Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

”Ο Θεός μεγάλος  είναι!…”

Ξύπνη­σε νωρίς σήμε­ρα ο κυρ-Παντε­λής. Ξυρί­στη­κε κι ετοι­μά­στη­κε για την εκκλη­σία. Κάθε Κυρια­κή θέλει να πηγαί­νει πρωί-πρωί, σχε­δόν μαζί με τον παπά. Πολ­λές φορές, μάλι­στα, συμ­με­τέ­χει και στο ψαλτήρι.

Βγή­κε απ’ την εξώ­πορ­τα του σπι­τιού του, έκα­νε το σταυ­ρό του και τάχυ­νε το βήμα του. Το κρύο ήταν τσου­χτε­ρό, ο χει­μώ­νας είχε αγριέ­ψει για τα καλά. Δεν πρό­λα­βε ν’ απο­μα­κρυν­θεί πολύ, όταν απ’ την αντί­θε­τη κατεύ­θυν­ση είδε να έρχε­ται μια νεα­ρή γυναί­κα τυλιγ­μέ­νη στο γού­νι­νο παλ­τό της. Τα τακού­νια της έκα­ναν θόρυ­βο στην ησυ­χία του πρω­ι­νού. Ανα­γνώ­ρι­σε ο κυρ-Παντε­λής τη Ρόζα, την κοπέ­λα της γει­το­νιάς, όλοι ήξε­ραν πως ”κάνει πιά­τσα” σε γνω­στό στέ­κι της πόλης. Γύρι­σε αλλού το κεφά­λι του και μια έκφρα­ση απο­στρο­φής και αηδί­ας ζωγρα­φί­στη­κε στο πρό­σω­πό του. ”Έχει και ο σατα­νάς τούς πιστούς του” σκέ­φτη­κε και σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε τρεις φορές.

Φτά­νο­ντας στο προ­αύ­λιο της εκκλη­σί­ας αντί­κρι­σε μια μάνα με το μωρό στην αγκα­λιά της να κάθε­ται στα παγω­μέ­να σκα­λο­πά­τια και να ζητια­νεύ­ει. Έβγα­λε ένα κέρ­μα, της το έδω­σε, εισέ­πρα­ξε με ικα­νο­ποί­η­ση το βλέμ­μα ευγνω­μο­σύ­νης και το ”ευχα­ρι­στώ”, και ήσυ­χος πια ότι έκα­νε το χρέ­ος του ένα­ντι Θεού και ανθρώ­πων μπή­κε στην εκκλησία.

Σαν τέλειω­σε η Θεία λει­τουρ­γία, πήρε το αντί­δω­ρο, αντάλ­λα­ξε ευχές με γνω­στούς και φίλους, και ανά­λα­φρος και χαρού­με­νος ξεκί­νη­σε για το σπίτι.

Περ­νώ­ντας μπρο­στά από γνω­στό σού­περ-μάρ­κετ της περιο­χής είδε κόσμο με πανό, πλα­κάτ και συν­θή­μα­τα. ”Μα  είναι δυνα­τόν, Κυρια­κή σήμε­ρα κι αυτοί κάνουν απερ­γία;” μουρ­μού­ρι­σε ενο­χλη­μέ­νος. ”Αντί να ανά­βουν μια λαμπά­δα στο αφε­ντι­κό τους που τους δίνει δου­λειά, δια­μαρ­τύ­ρο­νται κι από πάνω”; Όχι, καθό­λου δεν ανα­ρω­τή­θη­κε ο κυρ-Παντε­λής για­τί οι εργα­ζό­με­νοι πρέ­πει να δου­λεύ­ουν και τις Κυριακές…

Γύρι­σε σπί­τι, περι­ποι­ή­θη­κε τη γυναί­κα του που ήταν άρρω­στη εκεί­νες τις μέρες, και της τα διη­γή­θη­κε όλα, με λεπτο­μέ­ρειες. Για τη συνά­ντη­ση που είχε μ’ αυτή την ”παστρι­κιά”, τη Ρόζα, που επέ­στρε­φε χαρά­μα­τα απ’ τη ”δου­λειά” της, για τη ζητιά­να που της έδω­σε ελε­η­μο­σύ­νη, για τους ”κομ­μου­νι­στάς” απερ­γούς που δια­μαρ­τύ­ρο­νταν… ”Ευτυ­χώς, τα παι­διά μας τα μεγα­λώ­σα­με μ’ ελλη­νορ­θό­δο­ξες αρχές, γυναί­κα!” είπε.

Δεν πέρα­σε ένας μήνας και η κόρη του, που εργα­ζό­ταν σε Τρά­πε­ζα, απο­λύ­θη­κε. Μεί­ω­σαν, λέει, το μισθο­λο­γι­κό κόστος και έκλει­σαν πολ­λά κατα­στή­μα­τα. Σαν να μην έφτα­νε αυτό, απο­λύ­θη­κε και ο γιος του απ’ την εται­ρεία στην οποία δού­λευε. Μετά από δεκα­πέ­ντε χρό­νια  τον έκρι­ναν ”ακα­τάλ­λη­λο”… Έτσι είπαν, και στη θέση του πήραν άλλον με το μισό μισθό!

Στε­νο­χω­ρή­θη­κε πολύ ο κυρ-Παντε­λής… Βηθά­ει όσο μπο­ρεί τα παι­διά του, μα με τις φτω­χι­κές συντά­ξεις που παίρ­νουν αυτός και η γυναί­κα του τι μπο­ρεί να κάνει; Διπλα­σί­α­σε, όμως, τις προ­σευ­χές του και ελπί­ζει. ”Ο Θεός μεγά­λος είναι!…” λέει πάντα.

(2/11/2020)

Δημή­τρης Βαλαής
δάσκα­λος - Νάου­σα

ΥΓ: Κι επει­δή… ”κυρ-Παντε­λή­δες” υπάρ­χουν πολ­λοί, ας ακού­σου­με παρα­κά­τω κι αυτόν του Πάνου Τζα­βέλ­λα. Αξί­ζει να τον γνω­ρί­σουν οι νεό­τε­ροι και να τον ξανα­θυ­μη­θού­με οι παλαιότεροι.

Ο κυρ-Παντε­λής
(στί­χοι-μου­σι­κή: Πάνος Τζαβέλλας)

Έντι­με άνθρω­πε, κυρ Παντελή,
έχεις κατά­στη­μα κάπου στη γη.
Που­λάς εμπό­ρευ­μα, βγά­ζεις λεφτά
πολ­λά λεφτά, πολ­λά λεφτά.

Τις Κυρια­κές πρωί στην εκκλησιά
σταυ­ρο­κο­πιέ­σαι στην Παναγιά.

Έντι­με άνθρω­πε, κυρ Παντελή,
έχεις και σύζυ­γον, κόρη, παιδί,
μοντέρ­να έπι­πλα, έγχρω­μη TV,
τρως τρο­φή πνευματική.

Μακριά απ’ το Κόμ­μα μη βρεις μπελά,
“Πατρίς, θρη­σκεία και φαμελιά”.

Έντι­με άνθρω­πε, κυρ Παντελή,
τι κι αν πεθαί­νου­νε πάνω στη γη
χιλιά­δες άνθρω­ποι χωρίς ψωμί,
μαύ­ροι, λευ­κοί ή κίτρινοι;

Ο γιος σου μονά­χα να ’ναι καλά
ν’ αφή­σεις τ’ όνο­μα και τον παρά.

Έντι­με άνθρω­πε, κυρ Παντελή,
σκεύ­ρω­σες, σάπι­σες στο μαγαζί.
Τη νιό­τη ξόδε­ψες και την ορμή
για τη δραχ­μή, για το πετσί.

Δίπλα σου τ’ όνει­ρο, η ζωή και το φως
μα εσύ στο κου­φά­ρι σου κλει­σμέ­νος εντός.

Ξέρεις πως δώσα­νε, κυρ Παντελή,
άλλοι τα νιά­τα τους και τη ζωή
να γίνει τ’ όνει­ρο φέτα ψωμί
να φας κι εσύ, κυρ Παντελή;

Κι εσύ τι έδω­σες, κυρ Παντελή;
Πες μας τι έκα­νες σ’ αυτή τη γη.
Πες μας τι άφη­σες κληρονομιά
που να εμπνέ­ει τη νέα γενιά.

Έντι­με άνθρω­πε, κυρ Παντελή,
έντρο­με, άβου­λε, συ φασουλή,
βρώ­μι­σες τ’ όνει­ρο και την ψυχή,
άδειο πετσί χωρίς πνοή.

Καλοί μου άνθρω­ποι, νέα γενιά,
θάψ­τε τους έντι­μους μες στα σπαρτά
κι αυτούς που φτιά­ξα­νε τον Παντελή
σκου­λή­κι άχρη­στο σ’ αυτή τη γη.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο