σό­τε­ρα ήταν τα θύμα­τα από τον αστι­κό πλη­θυ­σμό. Οι θυσί­ες των λαών της Γιου­γκο­σλα­βί­ας ανέρ­χο­νται συνο­λι­κά σε πάνω από 1.700.000 δολο­φο­νη­μέ­νους και σκο­τω­μέ­νους. Ο πόλε­μος προ­κά­λε­σε στη χώρα τρο­με­ρές κατα­στρο­φές. Πάνω από 26% των κατοί­κων έμει­ναν άστε­γοι, 36% της βιο­μη­χα­νί­ας κατα­στρά­φη­κε ολο­κλη­ρω­τι­κά, 223 ορυ­χεία κατα­στρά­φη­καν ή έπα­θαν σοβα­ρές ζημιές.

Κι όμως η νίκη ήταν δική τους! Οι λαοί της Γιου­γκο­σλα­βί­ας είχαν κατα­φέ­ρει να ενώ­σουν ξανά το κρά­τος εκεί­νο που είχε διαι­ρέ­σει σε τόσα κομ­μά­τια ο φασι­στι­κός Άξο­νας και να υπερ­νι­κή­σουν όχι μόνο έναν πάνο­πλο εχθρό αλλά και κάθε τοπι­κό εθνι­κι­σμό, και να προσ­δώ­σουν στη Νέα Γιου­γκο­σλα­βία την ταυ­τό­τη­τα του σοσια­λι­σμού, της ενό­τη­τας, της αδελ­φό­τη­τας και της δημο­κρα­τί­ας. Τη σημα­σία της νίκης αυτού του τόσο πατριω­τι­κού και ταυ­τό­χρο­να τόσο διε­θνι­στι­κού αγώ­να απο­δί­δει τέλεια η τελευ­ταία στρο­φή του τρα­γου­διού “Od Vardara po do Triglava” (Απ’ το Βαρ­δά­ρη ως το Τρί­γκλαβ) που γρά­φτη­κε μετά τον πόλεμο:

Για σένα τόσο αίμα χύθηκε
των λαών η πάλη σε λευτέρωσε
των εργα­τών το χέρι σε ξανάχτισε
να ζεις χαρού­με­νη και λεύτερη
με την αγά­πη μας να σ’ οδηγεί
Γιου­γκο­σλα­βία, Γιουγκοσλαβία!

Αντ. Π.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο