Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο δικός μου αφορισμός

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Δεν ήξε­ρα ή μάλ­λον δεν ήθε­λα να κατα­λά­βω για­τί ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, το καμά­ρι αυτό της ελλη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας, κάπο­τε είχε πει τα εξής: « Η ελλη­νι­κή γλώσ­σα είναι η καλύ­τε­ρη, αν της αφαι­ρέ­σεις τα επί­θε­τα». Στην δική μου περί­πτω­ση, η οποία, σαφώς χρή­ζει ψυχια­τρι­κής αντι­με­τώ­πι­σης, τα πράγ­μα­τα είναι λίγο παρά­δο­ξα, για­τί  κρα­τά­ει χρό­νια αυτή η κολό­νια.   Μικρός μικρός με ονο­μά­τι­σαν «αλει­τούρ­γο.» Πάρε το πρώ­το επί­θε­το. Έχει το λόγο του. Είχα κλέ­ψει τις «λει­τουρ­γιές» από τον παπά. Εισέ­βα­λα εις το Ιερόν και άνοι­ξα το ιερόν μπα­ού­λο και πήρα τις «λει­τουρ­γιές» και μ’ αυτόν τον τρό­πο κατα­τρό­πω­σα την πεί­να μου. Συσκέ­φτη­καν, δια­σκέ­φτη­καν, οι «ειδή­μο­νες», «οι γνώ­στες» και οι  «σχε­τι­κοί» και απο­φά­σι­σαν: Σαρά­ντα μέρες στην εκκλη­σία για  διά­βα­σμα. Κάθε μέρα, λοι­πόν, πέντε το πρωί στην εκκλη­σία «λει­τουρ­γού­νταν ο αλει­τούρ­γος».  Φώνα­ξε ο μακα­ρί­της ο παπ­πού­λης μου, φώνα­ξε αλλά όλοι τον απο­στό­μω­σαν με το εξαι­ρε­τι­κό επι­χεί­ρη­μα: «Είσαι άσχε­τος, εμείς προ­στα­τεύ­ου­με τον τόπο από τέτοιες ανομίες».

Στην πορεία προς την ενη­λι­κί­ω­ση ο καθέ­νας μού κόλ­λα­γε και από ένα επί­θε­το. Έχα­σα τον αριθ­μό. Κατσια­πλιάς, τεμπελ­χα­νείο, κοπρι­τά­ναξ… Δεν τα κατα­λά­βαι­να και πήγα στο δάσκα­λό μου και τον ρώτη­σα. «Αυτά παι­δί μου είναι αφο­ρι­σμοί». Τι είναι οι αφο­ρι­σμοί ούτε που ήξε­ρα, αλλά ντρά­πη­κα να τον ρωτή­σω. Ρώτη­σα τον παπ­πού μου, ο οποί­ος με περι­σπού­δα­στο ύφος μού απά­ντη­σε: «Ξέρω εγώ παι­δί μου; Αυτοί οι σπου­δα­σμέ­νοι, οι μορ­φω­μέ­νοι πετά­νε κάτι ρου­μπο­στί­νες και χαρα­κτη­ρί­ζουν τον καθέ­να. Του κολ­λάν ένα επί­θε­το και επι­χει­ρούν να τον κατα­ντή­σουν δακτυ­λο­δει­κτού­με­νο τον άνθρω­πο». Σπου­δα­σμέ­νοι, ειδή­μο­νες, ρου­μπο­στί­νες και πάει λέγο­ντας. Εμείς, έχου­με τη λύση, εμείς απο­φα­σί­ζο­μεν και δια­τάσ­σο­μεν. Όποιος έχει ή  ‑το χει­ρό­τε­ρο- δια­τυ­πώ­νει άπο­ψη του ρίχνου­με έναν αφο­ρι­σμό, μια κατρα­πα­κιά και μια χλα­πά­τσα προς ψυχια­τρι­κόν συνε­τι­σμόν του. Εμείς οι σχε­τι­κοί, οι σωτή­ρες  αυτο­α­πο­κα­λού­με­νοι. Μεσ­σί­ες και δόστου το αρμά­θια­σμα από βρι­σιές σαν τις σκω­μαί­δες στο Βρο­δώ και το γκουτπόφ’λλα στο Γραικικό.

Βέβαια, αφού ξεκί­νη­σα με τους χαρα­κτη­ρι­σμούς να θυμη­θώ και κεί­νον τον αρχι­φα­σί­στα, τον Ταγ­μα­τάρ­χη στα Τζου­μέρ­κα που απα­ξά­πα­ντες τους Τζου­μερ­κιώ­τες τους συνέ­τι­σε καταλ­λή­λως. Λες και έπαιρ­νε προ­μή­θεια από το Στρα­το­δι­κείο  ανά­λο­γα με τον αριθ­μό των κατη­γο­ρου­μέ­νων που έστελ­νε. Οι πάντες εμφο­ρού­νταν από ανα­τρε­πτι­κάς αρχάς, ήταν δηλα­δή  κομ­μου­νι­στές. Τόσο απλά. Να διευ­κρι­νί­σω ότι εμέ­να αφο­ρι­στι­κώς με εξαί­ρε­σε. Δεν με είπε Κομ­μου­νι­στή, αλλά άτο­μο που ρέπει προς τον Κομ­μου­νι­σμό. Η χού­ντα, ως γνω­στόν η ιστο­ρία γρά­φει πως το 1974  τίνα­ξε τα κρι­τσι­πέ­τα­λα. Ο Ταγ­μα­τάρ­χης εσυ­νατ­ξιο­διο­τή­θη, η πατρίς του απέ­νε­με  τίτλους  και ‚ποιος το περί­με­νε;  Άλλη χού­ντα ξεκά­μπι­σε . Η χού­ντα των ειδη­μό­νων, της απο­λυ­τό­τη­τας. Πώς το είχε πει εκεί­νο το αμί­μη­το ο Μπους; «Όποιος δεν είναι με μάς είναι με τους Ταλι­μπάν». Το είχαν πει και οι αρχαί­οι και το ανα­φέ­ρει και ο Θου­κυ­δί­δης εκεί  «στην κατα­στρο­φή της Μήλος». Τα διδάγ­μα­τα δεν τα κατα­λα­βαί­νου­με. Συνι­στούν φυσι­κή νομο­τέ­λεια. Τα υπε­ρο­πτι­κά βασί­λεια και οι αλα­ζο­νι­κές αυτο­κρα­το­ρί­ες νομο­τε­λεια­κά θα σβή­σουν. Το ίδιο συμ­βαί­νει και με όσους κατε­λή­φθη­σαν από έπαρ­ση και ξερολισμό.

Άνθρω­ποι που αρμα­θιά­ζουν βρι­σιές και αφο­ρι­σμούς, που αφο­ρί­ζουν, όσους έχουν δια­φο­ρε­τι­κή άπο­ψη από τη δική τους, που θεω­ρούν πως παντού και πάντα πρέ­πει να περ­νά η γνώ­μη τους-ποιος ξαδειά­ζει να τους γρά­ψει- που «αυτοί κόπτο­νται για το καλό του τόπου, ενώ οι άλλοι απερ­γά­ζο­νται δημο­σί­ας συμ­φο­ράς».  Εγώ ο χιλιο­α­φο­ρι­σμέ­νος για να μην πω ποια εγγρα­φή έκα­να για αυτούς και πού, απα­ντώ με τον μεγά­λο Τούρ­κο ποι­η­τή –Κομ­μου­νι­στή Αζίζ Νεσίν

Σώπα μη μιλάς…

Σώπα, μη μιλάς , είναι ντροπή/κόψ’ τη φωνή σου/σώπασε επι­τέ­λους κι αν ο λόγος είναι αργυρός/ η σιω­πή ειναι χρυσός./

[…] Κόψε τη γλώσ­σα σου, κόψ’την αμέσως./ Δεν έχεις περιθώρια./ Γίνε μουγκός./Αφού δε θα μιλή­σεις , καλύ­τε­ρα να το τολ­μή­σεις  Κόψε τη γλώσ­σα σου.

[…] για­τί νομί­ζω πως θα ’ρθει η στιγ­μή που δεν θα αντέξω/ και θα ξεσπά­σω και δεν θα φοβη­θώ και θα ελπίζω/ και κάθε στιγ­μή το λαρύγ­γι μου θα γεμί­ζω με ένα φθόγ­γο, / με έναν ψίθυ­ρο , με ένα τραύ­λι­σμα, με μια κραυ­γή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!…

Και ο σύγ­χρο­νος αφο­ρι­σμός: Δεν ξέρω ο αφο­ρι­σμός του Αμβρό­σιου με έκα­νε να θυμη­θώ την απά­ντη­ση που είχε δώσει ο πολύ­τε­κνος Αντρέ­ας Λασκα­ρά­τος, όταν τον αφό­ρι­σαν οι Άγιοι Πατέ­ρες. «Και τι θα πάθω τώρα που αφο­ρί­στη­κα;» Η απά­ντη­ση: «Δεν θα λιώ­σεις άμα πεθά­νεις». Και τότε είπε το αμί­μη­το: «Να αφο­ρί­σουν και τα παπού­τσια των παι­διών μου να μην λιώ­νουν ποτέ».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο