Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο δικός μου…Ναπολέοντας — του Αλέκου Χατζηκώστα

Η προ­βο­λή που πήρε η νέα ται­νία ήταν πρω­το­φα­νής. Άλλω­στε και ο σκη­νο­θέ­της ήταν γνω­στός για τις υπερ­πα­ρα­γω­γές του. Το σχε­τι­κό δια­φη­μι­στι­κό σημεί­ω­μα του τοπι­κού κινη­μα­το­γρά­φου που πρό­βα­λε «ται­νί­ες πρώ­της προ­βο­λής» έγρα­φε: «Η ται­νία ΝΑΠΟΛΕΩΝ είναι μια θεα­μα­τι­κή, επι­κή περι­πέ­τεια για την πολυ­τά­ρα­χη άνο­δο και πτώ­ση του εμβλη­μα­τι­κού Γάλ­λου Αυτο­κρά­το­ρα Ναπο­λέ­ο­ντα Βονα­πάρ­τη, τον οποίο υπο­δύ­ε­ται ο βρα­βευ­μέ­νος με Όσκαρ Joaquin Phoenix. Η ται­νία, μια πολύ υψη­λών προ­δια­γρα­φών παρα­γω­γή με την υπο­γρα­φή του θρυ­λι­κού σκη­νο­θέ­τη Ridley Scott, απο­τυ­πώ­νει το ανε­λέ­η­το ταξί­δι του Βονα­πάρ­τη στην εξου­σία υπό το πρί­σμα της εμμο­νι­κής, εκρη­κτι­κής σχέ­σης του με τη μόνη αλη­θι­νή του αγά­πη, τη Ζοζε­φίν, προ­βάλ­λο­ντας τις ορα­μα­τι­κές στρα­τιω­τι­κές και πολι­τι­κές τακτι­κές του μέσα από μερι­κές από τις πιο απαι­τη­τι­κές δυνα­μι­κές σκη­νές μάχης στην ιστο­ρία του κινηματογράφου.»

Το μυα­λό μου γύρι­σε 51 χρό­νια πίσω. Σε μία άλλη ται­νία, σε μία άλλη σκλη­ρή επο­χή. Μέρες της χού­ντας, 1972. Ήμουν τελειό­φοι­τος και αφού είχαν δώσει τις απα­ραί­τη­τες εξε­τά­σεις αισθα­νό­μουν πλέ­ον γυμνα­σιό­παι­δο. Ψηλός και γερο­δε­μέ­νος, είχα ξεκι­νή­σει από χρό­νια τον αθλη­τι­σμό και έτσι αισθα­νό­μουν πολύ μεγα­λύ­τε­ρος από την ηλι­κία μου. Με δύο- μέχρι τότε- αγά­πες. Το διά­βα­σμα και τον κινηματογράφο.

Από διά­βα­σμα, είχα τη δημό­σια βιβλιο­θή­κη της πόλης όπου ήμουν στα­θε­ρός θαμώ­νας, αλλά και την πλού­σια βιβλιο­θή­κη του σπι­τιού μου, αν και μεγά­λο μέρος της είχε «εξα­φα­νι­στεί» από τις πρώ­τες μέρες της χού­ντας, θαμ­μέ­νο πλέ­ον στο χωρά­φι σε κοντι­νό της πόλης χωριό. Ήταν βιβλία που ο συγ­χω­ρε­μέ­νος πατέ­ρας μου προ­μη­θευό­ταν από εκεί­νους τους πλα­νό­διους (συνή­θως παλιοί αρι­στε­ροί, με φυλα­κές και εξο­ρί­ες) που κάθε από­γευ­μα της Παρα­σκευ­ής περ­νού­σαν από το σπί­τι μας.

Βιβλία δερ­μα­τό­δε­τα ή χαρ­τό­δε­τα, της κλασ­σι­κής λογο­τε­χνί­ας αλλά και ιστο­ρι­κά, κυρί­ως βιο­γρα­φί­ες μεγά­λων ανδρών». Και για τη μητέ­ρα μου κάποια με χρι­στια­νό περιε­χό­με­νο όπως «ΜΠΕΝ ΧΟΥΡ», «Ο ΧΙΤΩΝ» κ.α.

Ένα από τα αγα­πη­μέ­να μου- δήλω­να θαυ­μα­στή του από τότε- Ο «Ναπο­λέ­ων» του Εμίλ Λού­ντ­βιχ, εκδό­σεις ΔΑΡΕΜΑ το 1963 σε μετά­φρα­ση Γιάν­νη Κου­χτσό­γλου, με τις 615 σελί­δες του, δερ­μα­τό­δε­το και μία έξο­χη ζωγρα­φιά να τον καλύ­πτει. Το είχα κυριο­λε­κτι­κά ξεκο­κα­λί­σει, μια και δεν είχε την τύχη άλλων που είχα­με κρύ­ψει (π. Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μος του Υπουρ­γεί­ου Άμυ­νας της ΕΣΣΔ, Ο Σπάρ­τα­κος κ.α) εξαι­τί­ας της χού­ντας και του ανε­λέ­η­του κυνη­γη­τού της προς κάθε τι προοδευτικό.

Η δεύ­τε­ρη αγά­πη μου ήταν ο κινη­μα­το­γρά­φος, αν και ήμουν τυχε­ρός, για­τί τηλε­ό­ρα­ση είχα­με στο σπί­τι μας από το 1966 και ας μην πιά­νου­με τότε ελλη­νι­κό πρό­γραμ­μα, παρά μόνο γιου­γκο­σλά­βι­κο. Τα πρώ­τα χρό­νια πηγαί­να­με οικο­γε­νεια­κά. Όσο μεγά­λω­να πήγαι­να με την αδελ­φή. Μ’ εκεί­νο το δεκά­δραχ­μο και για τους δυό μας με μία δραχ­μή να περισ­σεύ­ει για να παίρ­νου­με τα’ απα­ραί­τη­τα σπό­ρια στο διάλειμμα.

Να τονί­σω ότι στα χρό­νια εκεί­να δεν μπο­ρού­σαν οι μαθη­τές να πηγαί­νουν στον κινη­μα­το­γρά­φο ακό­μη και αν οι ται­νί­ες χαρα­κτη­ρι­ζό­ταν ως «Κατάλ­λη­λες». Απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση να υπήρ­χε και η ένδει­ξη «Επι­τρέ­πε­ται δια μαθη­τάς και μαθη­τρί­ας» αν τύχαι­νε π.χ στο έργο να είχε και κανέ­να φιλί…

Οι μεγά­λες τότε ζωγρα­φι­κές αγγε­λί­ες των νέων έργων στους κινη­μα­το­γρά­φους (πραγ­μα­τι­κά έργα Τέχνης) ήταν συνη­θι­σμέ­νες. Ο νέος κινη­μα­το­γρά­φος στην επαρ­χια­κή μας πόλη- που ο πατέ­ρας μου με το φορ­τη­γό είχε συμ­βά­λει στην κατα­σκευή του- ήταν επι­βλη­τι­κός και είχε πάρει μεγά­λο κομ­μά­τι της πελα­τεί­ας των άλλων κινη­μα­το­γρά­φων που λει­τουρ­γού­σαν. Καλύ­τε­ρα καθί­σμα­τα, καλύ­τε­ρος ήχος και συχνά καλύ­τε­ρες ταινίες.

Επι­τέ­λους θα έβλε­πα τον αγα­πη­μέ­νο μου ήρωα στην οθό­νη. Επρό­κει­το για την ται­νία «ΒΑΤΕΡΛΩ» μία αγγλό­φω­νη επι­κή ιστο­ρι­κή πολε­μι­κή ται­νία του 1970 μια συμπα­ρα­γω­γή μετα­ξύ Ιτα­λί­ας και ΕΣΣΔ (αλή­θεια πώς επι­τρά­πη­κε η προ­βο­λή της στη Ελλά­δα;) που σκη­νο­θε­τή­θη­κε από τον Σερ­γκέι Μπο­νταρ­τσούκ σε μια παρα­γω­γή του Ντί­νο ντε Λαου­ρέ­ντις με πρω­τα­γω­νι­στή τον Ροντ Σταϊ­γκερ ως Ναπο­λέ­ων και τον Κρί­στο­φερ Πλά­μερ ως Δού­κα του Ουέ­λιγ­κτον . Όμως να, υπήρ­χε ένα μεγά­λο εμπό­διο. Η ένδει­ξη ήταν σαφής: «Άνω των 13 ετών».

Το σκε­φτό­μουν δύο μέρες. Όσο και να στε­κό­μουν στις μύτες των ποδιών μου, η ηλι­κία έμπαι­νε εμπό­διο. Να όμως που κάτι είχα δια­βά­σει από το βιβλίο για τον Ναπο­λέ­ο­ντα ο Εμίλ Λού­ντ­βιχ και αυτό μου έδω­σε την ιδέα .Ο Ναπο­λέ­ων έγρα­ψε, ότι είπε: «H Μεγα­λο­φυ­ΐα είναι ένα μετέ­ω­ρο που πρέ­πει να καεί για να φωτί­σει τους ανθρώ­πους. Κι έκα­νε το Λόγο Πράξη.»

«Πατέ­ρα τι θα έλε­γες να με πήγαι­νε εσύ στον κινη­μα­το­γρά­φο; Γνω­στός σου ο ιδιο­κτή­της, θα μπο­ρού­σε να μας κάνει μία χάρη».

«Έλα, κυρ Αντώ­νη μεγα­λο­δεί­χνει το παι­δί σου, όμως γνω­ρί­ζω ότι είναι μικρό­τε­ρος. Και αν μας κάνει καμιά έφο­δο η αστυ­νο­μία, ζήτω που καή­κα­με» του απά­ντη­σε ο ιδιοκτήτης.

«Και αν πάει στο εξώ­στη, εκεί που συχνά­ζουν τα ζευ­γα­ρά­κια;» του απά­ντη­σε ο πατέ­ρας μου. Τελι­κά η χάρη έγι­νε και με χίλιες-δυο προ­φυ­λά­ξεις είδα τελι­κά το έργο από το εξώ­στη, εν μέσω σφι­χτά αγκα­λια­σμέ­νων ζευ­γα­ριών, που ο εξώ­στης τους προ­σέ­φε­ρε πάντα προ­στα­σία από τα αδιά­κρι­τα μάτια.

Τα επό­με­να χρό­νια και με την εισβο­λή του δια­δι­κτύ­ου «κατέ­βα­σα» την ται­νία και την είδα πολ­λές φορές με την ησυ­χία του.

Όσο για τη νέα ται­νία, απο­φά­σι­σα να μην πάω να τη δω. Αρκέ­στη­κα να μεί­νω στις παι­δι­κές μου ανα­μνή­σεις και στη μαγεία εκεί­νης της εποχής.

 

29 στιγ­μές, του Αλέ­κου Χατζηκώστα

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο