Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο «ΖΩΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ» ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΤΡΙΑΡΙΔΗ ΚΑΙ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΊΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Με αφορ­μή τη χιτλε­ρι­κή θεω­ρία του «ζωτι­κού χώρου» (Lebensraum στα γερ­μα­νι­κά) o Θανά­σης Τρια­ρί­δης ρίχνει μια ζοφε­ρή ματιά σε σύγ­χρο­νες αόρα­τες μορ­φές «δικτα­το­ρί­ας» που μπαί­νουν στο πετσί του κάθε­νός μας χωρίς, στην πλειο­νό­τη­τα των περι­πτώ­σε­ων, να το κατα­λα­βαί­νου­με καν και χωρίς να το θέλου­με κι αυτό είναι το ανησυχητικό.

Οι παί­χτες του σατα­νι­κού παι­χνι­διού με την ηθι­κή και την αξιο­πρέ­πεια, αλλά και την άγνοια, είναι δύο: ο «απο­δέ­κτης» του πει­ρά­μα­τος, κοι­νώς πει­ρα­μα­τό­ζωο, ο οποί­ος απο­δέ­χε­ται τη συμ­με­το­χή του παίρ­νο­ντας κάποια αμοι­βή, και ο «χει­ρι­στής», ο οποί­ος απευ­θύ­νε­ται στον απο­δέ­κτη παί­ζο­ντας μέσω ερω­τή­σε­ων, σχο­λια­σμών και εντο­λών με το μυα­λό και το συναί­σθη­μα του ερω­τη­θέ­ντος. Οπως στα περισ­σό­τε­ρα ερω­τη­μα­το­λό­για, οι ερω­τη­θέ­ντες εγκλω­βί­ζο­νται, μέσω των ερω­τή­σε­ων, σε συγκε­κρι­μέ­νες απα­ντή­σεις. Η θέλη­σή τους «δαμά­ζε­ται». Του­λά­χι­στον, γίνε­ται η προ­σπά­θεια. Στην περί­πτω­ση του έργου ο απο­δέ­κτης «κλω­τσά­ει», όταν κατά τη γνώ­μη του, ο χει­ρι­στής παρα­τρα­βά­ει το σχοινί.

Πολύ γενι­κά μπο­ρού­με να πού­με ότι η θεω­ρία του ζωτι­κού χώρου σημαί­νει ένα κρά­τος να θέλει να επε­κτα­θεί σε εδά­φη που δεν είναι δικά του, για­τί τα δικά του δεν τα θεω­ρεί επαρ­κή. Συγκε­κρι­μέ­να, ωστό­σο, στην περί­πτω­ση της Γερ­μα­νί­ας εξέ­φρα­ζε την ανά­γκη της χώρας να πάρει τη θέση της σ’ έναν κόσμο ο οποί­ος τους προη­γού­με­νους αιώ­νες τον είχαν μοι­ρα­στεί και ξανα­μοι­ρα­στεί οι αποι­κιο­κρα­τι­κές δυνά­μεις της Ευρώ­πης. Η Γερ­μα­νία για λόγους που δεν μπο­ρού­με να ανα­πτύ­ξου­με εδώ, έμει­νε δύο αιώ­νες πίσω και το γερ­μα­νι­κό κεφά­λαιο ήθε­λε να ανα­πλη­ρώ­σει το χαμέ­νο χρό­νο προ­σπα­θώ­ντας να κατα­κτή­σει σε λίγο χρό­νο όλο τον κόσμο για να πάρει τη θέση του στο παγκό­σμιο καπι­τα­λι­στι­κό γίγνε­σθαι. Γι αυτό έγι­νε ιδιαί­τε­ρα επι­θε­τι­κό και ιδιαί­τε­ρα βάναυ­σο με μια τερά­στια πολε­μι­κή μηχα­νή. Στο έργο εμφα­νί­ζε­ται η Γερ­μα­νία μέσα από ένα τρα­γού­δι των Waffen-SS, το οποίο ο χει­ρι­στής του πει­ρά­μα­τος πασά­ρει στον απο­δέ­κτη ως παρ­τι­ζά­νι­κο τρα­γού­δι Εβραί­ων που είχαν δια­φύ­γει σε κάποιο δάσος. Ο απο­δέ­κτης των ερω­τή­σε­ων και εντο­λών την πάτη­σε: εν αγνοία θαύ­μα­σε ένα φασι­στι­κό τρα­γού­δι. Μεγα­λώ­νει η αμη­χα­νία, η αγα­νά­κτη­ση και η οργή του, όσο ο χει­ρι­στής περ­νά­ει σε έξω από τα ηθι­κά όρια του απο­δέ­κτη ερω­τή­σεις ή/και καμιά φορά αισχρές εντο­λές, στις οποί­ες εναλ­λάσ­σει την άγρια και επι­τα­κτι­κή αντι­με­τώ­πι­ση του απο­δέ­κτη με έναν συγκα­τα­βα­τι­κό τόνο και έναν καλό λόγο παί­ζο­ντας με τα συναι­σθή­μα­τα και τους ηθι­κούς φραγ­μούς του «πει­ρα­μα­τό­ζω­ου» σαν τη γάτα με το ποντί­κι με τη μέθο­δο να θυμί­ζει τους βασα­νι­στές της χού­ντας. Μέχρι πού ο τελευ­ταί­ος θα τον αφή­σει, θα απο­δέ­χε­ται δηλα­δή, να φτά­σει ο εξευ­τε­λι­σμός του; Σε κάποια στιγ­μή ο χει­ρι­στής εμπλέ­κει και τους θεα­τές βάζο­ντάς τους μπρο­στά στη δική τους ευθύ­νη. Εμμέ­σως πλην σαφώς τους καθι­στά ενερ­γούς, έστω στη σκέ­ψη. Αλή­θεια, τι θα έκα­ναν στη θέση του απο­δέ­κτη; Ο καθέ­νας μπο­ρεί να βολι­δο­σκο­πή­σει τον εαυ­τό του. Μπο­ρεί να ανα­ρω­τη­θεί νοε­ρά, αν ανέ­χε­ται τα κακώς κεί­με­να με το να μένει θεα­τής ή, ενδε­χο­μέ­νως, με το να συνε­χί­ζει να ψηφί­ζει τους υπεύ­θυ­νους μιας άθλιας κατάστασης.

Εύλο­γο το ερώ­τη­μα πώς λει­τουρ­γεί στους νεα­ρούς θεα­τές οι οποί­οι ήταν η πλειο­ψη­φία στην παρά­στα­ση που είδε η γρά­φου­σα του παρό­ντος σημειώ­μα­τος; Τι τους προ­σφέ­ρει το έργο, μια και όσα κατα­λα­βαί­νει ένας θεα­τής από κάποιο έργο εξαρ­τά­ται από τις προ­σλαμ­βά­νου­σες του θεα­τή. Γνω­ρί­ζου­με, ότι η διδα­σκα­λία στα σχο­λεία κρύ­βει ή παρα­χα­ράσ­σει την ιστο­ρία και οι νεό­τε­ρες γενιές είναι σε χρό­νο όλο και πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νες από ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα σαν τον Δεύ­τε­ρο Παγκό­σμιο Πόλε­μο, ώστε να μην ακού­γε­ται πια στα σπί­τια από προη­γού­με­νες γενιές ως βιω­μα­τι­κή αφή­γη­ση. Οπως, άλλω­στε, όλοι μας είμα­στε μακριά από άλλα γεγο­νό­τα, ιστο­ρι­κά ή/και γεω­γρα­φι­κά, παρελ­θό­ντα ή παρό­ντα. Αλοί­μο­νο, αν η αντί­στα­ση θα εξαρ­τιό­ταν από το προ­σω­πι­κό βίω­μα. Για να μην είμα­στε στο έλε­ος του συστή­μα­τος που επι­λέ­γει τι επι­τρέ­πε­ται να ξέρου­με και τι όχι, ενδε­χο­μέ­νως ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζο­ντας θύμα­τα και θύτες και να μας κάνει φασί­στα χωρίς να το κατα­λα­βαί­νου­με, χρειά­ζε­ται γνώ­ση και δρά­ση. Ερχε­ται σήμε­ρα και το ChatGPT για να δώσει τη χαρι­στι­κή βολή και με κάτι ανι­στό­ρη­τες γενι­κού­ρες να τα κάνει όλα γκρι ζώνη…Χρειάζεται γνώ­ση του παρελ­θό­ντος για να κατα­λά­βεις το παρόν, ώστε να είσαι σε θέση να κατα­λο­γί­ζεις ευθύ­νες συγκε­κρι­μέ­νες για τις παγκό­σμιες ιστο­ρι­κές φρί­κες, οι οποί­ες όχι απλώς συνε­χί­ζο­νται, αλλά κλι­μα­κώ­νο­νται μια και δεν ανα­τρά­πη­κε το σύστη­μα που τις γεν­νά­ει. Μη μεί­νου­με θεα­τές δηλα­δή, μας λέει το έργο, για­τί αυτός είναι ο λόγος που όλα αυτά συνεχίζονται.

Την Παρα­σκευή 10 Φεβρουα­ρί­ου ήταν η σει­ρά της Κλά­ου­ντια Τσιό­χον να παί­ξει το χει­ρι­στή. Σαν «πιστό­λα» (και κρα­τώ­ντας κιό­λας, σε μια κλι­μά­κω­ση, πιστό­λι) απέ­δω­σε την αδί­στα­κτη ψυχρό­τη­τα της «δικτα­το­ρί­ας του πει­ρά­μα­τος» εναλ­λάσ­σο­ντας από­το­μα τον ανθρώ­πι­νο τόνο με τη φανα­τι­κή υστε­ρι­κή κραυ­γή που θυμί­ζει Χίτλερ – με ολό­κλη­ρες μάζες από «θεα­τές» να κραυ­γά­ζουν «Χάιλ!» στην τελευ­ταία περί­πτω­ση, ενερ­γο­ποι­ή­θη­καν μεν, αλλά κατα­στρο­φι­κά! — παγώ­νο­ντας το αίμα κάθε σκε­πτό­με­νου ανθρώ­που, ενώ πατού­σε, η χει­ρί­στρια του έργου, τικ στα κου­τά­κια του υπο­λο­γι­στή… Βγά­λε συμπέ­ρα­σμα, θεα­τή! Μια αλλο­πρό­σαλ­λη συμπε­ρι­φο­ρά ενός κομπιου­τε­ρο­ποι­η­μέ­νου ατό­μου που ρήμα­ξε σε λίγη ώρα μέ ένα ερω­τη­μα­το­λό­γιο-πεί­ρα­μα έναν «μέσου όρου» ανθρω­πά­κο — τον απέ­δω­σε επά­ξια ο Σήφης Μαντα­δά­κης — δοκι­μά­ζο­ντας τις αντο­χές του. Ψυχρό σύστη­μα ένα­ντι αδύ­να­του ανθρώ­που και η θεω­ρία του Lebensraum στο προ­σω­πι­κό επί­πε­δο να εκφρά­ζε­ται με τη χει­ρι­στι­κή στά­ση απέ­να­ντι στον άλλο, όταν απαι­τείς στις προ­σω­πι­κές σχέ­σεις περισ­σό­τε­ρο χώρο απ’ ό, τι σου ανή­κει σε βάρος του άλλου. Εν δυνά­μει ο μικρός φασί­στας μέσα μας; Οπως και νάναι, το έργο είναι κάτι παρα­πά­νω από ένα «μονό­πρα­κτο πεί­ρα­μα για την καλο­σύ­νη», όπως λέει – ειρω­νι­κά; — ο υπότιτλος.

Αξί­ζει να το δεί­τε. Παί­ζε­ται ακό­μα την Παρα­σκευή 17 και 24 Φεβρουα­ρί­ου στον πολύ­χω­ρο «Εκστάν», Καυ­ταν­τζό­γλου 5 στα Πατή­σια, από τη θεα­τρι­κή ομά­δα «Εκτός Σχεδίου».

Ο Μέγας Ιερο­ε­ξε­τα­στής, Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο