Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Θανάσης Διάκος και η μάχη της Αλαμάνας στο Σχολικό μας Θέατρο (1950–1974) (Δ’ Μέρος — Τελευταίο)

Γρά­φει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης //

 Ιστορικά και ιδεολογικά ζητήματα:

Ιστορικά:

Όταν η Ιστο­ρία εμπλέ­κε­ται με το θρύ­λο ή το μύθο, τότε τα πράγ­μα­τα γίνο­νται δύσκο­λα για τον ιστο­ρι­κό ερευ­νη­τή και μελε­τη­τή, διό­τι η αντι­κει­με­νι­κή ιστο­ρι­κή αλή­θεια καθί­στα­ται θολή. Όταν, μάλι­στα οι γρα­πτές πηγές και οι προ­φο­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες περιέ­χουν στοι­χεία ελλι­πή και αντι­φα­τι­κά, δεν μπο­ρού­με ν’ απο­φαν­θού­με ορι­στι­κά για το τι ακρι­βώς συνέ­βη στη ζωή και στη δρά­ση ενός ήρωα, όπως επί τω προ­κει­μέ­νω του Θανά­ση Διά­κου. Βέβαια, και την εξα­γω­γή ασφα­λών συμπε­ρα­σμά­των επη­ρε­ά­ζουν τα ελλι­πή ιστο­ρι­κά τεκ­μή­ρια, αλλά και η ερμη­νευ­τι­κή προ­σέγ­γι­ση του κάθε μελε­τη­τή προσ­δί­νει μια ιδε­ο­λο­γι­κή κατεύ­θυν­ση, η οποία ενδέ­χε­ται να είναι λαν­θα­σμέ­νη και παρα­πλα­νη­τι­κή, ίσως, όμως, και σκό­πι­μη με τη γνω­στή «παρα­χά­ρα­ξη της Ιστο­ρί­ας» για πολι­τι­κούς ή εθνι­κο­το­πι­κούς λόγους.

Τα βασι­κά θέμα­τα που απα­σχό­λη­σαν τους ιστο­ρι­κούς ερευ­νη­τές και μελε­τη­τές της ζωής του Θανά­ση Διά­κου ήταν κυρί­ως η χρο­νο­λο­γία και ο τόπος γέν­νη­σής του και το επώ­νυ­μό του, στο οποίο προ­στί­θε­νται και θέμα­τα του γενε­α­λο­γι­κού του δέντρου.[1] Εδώ, θα δού­με αν και κατά πόσο οι συγκε­κρι­μέ­νοι δρα­μα­τουρ­γοί της παρού­σας μελέ­της μας, πήραν ή όχι υπό­ψη τους τα υπάρ­χο­ντα ιστο­ρι­κά στοι­χεία, αν πήραν υπό­ψη τους το θρύ­λο ή τις ανώ­νυ­μες και επώ­νυ­μες μαρ­τυ­ρί­ες ή αβί­α­στα αντέ­γρα­ψαν μη δια­σταυ­ρού­με­νες και ατεκ­μη­ρί­ω­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες από λογο­τέ­χνες και θεα­τρι­κούς συγ­γρα­φείς ή από κάποιους μελε­τη­τές κ.ο.κ.

Η γέν­νη­ση του Διάκου:

Όσον αφο­ρά τη γέν­νη­σή του νομί­ζω ότι η σωστή χρο­νο­λο­γία είναι: 4.1.1788.

Ο τόπος γέν­νη­σης του Διάκου:

Ο τόπος γέν­νη­σής του είναι μάλ­λον η Αρτο­τί­να Παρ­νασ­σί­δας Φωκί­δας και όχι η Άνω Μουσουνίτσα.

Το ονο­μα­τε­πώ­νυ­μο του Διάκου:

Το ονο­μα­τε­πώ­νυ­μό του ήταν Αθα­νά­σιος Γραμ­μα­τι­κός του Γεωρ­γί­ου και όχι του Νικο­λά­ου. Νικό­λα­ος Γραμ­μα­τι­κός, αρμα­το­λός της περιο­χής Παρ­νασ­σού, ήταν ο παπ­πούς του, ο οποί­ος είχε αδερ­φό τον Αθα­νά­σιο Γραμ­μα­τι­κό, του οποί­ου το όνο­μα έλα­βε, κατά πάσα πιθα­νό­τη­τα, ο Διάκος.

Η οικο­γέ­νεια του Διά­κου – Το απο­δο­μέ­νο στο Διά­κο επώ­νυ­μο «Μασ­σα­βέ­τας»:

Παπ­πούς του Νικό­λα­ος Γραμ­μα­τι­κός είχε πέντε παι­διά: τον Μήτρο (-1802), τον Κων/νο, τον Κωστού­λα (-1796), τον Γεώρ­γιο, και τη Στά­μω, η οποία παντρεύ­τη­κε τον Ιωάν­νη Μασ­σα­βέ­τα. Αυτό το ζευ­γά­ρι, επει­δή ήταν άκλη­ρο, υιο­θέ­τη­σε τον αδερ­φό του Διά­κου, Κων/νο, γι’ αυτό και τον βρί­σκου­με ως Κώστα Μασ­σα­βέ­τα. Ορι­σμέ­νοι έχουν την εντύ­πω­ση, λαν­θα­σμέ­να βέβαια, ότι και ο Διά­κος είχε το επώ­νυ­μο «Μασ­σα­βέ­τας».

Υπάρ­χουν και άλλα ζητή­μα­τα, για τα οποία υπάρ­χουν δια­φο­ρε­τι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες, για την ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των οποί­ων, απαι­τεί­ται περαι­τέ­ρω ιστο­ρι­κή έρευνα.

Στα έργα του Σχο­λι­κού Θεά­τρου που εξε­τά­ζου­με, ανα­φέ­ρε­ται ως ξάδερ­φος του Διά­κου ένας Τάσος, τον οποίο δεν έχου­με βρει ως υπαρ­κτό ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο. (Δ. Μονα­στη­ριώ­τη, «Θανά­σης Διά­κος»).

Ενώ αδερ­φές του ήταν οι Σοφία και η Καλο­μοί­ρα, οι δρα­μα­τουρ­γοί του σχο­λι­κού θεά­τρου, της περιό­δου που εξε­τά­ζου­με, ανα­φέ­ρουν λαν­θα­σμέ­να τη Μόρ­φω και τη Δέσπω (Ζάχος, 1971), την Ελέ­νη [Ι.Κ. Γιαν­νέ­λης, χ.χ. (1950)] και ορθά, βέβαια ο Ανδρα­κά­κος χ.χ., την ανα­φέ­ρει ως «Σόφω».

Ο Δ. Μονα­στη­ριώ­της ανα­φέ­ρει, δια στό­μα­τος Διά­κου, ότι είχε μια αδερ­φή, ενώ είχε δύο.

Ενώ αδέρ­φια του ήταν ο Από­στο­λος και ο Κων/νος, οι δρα­μα­τουρ­γοί του σχο­λι­κού θεά­τρου, της περιό­δου που εξε­τά­ζου­με, ανα­φέ­ρουν λαν­θα­σμέ­να ως αδερ­φό του τον Μήτρο (Αλκαί­ος, 1956, Παπα­δη­μη­τρί­ου χ.χ. [1958], Μαυ­ροει­δή-Παπα­δά­κη 1968, Κατής-Ζιού­νας, χ.χ. [1969], Ζάχος, 1971), επη­ρε­α­σμέ­νοι από το γνω­στό ποί­η­μα του Αριστ. Βαλα­ω­ρί­τη και άλλοι ανα­φέ­ρουν ορθά, ως αδερ­φό του τον Κώστα (Λάπ­πας, χ.χ.).

Στο μονα­στή­ρι του (Τιμί­ου) Ιωάν­νη Προδρόμου:

Στα έργα του Σχο­λι­κού Θεά­τρου που εξε­τά­ζου­με, ανα­φέ­ρο­νται τα ονό­μα­τα δύο καλο­γέ­ρων, που ανή­καν στην Αδελ­φό­τη­τα του μονα­στη­ριού, όπου υπη­ρε­τεί ο Θαν. Διά­κος, τα οποία προ­φα­νώς είναι στα πλαί­σια της μυθο­πλα­σί­ας του δρά­μα­τος: ο Νεκτά­ριος (13–14 χρό­νων) (Δ. Μονα­στη­ριώ­τη, «Θανά­σης Διά­κος») και ο Φιλά­ρε­τος (Π. Αντω­νό­που­λου, «Ο Διά­κος Πρω­το­κλέ­φτης»).

Ο Π. Αντω­νό­που­λος εμφα­νί­ζει τον Διά­κο στο έργο του ως παλ­λη­κά­ρι 20 χρό­νων, να σκο­τώ­νει τον Φερ­γάτ Αγά (όχι επί σκη­νής, αλλά το συμ­βάν ανα­φέ­ρε­ται στο διά­λο­γο Διά­κου-Φιλά­ρε­του. Ο Φιλά­ρε­τος, στο έργο είναι μονα­χός του ίδιου μονα­στη­ριού, αλλά δεν επι­βε­βαιώ­νε­ται η ύπαρ­ξή του ιστο­ρι­κά) και ο Ηλί­ας Θ. Ανδρα­κά­κος θέλει τον Διά­κο να φεύ­γει από το μονα­στή­ρι για να γλι­τώ­σει από τον Φερχάτη.

Συγκι­νη­τι­κή σκη­νή που ο Διά­κος κρύ­βει στο μονα­στή­ρι τον πλη­γω­μέ­νο ξαδερ­φό του, τον οποίο κυνη­γούν οι Τούρ­κοι, κι ενώ κατα­φέρ­νει να τους διώ­ξει, επι­στρέ­φο­ντας στην κρυ­ψώ­να, βρί­σκει νεκρό τον ξαδερ­φό του. Ο δρα­μα­τουρ­γός μάς παρου­σιά­ζει τα πατριω­τι­κά και αλλη­λέγ­γυα αισθή­μα­τα ενός εφή­βου, τα οποία με τον και­ρό μετου­σιώ­νο­νται σε μίσος ενά­ντια στον τύραν­νο κατακτητή.

Στην αυλή του Αλή πασά:

Στα 1814 ο Αλή πασάς άρχι­σε να διε­ρευ­νά τις προ­θέ­σεις των Ελλή­νων καπε­τα­ναί­ων και αρμα­το­λών, για να δια­πι­στώ­σει τις ενδε­χό­με­νες συμ­μα­χί­ες μαζί τους, στις δολο­πλο­κί­ες ενα­ντί­ον του Σουλ­τά­νου Μαχ­μούτ Β΄. Σε αυτά τα πλαί­σια κάλε­σε στα Γιάν­νε­να και τον Αρμα­το­λό του Λιδω­ρι­κί­ου Σκαλ­τσο­δή­μο, ο οποί­ος έστει­λε αντ’ αυτού τον Θαν. Διά­κο. Στην αυλή του Αλή πασά η Διά­κος έμει­νε δυο χρό­νια και απέ­κτη­σε πολ­λές διοι­κη­τι­κές και πολε­μι­κές γνώ­σεις. Ο τίμιος, ευθύς και ηθι­κός χαρα­κτή­ρας του ερέ­θι­σε τον Αλή πασά και λέγε­ται ότι έβα­λε τον έμπι­στό του Οδυσ­σέα Ανδρού­τσο να τον σκο­τώ­σει. Ο Ανδρού­τσος, που εκτι­μού­σε τον Διά­κο, δεν εκτέ­λε­σε την εντο­λή του πασά ούτε ποτέ φανέ­ρω­σε στον Διά­κο αυτή την εντολή.

Αυτό το περι­στα­τι­κό ανα­φέ­ρει στο έργο του «Ο Σαλώ­νων Ησα­ΐ­ας. Όντας χου­μή­ξαν οι αητοί» ο Ηλί­ας Θ. Ανδρακάκος.

Ο Αντ. Δ. Ζάχος ανα­φέ­ρε­ται στο έργο του «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος», στη σχέ­ση του Διά­κου με τον Ομέρ Βρυώ­νη στην Αυλή του Αλή πασά. Κατά τη συζή­τη­ση των οπλαρ­χη­γών στις Κομπο­τά­δες, ο Διά­κος εξι­στο­ρεί στους υπό­λοι­πους τη συνεύ­ρε­σή τους στα Γιάν­νε­να και ότι τον θεω­ρεί καλό στρα­τη­γό, τολ­μη­ρό και έξυ­πνο. Επί­σης, κατά την ανά­κρι­ση του Διά­κου από τον Ομέρ Βρυώ­νη, ο Διά­κος του θυμί­ζει ότι συνα­ντή­θη­καν μαζί στην αυλή του Αλή-πασά στα Γιάν­νε­να και με τους Ανδρού­τσο, Σκαλ­τσά και Καραϊσκάκη.

Το συμ­βού­λιο των οπλαρ­χη­γών της Ρού­με­λης στις Κομπο­τά­δες πριν από τη μάχη της Αλα­μά­νας – Η άρνη­ση συμ­με­το­χής στη μάχη του Δημ. Κοντογιάννη:

Οι οπλαρ­χη­γοί Θανά­σης Διά­κος, Πανουρ­γιάς Πανουρ­γιάς και Ιωάν­νης Δυο­βου­νιώ­της συσκέ­φθη­καν στις Κομπο­τά­δες της Λαμί­ας και εκεί απο­φά­σι­σαν ομό­φω­να το προ­τει­νό­με­νο από τον Διά­κο στρα­τη­γι­κό σχέ­διο, με βάση το οποίο θ’ αντι­με­τώ­πι­ζαν την κάθο­δο των Τουρ­καλ­βα­νών. Το ίδιο ανα­φέ­ρουν και οι παρα­κά­τω δρα­μα­τουρ­γοί στα έργα τους: Αντ. Δ. Ζάχος, «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος»

Στα έργα του Σχο­λι­κού Θεά­τρου που εξε­τά­ζου­με, ο Μίμης Αθ. Παπα­δη­μη­τρί­ου, στο έργο του «Η γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας» ανα­φέ­ρει ότι το στρα­τιω­τι­κό συμ­βού­λιο έγι­νε στο λημέ­ρι του Δυο­βου­νιώ­τη (και όχι στις Κομποτάδες).

Ο οπλαρ­χη­γός Δημ. Κοντο­γιάν­νης από την Υπά­τη αρνή­θη­κε να συμ­με­τά­σχει στο συμ­βού­λιο και στη μάχη, διό­τι πίστευε ότι αν πολε­μή­σουν ενα­ντί­ον των Τουρ­καλ­βα­νών, εκεί­νοι θα σκο­τώ­σουν γυναι­κό­παι­δα στην Υπά­τη, ως τιμω­ρία και αντί­ποι­να. Ο Αντ. Δ. Ζάχος, στο έργο του, «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος», ανα­φέ­ρει ότι ο Κοντο­γιάν­νης δε συμ­με­τεί­χε ούτε στην πολιορ­κία της Υπά­της. Ο Ζάχος είναι από τους δρα­μα­τουρ­γούς, που ανα­φέ­ρε­ται με λεπτο­μέ­ρειες στο συμ­βού­λιο των οπλαρ­χη­γών στις Κομποτάδες.

Γι’ αυτό, ο δρα­μα­τουρ­γός Ηλί­ας Θ. Ανδρα­κά­κος, όπως προ­α­να­φέ­ρα­με, στο έργο του, δια στό­μα­τος της  ηρω­ί­δας του Βαΐ­τσας τον χαρα­κτη­ρί­ζει «κιο­τή» και δια στό­μα­τος Πανουρ­γιά «Εφιάλ­τη». Ο ίδιος ο δρα­μα­τουρ­γός «θέλει» αυτή τη σύσκε­ψη των οπλαρ­χη­γών να μην πραγ­μα­το­ποιεί­ται κάτω από τα πλα­τά­νια στις Κομπο­τά­δες, αλλά σε εσω­τε­ρι­κό σπι­τιού σαν τον οντά του γραμ­μα­τέα του Αλή πασά, Μάν­θου Οικο­νό­μου, προη­γού­με­νης σκη­νής του έργου.

Η μάχη της Αλα­μά­νας και οι θέσεις μάχης του Διά­κου και των παλ­λη­κα­ριών του:

Η πραγ­μα­τι­κή θέση που αμύν­θη­κε πολε­μώ­ντας ο Διά­κος με 300 παλ­λη­κά­ρια ήταν τα «Ποριά»,[2] θέση ευρι­σκό­με­νη βορειο­α­να­το­λι­κά του μονα­στη­ριού τής Δαμά­στας, κοντά στα ιαμα­τι­κά λου­τρά Καλ­λι­δρό­μου «Ψωρο­νέ­ρια» («Θέρ­μες») και κοντά στη γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας, ενώ οι οπλαρ­χη­γοί Καλύ­βας και Μπα­κο­γιάν­νης, είχαν οχυ­ρω­θεί με 200 παλ­λη­κά­ρια μέσα και γύρω από το Χάνι της Αλα­μά­νας, κοντά στη γέφυ­ρα και στα Ποριά.

Το σχέ­διο του Διά­κου ήταν να μην περά­σουν οι Τουρ­καλ­βα­νοί προς τις Θερ­μο­πύ­λες, με κατεύ­θυν­ση την Αθή­να και τον Ισθμό της Κορίν­θου ή του­λά­χι­στο να τους καθυ­στε­ρή­σουν, για να στε­ριώ­σει η Επα­νά­στα­ση στην Πελο­πόν­νη­σο («Μωριά»). Τελι­κά, επι­τεύ­χθη­κε ο δεύ­τε­ρος στόχος.

Το στρα­τη­γι­κό σχέ­διο του Θανά­ση Διά­κου, ως γνω­στό, προ­έ­βλε­πε ν’ απο­κλει­στούν και οι δίο­δοι προς Άμφισ­σα και Ιτέα-Γαλα­ξί­δι, γι’ αυτό και οι άλλοι οπλαρ­χη­γοί Πανουρ­γιάς και Δυο­βου­νιώ­της έπια­σαν τα περά­σμα­τα στη Χαλ­κο­μά­τα και στη γέφυ­ρα του Γορ­γο­πο­τά­μου, αντίστοιχα.

Εδώ, πρέ­πει να σημειώ­σου­με ότι Βασί­λης Μπού­σγος, φίλος και συμ­μα­χη­τής του Διά­κου, κατά την ώρα της μάχης της Αλα­μά­νας «Από τη δύνα­μη του Διά­κου διέ­φυ­γε, μετα­ξύ άλλων…», όπως ανα­φέ­ρει ο Δημ. Μπό­πης.[3] Με απο­τέ­λε­σμα αργό­τε­ρα να έχου­με απ’ αυτόν ιστο­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες, που σχε­τί­ζο­νται με τη ζωή και τη δρά­ση του Διάκου.

Στα έργα του Σχο­λι­κού Θεά­τρου που εξε­τά­ζου­με, ο Τάκης Λάπ­πας στο έργο του «Ο Διά­κος στην Αλα­μά­να» ανα­φέ­ρει ότι κοντά στο Διά­κο ήρθε και πολέ­μη­σε γεν­ναία ο Νεό­φυ­τος, ηγού­με­νος της μονής της Δαμά­στας, ο οποί­ος σκο­τώ­θη­κε στη μάχη πριν από τη σύλ­λη­ψη του Διάκου.

Όσον αφο­ρά το Χάνι της Αλα­μά­νας, ο δρα­μα­τουρ­γός ανα­φέ­ρει ότι ο Διά­κος διέ­τα­ξε τους Ανα­γνώ­στη Καλ­πού­ζο, τον Μοσκα­ντώ­νη, τον Σκα­φί­δα, τον Πλα­στή­ρα κ.ά. να πολε­μή­σουν κλει­σμέ­νοι μέσα στο Χάνι και τους οπλαρ­χη­γούς Καλύ­βα και Μπα­κο­γιάν­νη με 100 άνδρες να ταμπου­ρω­θούν στο κάτω μέρος των Που­ριών, σχε­τι­κά κοντά στη γέφυρα.

Ο Λάπ­πας ανα­φέ­ρε­ται, εκτός από τον αδερ­φό του Διά­κου, στον Καλύ­βα, στον Μπα­κο­γιάν­νη και στον ηγού­με­νο Νεό­φυ­το, στους εξής συμπο­λε­μι­στές του Διά­κου: Τρια­ντα­φυλ­λί­να, Ανα­γνώ­στη Καλ­πού­ζο, Μπι­σμπι­ρί­γκο (ψυχο­γιό του), Μοσκα­ντώ­νη, Σκα­φί­δα, Πλα­στή­ρα, Τσα­μα­λή, Κίρ­κο, Αυγερινό.

Ο Μίμης Αθ. Παπα­δη­μη­τρί­ου, στο έργο του «Η γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας», ανα­φέ­ρε­ται στον Ησα­ΐα, δεσπό­τη Σαλώ­νων, τον οποίο τοπο­θε­τεί δίπλα στον Διά­κο, κατά τη μάχη της Αλα­μά­νας, ενώ ο ίδιος πολέ­μη­σε στη Χαλ­κο­μά­τα, στο πλευ­ρό του Δυο­βου­νιώ­τη. Ευλο­γεί, μάλι­στα τα παλ­λη­κά­ρια του Διά­κου, πριν από την έναρ­ξη της μάχης και τελι­κά σκο­τώ­νε­ται πριν από τη σύλ­λη­ψη του Διά­κου. Ο ίδιος δρα­μα­τουρ­γός ανα­φέ­ρε­ται και σε άλλα παλ­λη­κά­ρια του Διά­κου: τον Τσα­ού­ση, υπα­σπι­στή του και άλλους κλέ­φτες: Γρη­γό­ρη, Γιάν­νο και Δήμο, πρω­το­παλ­λή­κα­ρα: Σταύ­ρο, Λευ­τέ­ρη, Νότη, Άγγε­λο και Κωστα­ρί­γκα, τον γερο-Μασιώ­τη και τον γερο-Γιάννο.

Ο Αντ. Δ. Ζάχος, στο έργο του «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος», θέλει τον Διά­κο να πολε­μά­ει στις όχθες του Σπερ­χειού, στη γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας. Στο ίδιο έργο ανα­φέ­ρε­ται ότι δόθη­κε εντο­λή στους οπλαρ­χη­γούς Παπαν­δρέα και Τρά­κα για να πολε­μή­σουν στη Μουσταφάμπεη.

Η σύλ­λη­ψη – τα βασα­νι­στή­ρια – ο θάνα­τος του Διάκου:

Ο Κων/νος Σιό­ντης, στο έργο του «Ο Θανά­σης Διά­κος και η Αλα­μά­να», ανα­φέ­ρε­ται στα γεγο­νό­τα μετά το τέλος της μάχης, στη σύλ­λη­ψη, στις ανα­κρί­σεις, στις προ­τά­σεις-υπο­σχέ­σεις του Ομέρ Βρυώ­νη και στο μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το του Διά­κου. Ανα­φέ­ρει ότι το σού­βλι­σμα του Διά­κου έγι­νε κοντά στην Αλα­μά­να και όχι στο Ζητού­νι, όπου πραγ­μα­τι­κά συνέ­βη το τρα­γι­κό αυτό γεγονός.

Ο Πάντος Τσι­ρί­δης, στο έργο του «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος», ανα­φέ­ρε­ται στα φρι­κτά βασα­νι­στή­ρια που υπέ­στη ο Διά­κος από τον Χασάν, μέσα στη φυλα­κή, με εντο­λή του Ομέρ Βρυώ­νη. Ακό­μη ανα­φέ­ρε­ται στο ψήσι­μο του Διά­κου, μετά το σού­βλι­σμα, θέμα που δεν τεκ­μαί­ρε­ται από καμία ιστο­ρι­κή πηγή. Εδώ, μετέ­χει στο έργο και η Φατι­μέ, σύζυ­γος του Ομέρ Βρυώ­νη, την οποία δε συνα­ντού­με σε άλλο θεατρικό.

Ο Γιάν­νης Αλκαί­ος, στο έργο του «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο ήρω­ας της Αλα­μά­νας» ανα­φέ­ρει ότι ο Ομέρ Βρυώ­νης θαύ­μα­ζε την παλ­λη­κα­ριά του Διά­κου και προ­σπα­θού­σε – κατά κάποιο τρό­πο – να τον σώσει από το θάνα­το, αρκεί, βέβαια, να άλλα­ζε την ιδε­ο­λο­γία του. Ενώ, πιό­τε­ρο ήθε­λε το χαμό του ο Χαλήλ μπέ­ης και ο Κιο­σέ Μεχ­μέτ. Το ίδιο  τονί­ζουν και άλλοι δρα­μα­τουρ­γοί (Κατής-Ζιού­νας χ.χ. [1969]).

Διά­φο­ρα:

  • Ο δρα­μα­τουρ­γός Δημ. Μονα­στη­ριώ­της, στο έργο του «Θανά­σης Διά­κος» μας δίνει μια πλη­ρο­φο­ρία, μέσα στην υπό­θε­ση του έργου, η οποία δε γνω­ρί­ζου­με αν μπο­ρεί να τεκ­μη­ριω­θεί ιστο­ρι­κά. Τη βρί­σκου­με, όμως, κάπως υπερ­βο­λι­κή. Ότι δηλα­δή ο Θανά­σης Διά­κος δίδα­σκε στο Κρυ­φό Σχο­λειό, σε ηλι­κία 12 χρό­νων. Επί­σης, ανα­φέ­ρει ότι είχε ήδη στο μονα­στή­ρι δύο χρό­νια, ήτοι πήγε εκεί σε ηλι­κία 10 χρό­νων, ενώ ο Γιάν­νης Βλα­χο­γιάν­νης γρά­φει ότι πήγε σε ηλι­κία 12 χρό­νων,[4] χωρίς βέβαια και αυτή η πλη­ρο­φο­ρία να τεκ­μαί­ρε­ται από κάπου και ο Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας γρά­φει ότι ο Διά­κος πήγε στο μονα­στή­ρι «δεκα­έξ ή δεκα­ε­πτά ετών».[5]
  • Η βού­λη­ση γυναι­κών να συμ­με­τά­σχουν στη μάχη της Αλα­μά­νας, ανα­φέ­ρε­ται σε κάποια θεα­τρι­κά έργα για παι­διά, όπως γ.π. στο έργο «Αλα­μά­να… Θερ­μο­πύ­λες του 21», του Δημη­τρί­ου Κ. Χατζηα­μάλ­λου, όπου κοπέ­λες, έχο­ντας συνεί­δη­ση του πατριω­τι­κού τους καθή­κο­ντος, ζητά­νε από τον αδερ­φό του Διά­κου να μεσο­λα­βή­σει στον Διά­κο και να κλη­θούν οι ίδιες πριν και κατά την ώρα της μάχης για να στή­σουν ταμπού­ρια, να μαγει­ρεύ­ουν, να φτιά­χνουν επι­δέ­σμους για τους τραυ­μα­τί­ες, να μοι­ρά­ζουν σφαί­ρες, και αν χρεια­στεί, να δώσουν και τη ζωή τους ακό­μη για τη λευ­τε­ριά της πατρίδας.

Επί­σης, στο έργο «Η γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας», του Μίμη Αθ. Παπα­δη­μη­τρί­ου, σ’ ένα χωριό κοντά στην Αλα­μά­να, γυναί­κες, ακό­μη και γέρο­ντες, εκφρά­ζουν τη θέλη­σή τους να πολε­μή­σουν μαζί με τον Διά­κο, καθώς μέσα σ’ ένα κλί­μα ενθου­σια­σμού υπο­δέ­χο­νται τον Διά­κο με τα παλ­λη­κά­ρια του.

Ακό­μη, ο Δημή­τριος Αθ. Παπα­δάμ, στο έργο του «Το Κάστρο της Υπά­της», ανα­φέ­ρει ότι πριν από την πολιορ­κία της Υπά­της, έρχο­νται αυθόρ­μη­τα γυναί­κες και ζητούν από τον Διά­κο να συμ­με­τά­σχουν και να βοη­θή­σουν στον αγώ­να, καθώς το ίδιο αίτη­μα έχει και ο παπα-Θανά­σης με τους μαθη­τές του εκεί «λει­τουρ­γού­ντος» Κρυ­φού Σχολειού.

  • Στο έργο του «Αλα­μά­να… Θερ­μο­πύ­λες του 21», ο δρα­μα­τουρ­γός Δημή­τριος Κ. Χατζηα­μάλ­λου, ανα­φέ­ρει ένα πρω­τό­τυ­πο και μονα­δι­κό περι­στα­τι­κό. Ότι, δηλα­δή, η μάνα και η αδερ­φή του Διά­κου, επι­σκε­πτό­με­νες τον τόπο της θυσί­ας του, απο­φα­σί­ζουν να χτί­σουν με τα χέρια τους εκεί ακρι­βώς ένα πρό­χει­ρο πέτρι­νο μνη­μείο, με την ελπί­δα ότι θα χτι­στεί στο ίδιο σημείο της θυσί­ας του ήρωα ένα παρό­μοιο μνη­μείο, αργό­τε­ρα, από την πολι­τεία. Προ­φα­νώς, ο δρα­μα­τουρ­γός αυτή του την ιδέα εμπνεύ­στη­κε από το κενο­τά­φιο του Θαν. Διά­κου, το οποίο κτί­στη­κε το 1899 με πέτρες, στη Λαμία και ασφα­λώς θα γνώ­ρι­ζε και θα είχε επι­σκε­φτεί.[6]
  • Είναι γνω­στός ο έρω­τας του Διά­κου για την Κρυ­στάλ­λω Μπα­μπα­λή.[7] Ο Ηλί­ας Θ. Ανδρα­κά­κος, στο έργο του «Ο Σαλώ­νων Ησα­ΐ­ας. Όντας χου­μή­ξουν οι αητοί», όμως, ανα­φέ­ρε­ται –με υπο­νο­ού­με­να– στον κρυ­φό έρω­τα του Διά­κου με τη Βαΐ­τσα, την «παντέρ­μη, αφο­σιω­μέ­νη στον αγώ­να», κατά το δρα­μα­τουρ­γό. Αν και η παρά­δο­ση ανα­φέ­ρε­ται και σε άλλους έρω­τες του Διά­κου, που δεν αφο­ρούν την παρού­σα εργα­σία.[8]
  • Οι δρα­μα­τουρ­γοί Ιωάν. Π. Κατής & Κων/νος Ι. Ζιού­νας, στο έργο τους «Αλα­μά­να» ανα­φέ­ρουν ότι υπα­σπι­στής του Ομέρ Βρυώ­νη ήταν ο Ελμάζ και του Κιοσ­σέ Μεχ­μέτ ήταν ο Ρεσίτ. Δε γνω­ρί­ζου­με αν αυτά τα πρό­σω­πα είναι ιστο­ρι­κά ή θεατρικά.

Και ο Πάντος Τσι­ρί­δης στο έργο του «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος» ανα­φέ­ρει ως γυναί­κα του Ομέρ Βρυώ­νη την Φατιμέ.

  • Κάποιοι δρα­μα­τουρ­γοί ανα­φέ­ρουν ότι έφε­ραν στον Διά­κο την Αστέ­ρω, το άλο­γό του, για να δια­φύ­γει, όταν έβλε­παν ότι η μάχη θα χανό­ταν (Κατής-Ζιού­νας χ.χ. [1969], Τάκης Λάπ­πας χ.χ.). Το ίδιο έκα­ναν και με τον Δεσπό­τη Ησα­ΐα. Του έφε­ραν άλο­γο για να δια­φύ­γει, αλλά κι εκεί­νος δε δέχτη­κε (Ηλί­ας Ανδρα­κά­κος χ.χ.).
  • Υπάρ­χουν θεα­τρι­κά έργα, των οποί­ων ορι­σμέ­νες σκη­νές ανα­φέ­ρο­νται στη μάνα και στην αδερ­φή του Διά­κου (Χατζηα­μάλ­λου χ.χ. [1957], Τσι­ρί­δης χ.χ., Ζάχος 1971, )

Ιδεολογικά:

Σε αρκε­τά θεα­τρι­κά έργα για παι­διά κυριαρ­χεί το αντι­δρα­στι­κό ιδε­ο­λο­γι­κό μοτί­βο και της μετα­πο­λε­μι­κής περιό­δου, αλλά και της Δικτα­το­ρί­ας των Συνταγ­μα­ταρ­χών, «Πατρίς – Θρη­σκεία – Οικο­γέ­νεια»,[9] ένα αστι­κό αντι­δια­λε­κτι­κό και αντιε­πι­στη­μο­νι­κό μοτί­βο, το οποίο έχει τις ρίζες του στο τέλος του 19ου αι., κυριαρ­χεί και στον Μεσο­πό­λε­μο, αλλά δεν παύ­ει να εμφα­νί­ζε­ται στη Λογο­τε­χνία και στο Θέα­τρο για παι­διά και κατά τη μετα­πο­λε­μι­κή περί­ο­δο, χωρίς να έχει εξα­λει­φθεί εντε­λώς, δυστυ­χώς ακό­μη και σήμε­ρα, απ’ ότι εμφα­νί­ζε­ται στα έργα και στα βιβλία ελά­χι­στων λογο­τε­χνών και δρα­μα­τουρ­γών, κυρί­ως ‑και πάλι- εκπαιδευτικών.

Στα παρα­πά­νω θεα­τρι­κά έργα ενυ­πάρ­χουν ιδε­α­λι­στι­κές και μετα­φυ­σι­κές αντι­λή­ψεις, οι οποί­ες εκπο­ρεύ­ο­νται από τους δρα­μα­τουρ­γούς και είναι σύμ­φυ­τες και συμ­βα­τές με τη μετα­πο­λε­μι­κή περί­ο­δο και το γενι­κό­τε­ρο ιδε­ο­λο­γι­κο-πολι­τι­κό κλί­μα και τη σχε­τι­κή περιρ­ρέ­ου­σα ατμόσφαιρα.

Δεν ψέγου­με τους ήρω­ες και πρω­τα­γω­νι­στές του εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού μας αγώ­να για τις ιδέ­ες και αντι­λή­ψεις τους, όπως αυτές εμφα­νί­ζο­νται στη δρα­μα­τουρ­γία (θεα­τρι­κή αδεία), αλλά επι­ση­μαί­νου­με τις από­ψεις και ιδέ­ες των δρα­μα­τουρ­γών του σχο­λι­κού μας θεά­τρου για να δια­τυ­πώ­σου­με τη δική μας άπο­ψη: ότι εδώ απο­τυ­πώ­νε­ται ο τρό­πος ιδε­ο­λο­γι­κής δια­παι­δα­γώ­γη­σης των μαθη­τών στην ελλη­νι­κή εκπαί­δευ­ση (και στην κοι­νω­νία, φυσι­κά, από το οικο­γε­νεια­κό κυρί­ως περι­βάλ­λον και από άλλους κοι­νω­νι­κούς θεσμούς) από την πλειο­ψη­φία των εκπαι­δευ­τι­κών κατά την εξε­τα­ζό­με­νη χρο­νι­κή περί­ο­δο 1950–1974, με απο­τέ­λε­σμα τη στρε­βλή κοι­νω­νι­κο-πολι­τι­κή ιδε­ο­λο­γία των μαθη­τών και πολ­λά­κις τη δια­μόρ­φω­ση μιας αντιε­πι­στη­μο­νι­κής κοσμοθεωρίας.

Η ιδε­ο­λο­γία του Θανά­ση Διάκου:

Οι δρα­μα­τουρ­γοί, ανε­ξάρ­τη­τα αν έχουν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ιστο­ρι­κή βιβλιο­γρα­φία ή έχουν επη­ρε­α­στεί από τις προ­φο­ρι­κές παρα­δό­σεις και θρύ­λους, αλλά και από τη λογο­τε­χνία, περι­γρά­φουν την ιδε­ο­λο­γία του ήρωα της Αλα­μά­νας και των άλλων συμ­μα­χη­τών του, μέσα στους θεα­τρι­κούς δια­λό­γους τους.

Εκφρά­ζε­ται, λοι­πόν, όπως παρα­πά­νω με απο­σπά­σμα­τα έχου­με ανα­φέ­ρει, η απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα του ήρωα  (Αντω­νό­που­λος 31976, Αλκαί­ος 1956), η άπο­ψή του ότι η θυσία του θ’ απο­τε­λέ­σει παρά­δειγ­μα και αιτία για επα­να­στα­τι­κή δρά­ση των άλλων Ελλή­νων (Αλκαί­ος 1956), η αγα­νά­κτη­σή του για την λιπο­ψυ­χία και την εγκα­τά­λει­ψη του αγώ­να, κατά την ώρα της μάχης (Λάπ­πας χ.χ.), η παρ­ρη­σία του ως αιχ­μα­λώ­του και μπρο­στά στον επι­κεί­με­νο μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­τό του (Λάπ­πας χ.χ., Ανδρα­κά­κου χ.χ.), το θάρ­ρος του και η παλ­λη­κα­ριά του (Χατζηα­μάλ­λου χ.χ. [1957], Καγιάν­νης 1964, Κατής – Ζιού­νας χ.χ. [1969], Αντω­νό­που­λος 31976), το μίσος του για την τούρ­κι­κη «τυραν­νία» («τυρά­γνια», την ονο­μά­ζει ο Ανδρα­κά­κος, χ.χ.) κ.ά.

Ο Γιάν­νης Αλκαί­ος, στο έργο του «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο ήρω­ας της Αλα­μά­νας», θέλει τον Διά­κο δει­νό ρήτο­ρα και εμψυ­χω­τή των συμπο­λε­μι­στών του: «ΝΙΚΟΛΑΣ: Να καπε­τά­νιε, αυτοί είναι γυμνα­σμέ­νοι, ενώ τα δικά μας παλ­λη­κά­ρια ξέρουν μόνο από κλε­φτο­πό­λε­μο. Αυτόν συνή­θι­σαν. ΔΙΑΚΟΣ: Ναι. Ως τα τώρα είμα­σταν αγρί­μια και χτυ­πά­γα­με κρυ­φά, μα τώρα κάνα­με γενι­κό ξεσή­κω­μα. Τώρα δεν παλεύ­ει καθ’ ένας μόνος του. Μα ένα ολά­και­ρο έθνος. Είμα­στε κρά­τος πια. […] Πιο καλά θάταν να πάμε σπι­τά­κι μας να κοι­μη­θού­με. Μα εμείς δεν δια­λέ­ξα­με το πιο καλό, αλλά το πιο σκλη­ρό. Το καθή­κον μας είναι να μεί­νου­με εκεί που μας χρειά­ζε­ται η λευ­τε­ριά. Ο Ομέρ Βρυώ­νης πρέ­πει να χτυ­πη­θεί εδώ. Και θα χτυ­πη­θεί. Και θα μάθει μια και καλή ότι η Ελλά­δα έχει στρα­τό. Δεν είναι μόνο άτα­χτοι αρμα­τω­λοί που κρύ­βο­νται στα λαγκά­δια και στα βου­νά. Μα θα μάθη πως εδώ υπάρ­χει ταχτι­κός στρα­τός τώρα πια, π’ αγω­νί­ζε­ται όχι για να φυλά­ει τα λημέ­ρια του, μα και τις πολι­τεί­ες, τους κάμπους, την Ελλά­δα ολό­κλη­ρη. […] Όσοι είναι να φύγουν ας φύγουν. Στην ανά­γκη, βάλ­τε το καλά στο νου σας, μόνος θα πιά­σω μετε­ρί­ζι και θα χτυ­πή­σω. Ας με πού­νε και τρελ­λό. Αλλά να περά­σει έτσι λες και κάνει περί­πα­το ο Πασ­σάς, δεν θα το δεχτώ. Δεν είναι τσι­φλί­κι τους πια η Ελλά­δα. […] Μόνο μένο­ντας εδώ Δια­μα­ντή θα ζήσω. Για­τί κι αν πεθά­νω χιλιά­δες νέοι θα ζηλέ­ψουν το θάνα­τό μου. Χιλιά­δες θα ξεση­κω­θούν για να πάρουν το αίμα μου πίσω. Μια θυσία την ώρα που πρέ­πει είναι πιο δυνα­τή από χίλιες νίκες. Τίπο­τα δεν ξεση­κώ­νει ένα λαό, όσο η αγα­νά­χτη­σή του για το αίμα των ηρώ­ων του. Το αίμα ζητά­ει αίμα.»

  • Αρκε­τοί δρα­μα­τουρ­γοί του Σχο­λι­κού μας Θεά­τρου υπο­στη­ρί­ζουν ότι ο Διά­κος είχε πρό­τυ­πο τον Λεω­νί­δα, την ηρω­ι­κή του αντί­στα­ση στις Θερ­μο­πύ­λες και την αυτο­θυ­σία του και ότι γι’ αυτό και ίδιος ακο­λού­θη­σε τον ίδιο δρό­μο, ενώ θα μπο­ρού­σε να δια­φύ­γει, να σωθεί και ν’ ακο­λου­θή­σει εναλ­λα­κτι­κές αντι­στα­σια­κές κατευ­θύν­σεις: Γρά­φουν οι δρα­μα­τουρ­γοί Κατής και Ζιού­νας: «ΔΙΑΚΟΣ: […] Ντρο­πή μας, ωρέ, να φύγου­με, κιο­τή­δες είμα­στε! Τι θα πουν ο Λεω­νί­δας και τα τρια­κό­σια παλ­λη­κά­ρια του, που εδώ και χιλιά­δες χρό­νια άφη­σαν σ’ αυτόν τον τόπο τα κόκ­κα­λά τους; Σει­ρά μας τώρα να φωνά­ξου­με και μεις στον Ασιά­τη ΟΧΙ!»

Το ίδιο και Μίμης Παπα­δη­μη­τρί­ου, ανα­φέ­ρει στο έργο του «Η γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας», αλλά και ο Χρή­στος Καγιάν­νης στο έργο του «Ο θάνα­τος του Διά­κου».

Δει­σι­δαι­μο­νί­ες, προ­λή­ψεις και μετα­φυ­σι­κές αντιλήψεις:

Σε ορι­σμέ­να έργα συνα­ντού­με δει­σι­δαι­μο­νί­ες και προ­λή­ψεις, όπως γ.π. στο έργο του Τ. Λάπ­πα, «Ο Διά­κος στην Αλα­μά­να»: «[…] να φάμε ένα σφα­χτό. Πήρα την πλά­τη και την ξέτα­σα. Τι να δω, γού­με­νε!… Θολού­ρα, θολού­ρα!… Γιο­μά­τη αίμα και μνη­μού­ρια. Χωρίς να πω λόγον σε κανέ­ναν και για να μην την ξετά­σουν κι οι άλλοι και κιο­τέ­ψουν, πέτα­ξα την πλά­τη μέσα στη φωτιά, να καή. […] Ε, παλιός κλέ­φτης είμαι κι εγώ και πιστεύω σ’ αυτά.» και αφού διη­γιέ­ται ένα «κακό» όνει­ρο στον ηγού­με­νο Νεό­φυ­το, απο­φαί­νε­ται: «Τέτοια όνει­ρα πάντα βγαί­νουν αλή­θεια…»

Στο έργο «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο ήρω­ας της Αλα­μά­νας» του Γιάν­νη Αλκαί­ου, ο γερο-Δια­μα­ντής εξε­τά­ζο­ντας τη σπά­λα του αρνιού που έψη­σαν τα παλ­λη­κά­ρια του Διά­κου, προ­βλέ­πει άσχη­μη εξέ­λι­ξη της μάχης, πολ­λούς νεκρούς και «Όλο σκο­τά­δι είναι και πίκρα». Ο Διά­κος, όμως, για ν’ αλλά­ξει το ψυχο­λο­γι­κό κλί­μα, του απα­ντά αλλη­γο­ρι­κά και προ­φη­τι­κά, ελπί­ζο­ντας στη λευ­τε­ριά της πατρί­δας μας: «Όχι όλο γερο-Δια­μα­ντή. Να εδώ στην άκρη είναι ένα φως. Για δες το». ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: «Μικρό Διά­κο μου και μακρυ­νό». ΔΙΑΚΟΣ: «Μικρό; Και τι μ’ αυτό; Και το ξημέ­ρω­μα από μια λάμ­ψη τόση δα αρχί­ζει». Ο δρα­μα­τουρ­γός εκφρά­ζε­ται με αυτόν τον τρό­πο ενά­ντια στις δεισιδαιμονίες.

Αρχι­κά ο γερο-Δια­μα­ντής, όταν τον ρωτούν «τι είναι;», απα­ντά­ει: «Δε βαρυ­έ­σαι! Αυτές είναι ανοη­σί­ες που τις πιστεύ­ουν οι γυναί­κες και τα παι­διά». Τελι­κά, φαί­νε­ται ότι και αυτός ασπά­ζε­ται αυτές τις δοξα­σί­ες («ανοη­σί­ες», όπως τις χαρα­κτή­ρι­σε) και προ­βλέ­πει τις εξελίξεις.

Αλλά, «[…] το διά­βα­σε στην πλά­τη μιας πρα­τί­νας στο Αγγορ­τσό­λογ­γο […]», πλη­ρο­φο­ρεί ο γερο-Δήμος τον Διά­κο, στο έργο «Ο γερο-Δήμος» του Λευ­τέ­ρη Κορέλη.

Στο έργο «Αλα­μά­να… Θερ­μο­πύ­λες του 21», του Δημη­τρί­ου Κ. Χατζηα­μάλ­λου, εμπλέ­κε­ται στο μύθο μια τσιγ­γά­να, την οποία καλεί ο Ομέρ Βρυώ­νης για να προ­βλέ­ψει – με τις «μαγι­κές» της δυνά­μεις – τις εξε­λί­ξεις στην περιο­χή του Ζητου­νιού και της Αλα­μά­νας. Η τσιγ­γά­να εφαρ­μό­ζει τη γνω­στή κλα­σι­κή μέθο­δο των τσιγ­γά­νων, με την οποία αορι­στο­λο­γεί για κάποιο «λιο­ντά­ρι», από το οποίο ο πασάς θα βρε­θεί σε δύσκο­λη θέση, ότι αυτό το «λιο­ντά­ρι» θα συλ­λη­φθεί, αλλά θα συνε­χί­σει να είναι επι­κίν­δυ­νο. Γι’ αυτό και ο πασάς πρέ­πει να το σκοτώσει…

Στο έργο του Π. Αντω­νό­που­λου, «Ο Διά­κος Πρω­το­κλέ­φτης», ο Διά­κος σκο­τώ­νο­ντας τον Φερ­γάτ Αγά, λέει στον Φιλά­ρε­το: «Και μένα, αδερ­φέ, ο Παντο­δύ­να­μος με βοή­θη­σε. Ένιω­θα σ’ όλο μου το κορ­μί, στα χέρια μου, μια θεϊ­κή δύνα­μη όντας πολέ­μα­γα με το θεριό να το ρίξω κατά­χω­μα. Είχε κάνει το θαύ­μα του ο Άι-Γιώρ­γης σήμε­ρα…» Αυθαί­ρε­τα, βέβαια (θεα­τρι­κή ή ποι­η­τι­κή αδεία), μπαί­νουν στο στό­μα ηρώ­ων λόγια, ανά­λο­γης ιδε­ο­λο­γί­ας με την ιδε­ο­λο­γία κάθε δραματουργού.

Παρα­στα­σιο­γρα­φία:

Για την Παρα­στα­σιο­γρα­φία θεα­τρι­κών παρα­στά­σε­ων με θέμα τον Θανά­ση Διά­κο και τη μάχη της Αλα­μά­νας, στο σχο­λι­κό, ερα­σι­τε­χνι­κό και επαγ­γελ­μα­τι­κό θέα­τρο για παι­διά και ενή­λι­κες, απαι­τεί­ται έρευ­να. Εδώ κατα­γρά­φου­με ελά­χι­στες θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις από το σχο­λι­κό κυρί­ως θέα­τρο, που έχου­με εντοπίσει:

  1. «Αθα­νά­σης Διά­κος» (δια­σκευή από το δικη­γό­ρο της Λαμί­ας και ποι­η­τή, μετέ­πει­τα, Μπά­μπη Σιλέ­λα του ομώ­νυ­μου ποι­ή­μα­τος του Αριστ. Βαλα­ω­ρί­τη) στο Γαρ­δί­κι Δυτ. Φθιώ­τι­δας (και από μαθη­τές Γυμνα­σί­ου), στις 9.8.1930. Σκη­νο­θέ­της: Μήτσος Μαλού­κος (δάσκα­λος), Ηθο­ποιοί: Νίκος Σιλέ­λας, Ηλί­ας, Καλό­γη­ρος κ.ά.(1928), Μπά­μπης Σιλέ­λας (Διά­κος), Λεω­νί­δας (Κιο­σέ Μεχ­μέτ), Λευ­τέ­ρης Παπανάγνος-«Σακοράφας» (Ησα­ΐ­ας), Λευ­τέ­ρης Κορέ­λης (Ομέρ Βρυώ­νης), Γιώρ­γος Πρω­το­πα­πάς (Πανουρ­γιάς), Θανά­σης Γαρ­δί­κης (Δυο­βου­νιώ­της) Δήμος Μαλού­κος και Βασί­λης Μαγου­λάς (παλι­κά­ρια και τούρ­κοι δεσμο­φύ­λα­κες του Διά­κου). Διδα­σκα­λία ρόλων: Λεω­νί­δας, σκη­νο­θε­σία: Μπά­μπης Σιλέ­λας, κοστού­μια: Αθα­να­σία Ντα­λιά­νη, σκη­νι­κά: Γιάν­νης Κοντο­δή­μας, υπο­βο­λέ­ας: Μήτσος Μαλού­κος (δάσκα­λος), ταμί­ες εισό­δου: Θανά­σης Τσα­ρός-Βαγ­γέ­λης Καρα­μή­τρος.[10]
  2. «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος» του Αριστ. Βαλα­ω­ρί­τη, στο Σπαρ­το­χώ­ρι Μεγα­νη­σί­ου  Λευ­κά­δας, το 1952 (δια­δί­κτυο).
  3. «Αθα­νά­σιος Διά­κος», από τους μαθη­τές της ΣΤ΄ τάξης Βρα­για­νών των Θεσ­σα­λι­κών Αγρά­φων, 25 Μαρ­τί­ου 1957[11]
  4. «Αλα­μά­να… Θερ­μο­πύ­λες του 21 (έμμε­τρο πατριω­τι­κό σκετς)» του Δημη­τρί­ου Κ. Χατζηα­μάλ­λου, από τους μαθη­τές και τις μαθή­τριες του Α΄ Δημ. Σχο­λεί­ου Κω, αλλά και από άλλα σχο­λεία της περι­φέ­ρειας Κω, στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1950.
  5. «Αλα­μά­να… Θερ­μο­πύ­λες του 21 (έμμε­τρο πατριω­τι­κό σκετς)» του Δημη­τρί­ου Κ. Χατζηα­μάλ­λου, από τους μαθη­τές και τις μαθή­τριες των Εκπαι­δευ­τη­ρί­ων της Κοι­νό­τη­τας Μαν­σού­ρας στην Αίγυ­πτο, στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1950. Ο ίδιος ο δρα­μα­τουρ­γός μας πλη­ρο­φο­ρεί ότι: «Δια την επι­τυ­χία δε του έργου έγρα­ψαν πολύ κολα­κευ­τι­κές κρί­σεις οι τοπι­κές ελλη­νι­κές εφη­με­ρί­δες της Αιγύ­πτου.»
  6. «Αλα­μά­να… Θερ­μο­πύ­λες του 21 (έμμε­τρο πατριω­τι­κό σκετς)» του Δημη­τρί­ου Κ. Χατζηα­μάλ­λου, από τους μαθη­τές και τις μαθή­τριες της Β΄ Λυκεί­ου του Γυμνα­σί­ου Λυγου­ριού Αργο­λί­δας, στις 23.3.1991 σε σκη­νο­θε­σία του φιλο­λό­γου Γιώρ­γου Χουντάλα.
  7. Δημη­τρί­ου Αθ. Παπα­δάμ, Το Κάστρο της Υπά­της. Δρά­μα ιστο­ρι­κής – εθνι­κής πλο­κής, Αθή­ναι 1961, σσ. 36.

Προ­λο­γι­κά (σ. 6), ο δρα­μα­τουρ­γός φιλό­λο­γος καθη­γη­τής γρά­φει: «[…] Το έργο επαί­χθη με πλή­ρη επι­τυ­χί­αν εν Υπά­τη την 25/3/61 με πρώ­τους διδά­ξα­ντας τους καθη­γη­τάς Ευστ. Γαγά­νην, Χρ. Βλα­σα­κού­δη, Χαρ. Παπα­θα­να­σί­ου, Β. Λάσκα­ρην, Ν. Δάραν και Ιφ. Γιω­το­πού­λου, τους οποί­ους εγκαρ­δί­ως ευχα­ρι­στώ, καθώς και τους υπο­δυ­θέ­ντας τους ρόλους μαθη­τάς, Χαρ. Καρα­γιαν­νό­που­λον, Θ. Καλ­τσά, Ειρ. Λέλη, Λ. Ξυθά­λη, Δ. Καρα­γιάν­νην, Χ. Παπα­ρού­νην, Α. Στερ­γιό­που­λον, Θ. Λου­κό­που­λον, Δ. Πανα­γιω­τό­που­λον, Αν. Σχί­ζαν, Ν. Αυγί­κον, Απο­στο­λό­που­λον, Μ. Καρα­γιάν­νη, Ι. Ψημ­μέ­νου, Η. Ραχιώ­την, Α. Στέ­φον, Αθ. Παπα­δάμ, Αθ. Πλα­τα­νιάν, Ν. Αλε­ξό­που­λον, Κ. Παπα­στα­μά­την (γλυ­κύ­φω­νον), Γ. Τσα­γιάν­νην, Αν. Ευθυ­μιό­που­λον, Θ. Καρα­γιάν­νην, Χ. Πολύ­ζον, Κ. και Ν. Ντου­λά­κην, Δ. Αυγί­κου, Ι. Παπα­ρού­νη, Ζ. Σακ­κά, Κ. Ξυθά­λη, Κ. και Α. Τσιού­μον, Ελ. Ξυθά­λην, Χ. Φίτσιον, Δ. Αργυ­ρό­που­λον κ.ά.»

Συμπεράσματα:

α. Οι δρα­μα­τουρ­γοί του Σχο­λι­κού Θεά­τρου τίμη­σαν τον Θανά­ση Διά­κο, για τον ηρω­ι­σμό και την αυτο­θυ­σία του, ανα­φε­ρό­με­νοι στη μάχη της Αλα­μά­νας (στα Ποριά, στο μονα­στή­ρι της Δαμά­στας και στο χάνι της Αλα­μά­νας), ιδιαί­τε­ρα και τις μάχες στα άλλα μέτω­πα αντί­στα­σης στην ίδια περιο­χή (Χαλ­κο­μά­τα, Γορ­γο­πό­τα­μος, Μου­στα­φά­μπεη), αλλά και τους άλλους πρω­τα­γω­νι­στές των ημε­ρών εκεί­νων, κάνο­ντας και σημα­ντι­κές ανα­φο­ρές στους Τούρ­κους και Αρβα­νί­τες αξιω­μα­τού­χους και στο προ­σω­πι­κό τους.

β. Σαφώς επη­ρε­ά­στη­καν από τα προ­γε­νέ­στε­ρα δημο­σιευ­μέ­να ιστο­ρι­κά, δημο­σιο­γρα­φι­κά, θεα­τρι­κά και λογο­τε­χνι­κά κεί­με­να, αλλά και από τις προ­φο­ρι­κές παρα­δό­σεις και θρύλους.

γ. Οι περισ­σό­τε­ροι δρα­μα­τουρ­γοί επα­νέ­λα­βαν εσφαλ­μέ­νες δημο­σιευ­μέ­νες ή προ­φο­ρι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες, χωρίς να τις δια­σταυ­ρώ­σουν και να τις ελέγξουν.

δ. Ορι­σμέ­νοι δρα­μα­τουρ­γοί πρό­σθε­σαν κάποια ιστο­ρι­κά στοι­χεία, χωρίς να πλη­ρο­φο­ρή­σουν σχε­τι­κά με αυτά τους ανα­γνώ­στες τους σ’ έναν πρό­λο­γο ή σε κάποια, ενδε­χο­μέ­νως, εισα­γω­γή τους, που είναι πάντο­τε χρή­σι­μη σε βιβλία.[12]

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ:

  • Αλκαί­ος Γιάν­νης, «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο ήρω­ας της Αλα­μά­νας»
  • Ανδρα­κά­κος Ηλί­ας Θ., «Ο Σαλώ­νων Ησα­ΐ­ας. Όντας χου­μή­ξαν οι αητοί»
  • Αντω­νό­που­λος Πάνος, «Ο Διά­κος ο πρω­το­κλέ­φτης»
  • Γιαν­νέ­λης Ι.Κ., «Ο Διά­κος. Χορό­δρα­μα»
  • Ζάχος Αντ. Δ., «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος»
  • Καγιάν­νης Χρή­στος, «Ο θάνα­τος του Διά­κου»
  • Κατής Ιωάν­νης Π. – Ζιού­νας Κων/νος Ι., «Αλα­μά­να»
  • Κορέ­λης Ελευ­θέ­ριος, «Πορεία προς τη δόξα»
  • Κορέ­λης Λευ­τέ­ρης, «Σχο­λι­κά θεα­τρι­κά έργα. Ο Γερο-Δήμος»
  • Λάπ­πας Τάκης, «Ο Διά­κος στην Αλα­μά­να»
  • Μαυ­ροει­δή-Παπα­δά­κη Σοφία, «Θανά­σης Διά­κος»
  • Μονα­στη­ριώ­της Δ., «Θανά­σης Διά­κος»
  • Παπα­δάμ Δημή­τριος Αθ., «Το Κάστρο της Υπά­της»
  • Παπα­δη­μη­τρί­ου Μίμης Αθ., «Η γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας»
  • Πεκλά­ρης Τέλης, Αριστ. Βαλα­ω­ρί­τη, «Αθα­νά­σιος Διά­κος»
  • Σιό­ντης Κων/νος, «Ο Θανά­σης Διά­κος και η Αλα­μά­να»
  • Τσι­ρί­δης Πάντος, «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος»
  • Χατζηα­μάλ­λου Δημή­τριος Κ., «Αλα­μά­να… Θερ­μο­πύ­λες του 21»

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Αγγε­λό­που­λος Μ., «Αλα­μά­να. Το χρο­νι­κό μιας θυσί­ας», περ. «ΦΘΙΩΤΙΣ», αριθ. 2, Λαμία Απρ. 1955, σ. 48–51

Ανά­λε­κτα εκδι­δό­με­να επι­στα­σία του επί των βιβλί­ων τμή­μα­τος της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής υπέρ του τω ηρώι Αθα­να­σίω Διά­κω κενο­τα­φί­ου, Τεύ­χος πρώ­τον, Εν ω ανέκ­δο­τος βίος Κατσώ­νη και περί­λη­ψις του εις Α. Διά­κον υπό Γ. Κρέ­μου εκφω­νη­θέ­ντος λόγου, Αθή­νη­σι, Εκ του Τυπο­γρα­φεί­ου της Φιλο­κα­λί­ας, 1876, σ. 53–68.

Άπα­ντα για τον Αθ. Διά­κο. Μελε­τή­μα­τα και κρί­σεις, Εκδό­σεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ, Αθή­να χ,χ,

Βλά­βης Στα­μά­τιος, «Περί του διστί­χου του ήρω­ος Αθα­να­σί­ου Διά­κου», «Αθή­ναιον Σύγ­γραμ­μα περιο­δι­κόν κατά διμη­νιαί­αν εκδι­δό­με­νον συμπρά­ξει πολ­λών λογί­ων», Έτος Ι΄, Τόμος 10, Αθή­νη­σιν, Εκ του Τυπο­γρα­φεί­ου Ερμού, 1881, σ. 129–151.

Βλα­χο­γιάν­νης Γιάν­νης, «Μικροί ιστο­ρι­κοί έρα­νοι. Θανά­σης Διά­κος ως Αρμα­τω­λός», εφ. «ΠΡΩΙΑ», 17.1.1932, σ. 1–2

Βουρ­νάς Τάσος, Ιστο­ρία της Νεώ­τε­ρης Ελλά­δας. Από την Επα­νά­στα­ση του 1821 ως το κίνη­μα στο Γου­δί (1909), Εκδό­σεις Αφών Τολί­δη Ο.Ε., Αθή­να χ.χ.

Γαρ­δί­κης Δημή­τριος Γ., Θερ­μο­πύ­λαι = Αλα­μά­να, Έκδο­σις Αρχεί­ου: Ιστο­ρι­κών Μελε­τών Φθιώ­τι­δος, Εν Λαμία χ.χ.

Κ.Ι.Κ., «Αι θυσί­αι δια την Ανε­ξαρ­τη­σί­αν. Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος και η μάχη της Αλα­μά­νας. Το μαρ­τύ­ριον του ήρω­ος της Ρού­με­λης», εφ. «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Αθή­ναι 25  Μαρ­τί­ου 1937, σ. 1

Γκι­νό­που­λος Νικ. Σ., «Εθνι­κά κει­μή­λια. Μια αυτό­γρα­φος επι­στο­λή του Διά­κου. Άγνω­στες σελί­δες από την νέαν Ιστο­ρί­αν μας», περ. «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», τόμ. Ε΄, Τεύχ. 55, 1 Απρ. 1929, σ. 250–251

Ηλιό­που­λος Χ.Α., Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος εν τη Ιστο­ρία. Πανη­γυ­ρι­κός εκφω­νη­θείς εν τη Εται­ρεία των «Φίλων του Λαού» τη 26 Μαρ­τί­ου 1894 κατά την επί­ση­μον πανη­γυ­ρικ. εορ­τήν επί τη επε­τείω της ΚΕ΄ Μαρ­τί­ου, Εν Αθή­ναις, Τυπο­γρα­φεί­ον Α. Κτε­νά, 1895, σσ. 32

Καρα­γιάν­νης Θανά­σης Ν., «Επι­γράμ­μα­τα της Εκα­το­ντα­ε­τη­ρί­δας του 1821», «ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. ΕΤΗΣΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ», τόμος πρώ­τος, Λαμία 1980, σ. 116–118

Καρα­πέ­τσας Αθαν., Τάκης Λάπ­πας. Ο άνθρω­πος που μας έμα­θε τη γλώσ­σα του ’21. Βιο-εργο­γρα­φία, Εκδό­σεις ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, Αθή­να 2002, σσ. 135

Καρα­στά­θη Μαρία Χρ., «Ανδριά­ντες, προ­το­μές και μνη­μεία στη Λαμία», «ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. ΕΤΗΣΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ», τόμος τρια­κο­στός τρί­τος, Λαμία 2012, σ. 63–68

Καρ­κα­βί­τσας Ανδρέ­ας, «Ιστο­ρι­καί σημειώ­σεις. Περί Αθα­να­σί­ου Διά­κου», περ. «ΕΣΤΙΑ», τόμ. ΚΕ΄, 1888, αρ. 644, σ. 283–286

Κορ­δά­τος Γιάν­νης, Μεγά­λη Ιστο­ρία της Ελλά­δας. Νεώ­τε­ρη Β1, 1821–1832, Εκδό­σεις 20ός αιώ­νας, 1957, σ. 238–244

Κορέ­λης Ιωάν­νης Ε., «Αθα­νά­σιος Διά­κος», Δια­δί­κτυο, gardikiomilaion, 11/07/2013

Κου­τσο­κλέ­νης Γεώρ­γιος Ν., Αθα­νά­σιος Διά­κος, Ανά­τυ­πο από το περιο­δι­κό «ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠ’ ΤΗ ΦΩΚΙΔΑ», Τεύ­χος 122, Απρί­λιος – Ιού­νιος 2007, Άμφισ­σα 2007, σ. 6/5842–24/5860

Λάπ­πας Τάκης, Θανά­σης Διά­κος, Εκδό­σεις Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε., Αθή­ναι χ.χ. [1961;] (Α΄ Βρα­βείο Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, 1946), σσ. 148

Λάπ­πας Τάκης, «Η αρρα­βω­νια­στι­κιά του Θανά­ση Διά­κου», περ. «Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΑΣ», Γεν. 1948, φύλ. 11.

Μακρής Ιωάν­νης Ευάγ., «Το χάνι (στη γέφυ­ρα) της Αλα­μά­νας στα μέσα του 19ου αι.», «ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. ΕΤΗΣΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ», τόμος εικο­στός, Λαμία 1999, σ. 103–107

Μπε­μπό­νη Ζάν­να Δ., «Αθα­νά­σιος Διά­κος – Το πνεύ­μα κατι­σχύ­ει επί της ύλης», περ. «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ» [Μάρ­τιος 2002;] [Δια­δί­κτυο]

Μπό­πης Δημή­τριος, «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο πρώ­τος μάρ­τυ­ρας του Αγώ­να», περ. «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», τεύ­χος 128, Απρ. 2007, σ. 8–19

Μωραϊ­τί­νης Τιμ., Αθα­νά­σιος Διά­κος, Εν Αθή­ναις, Εκδο­τι­κός Οίκος Γεωρ­γί­ου Δ. Φέξη, 1904, σσ. 32

Νάτσιος Δημ. Θ., «Αθα­νά­σιος Διά­κος», εφ. «ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ», 18.4.1968

Νάτσιος Δημ. Θ., «Ο ανδριά­ντας του Αθα­να­σί­ου Διά­κου στη Λαμία», εφ. «ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ», 21.1.1971

Νάτσιος Δημ. Θ., «Το ιστο­ρι­κό της ανε­γέρ­σε­ως και τα εγκαί­νια του ανδριά­ντα του Αθα­να­σί­ου Διά­κου στη Λαμία», εφ. «ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ», 6, 9, 13.5.1971

Νάτσιος Δημ. Θ., «Η πρώ­τη βιο­γρα­φία του Αθα­να­σί­ου Διά­κου απ’ τον εξά­δελ­φό του Αντώ­νιον Κοντο­σό­που­λον» (ανα­δη­μο­σί­ευ­ση-επι­μέ­λεια), εφ. «ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ», 5, 9, 12.12.1971

Νάτσιος Δημ. Θ., «Μια επι­στο­λή του 1867 του Αρι­στο­τέ­λη Βαλα­ω­ρί­τη για τον ανδριά­ντα του Αθα­να­σί­ου Διά­κου στη Λαμία», περ.. «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», τεύχ. 51, Απρ. 1973

Νάτσιος Δημ. Θ., «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος στην τέχνη», εφ. «ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ», 5.5.1974

Νάτσιος Δημ. Θ., «Μετα­θα­νά­τιες εκδη­λώ­σεις υπέρ του Αθα­να­σί­ου Διά­κου», εφ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ», 27.4.1995

Νάτσιος Δημ. Θ., «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος στην ποί­η­ση», εφ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ», 20.3.1997.

Νάτσιος Δημ. Θ., «Πού έχει ταφεί ο Αθα­νά­σιος Διά­κος. (1788–1821) (;)», «ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. ΕΤΗΣΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ», τόμος τρια­κο­στός όγδο­ος, Λαμία 2017, σ. 7–12

Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ, «Η σημε­ρι­νή επέ­τειος. Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο ήρως της Αλα­μά­νας. Το τρα­γι­κόν μαρ­τύ­ριόν του. Η συμπα­θε­στέ­ρα μορ­φή του αγώ­νος», εφ. «ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΤΥΠΟΣ», Αθή­ναι 23.4.1930, σ. 1

Παπαϊ­ω­άν­νου Γιώρ­γος Ι., Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος. Γέν­νη­μα – θρέμ­μα της Αρτο­τί­νας Δωρί­δος – Το μεγα­λείο της θυσί­ας του και τα εξ αυτής επί­και­ρα διδάγ­μα­τα – Νέο Επί­ση­μο στοι­χείο περί της ταφής του, Έκδο­σις Συλ­λό­γου Αρτο­τι­νών «Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ», Αθή­να 1993, σσ. 80

Παπα­λε­ξαν­δρής Ν., «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο ήρως της Επα­να­στά­σε­ως βιο­γρα­φού­με­νος από τον λαόν. Έρως – Πατρίς – Μαρ­τύ­ριον. Άγνω­στοι δρα­μα­τι­καί λεπτο­μέ­ρειαι του βίου του Διά­κου», εφ. «ΑΘΗΝΑΙ», 20, 21, 22 Απρι­λί­ου 1903

Παπα­σπύ­ρου-Καρα­δη­μη­τρί­ου Ευθυ­μία, Ο Θανά­σης Διά­κος στην τέχνη, Ιστο­ρι­κή και Εθνο­λο­γι­κή Εται­ρεία Ελλά­δος, Αθή­να 1986

Παπα­χρή­στου Κώστας Αθ., «Η γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας», «ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. ΕΤΗΣΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ», τόμος τρια­κο­στός πρώ­τος, Λαμία 2010, σ. 71–88

Περ­ραι­βός Χρι­στό­φο­ρος, «Μάχη των Θερ­μο­πυ­λών», Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα Πολε­μι­κά δια­φό­ρων μαχών συγκρο­τη­θει­σών μετα­ξύ Ελλή­νων και Οθω­μα­νών κατά τε το Σού­λιον και Ανα­το­λι­κήν Ελλά­δα από του 18ου μέχρι του 1829 έτους, Τόμος πρώ­τος. Περιέ­χων τας από των 1820 μέχρι τέλους του 1822, Εν Αθή­ναις, Εκ της Τυπο­γρα­φί­ας Ανδρέ­ου Κορο­μη­λά, 1836, σ. 53–59

Ρόδιος Π., «Βίοι. Διά­κος» (δίγλωσ­σο), περ. «Έφο­ρος Στρα­τιω­τι­κός-Ephore Militaire», τόμος Α΄, Εκ της Τυπο­γρα­φί­ας Κων­στα­ντί­νου Ράλ­λη, Ναυ­πλία, 15 Φεβρ. 1835, σ. 162–183

Σπε­ράν­τζας Θεο­δό­σης, Από το συνα­ξά­ρι του 1821. Ο Θανά­σης Διά­κος, Εν Αθή­ναις 1964

Σταυ­ρό­που­λος Γιώρ­γος Παν., «Ο Σπερ­χειός στην παλιό­τε­ρη και νεό­τε­ρη ελλη­νι­κή γραμ­μα­τεία», «ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. ΕΤΗΣΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ», τόμος τρια­κο­στός πρώ­τος, Λαμία 2010, σ. 169–198 (όπου υπάρ­χουν ανα­φο­ρές στον Θαν. Διά­κο και στη Γέφυ­ρα της Αλαμάνας)

Στερ­γιού­λης Δημή­τρης, «Μαρ­τυ­ρία: Η ματαί­ω­ση μιας θεα­τρι­κής παρά­στα­σης» [Δια­δί­κτυο]

Σφυ­ρό­ε­ρας Βασί­λης, «Διά­κος Αθα­νά­σιος», Εκπαι­δευ­τι­κή Ελλη­νι­κή Εγκυ­κλο­παί­δεια. Παγκό­σμιο Βιο­γρα­φι­κό Λεξι­κό, Εκδο­τι­κή Αθη­νών, τόμ. 3, Αθή­να 1990, σ. 278–279

Φάκλα­ρης Πανα­γιώ­της, «Μια μαρ­τυ­ρία για τον εντα­φια­σμό του Αθαν. Διά­κου», «ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. ΕΤΗΣΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ», τόμος όγδο­ος, Λαμία 1987, σ. 85–88

Φλικ, «Η μητέ­ρα του Διά­κου», εφ. «ΕΣΤΙΑ», 18 Σεπτ. 1914

Χρι­στό­που­λος Ευθύ­μιος, «Το πραγ­μα­τι­κό τέλος του Αθα­να­σί­ου Διά­κου. Όσα μας κρύ­βα­νε τόσα χρό­νια», εφ. «Λαμια­κή Φωνή»,  [Δια­δί­κτυο]

 

___________________________________________________________________

[1]. Σε προ­σε­χή εργα­σία μας θ’ ασχο­λη­θού­με επι­στα­μέ­να και διε­ξο­δι­κά με τα ζητή­μα­τα αυτά, τεκ­μη­ριώ­νο­ντας περισ­σό­τε­ρο τις από­ψεις μας με πλού­σια βιβλιο­γρα­φία και επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία, διορ­θώ­νο­ντας κάποια λάθη τού­του του κει­μέ­νου ή συμπλη­ρώ­νο­ντάς το με νέα στοι­χεία. Αν και πρέ­πει να είμα­στε επι­φυ­λα­κτι­κοί για τα μέχρι τώρα ιστο­ρι­κά στοι­χεία, που μας έχει με φει­δώ δώσει η Ιστο­ρία και που έφε­ρε στο φως η έρευ­να των ιστο­ρι­κών μελε­τη­τών, δημο­σιο­γρά­φων, λογο­τε­χνών κ.ο.κ.

[2]. «Ποριά» σημαί­νει: πέρα­σμα, πόρος, το μέρος από το οποίο μπο­ρεί να περά­σει κάποιος, «βου­νο­πο­ριά». Ο Τάκης Λάπ­πας ανα­φέ­ρει το τοπω­νύ­μιο ως «Που­ριά».

[3].  Κοί­τα: Δημη­τρί­ου Μπό­πη, «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο πρώ­τος μάρ­τυ­ρας του Αγώ­να», περ. «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», τεύ­χος 128, Απρ. 2007, σ. 18.

[4]. Κοί­τα: Γιάν­νη Βλα­χο­γιάν­νη, «Μικροί ιστο­ρι­κοί έρα­νοι. Θανά­σης Διά­κος ως Αρμα­το­λός», εφ. «ΠΡΩΙΑ», Εν Αθή­ναις 17 Ιαν. 1932, σ. 1

[5]. Κοί­τα: Ανδρέα Καρ­κα­βί­τσα, «Ιστο­ρι­καί σημειώ­σεις περί Αθα­να­σί­ου Διά­κου», περ. «ΕΣΤΙΑ», τόμ. ΚΕ΄, αρ. 644, 1888, σ. 284.

[6].  Η κατα­σκευή κενο­τα­φί­ου για τον Θαν. Διά­κο προ­τά­θη­κε αρχι­κά το 1886 από τον Ταγ­μα­τάρ­χη, τότε, Σπυ­ρί­δω­να Ρού­βα­λη και το 1889 κατα­σκευά­στη­κε επί Δημαρ­χί­ας Αρι­στεί­δου Σκλη­βα­νιώ­του, στην οδό Καλύ­βα Μπα­κο­γιάν­νη της Λαμί­ας, μετα­ξύ της πλα­τεί­ας Λαού  και της οδού Ροζά­κη Αγγε­λή, σε ανά­μνη­ση της θυσί­ας του ήρωα της Αλαμάνας.

[7]. Κοί­τα, σχε­τι­κά, το βιβλίο του Κίμω­νος Αττι­κού, Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος και η λεβέ­ντισ­σα Κρυ­στάλ­λω, Εκδό­της Ανδρέ­ας Μπέ­κιος, Λευ­κω­σία (χ.χ.), Εκδο­τι­κός Οίκος «ΚΕΡΑΥΝΟΣ», Εν Αθή­ναις 1915, .

[8]. Κοί­τα: α) Φάνη Μιχα­λό­που­λου, «Μετα­ξύ Θρύ­λου και Ιστο­ρί­ας. Η ερω­τι­κή (και πολε­μι­κή) ζωή του ήρω­ος της Αλα­μά­νας», εφ. «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», τ. 458–468, 1932, β) Τάκη Λάπ­πα, «Η αρρα­βω­νια­στι­κιά του Θανά­ση Διά­κου», περ. «Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΑΣ», φύλ. 11, Γεν. 1948 κ.ά.

[9]. Κοί­τα, σχε­τι­κά, το βιβλίο της Έφης Γαζή,  «Πατρίς – Θρη­σκεία – Οικο­γέ­νεια». Ιστο­ρία ενός συν­θή­μα­τος 1880–1930, Εκδό­σεις Πόλις, Αθή­να 2011, σσ. 361.

[10]. Περισ­σό­τε­ρα στο κεί­με­νο του Ιωάν­νη Ε. Κορέ­λη: «Το Γαρ­δι­κιώ­τι­κο Θέα­τρο. Αθα­νά­σιος Διά­κος», 11.7.2013, στο Δια­δί­κτυο (gardikiomilaion).

[11]. Στερ­γιού­λης Δημ., «Μαρ­τυ­ρία: Η ματαί­ω­ση μιας θεα­τρι­κής παρά­στα­σης» [Δια­δί­κτυο].

[12]. Βλέ­πε: Θανά­ση Ν. Καρα­γιάν­νη, Σχο­λι­κό Θέα­τρο (1871–1974). Πρό­λο­γοι Θεα­τρι­κών Έργων & Σχο­λι­κών Γιορ­τών, Εκδό­σεις Πάρα­λος, Αθή­να 2013, σσ. 384 και του ιδί­ου, Σχο­λι­κό Θέα­τρο & Σκη­νι­κές Οδη­γί­ες για σχο­λι­κές παρα­στά­σεις (1923+-1974). Πρό­λο­γοι. Θεω­ρη­τι­κά και πρα­κτι­κά ζητή­μα­τα, Εκδο­τι­κός Οίκος Κ. & Μ. ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2015, σσ. 278.

  • Ένα τμή­μα του παρό­ντος κει­μέ­νου έχει δημο­σιευ­θεί στον αφιε­ρω­μα­τι­κό 31ο τόμο (2018) με θέμα: «Αλα­μά­να και Αθα­νά­σιος Διά­κος», του περ. «Φθιω­τι­κός Λόγος», τον οποίο εξέ­δω­σε στη Λαμία ο Όμι­λος Φθιω­τών Λογο­τε­χνών και Συγγραφέων.

_____________________________________________________________________________________________________

Θανάσης Ν. Καραγιάννης Δρ. Επιστημών της Αγωγής. Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά. Κριτικός Θεάτρου για παιδιά. Συγγραφέας
e‑mail:[email protected] http://thkaragia.wix.com/main
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο